The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Η Γεφυρα του Δουνάβη” του Γκεόργκι Μίσεβ

24 Σεπτέμβριος 2015 / 09:09:36  GRReporter
5782 αναγνώσεις

Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα

 

Ο Γκεόργκι Μίσεβ (γεν. 1935) έχει συγγράψει διηγήματα, μυθιστορήματα για παιδιά και ενήλικες, κινηματογραφικά σενάρια κ.α. Τα πιό γνωστά του έργα είναι Μητριαρχία, Εξοχική περιοχή, Ο χωρικός με το ποδήλατο κ.α. Βασιζόμενες σε πολλά από τα βιβλία του έχουν γυριστεί κινηματογραφικές ταινίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Βουλγάρων Συγγραφέων.

 

 

 

METAΦPAΣH

ΠANOΣ ΣTAΘOΓIANNHΣ

 

 

Η ΦΥΣΗ ΔΟΥΛΕΥΕΙ

Στο δρόμο για το μοναστήρι, αντιλήφθηκαν ότι είχαν ξεχάσει στην πόλη την ανθοδέσμη του γάμου, και η Ροσίτσα, η κουμπάρα, επέμενε να γυρίσουν πίσω.

«Αυτό ξεχάστε το!» είπε ο Τζίμι και τους έκλεισε το μάτι από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. «Είμαι προληπτικός: την ημέρα του γάμου δεν κάνει να γυρνάμε πίσω.»

Ήξερε ότι η γυναίκα του, που λάτρευε τη μεταφυσική, θα ησύχαζε με το επιχείρημά του. Στο καθρεφτάκι είδε το ειρωνικό χαμόγελο της Στέλλας, της νύφης.

«Θα τα καταφέρουμε και χωρίς λουλούδια», είπε η Στέλλα. «Άλλωστε, τέτοια εποχή δεν υπάρχουν λουλούδια.»

Έξω από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η άνοιξη πολεμούσε να νικήσει το χειμώνα. Τα κλαδιά των θάμνων και των δέντρων ήταν γυμνά. Στα πιο σκιερά μέρη ακόμα άσπριζε το τελευταίο χιόνι. Ακόμα και ο ελλέβορος, που φύτρωνε στην άκρη του δρόμου, είχε ένα χρώμα ωχρό, χωρίς την αυτοπεποίθηση του ανοιξιάτικου λουλουδιού. Όταν σταμάτησαν στην αλάνα, μπροστά από το μοναστήρι, το βλέμμα τους αγαλλίασε από τα χαρούμενα άνθη των άγριων μενεξέδων, από τους οποίους ο Τζίμι έφτιαξε στα γρήγορα ένα αρωματικό μπουκέτο για τη γαμήλια τελετή.

«Η φύση δουλεύει για μας», είπε ο Νίκι, ο γαμπρός.

Γέλασαν και οι τέσσερις. Προηγουμένως, στη βίλα, είχαν πιει από δυο δάχτυλα ουίσκι. Το μαρτιάτικο πρωινό ήταν καθαρό σαν πρόσωπο έφηβης. Γύρω τους σιωπή και το μεγαλείο του βουνού. Ήταν νέοι.

Ο Τζίμι κλείδωσε από απόσταση το ασημί, μεταχειρισμένο Άουντι. Η Ροσίτσα διόρθωσε το χτένισμά της και έφερε τη σαμπάνια και τα δυο ποτήρια με τις ροζ κορδέλες. Από την πλευρά του μοναστηριού ακούστηκε παιδικό κλάμα _ θα πρέπει να γινόταν βάφτιση εκεί, κι αυτό εξηγούσε την παρουσία των άλλων δύο αυτοκινήτων στην αλάνα.

Στην αυλή, που ήταν στρωμένη με γκριζωπή πέτρα, έτρεχε νερό από μια μαντεμένια βρυσούλα. Η προηγούμενη, που ήταν κατασκευασμένη από χαλκό, έλειπε. Κάποιος την είχε κλέψει. Κάποιοι είχαν κλέψει και την μπρούντζινη κολυμπήθρα, κι έτσι η βάφτιση γινόταν σε μια πλαστική λεκάνη. Ένας δόκιμος μοναχός, με αραιά γένια και τριμμένο μπλουτζίν κάτω απ’ τα ράσα του, έχυνε ζεστό νερό στη λεκάνη από έναν τέντζερη. Ο ηλικιωμένος ιερέας βύθιζε μέσα στη λεκάνη το γυμνό σωματάκι και το σήκωνε ψηλά. Ο θόλος της εκκλησίας αντανακλούσε το κλάμα και το έκανε ν’ ακούγεται πιο σπαρακτικό.

«Τι στρες, τι φρίκη!» είπε η Στέλλα και αποτραβήχτηκε από την πόρτα για να μη βλέπει την τελετή. «Αυτό το παιδί θα μισήσει το μπάνιο σ’ όλη του τη ζωή.»

Η Ροσίτσα και ο Νίκι είχαν πάει κοντά στη βρύση, κι έτσι τη Στέλλα την άκουγε μόνο ο Τζίμι.

«Κι αυτή η λεκάνη...» συνέχισε εκείνη. «Κάν’ τους δώρο μια κανονική κολυμπήθρα. Είσαι επιχειρηματίας, μπορείς να προσφέρεις ένα δώρο στην εκκλησία. Κάνε ένα καλό στα κακόμοιρα τα μωρά.»

«Θα το σκεφτώ!» είπε ο Τζίμι. «Έχω φύλλα μπρούντζου. Χαλάλι το ένα. Με λίγο πασπάτεμα, μπορεί να γίνει κολυμπήθρα πρώτης τάξεως.»

«Ε, πασπάτεψέ το λίγο, κουμπάρε!» Τα μάτια της γελούσαν κι έψαχναν τα δικά του. Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του, τάχα θυμωμένος. «Έι, νυφούλα, πρόσεξε τι λες στον κουμπάρο!»

Ο δόκιμος με το μπλουτζίν είχε ξεμπερδέψει με την προηγούμενη τελετή και βγήκε έξω, για να ετοιμάσει την επόμενη: ταυτότητες, ιατρικές βεβαιώσεις, βέρες. Ήταν πολύ ενεργητικός και ευκίνητος για ιερωμένος, με μύτη σουβλερή και λεπτά χείλη. Μύριζε ολόκληρος λιβάνι κακής ποιότητας.

«Έχω γίνει κουμπάρος πέντε φορές!» είπε ο Τζίμι. «Θα τους κρεμάσω κι αυτούς σήμερα, χωρίς κανένα πρόβλημα.»

«Ήσυχα, κύριε Ντιαμάντιεφ! Βρισκόμαστε σε χώρο ιερό.»

Ο Τζίμι πήγε ν’ απορήσει, αλλά συγκρατήθηκε και δεν το έδειξε. Kατά βάθος χάρηκε πολύ που τον γνώριζαν και στο μοναστήρι, αυτό το χαμένο στο βουνό μέρος, παρ’ όλο που είχε πολλά χρόνια να το επισκεφθεί. Ύστερα θυμήθηκε ότι η Ροσίτσα είχε έρθει πριν από μερικές μέρες εδώ, για να κλείσει ώρα για το γάμο. Άρα, τα ονόματά τους ήταν ήδη γραμμένα στα τεφτέρια του μοναστηριού, σκέφτηκε.

Του γύρισε την πλάτη και κοίταζε προς το μέρος των φίλων του, οι οποίοι έψαχναν τις τσάντες και τις τσέπες τους και κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον.

«Τις ταυτότητες ψάχνετε;» ρώτησε. «Το ήξερα ότι θα μας συνέβαινε κάτι τέτοιο.»

«Τις βέρες», είπε ο Νίκι. «Και όμως, είμαι σίγουρος ότι τις πήραμε.»

«Τίποτε δε θυμάσαι!» είπε εκνευρισμένη η Στέλλα. «Τις αφήσαμε στο τραπέζι.»

«Είσαι σίγουρη;»

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus