«Τότε γιατί φωνάξατε εμάς τους ιππότες να τα βγάλουμε πέρα με τους Αλβιγήνους; Γιατί δεν τους νικήσατε με τα κηρύγματά σας και τις αλήθειες σας; Δεν μπορούσατε να τα βγάλετε πέρα χωρίς τα σπαθιά μας;»
Μου είπε:
«Ναι, εσείς τους σκοτώνετε, αλλά για να τους αρπάξετε τη γη. Εσύ, ο ιππότης, καις τον Εβραίο για να πάρεις το χρυσάφι του, ενώ εγώ, ο μοναχός, χώνομαι σε σκοτεινά υπόγεια, καίω με πυρωμένα σίδερα και σκίζω σάρκες με λαβίδες, για να ξεριζώσω την αίρεση από την καρδιά των απολωλότων και να σώσω την αιώνια ψυχή τους».
Σώπαινα. Έκανα να φύγω. Ξαφνικά κάτι τον έπιασε, άρχισε να πνίγεται, η φωνή του ράγισε. Μου είπε:
«Περίμενε. Θα σου αποκαλύψω ένα μυστικό. Ο άγιος πατέρας Δομίνικος ονειρεύτηκε τον Υιό του Θεού καθισμένο σε ψηλό θρόνο εκ δεξιών του Πατρός. Οργισμένος και θλιμμένος κοίταζε το πλήθος των αμαρτωλών που είχαν γονατίσει μπροστά Του. Στο χέρι Του κρατούσε τρία κοντάρια _ το ένα για τους υπερόπτες, το άλλο για τους άπληστους και το τρίτο για τους διεφθαρμένους. Η Θεομήτωρ αγκάλιαζε τα γόνατά Του και Τον ικέτευε να δείξει έλεος. Ανρί, ικέτευε έλεος για σας, τους ιππότες. Ποιανού τα στήθη αξίξουν να δεχτούν και τα τρία κοντάρια; Τα δικά σου!»
Αυτός ο άνθρωπος με μισούσε. Αναζητούσε επιχειρήματα για το μίσος του _ ήμουν ιππότης, ήμουν υπερόπτης, ήμουν σκληρός. Αλλά για το μίσος, όπως και για την αγάπη, δεν υπάρχουν επιχειρήματα, ούτε εξηγήσεις. Με μισούσε γιατί ήμουν εγώ.
Δεν μπορούσα να απαντήσω στο μίσος του με μίσος. Κίνησα να φύγω, αλλά στο κατώφλι κοντοστάθηκα. Τον ρώτησα:
«Τότε γιατί διαλέξατε εμένα;»
Μου είπε:
«Μιλάς τη γλώσσα των Βούλγαρων Βογόμιλων, σκότωσες τον Ρομπέρ ντε Ρονσοά, είσαι άπληστος».