The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα απο το μυθιστόρημα "Ο περιπλανόμενος ιππότης του ιερού βιβλιου" το Aντόν Nτόντσεβ

03 Νοέμβριος 2015 / 09:11:48  GRReporter
47850 αναγνώσεις

Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα 

Ο πεζογράφος Αντόν Ντόντσεβ (γεν. 1930), είναι ακαδημαϊκός της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας, ένας από τους πιο γνωστούς βούλγαρους συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων. Το πιό γνωστό και μεταφρασμένο έργο του είναι το μυθιστόρημα ΄Καιροί διχασμού΄, το οποίο γυρίστηκε ταινία το 1987 από τον σκηνοθέτη Λιουντμίλ Στάικοβ. Το 2015  η κινηματογραφική εκδοχή του ΄Καιροί διχασμού΄ αναδείχθηκε, (ως επιλογή του κοινού στην εκπομπή ΄Τα λουστρινένια παπούτσια του βουλγάρικου κινηματογράφου΄) σε καλύτερη βουλγάρικη ταινία. Τα έργα του Ντόντσεβ αναφέρονται σε κρίσιμες περιόδους του παρελθόντος της Βουλγαρίας, καθώς και στην επίδραση των Βογόμιλων στη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη. Το ΄Καιροί διχασμού΄ αναφέρεται στο βίαιο εξισλαμισμό των Βουλγάρων κατοίκων της Ροδόπης τον 17ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Ιβάν Γκρανίτσκι, εκδότη και κριτικό λογοτεχνίας, ο Αντόν Ντόντσεφ κληρονόμησε μια ισχυρή παράδοση στη βουλγαρική λογοτεχνία όπου ο πεζογράφος είναι όχι μόνο δημιουργός αλλά και ιδιόμορφος πνευματικός ηγέτης της εποχής του:

Άλλο πολύ γνωστό ιστορικό μυθιστορήμα του Ντόντσεβ είναι ΄Ο περιπλανώμενος ιππότης του ιερού βιβλίου, με θέμα την αναζήτηση της Ιερής Βίβλου των Βογομίλων μιας Βουλγαρικής αίρεσης της Αναγέννησης η οποία ήταν υπαίτια για μεγάλης έκτασης αιματοκύλισμα στη Δύση με το μεγάλο παρακλάδι της την αίρεση των Καθαρών αλλά και το Βυζάντιο και ιδιαίτερα τα Βαλκάνια. Η θεματολογία θυμίζει κάτι από τον Ουμπέρτο Εκο, αλλά πολύ πιο απλό και άμεσα κατανοητό. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδ. Κέδρος (μτφρ. Πάνος Σταθόγιαννης).

 

Hμέρα Πρώτη

 

1.

 

Το όνομά μου ήταν Ανρί ντε Βενταντόρν, αλλά το άλλαξα με το όνομα ενός νεκρού.

Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο που να μην έχει ακούσει το όνομα Βενταντόρν. Όσο παράξενο και να φαίνεται, αυτή η φήμη οφείλεται σε δύο άτομα που στην πραγματικότητα δεν ανήκαν στην οικογένεια των Βενταντόρν. O Μπερτράν ντε Βενταντόρν που τραγούδησε

Αφού δεν τραγουδάς απ’ την καρδιά σου,

δε σου αξίζει ούτε μια φούχτα άχυρο,

ήταν γιος του φούρναρη του δοξασμένου μας κάστρου. Τραγούδησε ενώπιον της Αλιενόρας της Ακουϊνίας, όταν εκείνη πήρε διαζύγιο από τον Λουδοβίκο Z΄ κι έγινε βασίλισσα του Ερρίκου B΄ της Αγγλίας. Η Αλιενόρα τον έστειλε στην κόρη της από τον πρώτο της γάμο, τη Μαριέλ του Σαμπάν. Με το φάντασμα αυτού του τροβαδούρου _ ή, για να είμαι πιο ακριβής, με το φάντασμα του ονόματός του _ έπρεπε να παλέψω, όταν ακόμη ονομαζόμουν Ανρί ντε Βενταντόρν, γιατί όλοι περίμεναν να πιάσω κι εγώ το τραγούδι. Εμένα όμως μ’ έχουν καταραστεί να τρομάζω ακόμη και τις κάργιες με τα τραγούδια μου. Ο άλλος Βενταντόρν _ για την ακρίβεια η άλλη Βενταντόρν _ που γνώριζε όλος ο κόσμος καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Τιουρέν και ήταν παντρεμένη με τον αδελφό μου Έμπελ ντε Βενταντόρν. Tο όνομά της ήταν Μαρία. Ήταν εκείνη που είπε τα μοιραία λόγια: «Μου αξίζει να είμαι διάσημη όχι εξαιτίας της φημισμένης οικογένειάς μου, αλλά γιατί είμαι γυναίκα που μπορεί να χαρίσει αγάπη». ...Σε οποιονδήποτε.

Εξαιτίας της εγκατέλειψα τον πύργο μόλις δεκαέξι χρονών.

2.

Ύστερα από δύο δεκαετίες βρισκόμουν στη Ρώμη. Ζύγωνε το έτος 1216 από τη γέννηση του Σωτήρα μας. Μόλις είχε τελειώσει η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος της Λατεράνα, υπό την εποπτεία του πάπα Ινοκέντιου του Γ΄, παρουσία των δύο νέων πατριαρχών των πόλεων των Ιεροσολύμων και της Κωνσταντινουπόλεως, που προσφάτως είχαμε κατακτήσει, 71 μητροπολιτών, 412 επισκόπων, 900 αβάδων και αμέτρητου αριθμού απεσταλμένων εκκλησιαστικών πριγκίπων και κοσμικών βασιλέων. Ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν στείλει κάποιους δικούς τους να τους εκπροσωπήσουν στη Σύνοδο, γιατί οι ίδιοι δεν προλάβαιναν _ ή δεν τολμούσαν _ να έρθουν. Στη Ρώμη έφτασαν κρυφά και οι κατατρεγμένοι αρχηγοί των Αλβιγήνων*, ο κόμης Ραϊμόνδος ο ΣT΄ της Τουλούζης μαζί με το γιο του, που έφερε κι αυτός το όνομα Ραϊμόνδος. Ικέτες του παπικού ελέους.

Πριν τη Σύνοδο, κάπου γύρω στο θερινό ηλιοστάσιο, οι Άγγλοι βαρόνοι πρόλαβαν στα λιβάδια του Ρουνιμέντ το βασιλιά τους Ιωάννη και τον υποχρέωσαν να υπογράψει τη Μεγάλη Χάρτα των δικαιωμάτων, αναγκάζοντάς τον να κραυγάσει με οργή: «Έχουν βάλει 25 βασιλιάδες πάνω από μένα!» Ο πάπας στάθηκε αμέσως στο πλευρό του ταπεινωμένου Ιωάννη, αν και τον είχε ο ίδιος αφορίσει, κι έτσι η Σύνοδος άρχισε να επεξεργάζεται Χάρτες κατά των ελευθεριών. Αν τύχει να διαβάσετε τον Κανόνα κατά των αιρέσεων, θα ανατριχιάσετε. Η Σύνοδος αφαίρεσε τις γαίες από τον παλαιό Οίκο των κόμητων της Τουλούζης και τις έδωσε στον Σιμόν ντε Μονφόρ _ από το Μπαζιέ μέχρι τον Ωκεανό και από τα Πυρηναία μέχρι το Ντορντόν.

Στη Ρώμη ήμουν συνοδός του Σιμόν ντε Νοφλ, γείτονα του Σιμόν ντε Μονφόρ, ο οποίος έλαβε από τη Σύνοδο τον πύργο στην Προβηγκία που του είχαν υποσχεθεί. Εκείνος αναχώρησε αμέσως, αλλά εγώ έμεινα στη Ρώμη.

Έχετε, άραγε, ιδέα σε τι μπορούν να μετατρέψουν μια πόλη δεκάδες χιλιάδες αντρών που επιθυμούν να ξεφαντώσουν; Για εβδομάδες έπεφτε μια σιγανή βροχή που ερχόταν από τη μεριά της Όστια, την επισκοπή του καρδινάλιου Ουγκολίνο.

Ο Σιμόν δε με εξόφλησε, μου έκλεψαν το άλογο, με έδιωξαν από το πανδοχείο. Σ’ αυτή την ξεκοιλιασμένη και καταρρέουσα πόλη κατάλαβα πόσο απελπισμένος ήμουν.

Όχι επειδή είχα σέλα και δεν είχα άλογο, ούτε επειδή είχα στομάχι και δεν είχα με τι να το γεμίσω. Ούτε πάλι επειδή είχα σπαθί και δεν είχα σε ποιον να το πουλήσω. Ήμουν απελπισμένος γιατί, δοκιμάζοντας τη γεύση της ευφυΐας των λόγων που είχαν ειπωθεί, ανακάλυπτα ότι ήταν κάλπικες, όπως ανακαλύπτει κάποιος ότι είναι κάλπικο ένα χρυσό νόμισμα δαγκώνοντάς το. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα ότι όλο και πιο συχνά υψώνω τον τόνο της φωνής μου κι ακόμα συχνότερα αγγίζω τη λαβή του σπαθιού μου. Αυτή η απίθανη σύναξη, όπου ειπώθηκαν τόσα λόγια, που αν σφάζαμε όλα τα κοπάδια του κόσμου για να φτιάξουμε περγαμηνές απ’ τα τομάρια τους πάλι δε θα ήταν αρκετά για να χωρέσουν όλες εκείνες τις κουβέντες περί πίστεως, τιμής και αξιοπρέπειας, όλες εκείνες οι ατέλειωτες φλυαρίες, πίσω από τις οποίες διακρίνονταν καθαρά τα ορθάνοιχτα και απειλητικά σαγόνια, όλη εκείνη η προσπάθεια να μπει σε μια τάξη ο κόσμος μας, με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως δεν πρόκειται να διορθώσουμε τίποτε, πως τίποτε δε διορθώνεται.

3.

Ένα βροχερό πρωί, μπροστά από το άθλιο πανδοχείο που με φιλοξενούσε, σταμάτησαν τέσσερις έφιπποι στρατιώτες από τη φρουρά του πάπα. Αναγκάστηκα να τους ακολουθήσω πεζός. Τι ντροπή _ σε τελική ανάλυση, ιππότης σημαίνει ιδιοκτήτης ίππου. Καθώς περπατούσα, συλλογιζόμουν τις αμαρτίες που είχα διαπράξει κατά τους τελευταίους μήνες. Δε βρήκα ούτε μία που να άξιζε τη συνοδεία τεσσάρων ιππέων, και μάλιστα ανθρώπων ενός πάπα σαν τον Ινοκέντιο τον Γ΄.

Τρεις φορές μέχρι τώρα είχα πάρει το σταυρό μου και είχα κινήσει για σταυροφορία, ύστερα από πρόσκληση του πάπα _ τη μία για τα Ιεροσόλυμα, τη δεύτερη για την Κωνσταντινούπολη και την τρίτη εναντίον των χριστιανών Αλβιγήνων. Ο πάπας Ινοκέντιος είχε ευλογήσει ακόμα μία εκστρατεία _ εκείνη των παιδιών _ αλλά εγώ δεν είχα λάβει μέρος, είχα προ πολλού ενηλικιωθεί.

Ο Ινοκέντιος ο Γ΄ ανέβαλε την ενθρόνισή του μέχρι την εορτή του Αποστόλου Πέτρου. Ήθελε να εμφανιστεί ως ο «καινούριος Πέτρος». Ψιθυριζόταν ότι είχε προβάρει ακόμη και το χιτώνα του Σωτήρα που φυλασσόταν στη Λατεράνα. Έλπιζε ότι θα του έκανε. Αλλά ο χιτώνας τού έπεσε μεγάλος, ο Χριστός ήταν ψηλότερος απ’ αυτόν. Είναι αλήθεια ότι κάθε εξουσία πηγάζει από τον Θεό, αλλά ετούτος ο πάπας στήθηκε ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους _ χαμηλότερα από τον Θεό αλλά ψηλότερα από τους ανθρώπους. Ανακήρυξε τον εαυτό του βικάριο, όχι του Αποστόλου Πέτρου, αλλά του ίδιου του Κυρίου. Μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, όμως στην πράξη αποδείχτηκε πως είχε. Ο πάπας άρχισε να ανακατεύεται στις υποθέσεις _ να κινεί τα νήματα, για την ακρίβεια _ όχι μόνο των πνευματικών ταγών, αλλά και των κοσμικών ηγεμόνων, ακόμη και των ίδιων των αυτοκρατόρων. Ο ίδιος ονόμαζε των εαυτό του «βασιλέα των βασιλέων και επίσκοπο των επισκόπων».

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ζητούσε από μένα ένας τόσο μεγάλος πάπας.

Στην αυλή της Λατεράνα με υποδέχτηκε ο καρδινάλιος Ουγκολίνο, από τον Οίκο των κόμητων Σένι, συγγενής του ίδιου του πάπα. Ο Ουγκολίνο ήταν ανεψιός του, αν και πολύ μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ αυτόν. Εκείνο τον καιρό, ο καρδινάλιος ήταν πολύ γέρος.

Ο καρδινάλιος στεκόταν όρθιος μέσα στην κρύα πέτρινη αίθουσα. Το τζάκι έκαιγε σε μια γωνιά, ο αέρας κουνούσε τις κουρτίνες στα στενά παράθυρα, πίσω τους γυάλιζαν νερά. Η ατμόσφαιρα μύριζε καπνό και βρεγμένα ρούχα. Δίπλα στον καρδινάλιο στεκόταν ένας μοναχός του Τάγματος των Δομινικανών, με άσπρα ράσα δεμένα στη μέση με σκοινί και σαντάλια στα γυμνά του πόδια. Ανατρίχιασα βλέποντάς τον έτσι ντυμένο, αλλά κυριολεκτικά πάγωσα όταν με άγγιξε το βλέμμα του. Τον είχα ξανασυναντήσει αυτό τον άνθρωπο, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πού. Έμοιαζε με Ισπανό, από εκείνη τη ράτσα που ζει στην Καστίλια _ ήταν όλοι τους σαν γυμνά σπαθιά, σφυρήλατα στη φωτιά της πίστης και στον πάγο του αράπικου μίσους.

Ο καρδινάλιος μου είπε:

«Ιππότη Ανρί, έχουμε κακές ειδήσεις».

Πήρα ανάσα. Από το κακό μέχρι το χειρότερο κακό ο δρόμος είναι μακρύς. Εκείνος συνέχισε:

«Ο κόμης Ραϊμόν, από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί όλοι οι τίτλοι, κατέβηκε στη Μασσαλία και οι Μαρσεγιέζοι τον υποδέχτηκαν _ Θεέ μου, συχώρα με _ σαν τον Σωτήρα πριν το Πάσχα».

Εντυπωσιάστηκα, αλλά όταν το ξανασκέφτηκα τα πράγματα μου φάνηκαν φυσιολογικά. Η Μασσαλία πάντα ήταν ζώνη ελεύθερου εμπορίου, ποτέ δεν ανήκε στους κόμητες της Τουλούζης. Ο κόμης της ήταν κόμης μόνο κατ’ όνομα. Όμως ολόκληρη η Προβηγκία θεωρούσε τον Ραϊμόν υπερασπιστή της, δικό της άνθρωπο, τον αγαπούσαν ακόμη και για τις αμέτρητες δυστυχίες που τον είχαν βρει στη ζωή του. Οι τροβαδούροι τραγουδούσαν για τον «δύστυχο Ραϊμόν».

Είπα με κάποια επιφύλαξη:

«Άγιε πατέρα, οι Μαρσεγιέζοι είναι πιστοί καθολικοί».

Ο καρδινάλιος είπε:

«Ναι, αλλά είναι περισσότερο τοπικιστές απ’ ό,τι πιστοί. Άφησέ με να συνεχίσω. Τον Ραϊμόν επισκέφτηκε ένας αγγελιαφόρος από την Αβινιόν...»

Ούτε η Αβινιόν ανήκε στο στέμμα της Τουλούζης. Πράγματι, τα νέα ήταν άσχημα. Ο καρδινάλιος συνέχισε:

«Ο ιππότης Άρνολντ Οντεγκάρ υποδέχτηκε τον Ραϊμόν επικεφαλής τριακοσίων ιπποτών από την Προβηγκία».

Η ιστορία επαναλαμβανόταν. Εμείς οι σταυροφόροι εναντίον της αίρεσης των Αλβιγήνων μόνο στάχτες αφήναμε στο πέρασμά μας, αλλά όλοι ήξεραν ότι η φωτιά συνέχιζε να σιγοκαίει κάτω από τις στάχτες. Το πρώτο φύσημα _ αλλά και η απελπισία _ άναψαν και πάλι μεγάλη πυρκαγιά στην Προβηγκία. Πάντα πίστευα ότι το ψηλό δέντρο δεν πρέπει απλά να το λυγίσεις, μέχρι να ακουμπήσει η κορυφή του στο χώμα, αλλά να το κόψεις ή να το ξεριζώσεις. Αλλιώς θα τιναχτεί και θα σε πετάξει στον αέρα. Τι μπορούσα να πω στον καρδινάλιο; Eίπα:

«Το σπαθί μου είναι στη διάθεσή σας».

Ο καρδινάλιος μίλησε σαν προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που υψώνει τη φωνή του μέχρι τον ουρανό, καλώντας την οργή του Θεού να ξεσπάσει. Και είπε:

«Την Κυριακή, όταν όλοι οι πραγματικοί χριστιανοί μαζευτούν για προσευχή, όλες οι καμπάνες των ναών της Προβηγκίας θα χτυπήσουν πένθιμα. Και οι φλόγες των κεριών θα σβηστούν με τα δάχτυλα και τα κεριά θα ριχτούν στο χώμα. Και θα πέσει σκοτάδι, προάγγελος του σκότους που περιμένει τις ψυχές εκείνων που αφορίζει η Αγία μας Εκκλησία».

Η φωνή του καρδινάλιου υψώθηκε και πλημμύρισε την αίθουσα, πολλαπλασιασμένη από τις υπόκωφες αντηχήσεις. Κοιτάζοντάς τον θυμήθηκα πόσο είχα ανακουφιστεί που με είχαν οδηγήσει σ’ αυτόν, και όχι στον Ινοκέντιο. Τώρα λυπόμουν που δεν είχα συναντηθεί με τον ίδιο τον πάπα.

Την εποχή που οι αιρετικοί κατεδάφιζαν δικαιολογημένα τα λόγια και τα έργα των ανθρώπων της Εκκλησίας, ο καρδινάλιος Ουγκολίνο, επίσκοπος της Όστια, γιος του κόμητα Τριστάν Κόντι, ζούσε ταπεινά και θεοσεβούμενα, γεγονός που στάθηκε αφορμή να αποκτήσει φήμη ανθρώπου με άσπιλη συνείδηση, εντιμότητα και πολλές γνώσεις. Αλλά, μόλις αυτός ο υπερήφανος και απλησίαστος άνθρωπος φόρεσε την τιάρα, δεν κατάφερε να ξεκόψει από τα εγκόσμια πάθη. Έμοιαζε περισσότερο με ιερέα του ζηλόφθονου Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, παρά με επίγειο απεσταλμένο του αγαθού Ιησού. Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από τον ενάρετο άνθρωπο που πιστεύει ότι έχει το αλάθητο. Σ’ αυτόν επιτρέπονται τα πάντα, έχει το δικαίωμα να δικάζει και να καταδικάζει, παραμένοντας ο ίδιος στο απυρόβλητο.

Ο καρδινάλιος συνέχισε να καταριέται τους αμαρτωλούς:

«Να αρνηθούμε τη Θεία Κοινωνία σ’ αυτούς τους λεπρούς, να μην τους δείξουμε κανένα έλεος... Να τους απαγορέψουμε χριστιανική ταφή και ν’ αφήσουμε τα πτώματά τους έξω από τα κοιμητήρια, να τα φάνε τ’ αρπαχτικά και τα σκυλιά».

Τότε πήρε το λόγο ο Δομινικανός _ ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη φωνή του. Είπε:

«Μακάριος όποιος σκοτώσει με πέτρα τα παιδιά τους...»

Όταν άρχισα να σας διηγούμαι την ιστορία μου, ορκίστηκα ότι δε θα κάνω άλματα στο μέλλον κι ότι δε θα διακόπτω την αφήγησή μου, σαν κάποια θεότητα που ξέρει το τι θα συμβεί, για να πω: «Ναι, αλλά αυτός θα πεθάνει ύστερα από ένα χρόνο...» ή «Όχι, αυτός δεν ξέρει ότι...» Καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες να χωρέσω στο μυαλό και το σώμα εκείνου του Ανρί ντε Βενταντόρν που ήμουν πριν από περίπου τριάντα χρόνια, προσπαθώ ώστε οι γνώσεις, η απελπισία και _ ίσως _ η σοφία του σημερινού Ανρί να μην εισχωρήσουν στα λόγια και στις πράξεις εκείνου του περασμένου. Αλλά δεν αντέχω να μην προφητέψω:

Το πτώμα του αφορισμένου Ραϊμόν θα μπει σε φτηνό φέρετρο και θα τοποθετηθεί έξω από το νεκροταφείο των Ναϊτών Iπποτών της Τουλούζης. Το κρανίο του θα μείνει απείραχτο, τα οστά του ανάκατα, ροκανισμένα από ποντίκια, τα ενδύματά του θα κλαπούν. Στο κρανίο του θα φαίνεται ακόμα η σφραγίδα με τον κόκκινο κρίνο, έμβλημα των βασιλέων της Γαλλίας, σημάδι πως ήταν γραφτό η Τουλούζη να περάσει στο γαλλικό στέμμα.

Ο καρδινάλιος Ουγκολίνο θα πατήσει τα εκατό, κι όταν πεθάνει, θα ενταφιαστεί κάτω από μαρμάρινη πλάκα, σαν τον πάπα Γρηγόριο τον Θ΄.

Τότε, εκείνη τη χαμένη μέσα στο παρελθόν ημέρα, ο καρδινάλιος μου είπε:

«Έλα μαζί μου».

4.

Η έφιππη φρουρά αποτελούνταν από εκατό περίπου άτομα. Ήρθε και ο Δομινικανός μαζί μας. Φτάσαμε στο κάστρο του Αγίου Αγγέλου _ το σκοτεινό νεκροταφείο κάποιου αυτοκράτορα, δε θυμάμαι ποιου ακριβώς.

Αυτό το κάστρο, που προοριζόταν αρχικά για νεκροταφείο _ για Οίκος του Θανάτου δηλαδή _ είχε μετατραπεί σε προθάλαμο θανάτου για όσους είχαν πάρει το δρόμο για την κόλαση. Πρώτα περάσαμε μέσα από την Αίθουσα των Πιθαριών _ γεμάτη με μεγάλα πιθάρια, ικανά να χωρέσουν μέσα τους από έναν άνθρωπο το καθένα. Εκεί κάθεται, κουλουριασμένος σαν μέσα σε μήτρα, ο δύστυχος φυλακισμένος, σκεπασμένος με μια πέτρινη πλάκα από πάνω. Σηκώνουν το καπάκι μόνο για να του δώσουν φαγητό. Κι αυτός γεμίζει συγά σιγά το πιθάρι με τα περιττώματά του, μέχρι που στο τέλος πνίγεται σ’ αυτά. Από τα πιθάρια έφτασαν στ’ αυτιά μου κάτι υπόκωφες κραυγές, που θα με κυνηγούν μέχρι την τελευταία μου ώρα, ενώ οι μυρουδιές ήταν χειρότερες κι από εκείνες που αναδίνει ένα πεδίο μάχης ύστερα από τρεις μέρες. Κατεβήκαμε σε κάτι υπόγεια. Είδα τα σιδερένια κάγκελα δεξιά κι αριστερά στο σκοτεινό διάδρομο. Στο φως του πυρσού κατάφερα να διακρίνω χέρια που απλώνονταν να μας αρπάξουν. Και πάλι κραυγές. Και πάλι η ανυπόφορη αποφορά.

Στο τέλος, φτάσαμε μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα. Ο καρδινάλιος την ξεκλείδωσε με ένα κλειδί που κρεμόταν στη ζώνη του και είπε:

«Εδώ είναι το κελί των αιρετικών από τη Βουλγαρία».

Μπήκαμε μέσα και οι τρεις _ ήταν και ο Δομινικανός μαζί μας. Ο καρδινάλιος μου είπε:

«Κράτα τον πυρσό».

Ανατρίχιασα στη σκέψη ότι οι φρουροί μπορούσαν κάλλιστα να κλείσουν την πόρτα πίσω μας.

Ύψωσα τον πυρσό. Βρισκόμαστε μέσα σ’ έναν πέτρινο τάφο, στους τοίχους γυάλιζε νερό _ ήμαστε χαμηλότερα από τη στάθμη του Τίβερη. Στο κέντρο, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται η σαρκοφάγος, είδα κάτι σιδερένια σεντούκια, το ένα πάνω στο άλλο. Δεν υπήρχαν ιστοί αράχνης, ούτε σκόνη. Σήκωσα το κεφάλι μου _ στο ταβάνι άστραφταν σαν πολύτιμοι λίθοι κρύσταλλοι άλατος. Το αίμα, οι ακαθαρσίες και τα δάκρυα είχαν απορροφηθεί από το χώμα, για να μετατραπούν σε διαμάντια εδώ, σ’ αυτό το κελί. Επικρατούσε απόλυτη σιγή, μόνο κάποια βαριά σταγόνα έπεφτε κατά διαστήματα από το ταβάνι. Το ψύχος μού περόνιαζε τα κόκαλα. Στράφηκα προς το μέρος του καρδινάλιου _ το πρόσωπό του ήταν αυστηρό και γεμάτο ένταση. Είπε στον Δομινικανό:

«Άνοιξε ένα σεντούκι».

Όταν ο Δομινικανός άνοιξε το σεντούκι, είδα ότι το σεντούκι ήταν γεμάτο βιβλία και κυλίνδρους χειρογράφων. Στράφηκα προς τον καρδινάλιο. Εκείνος μου είπε:

«Τι περίμενες ότι θα έχει μέσα; Ανθρώπους; Αυτούς φροντίζει ο χρόνος να τους ρίξει στη λήθη. Οι γνώσεις και οι διδασκαλίες είναι που αντιστέκονται...»

Kατευθύνθηκε προς τον τοίχο. Μόλις εκείνη τη στιγμή παρατήρησα ότι εκεί υπήρχε άλλη μία πόρτα. Το κλειδί γύρισε με δυσκολία και ο Δομινικανός κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να τη μισανοίξει. Μπήκαμε _ πρώτα εγώ κι ύστερα ο καρδινάλιος με τον Δομινικανό _ στο πέτρινο δωμάτιο. Στη μέση του δωματίου υπήρχε μόνο ένα όχι και τόσο μεγάλο σεντούκι, σφραγισμένο με σιδερένια στεφάνια γύρω γύρω, σαν εκείνα που φυλάσσονται οι θησαυροί στα παραμύθια.

Ο καρδινάλιος τότε είπε:

«Σ’ αυτό το κελί πρέπει να φυλακίζεται μόνο ένας, ο πιο επικίνδυνος. Το Μυστικό Βιβλίο των Βογόμιλων».

Δε μιλούσα. Η επισημότητα στη φωνή του καρδινάλιου έδειχνε πως ετοιμαζόταν να μου πει κάτι το πολύ σημαντικό. Είπε:

«Εσύ, Ανρί ντε Βενταντόρν, θα μεταφέρεις εδώ αυτό το φοβερό Βιβλίο, για να το κλειδώσουμε για πάντα».

Κατάλαβα αμέσως τι με ήθελαν. Είχα ακούσει κι εγώ, όπως κι όλοι μας, για το Μυστικό Βιβλίο των Βογόμιλων. Αλλά είχα ακούσει και για τους θησαυρούς των Βογόμιλων, για σεντούκια γεμάτα ρουμπίνια και σακούλια με χρυσάφι που μεταφέρθηκαν στο Μονσεγκιούρ ύστερα από την πτώση του Βασιλείου της Βουλγαρίας. Πίστευα σ’ αυτά τα παραμύθια όσο και στο δισκοπότηρο του Γκράαλ. Όμως τώρα αποδεικνυόταν ότι το Bιβλίο υπήρχε, αλλιώς γιατί με είχε κουβαλήσει στον προθάλαμο της κόλασης ο ισχυρότερος καρδινάλιος της Ρώμης;

Ο καρδινάλιος είπε:

«Όταν το Βιβλίο κλειστεί στη φυλακή του για τον αιώνα τον άπαντα, εσύ θα λάβεις πέντε χιλιάδες χρυσά βενετσιάνικα δουκάτα».

Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη, που είπα χωρίς καν να το σκεφτώ:

«Είναι ποτέ δυνατόν ένα βιβλίο να αξίζει πέντε χιλιάδες δουκάτα;»

Ο καρδινάλιος είπε:

«Εσύ, Ανρί, αξίζεις τόσο. Το Βιβλίο αξίζει πολύ περισσότερα. Είναι ανεκτίμητο. Πόσο νομίζεις ότι θα μας κοστίσει η καινούρια εκστρατεία εναντίον των αιρετικών;»

Σιωπούσα. Σιωπούσαν κι αυτοί. Έπρεπε να πω κάτι, έτσι τους ρώτησα:

«Τι περιέχει αυτό το Βιβλίο;»

Ο καρδινάλιος είπε:

«Τη ρίζα όλων των αιρέσεων που συγκλονίζουν την Αγία Καθολική μας Εκκλησία».

Ο Δομινικανός είπε:

«Τους καταραμένους σκώληκες που ροκανίζουν το ευλογημένο ξύλο του Τιμίου Σταυρού».

Ο καρδινάλιος είπε:

«Ο άγιος Βερνάρδος είπε για τους αιρετικούς ότι είναι άμεμπτοι, δεν κάνουν κακό σε κανέναν, δεν τρώνε δωρεάν το ψωμί τους και διδάσκουν πως όλοι πρέπει να ζουν από τους καρπούς της εργασίας τους. Οι καλοί χριστιανοί έχουν να μάθουν πολλά πράγματα απ’ αυτούς».

Του είπα:

«Άγιε πατέρα, η ευγένεια που δείχνετε γι’ αυτούς τους αιρετικούς είναι μεγαλύτερη ακόμα κι από το αίσθημα δικαιοσύνης που σας χαρακτηρίζει».

Ο καρδινάλιος αναστέναξε και μου είπε:

«Αυτό δεν είναι ευγένεια. Ούτε δικαιοσύνη είναι. Αλλά για να νικήσεις έναν εχθρό πρέπει να του δώσεις την αξία που πραγματικά έχει».

Πλησίασε στο σεντούκι και ξεκρέμασε ένα από τα κλειδιά που κρέμονταν στο λαιμό του. Ο μανδύας του άνοιξε και φάνηκε η πανοπλία του. Τώρα θύμιζε πολεμιστή και όχι ιερωμένο. Είπε:

«Μόνο οι πιο αφοσιωμένοι γιοι της εκκλησίας μπορούν να σκύψουν πάνω από τον γκρεμό αυτού του τάφου».

Του είπα:

«Άγιε πατέρα, η εμπιστοσύνη που μου δείχνετε είναι το μεγαλύτερο βραβείο για μένα».

Εκείνος γέλασε ψεύτικα:

«Η εμπιστοσύνη μου, συν πέντε χιλιάδες χρυσά φλορίνια».

Όχι τόσο για να παζαρέψω, αλλά για να διαλύσω αυτή τη σκοτεινή επισημότητα που πάγωνε τα πάντα σαν τους πέτρινους τοίχους γύρω μας με λίγο ανθρώπινο συναίσθημα, του είπα:

«Άγιε πατέρα, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα».

Ο καρδινάλιος στην αρχή δε με κατάλαβε, διαιστάνθηκε μόνο ότι προσπαθώ να διαλύσω αυτό το σύννεφο του προαιώνιου ψύχους και της αμείλικτης καταδίκης που είχε αρχίζει να μας καταπιέζει. Είπε:

«Θέλεις μήπως να πεις ότι σου είναι αρκετή η εμπιστοσύνη μου;»

Του είπα:

«Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω ότι μιλάμε για πέντε χιλιάδες βενετσιάνικα δουκάτα, και όχι για φλορίνια».

Ίσως να μην το γνωρίζετε, αλλά τα χρυσά βενετσιάνικα δουκάτα είναι βαρύτερα από τα φλορίνια.

Ο Δομινικανός γρύλισε ενοχλημένος. Ο καρδινάλιος βρήκε τη δύναμη να ανοίξει το σεντούκι. Στον πάτο του υπήρχε μόνο ένα φύλλο περγαμηνής. Κολλημένο στο σίδερο, όχι τυλιγμένο. Άπλωσα το χέρι μου, αλλά ο καρδινάλιος με άρπαξε από τον καρπό. Σήκωσε το φύλλο ο ίδιος και πήρε τον πυρσό από το χέρι μου. Ύστερα είπε:

«Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο...»

Είπα χωρίς να το θέλω:

«Το Tέταρτο Ευαγγέλιο».

Ο Δομινικανός σχεδόν κραύγασε με ένα ξαφνικό πάθος που με εξέπληξε:

«Το Πέμπτο Eυαγγέλιο! Η ψευδο-Bίβλος των αιρετικών».

Tότε ο καρδινάλιος μίλησε, χωρίς να κοιτάξει το φύλλο:

«Οι ερωτήσεις του αγίου Ιωάννη και οι απαντήσεις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, γραμμένες από το χέρι του ίδιου του αγίου... Για το πώς ο διάβολος δημιούργησε τον κόσμο και επαναστάτησε εναντίον του Θεού, για το πώς οι άξιοι περιφρόνησης ιερείς ανάγκασαν τους ανθρώπους να υποκλίνονται στο σταυρό όπου σταυρώθηκε ο Υιός του Θεού. Και να προσκυνούν καινούρια είδωλα, που ονομάζονται εικόνες...»

Καθώς ο καρδινάλιος μιλούσε, το πρόσωπό του άλλαξε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν κι έγιναν γυάλινα, συσπάσεις διέτρεχαν τα λεπτά και γεμάτα σκληρότητα χείλη του. Ήταν σαν να έφτυνε τις λέξεις, την πικρή γεύση των οποίων αδυνατούσε να αντέξει. Μιλούσε και σιχαινόταν τα ίδια του τα λόγια, μιλούσε και τρόμαζε από τα λόγια του. Αλλά έβρισκε τη δύναμη να συνεχίσει να μιλάει.

Ο καρδινάλιος άφησε το φύλλο κι έκλεισε τα μάτια. Έβγαζε τα λόγια του σαν ψάρια από νερά σκοτεινά. Είπε:

«Εκεί είναι γραμμένα πράγματα εναντίον της Θείας Κοινωνίας και της Θείας Λειτουργίας...»

Σταμάτησε, σαν να μην είχε τη δύναμη να συνεχίσει τα βέβηλα λόγια. Τότε ακούστηκε η φωνή του Δομινικανού, σαν ηχώ της φωνής του καρδινάλιου:

«Εκεί υβρίζεται η εκκλησιαστική ιεραρχία, εκεί είναι γραμμένο πως ο ιερωμένος είναι απλός θνητός».

Ο καρδινάλιος ξαναμίλησε:

«Εκεί είναι γραμμένο πως η Εκκλησία δεν πρέπει να εμπλέκεται στις υποθέσεις των επίγειων βασιλείων».

Ο Δομινικανός είπε:

«Και πως οι φτωχοί δεν πρέπει να υποτάσσονται στη θέληση των κυρίων τους».

Άκουγα εκείνες τις φωνές να κυνηγούν η μια την άλλη μέσα στο ημίφως του πέτρινου τάφου κι είχα την αίσθηση ότι συμμετείχα σε κάποια μαύρη λειτουργία στον υπόγειο ναό εκπεσόντος θεού. Ρίγη κακών προαισθημάτων με διαπέρασαν, και την ίδια στιγμή ο καταραμένος πειρασμός να αγγίξω αυτό το βιβλίο, να το διαβάσω, άναψε μέσα μου μια σπίθα. Όταν οι φωνές έσβησαν, μίλησα εγώ:

«Πράγματι, αυτό το Βιβλίο αξίζει περισσότερο από ένα πουγκί χρυσάφι».

Ο καρδινάλιος είχε εν τω μεταξύ συνέλθει. Είπε:

«Αυτό το Βιβλίο είναι ο δαυλός που άναψε πυρκαγιές δεκάδων αιρέσεων σ’ όλο τον κόσμο. Κάποια απ’ τα “μάτια” και τ’ “αυτιά” που έχω στον έξω κόσμο μού ανέφεραν ότι το καταραμένο πυρ θα μεταφερθεί στην Οξιτανία, για να μετατραπεί σε όπλο των Αλβιγήνων στη μάχη με τα στρατεύματά μου».

Είπα αποφασιστικά:

«Το Βιβλίο δεν πρόκειται να φτάσει στην Προβηγκία. Πού βρίσκεται τώρα;»

Ο καρδινάλιος είπε:

«Στη Βουλγαρία».

Ο Δομινικανός είπε:

«Οι Αλβιγήνοι θα στείλουν έναν τροβαδούρο, τον Πέιρε από το Μουασάκ, που θα πάει να πάρει το Βιβλίο ή κάποιους Βούλγαρους αιρετικούς και να τους φέρει εδώ. Θα τον ακολουθήσεις και θα φτάσεις στο Βιβλίο».

Είπα:

«Ξεκινάω σήμερα κιόλας».

Ο καρδινάλιος είπε:

«Συγχωρώ προκαταβολικά όλες τις αμαρτίες που θα υποχρεωθείς να κάνεις αυτές τις μέρες ψάχνοντας για το Bιβλίο».

Κατάλαβα. Μου έλεγαν ότι ο δρόμος μου προς το Bιβλίο θα περάσει μέσα από φόνο, ίσως και φόνους.

Ο καρδινάλιος συμπλήρωσε:

«Θα χρειαστεί να συναγελαστείς με αιρετικούς, να σμίξεις το χνότο σου με το δικό τους, κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σωτηρία της αιώνιας ψυχής σου. Μόνο ένα λόγο έχω να σου πω, κι αυτός είναι το κλειδί της σωτηρίας: Mη δείξεις κανένα έλεος».

Και επανέλανε συλλαβή συλλαβή:

«Κα-νέ-να έ-λε-ος. Επανάλαβέ το».

Είπα:

«Κανένα έλεος».

Έτσι έκανα το πρώτο βήμα προς το Ιερό Βιβλίο.

5.

Βγήκαμε αργά από τα σκοτεινά υπόγεια της φυλακής του Σαν Άντζελο, συγκρατήθηκα να μην κραυγάσω από ενθουσιασμό όταν είδα το γαλάζιο τού ουρανού. Μου γέμισαν τη χούφτα με νομίσματα και μου είπαν να περιμένω να με ειδοποιήσουν. Δυο γιγαντόσωμοι άντρες με πήραν από πίσω. Τρεις μέρες στη σειρά ούτε στιγμή δε μ’ άφησαν απ’ τα μάτια τους. Δεν κρύβονταν _ στα πανδοχεία κάθονταν στο διπλανό τραπέζι, κι αν δεν υπήρχαν ελεύθερα τραπέζια, κάθονταν στο δικό μου. Ένας απ’ αυτούς κοιμόταν στο κατώφλι μου.

Το τρίτο βράδυ πέρασα πάνω από το σώμα του κοιμισμένου φρουρού μου και κίνησα να βρω τον Δομινικανό. Ήξερα πού περνούσε τις νύχτες του _ σ’ ένα καταφύγιο για περιπλανώμενους μοναχούς.

Πέρασα από ένα άνοιγμα ανάμεσα από τοίχους χοντρούς σαν τείχη κάστρου. Μπήκα στην εσωτερική αυλή. Το παράθυρο στο κελί του Δομινικανού είχε φως. Όταν πλησίασα κοντά, άκουσα βαθιούς, υπόκωφους στεναγμούς. Ανατρίχιασα. Βιάστηκα να χτυπήσω την πόρτα. Μου άνοιξε ο Δομινικανός. Eίχε ένα σκληρότριχο λευκό ρούχο ριγμένο βιαστικά πάνω του. Όλο το κελί έλαμπε _ καμιά δεκαριά κεριά έκαιγαν σε διάφορα σημεία του κελιού, μπηγμένα κατευθείαν στο χώμα. Το πρόσωπο του Δομινικανού ήταν ιδρωμένο και βασανισμένο, οι διεσταλμένες κόρες των ματιών του ήταν κατάμαυρες, τα χείλη του έτρεμαν. Θύμιζε άνθρωπο που μόλις είχε επιδοθεί σε κρυφό πάθος. Θύμιζε _ Θεέ μου, συγχώρεσέ με _ γυναίκα.

Πάνω στο προβατοτόμαρο που ήταν στρωμένο στο πάτωμα είδα το μαστίγιο με τις τρεις ουρές. Ο Δομινικανός αυτομαστιγωνόταν.

Κατάλαβα ξαφνικά γιατί είχα αυτή την παράξενη αίσθηση ότι είχα ξανασυναντήσει κάπου στο παρελθόν τον Δομινικανό. Μου θύμιζε τον ίδιο τον άγιο Δομίνικο. Σήμερα τον ονομάζουν άγιο, όμως τότε λεγόταν απλά Δομίνικος ντε Γκουσμάν, αλλά τον ανακήρυξαν άγιο κάμποσα χρόνια μετά το θάνατό του. Ο Δομινικανός ήταν ψηλός σαν το δάσκαλό του και, σαν κι αυτόν, έστρεφε αργά το κεφάλι του, για να υψώσει ξαφνικά τα μάτια του και να σε καρφώσει με ένα βλέμμα αιχμηρό. Δεν ήταν βλέμμα αυτό, ήταν η αιχμή ενός βέλους. Σαν τον Δομίνικο, έτσι κι αυτός άπλωνε και τα δυο του χέρια μπροστά, με τις παλάμες ανοιχτές, μ’ έναν τρόπο σαν να ήθελε να σε διώξει από κοντά του και ταυτόχρονα να σε αγκαλιάσει.

Το παραδέχομαι, το τελευταίο διάστημα όλο και πιο συχνά παρομοιάζω τους ανθρώπους που πρωτοσυναντάω με παλιούς μου γνωστούς. Τους παρομοιάζω ακόμη και με ζώα. Το μυαλό μου, πελαγωμένο μέσα σ’ αυτή την πλημμυρίδα των εικόνων, προσπαθούσε να τις ξεδιαλύνει, να τις ταξινομήσει. Είπα μέσα μου: Mάλλον κάνω λάθος, πώς ήταν δυνατόν να μου περάσει από το μυαλό ότι αυτός ο άνθρωπος μοιάζει με τον Δομίνικο; Γιατί ο Δομινικανός ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι η εξωτερική ομοιότητα τις περισσότερες φορές υπογραμμίζει πόσο μακριά βρίσκεται ο μιμητής από το πρότυπό του. Όσο η μαύρη αλητόγατα των δρόμων από τον πάνθηρα.

Είχα συναντήσει τον Δομίνικο _ τότε δεν ήταν ακόμη άγιος _ στο δρόμο, μια μέρα βροχερή, σ’ ένα λασπωμένο μονοπάτι. Προχωρούσε επικεφαλής δώδεκα αντρών, που ήταν ξεσκούφωτοι, ξυπόλητοι και μουσκεμένοι σαν κι αυτόν. Αρκετά πιο πίσω ακολουθούσε ένα πλήθος αντρών και γυναικών _ εκείνη την ημέρα ήθελε να συνοδεύεται μόνο από τους μαθητές του. Μια βαριά αλυσίδα κρεμόταν από τον ώμο του, αλλά εκείνος βάδιζε ευθυτενής, με το μέτωπό ψηλά σαν να φορούσε κορόνα. Είχε δέσει τα σαντάλια του και τα είχε κρεμάσει στο λαιμό του. Ήταν σαν να κουβαλούσε στην πλάτη του ένα αόρατο πλάσμα, του οποίου ορατά ήταν μόνο τα σαντάλια. Αυτό το πλάσμα κατέβαινε από τους ώμους του στις πόλεις, γιατί ο Δομίνικος φορούσε τα σαντάλια του μόλις έμπαινε σε κάποια πόλη. Και οι δώδεκα μαθητές του τού έμοιαζαν, όσο κι ο Δομινικανός που στεκόταν απέναντί μου. Όσο η μαύρη αλητόγατα μοιάζει στον πάνθηρα.

Έχω δει τον Δομίνικο ζωγραφισμένο σε τοίχους ναών και οικιών, πάνω σε περγαμηνές και χειρόγραφα. Πού το βρήκαν οι ζωγράφοι αυτό το στρογγυλό πρόσωπο, αυτά τα σαρκώδη χείλη, αυτά τα καμπυλωτά φρύδια; Και πώς τόλμησαν να ζωγραφίσουν τον πάπα πάνω από τον Δομίνικο και τον άγιο να τον κοιτάζει από χαμηλά και να τον ευλογεί; Ο πάπας δεν ήταν άξιος ούτε να φιλήσει τα καταπληγιασμένα και λασπωμένα πόδια του ανθρώπου που είχα συναντήσει! Τον είδα και πάλι μαζί με τον Φραγκίσκο της Ασίζης _ ο Δομίνικος έμοιαζε σαν να ήταν φτιαγμένος από οψιδιανό, εκείνο το μαύρο γυαλί των ηφαιστείων, και ο Φραγκίσκος ήταν φωτεινός σαν ορυκτός κρύσταλλος. Ήταν στη Σύνοδο της Σάντα Μαρία ντέλε Ανιόλι, όπου είχαν συγκεντρωθεί πάνω από πέντε χιλιάδες μοναχοί. Αγαπούσα τον Φραγκίσκο, αλλά τότε σκέφτηκα ότι αν έπρεπε να ακολουθήσω κάποιον από τους δύο αυτός θα ήταν ο Δομίνικος. Ήταν και οι δυο τους πάμφτωχοι κι είχαν ζητήσει να τους τοποθετήσουν γυμνούς στον τάφο όταν κάποτε τους έπαιρνε ο Κύριος κοντά του. Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, οι Φραγκισκανοί έχουν χίλια μοναστήρια και οι Δομινικανοί πεντακόσια.

Κάποιοι τέτοιοι, σαν τον άνθρωπο που στεκόταν απέναντί μου, που έμοιαζαν στον Δομίνικο στις κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού, θελητά ή αθέλητα θα διέστρεφαν τα λόγια και τα έργα των δύο αγίων. Πάντα παραξενευόμουν που οι οπαδοί του Δομίνικου ισχυρίζονταν πως η μητέρα του άκουγε σκύλο να γαβγίζει στη μήτρα της όταν τον κουβαλούσε κάτω από την καρδιά της _ σημάδι ότι θα γεννηθεί πιστός φύλακας της Εκκλησίας. Είχα την αίσθηση ότι πρόσβαλλαν την αγιότητα της μητρότητας. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η μητέρα του Δομίνικου άκουγε σκύλο να γαβγίζει στη γαστέρα της.

Ο Δομινικανός είδε την ταραχή στο βλέμμα μου, αλλά νόμισε ότι απορούσα με τα τόσα κεριά του κελιού του, και μου είπε με φωνή που ξανάβρισκε τη δύναμή της:

«Τα κεριά είναι αναμμένα γιατί τις νύχτες ο άρχοντας του σκότους παραμονεύει εμάς, τους εχθρούς του».

Του είπα:

«Μάζεψε εκείνα τα σκυλιά που έχεις αμολήσει στο κατόπι μου».

Αυτός μου είπε:

«Είναι για να σε φυλάνε».

Σήκωσα τους ώμους. Εκείνος με προσπέρασε κι έκλεισε την πόρτα. Στην πλάτη του διέκρινα σημάδια από αίμα που είχαν λερώσει το λευκό του ρούχο. Ύστερα είδα τα μάτια του να αστράφτουν απέναντι από τα δικά μου, το ασπράδι τους ήταν κατακόκκινο. Μου είπε:

«Δε σου έχω εμπιστοσύνη».

Πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να κρατηθώ. Δεν ήξερα πώς έπρεπε να συμπεριφερθώ όταν κάποιος μοναχός με πρόσβαλε με τα μάτια. Είπε:

«Ο άγιος πατέρας σού εμπιστεύτηκε ένα από τα μυστικά της Εκκλησίας του Θεού».

Σώπαινα. Εκείνος συνέχισε να μιλάει:

«Ξέρω πως αν ήμουν ιππότης σαν κι εσένα θα με σκότωνες. Αλλά σου επαναλαμβάνω, δε σε πιστεύω. Σε έχω ικανό να πας στους Αλβιγήνους και να τους αποκαλύψεις το μυστικό».

Ταράχτηκα. Tο μόνο που κατάφερα να του πω ήταν:

«Είμαι ιππότης».

Έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου. Ένα ρίγος με διαπέρασε, αλλά δεν τραβήχτηκα. Eκείνος μου μίλησε με διαφορετική φωνή _ εγκάρδια, αλλά γεμάτη και πικρό πάθος _ και μου είπε:

«Ανρί, ναι, είσαι ιππότης. Γι’ αυτό δε σε πιστεύω. Η ίδια η Προβηγκία που γέννησε τους Αλβιγήνους, γέννησε κι εσάς, τους ιππότες, με τις φιλοφροσύνες σας, τους τροβαδούρους και τους θρύλους σας. Είσαι ιππότης. Ο πρώτος σας κανόνας είναι το να υπηρετείτε τον Χριστό και την Εκκλησία του Θεού. Αλλά εσείς ανταλλάξατε τη Θεομήτορα με την κυρία της καρδιάς σας και αντί για ψαλμούς τραγουδάτε μπαλάντες. Την ίδια στιγμή, οι πύργοι σας έχουν μετατραπεί σε φωλιές ατιμίας και αμαρτίας, σκοτώνετε τις γυναίκες και τις θυγατέρες σας. Ο δεύτερος κανόνας σας είναι με τη μία κόψη του σπαθιού σας να σφάζετε τους Σαρακηνούς και με την άλλη τους δυνατούς που καταπιέζουν τους φτωχούς. Ο πάπας σάς έστειλε στον Πανάγιο Τάφο, αλλά εσείς κυριέψατε και πλιατσικολογήσατε την Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν πιο μεγάλοι εγκληματίες από τους ιππότες σου; Ο τρίτος σας κανόνας λέει να μένετε πιστοί στον κύριό σας, όταν αυτός δε στρέφεται εναντίον της Εκκλησίας. Αλλά εσείς αλλάζετε εύκολα αφεντικά, φτάνει κάποιος... να σας δώσει περισσότερα χρήματα».

Τι μπορούσα να του πω; Ν’ αρχίσω να δικαιολογούμαι; Άλλο πράγμα είναι η ιπποσύνη και άλλο ο ιππότης. Το ίδιο συμβαίνει και με την Eκκλησία _ μήπως υπάρχει κάτι το κοινό ανάμεσα στον Χριστό και τους χριστιανούς, τον πάπα και τους επισκόπους; Σώπαινα. Αυτός συνέχισε να μιλάει:

«Ανρί, δέκα φορές ήρθαν να σε βρουν αδελφοί από τα τάγματά μας. Ήρθαν αδελφοί Ιωαννίτες και σου είπαν: “Φόρεσε το μαύρο χιτώνα με το λευκό σταυρό και γίνε ένας από μας”. Aρνήθηκες. Ήρθαν αδελφοί Ναΐτες και σου είπαν: “Φόρεσε το λευκό χιτώνα με τον κόκκινο σταυρό κι έλα να υπερασπιστούμε μαζί τον Τάφο του Κυρίου”. Aρνήθηκες ξανά. Ήρθαν αδελφοί Τεύτονες και σου είπαν: “Φόρεσε το λευκό χιτώνα με το μαύρο σταυρό κι έλα να πολεμήσουμε μαζί τους βαρβάρους και τους απίστους”. Τους είπες ότι αυτοί οι εχθροί βρίσκονται πολύ μακριά. Γιατί δεν έγινες ιππότης-μοναχός, κάτω από τη σημαία του Χριστού; Για να συνεχίσεις να πουλάς το σπαθί σου σε όποιον πληρώνει περισσότερο. Αν ο άγιος πατέρας σού είχε πει: “Ανρί, πήγαινε να φέρεις το βέβηλο Βιβλίο των Βογόμιλων, σου δίνω την ευχή μου”, εσύ θα έβαζες τα γέλια. Αλλά σου είπε: “Πάρε πέντε χιλιάδες χρυσά φλουριά”. Κι εσύ δέχτηκες».

Άρχισε να πνίγεται, ενώ εγώ εν τω μεταξύ ανακτούσα την αυτοκυριαρχία μου. Tου είπα:

«Δεν ήσουν δίπλα μου όταν είπα στον Ρομπέρ ντε Ρονσοά: “Πριν από τη μάχη τέτοια λόγια είναι χάσιμο χρόνου. Μάζεψε εκείνα τα σκυλιά που έχεις αμολήσει στο κατόπι μου, αλλιώς θα τα βγάλω εγώ από τη μέση”.»

Εκείνος χαμογέλασε, δημιουργώντας μου την αίσθηση μιας ακόμη μεγαλύτερης γυναικείας αδυναμίας, κάτι που με αναστάτωσε. Μου είπε:

«Θα τους σκοτώσεις; Ή μήπως θα σκοτώσεις εμένα;»

Κατέβασα τα χέρια του από τους ώμους μου και του είπα:

«Τότε γιατί φωνάξατε εμάς τους ιππότες να τα βγάλουμε πέρα με τους Αλβιγήνους; Γιατί δεν τους νικήσατε με τα κηρύγματά σας και τις αλήθειες σας; Δεν μπορούσατε να τα βγάλετε πέρα χωρίς τα σπαθιά μας;»

Μου είπε:

«Ναι, εσείς τους σκοτώνετε, αλλά για να τους αρπάξετε τη γη. Εσύ, ο ιππότης, καις τον Εβραίο για να πάρεις το χρυσάφι του, ενώ εγώ, ο μοναχός, χώνομαι σε σκοτεινά υπόγεια, καίω με πυρωμένα σίδερα και σκίζω σάρκες με λαβίδες, για να ξεριζώσω την αίρεση από την καρδιά των απολωλότων και να σώσω την αιώνια ψυχή τους».

Σώπαινα. Έκανα να φύγω. Ξαφνικά κάτι τον έπιασε, άρχισε να πνίγεται, η φωνή του ράγισε. Μου είπε:

«Περίμενε. Θα σου αποκαλύψω ένα μυστικό. Ο άγιος πατέρας Δομίνικος ονειρεύτηκε τον Υιό του Θεού καθισμένο σε ψηλό θρόνο εκ δεξιών του Πατρός. Οργισμένος και θλιμμένος κοίταζε το πλήθος των αμαρτωλών που είχαν γονατίσει μπροστά Του. Στο χέρι Του κρατούσε τρία κοντάρια _ το ένα για τους υπερόπτες, το άλλο για τους άπληστους και το τρίτο για τους διεφθαρμένους. Η Θεομήτωρ αγκάλιαζε τα γόνατά Του και Τον ικέτευε να δείξει έλεος. Ανρί, ικέτευε έλεος για σας, τους ιππότες. Ποιανού τα στήθη αξίξουν να δεχτούν και τα τρία κοντάρια; Τα δικά σου!»

Αυτός ο άνθρωπος με μισούσε. Αναζητούσε επιχειρήματα για το μίσος του _ ήμουν ιππότης, ήμουν υπερόπτης, ήμουν σκληρός. Αλλά για το μίσος, όπως και για την αγάπη, δεν υπάρχουν επιχειρήματα, ούτε εξηγήσεις. Με μισούσε γιατί ήμουν εγώ.

Δεν μπορούσα να απαντήσω στο μίσος του με μίσος. Κίνησα να φύγω, αλλά στο κατώφλι κοντοστάθηκα. Τον ρώτησα:

«Τότε γιατί διαλέξατε εμένα;»

Μου είπε:

«Μιλάς τη γλώσσα των Βούλγαρων Βογόμιλων, σκότωσες τον Ρομπέρ ντε Ρονσοά, είσαι άπληστος».

 

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus