The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Η Άνα-Μαρία Πετρόβα ανάμεσα στα λουλούδια και τα αγκάθια στην Εγνατία Oδό

29 Σεπτέμβριος 2011 / 18:09:35  GRReporter
7218 αναγνώσεις

Ταλαντούχα, όμορφη, αληθινή, γεμάτη ζωή. Αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά αποτελούν την αύρα της Άνα-Μαρία Πετρόβα. Την νιώθεις οπωσδήποτε, αν βρίσκεσαι κοντά της. Την μαντεύεις, αν την παρακολουθείς στην οθόνη. Ηθοποιός, χορεύτρια μπαλέτου, δημοσιογράφος, ποιήτρια, σύζυγος, μητέρα – μια πραγματική προσωπικότητα της εποχής της Αναγέννησης στις αρχές του 21ου αιώνα, η οποία ζει και δημιουργεί μεταξύ της Ρώμης και της Σόφιας. Η ηθοποιός μπήκε στα σπίτια των Βουλγάρων και κέρδισε την αγάπη τους στο ρόλο της όμορφης Νέντα από την ταινία «The Road to Sofia» («Ο δρόμος προς τη Σόφια»), του σκηνοθέτη Νικολάι Μαστσένκο, και με το σενάριο του Στέφαν Ντίτσεφ. Επί δεκαετίες κρατούσε το ενδιαφέρον του κοινού με τις συμμετοχές της στον κινηματογράφο, με τις συνεντεύξεις της με κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου πολιτισμού. Η Άνα-Μαρία Πετρόβα είναι σύζυγος ενός από τους πιο γνωστούς Βούλγαρους τραγουδιστές όπερας – του Νικόλα Γκιουζέλεφ. Σε μια συνέντευξη για τη Μαρία Σπάσοβα η Άνα-Μαρία μιλάει για τις ποιητικές της αναζητήσεις, τον διαπολιτισμικό διάλογο και τη ζωή σε υψηλές ταχύτητες.

Καταλαβαίνω τον συμβολισμό των λουλουδιών και των αγκαθιών, επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Γιατί όμως στην Εγνατία Οδό;

Επειδή τον αρχαίο αυτό ρωμαϊκό δρόμο τον περνάω κάθε χρόνο, καμιά φορά μάλιστα και 2-3 φορές, και έτσι είναι κάτι σαν διάβαση σ’ όλη τη ζωή μου, διότι στην τελευταία μου ποιητική συλλογή «Λουλούδια και αγκάθια στην Εγνατία Οδό» έχω συμπεριλάβει κάποια ποιήματα που έχουν ήδη μεταφραστεί στα ιταλικά από την πρώτη μου ποιητική συλλογή, έχω και πρωτότυπα ποιήματα στα ιταλικά. Γράφω ποιήματα και στις δύο γλώσσες, εξαρτάται σε ποια στιγμή πώς θα ακούγεται κάτι. Κάποτε μου ακούγεται απευθείας στα βουλγαρικά, άλλη φορά στα ιταλικά, το γράφω και ύστερα μπορεί να το μεταφράσω στην άλλη γλώσσα. Είναι η δεύτερη μου ποιητική συλλογή και είναι στα ιταλικά. Δεν είχα πολύ καιρό να πάρω αυτό το δρόμο, αλλά και δεν έπαψα ποτέ να γράφω. Το τελευταίο ποίημα που έγραψα ήταν τον Μάρτιο φέτος. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσευχή για ζωή» ήταν γραμμένη στις δύο γλώσσες, ενώ το μικρό μέρος ήταν στα ιταλικά, και εκδόθηκε από τις Εκδόσεις «Ιβάν Βάζοφ», που ήταν ένας από τους μεγάλους μας εθνικούς εκδοτικούς οίκους και δυστυχώς δεν υπάρχει πια.

Και η ποίηση πώς μπήκε στη ζωή σου;

Ήμουν περίπου 16-17 ετών, τότε και ο κινηματογράφος και η ποίηση μπήκαν στη ζωή μου. Με το μπαλέτο ασχολούμουν από 8 ετών, ενώ με τη δημοσιογραφία άρχισα να ασχολούμαι τη δεκαετία του ’90. Το πρώτο ποίημα λέγεται «Έκπληξη του Νοεμβρίου» και το έγραψα τον Νοέμβριο του 1977, επειδή άρχισε να χιονίζει. Δεν περίμενα καθόλου να αρχίσει να χιονίζει, κι όμως το χιόνι άρχισε να πέφτει, δεν έκανε πολύ κρύο, και τότε έγραψα το ποίημα αυτό.

Πώς ο κινηματογράφος ανακάλυψε την Άνα-Μαρία Πετρόβα;

Με ανακάλυψε ο σκηνοθέτης Νικολάι Μαστσένκο, όταν ήμουν ακόμη έφηβη. Είχαν αρχίσει να ετοιμάζουν ακριβώς την ταινία «Ο δρόμος προς τη Σόφια», με βάση το μυθιστόρημα του Στέφαν Ντίτσεφ και έκαναν δοκιμαστικά γυρίσματα. Ήμουν πλέον μέλος της ομάδας ηθοποιών στο Κινηματογραφικό Κέντρο και άρχισαν να μας φωνάζουν έναν έναν. Δεν είχα τελειώσει ακόμη το Λύκειο, αλλά πήγα στα δοκιμαστικά γυρίσματα. Ο σκηνοθέτης με επέλεξε ανάμεσα σε 300 και πάνω κορίτσια (είδα αργότερα τις στατιστικές). Μάλιστα θυμάμαι όταν μου είπε «είσαι μια αληθινή Βουλγάρα». Το αστείο είναι πως αργότερα στην Ιταλία μου έλεγαν ότι μοιάζω πολύ με Ιταλίδα από την Σικελία ή γενικά από την Νότια Ιταλία. Δεν ξέρουμε τι υπάρχει μέσα στο αίμα μας, τι έχει γίνει μέσα στους αιώνες. Επομένως ο Νικολάι Μαστσένκο, ένας από τους μεγάλους Ουκρανούς σκηνοθέτες που ήταν διευθυντής του Στούνιο Κινηματογράφου «Μπελζένκο» του Κιέβου, με ανακάλυψε. Είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει την μεγάλη αυτή παραγωγή – πέντε τηλεοπτικά επεισόδια, αλλά και μια κινηματογραφική ταινία του «Δρόμου προς τη Σόφια». Τότε γνώρισα και τον ίδιο τον Στέφαν Ντίτσεφ που ήταν είδωλο για όλους τους Βούλγαρους. Τον αγαπούν πολύ ως συγγραφέα και έχει πολλά και πετυχημένα μυθιστορήματα.

Ποια είναι η πιο ισχυρή σου ανάμνηση από τα γυρίσματα της ταινίας «Ο δρόμος προς τη Σόφια»;

Ασχολούμουν συνολικά 5 μήνες με τα γυρίσματα αυτά. Ίσως πιο βαθιά έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου η πρώτη μέρα των γυρισμάωτν, που ήταν σε μια εκκλησία στο Πλόβντιβ. Την πρώτη μέρα κάναμε τα γυρίσματα για μια σκηνή του τρίτου επεισοδίου, ξέρεις ότι τα γυρίσματα δεν πάνε με τη χρονολογική σειρά του σεναρίου, και φορούσα ένα ωραίο κοστούμι της εποχής. Έχω και φωτογραφίες από αυτή τη στιγμή. Ήμουν στη σκηνή με τον βασικό ήρωα – τον μεγάλο Γεωργιανό ηθοποιό Οτάρ Κοπερίτζε, που έπαιζε το ρόλο του αραβωνιαστικού μου – της Νέντα. Είχε και έναν ιερέα. Και αυτή τη στιγμή ο σκηνοθέτης όρμησε μπροστά στην κάμερα και είπε: «Και τώρα να χαιρετίσουμε την τάδε νεαρή ηθοποιό μας», κρατούσε και λουλούδια. Ήμουν πολύ συγκινημένη, νομίζω πως δάκρυσα.

Ύστερα είχε και άλλες πολύ ενδιαφέρουσες και δύσκολες στιγμές. Μια φορά στα δοκιμαστικά γυρίσματα ο σκηνοθέτης έπρεπε να προκαλέσει μια δραματική αντίδραση και έπρεπε κάποια στιγμή να βάλω τα κλάματα. Και ενώ ελέγα το κείμενο, υπήρχε εκεί και ένας πυρσός, και η κατάσταση ήταν δημιουργημένη έτσι που κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης έβαλε τον πυρσό κοντά στο πρόσωπό μου. Είχα ήδη ετοιμαστεί και ο πυρσός προκάλεσε το δυνατό δραματικό αποτέλεσμα και εγώ έβαλα τα κλάματα. Ο σκηνοθέτης είπε: «Εντάξει, δηλαδή μπορείς να το κάνεις». Και αυτό μου απελευθέρωσε τον μηχανισμό να καταφέρνω να κλάψω όταν χρειάζεται. Είναι πολύ δύσκολο, διότι βάζεις τα κλάματα, αλλά πρέπει να ελέγχεις τον δραματισμό, ώστε ενώ παίζεις το ρόλο να έρθει εγκαίρως η πιο ισχυρή στιγμή – τα δάκρυα, να μην έρθουν νωρίτερα. Και μετά αν πρέπει να επαναληφθεί η σκηνή, πρέπει να κάνεις πάλι όλη αυτή την προετοιμασία. Σιγά σιγά όμως μαθαίνεις να το κάνεις. Αρκεί να έχεις αυτό το απόθεμα συναισθημάτων, μετά ο καθένας βρίσκει τον τεχνικό τρόπο του.

Πώς εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια η σχέση σου με τον κινηματογράφο; Είχες την ευκαιρία μετά να λάβεις μέρος και σε άλλες μεγάλες παραγωγές;

Ναι, βέβαια. Άρχισα πολύ νωρίς στη Βουλγαρία. Μετά από το «Δρόμο προς τη Σόφια» έπαιξα σε μερικές ακόμη ταινίες – μια ταινία του μεγάλου μας σκηνοθέτη Βίλι Τσανκόφ, επίσης μια ταινία του Βασίλ Μίρτσεφ,…α, η δεύτερη ταινία του Νικολάι Μαστσένκο ήταν «Οι αδελφοί Καραστογιάνοβι», άλλο ένα έπος για την εξέγερση του Σεπτέμβρη του 1923. Ύστερα παντρεύτηκα και γεννήθηκε η κόρη μου και σταμάτησα για λίγο τα γυρίσματα. Το έκανα επίτηδες για να μπορέσω να είμαι κοντά της τα πρώτα 4 χρόνια της. Μετά άρχισα σιγά σιγά να δέχομαι προτάσεις για γυρίσματα, και η πρώτη ταινία ήταν ένα γερμανικο-βουλγαρικό γουέστερν, που ακούγεται παράξενα. Ήταν για την ανατολική γερμανική τηλεόραση. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Πότσδαμ και στη Βουλγαρία. Πρόκειται για μια μεξικανική ιστορία και μάλιστα σε μια σημαντική στιγμή της ιστορίας του Μεξικού – η επανάσταση εναντίον της κυριαρχίας της Γαλλίας στο Μεξικό. Εγώ έπαιζα την κόρη ενός από τους υποψηφίους προέδρους από τους ντόπιους κατοίκους. Ήμουν μια πολύ δυνατή και μοιραία γυναίκα. Είχαμε πολλές σκηνές πάνω σε άλογα. Ήμασταν μερικοί Βούλγαροι και Γερμανοί ηθοποιοί, μαζί με τους μεγάλους Γκόικο Μίτιτς, Τζόκο Ρόσιτς και Κόλιο Ντόντσεφ, που τον χάσαμε πρόσφατα, πολύ καλός ηθοποιός. Ήταν δύο μεγάλα επεισόδια για την γερμανική και τη βουλγαρική τηλεόραση.

Τον επόμενο χρόνο έκανα το ντεμπούτο μου στην Ιταλία με μια τηλεοπτική σειρά 13 επεισοδίων για το κανάλι RAI 1, ενός Ιταλού σκηνοθέτη στον οποίο με σύστησε ο Σβετοζάρ Ατανάσοφ, ένας αγαπημένος μου Βούλγαρος τηλεοπτικός σκηνοθέτης, που επίσης δεν ζει πια. Με φώναξε, λοιπόν, και μου είπε πως αρχίζουν κάτι γυρίσματα και να πάω να με συστήσει στον συνάδελφό του, επειδή ο Βούλγαρος ήταν δεύτερος σκηνοθέτης. Ο Ιταλός αποφάσισε πως είμαι πολύ κατάλληλη για έναν από τους βασικούς ρόλους. Αυτό ήταν το ντεμπούτο μου στην Ιταλία. Ο τίτλος της σειράς ήταν «Χρυσά χρόνια» – 13 επεισόδια για το RAI 1 και την Βουλγαρική Τηλεόραση.

Από κει και πέρα άρχισα να παίζω κυρίως σε κινηματογραφικές ταινίες, έκανα και κάποιες άλλες φανταστικές ταινίες, ύστερα ήρθε και η ταινία «La piovra 7».  10 είναι συνολικά τα επεισόδια. Για πρώτη φορά εκεί εμφανίστηκε και ο μεγάλος Βούλγαρος ηθοποιός Στέφαν Νταναίλοφ, με τον οποίο έπαιζα, και με τον Ράλο Μπόμπα, ο οποίος αντικατέστησε τον Μικέλε Πλάσιντο, επειδή ο ήρωάς του πέθανε και ήρθε νέος commissario. Και αυτό ήταν το επίσημο ντεμπούτο του Ράλο Μπόμπα όχι μόνο στην συγκεκριμένη ταινία, αλλά και γενικά στην Ιταλία. Είναι ένας υπέροχος ηθοποιός, ένας από τους καλύτερους νέους Ιταλούς ηθοποιούς. Μετά ακολούθησαν και άλλες συμμετοχές μου με την Λίνα Βερτ Μιούλερ, εκτός από τον Γουίλι Περέλι, που ήταν της ταινίας «La piovra». 

Ύστερα ήρθε και η συνεργασία με τον μεγάλο δημιουργό του ιταλικού κινηματογράφου Πούπι Αβάτι, με τον οποίο έχω ήδη 4 ταινίες, κι έτσι τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Θέλω να πω όμως ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν βασιζόμουν στην ομορφιά μου, αλλά πάντα ζητούσα η δουλειά μου να μιλάει για μένα και όχι οι γνωριμίες μου με κάποιον. Ιδιαίτερα τώρα στην Ιταλία, αν γνωρίζεις κάποιον πολιτικό, τα πράγματα θα είναι πολύ εύκολα για σένα. Και στη Βουλγαρία είναι έτσι. Δυστυχώς. Εγώ δεν πήρα τον δρόμο αυτό. Λέω „δυστυχώς”, διότι τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι και μάλιστα απαξιώθηκε η έννοια «ηθοποιός». Οι συνάδελφοί μου, μπορώ να πω οι αληθινοί ηθοποιοί, υποφέρουμε πολύ, επειδή ξεφύτρωσαν κάθε λογής άνθρωποι, που ονόμασαν τον εαυτό τους ηθοποιούς, αλλά κάνουν τελείως διαφορετικά πράγματα, και αυτό απαξιώνει το επάγγελμα.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του αληθινού και του απαξιωμένου ηθοποιού;

Να έχει μέσα του το πάθος και την αγάπη για το επάγγελμα. Όπως είπα και στην κόρη μου, κανείς δεν με είχε αναγκάσει να μάθω μερικούς μονολόγους απ’ έξω, και όταν ο Μαστσένκο μου είπε: «πες μου κάτι» του είπα το γράμμα της Τατιάνα στον Ονέγκιν στα ρωσικά. Δεν ήξερα πως θα το χρειαστώ. Απλώς είχα προετοιμαστεί και μου άρεσε να κάνω τέτοια πράγματα. Επιπλέον σπουδάζεις ή στην Ακαδημία Θεάτρου ή στην Ακαδημία Κινηματογράφου ή αλλού, παρακολουθείς μαθήματα, εξελίσσεσαι.

Ενώ σήμερα τι γίνεται; Το φαινόμενο αυτό ξεκίνησε από την Ιταλία, η Βουλγαρία συνήθως μιμείται τα αρνητικά βήματα κάποιων χωρών σε διάφορους τομείς, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Γιατί όμως το επάγγελμα απαξιώνεται; Διότι εμφανίζονται κάποιοι που μια ωραία μέρα ξυπνούν και λένε «εγώ θα γίνω ηθοποιός και ο τάδε θα με βολέψει». Αυτός ο τάδε είναι διευθυντής κάποιας τηλεόρασης, σπουδαίο πρόσωπο, πολιτικός. Ύστερα έφτασαν σε σημείο που δεν τους ικανμοποιούσε το επάγγελμα του ηθοποιού και άρχισαν να λένε «θέλω να γίνω υπουργός», επειδή έτσι έχουν τα πράγματα. Βλέπουν τι γίνεται. Ειδικά βαριά είναι η στιγμή αυτή για τον πολιτισμό. Και αυτό με απογοητεύει.

Εμείς στην ουσία ελπίζαμε πως αυτή η δεξιά κυβέρνηση θα καταφέρει να διευθύνει καλά τον πολιτισμό, απεδείχθη όμως πως έχουν άλλες προτεραιότητες. Και αυτό είναι κακό, διότι ο πολιτισμός και οι άνθρωποι που εργάζονται στον τομέα αυτό είναι άνθρωποι που εκπροσωπούν τη χώρα. Αυτό ισχύει και για την Ιταλία και για την Βουλγαρία. Εκτός τούτου, η τρομερή κατάσταση στην οποία βλέπειες πως μητέρες πηγαίνουν τις 14χρονες-15χρονες κόρες του και τις σπρώχνουν στα χέρια των σπουδαίων ατόμων από τους οποίους εξαρτάται…αυτό είναι φρικτό, υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δε θέλω να αναφέρω ονόματα.

Η Άνα-Μαρία Πετρόβα στον κινηματογράφο:

Όλα αυτά τα χρόνια σου έλειψε το μπαλέτο; Ήθελες κάποτε να γυρίσεις στον χορό;

Ναι, εδώ και έξι χρόνια δεν κάν τίποτα, ούτε διδάσκω. Έχω σταματήσει εδώ και πολύ καιρό να χορεύω, διότι μετά με παρέσυρε το κύμα του κινηματογράφου, της παραγωγής και της τηλεόρασης. Και από το 1989 ως ανταποκρίτρια της Βουλγαρικής Κρατικής Τηλεόρασης στη Ρώμη για μια εκπομπή, άρχισα να ασχολούμαι και με τη δημοσιογραφία, ειδικεύθηκα και συνέχισα να εργάζομαι στην Ιταλία ως ειδησεογράφος. Θέλω να πω ότι είχα σταματήσει εδώ και πολύ καιρό το μπαλέτο. Ταυτόχρονα όμως, επειδή είχα τελειώσει παιδαγωγική μπαλέτου και χορογραφία, ασχολούμουν με διδασκαλία και στη Βουλγαρία, και στην Ιταλία, στην Πάρμα, τη Ρώμη. Ανέβαζα και παραστάσεις. Έκανα μερικές παραστάσεις μπαλέτου και για την Βουλγαρική τηλεόραση.

Εντωμεταξύ ολοκλήρωσα μαθήματα τεχνικής τζαζ με δύο Αμερικανούς καθηγητές. Είχα την ευκαιρία να πάω και για ένα μήνα στο «Μπαλέτο Μπεζάρ» της Λωζάνης, ενώ ζούσε βέβαια και ο μεγάλος Μορίς Μπεζάρ. Ύστερα δίδασκα κι εγώ αυτή τη τεχνική τζαζ. Το 2000-2001 έκανα πρακτικές ασκήσεις στο Ωδείο της Σόφιας, στη Σχολή Μπαλέτου για τεχνική τζαζ, επομένως μέχρι πρόσφατα ασχολούμουν με το μπαλέτο, αυτή τη στιγμή όμως αρχίζει και μου λείπει. Πριν λίγο καιρό συναντήθηκα στη Σόφια με την διευθύντρια του χορογραφικού σχολείου, που σήμερα είναι Εθνικό Σχολείο Χορού και περιλαμβάνει και τους παραδοσιακούς χορούς, που εμείς επίσης μαθαίναμε. Και αυτό ακριβώς της είπα „Νιώθω ήδη μια ισχυρή νοσταλγία, πρέπει να αρχίσω και πάλι.” Εκείνη μου είπε „σκέψου το καλά, διότι μετά δεν υπάρχει επιστροφή”. Ίσως θα αρχίσω πάλι να ασχολούμαι με τον χορό, επειδή αυτό σου μένει, είναι όλη σου τη ζωή. Έχω ξεκινήσει σε ηλικία 8 ετών, και ιδιαίτερα όταν εκπαιδεύεσαι επαγγελματικά, μετατρέπεται σε υπόστασή σου. Και απλώς μου λείπει, εγώ βέβαια, ασχολούμαι και μόνη μου, αλλά είναι άλλο πράγμα όταν έχεις το κίνητρο να ετοιμαστείς για να μεταφέρεις τις γνώσεις σου στους άλλους. Πρέπει να ομολογήσω πως είμαι καλή σ’ αυτό το επάγγελμα, και μου άρεσε, αλλά πρέπει να βρω καιρό. Υποθέτω πως υπάρχουν στιγμές στη ζωή όταν έχουμε μια προτεραιότητα, μετά έρχεται η άλλη…

Όλοι μας θυμόμαστε τη σειρά συνεντεύξεων που έκανες με τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου πολιτισμού. Τι σε προσέλκυσε στη δημοσιογραφία;

Ειδικά η τηλεοπτική δημοσιογραφία, επειδή βυθίστηκα πολύ νέα σ’ αυτήν, και μου άρεσε ακριβώς αυτή η άμεση επαφή με τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Тότε έκανα πολλές συνεντεύξεις για την πρωινή εκπομπή του Σαββάτου της Κρατικής τηλεόρασης «Καλημέρα». Υπήρχε ένα τμήμα «Σε κοντινό πλάνο», όπου παρουσιάζαμε διάσημους ανθρώπους, προσωπικότητες από όλες τις εθνικότητες που βρίσκονταν στην ιταλική πρωτεύουσα. Ύστερα συνεργαζόμουν και με διάφορες εφημερίδες στην Ιταλία και την Βουλγαρία, για μένα όμως παρέμεινε πιο ελκυστική η επαφή με τα εικονικά εκφραστικά μέσα. Στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο πρέπει να ελέγχεις πάρα πολλά πράγματα. Πρέπει να ελέγχεις την απόσταση στην οποία βρίσκεσαι από τον συνομιλητή σου, το πώς κρατάς το μικρόφωνο, πώς του το δίνεις, πού είναι η κάμερα αυτή τη στιγμή, ώστε να μην βρεθεί πίσω από την πλάτη σου ή να φαίνεται πώς δεν έχεις καθίσει σωστά. Με λίγα λόγια πρέπει να προσέχεις πάρα πολλά πράγματα, και οι αντιδράσεις σου πρέπει να είναι πολύ γρήγορες ανάμεσα σε εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τη σκηνοθεσία και αυτό που πρέπει εσύ να μεταδώσεις στον άνθρωπο από τον οποίο ενδιαφέρεσαι να πάρεις απάντηση. Πρέπει να προσέχεις και το μήκος των ερωτήσεων, δεν μπορεί να μιλήσεις περισσότερο από εκείνον.

Η δουλειά στην τηλεόραση είναι πιο σύνθετη, πιο δύσκολη, και για το λόγο αυτό πιο ενδιαφέρουσα. Σε μένα τα πράγματα έγιναν με φυσικό τρόπο, επειδή σχετίζονταν με την ανάπτυξή μου πριν και μετά από αυτό. Τελευταία μου αρέσει να κάνω και ντοκιμαντέρ ως παραγωγός και ως σκηνοθέτης, επειδή σχετίζονται και πάλι με την εικονική παρουσίαση της πραγματικότητας.

Και με τον Νικόλα Γκιουζέλεφ πώς ερωτευθήκατε;

Ήταν πριν από πολύ καιρό. Ακόμη πριν λάβω μέρος στα γυρίσματα του «Δρόμου προς τη Σόφια». Όταν γνωριστήκαμε συμμετείχε ως προσκεκλημένος στην όπερα «Φάουστ» του Γκουνό, έπαιζε το ρόλο του Μεφιστοφελή στην Όπερα της Σόφιας. Εγώ έπαιζα εκεί όταν ήμασταν ακόμη στη Σχολή Μπαλέτου. Συμμετείχα στη «Βαλπουργία Νύχτα», που είναι ένα ολόκληρο πανό χορού στα πλαίσια της όπερας. Εκεί έπαιζα το ρόλο της Κλεοπάτρας. Τότε συναντηθήκαμε για πρώτη φορά και βλεπόμασταν για ορισμένο καιρό λόγω της παράστασης. Μετά πέρασαν χρόνια, εγώ μεγάλωνα, ο ίδιος μάλιστα λέει «την περίμενα να μεγαλώσει», και κάποια στιγμή είχα ήδη τελειώσει παιδαγωγική μπαλέτου και χορογραφία, δούλευα στην όπερα και μεταφερόμουν στο Μουσικό θέατρο. Τότε κάποιος του είχε δώσει το τηλέφωνό μου και με πήρε. Βγήκαμε ραντεβού και αρχίσαμε να βλεπόμαστε.

Τι σημαίνει να είσαι σύζυγος ενός τόσο μεγάλου τραγουδιστή όπως του Νικόλα Γκιουζέλεφ; Τι σημαίνει να είσαι μέρος της παγκόσμιας ελίτ της όπερας;

Пρώτον είναι μια χαρά, και δεύτερον είναι μια ευθύνη, επειδή αυτός έχει παγκόσμια φήμη. Κι εγώ έχω την καριέρα μου και το βάρος μου, σε αυτόν όμως το επίπεδο είναι παγκόσμιας κλίμακας. Επέμενα πολύ σε αυτό, ακόμη και περισσότερο από τον ίδιο σε κάποιες περιπτώσεις, τον έχω βοηθήσει ως μάνατζερ σε πολλές περιστάσεις. Μεταξύ μας δεν υπήρχε ανταγωνισμός, θύμωνα μάλιστα περισσότερο από τον ίδιο και ήμουν περήφανη. Δεν θύμωνα μαζί του, αλλά λόγω προβλημάτων και καταστάσεων γύρω του. Αυτό πράγματι είναι πολύ σημαντικό. Βοήθησε και το γεγονός πως κι εγώ έχω μουσική εκπαίδευση. Μεγάλωσα σε τέτοιο περιβάλλον, έκανα μαθήματα σολφέζ και πιάνου από 13 ετών, «ζούσα» στην όπερα, όχι μόνο επειδή κάναμε τις πρόβες εκεί, αλλά επειδή είχα αυτή την εκπαίδευση, αυτή την αγωγή, που σε τραβάει προς τη μουσική, και ίσως ήταν κάπως φυσικό. Έχουμε μια κοινή γλώσσα και για τις πνευματικές αξίες, και για τις ανθρώπινες αξίες, μοιάζουμε ο ένας στον άλλον.

Περνάς τη ζωή σου ανάμεσα στη Ρώμη και τη Σόφια. Πού νιώθεις σαν στο σπίτι σου; Πού νιώθεις καλύτερα; Πού νιώθεις ότι ανήκεις;

Δεν μπορεί κανείς να αποχωρίσει από την γενέτειρά του, από την πατρίδα του. Πάντα νιώθει νοσταλγία. Επομένως νιώθω σαν στο σπίτι μου και στη Σόφια, αλλά και στη Ρώμη, διότι λατρεύω την πόλη αυτή. Είμαι εκεί από το 1990. Ειδικά τώρα όταν η κόρη μου είναι πια μεγάλη, η Αδριάνα έγινε 25 ετών, δουλεύει και έχει τη δική της ζωή. Κι εγώ είμαι πιο ανεξάρτητη, δεν έχω τις υποχρεώσεις που είχα πριν. Η μάνα είναι μάνα, και πάντα έχει τι ανησυχίες της, αλλά δεν είμαι πλέον απαραίτητη, να είμαι κοντά της, που σημαίνει, όπως λέει και η ίδια «τώρα σκέψου, μαμά, και τον εαυτό σου». Νιώθω όμως πολύ καλά εκεί, πολύ ήσυχη, μπορώ να κοιτάξω όλα μου τα πράγματα, έχω και υποχρεώσεις – πρέπει να είμαι εκεί και για τη δουλειά μου, και για το σπίτι μας, που πρέπει κάποιος να το φροντίζει, διότι ο Νικόλα κάθεται συνήθως στη Σόφια, έχει και μαθητές. Τελευταία πέρασε και μία περίοδο με προβλήματα υγείας, τώρα όμως είναι καλά. Αυτός λοιπόν μένει κυρίως στη Σόφια και του αρέσει το σπίτι μας εκεί, στο οποίο είχε βάλει τόση ενέργεια και τόσες προσπάθειες παλιά.

Εδώ και λίγα χρόνια διοργανώνεις πολιτιστικές εκδηλώσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Ιταλίας, στις οποίες παίρνουν μέρος και Έλληνες. Τι ακριβώς προσπαθείς να κάνεις;

Στην Ιταλία, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η έκφραση αυτή είναι της μόδας: για την ανάπτυξη του διαπολιτισμικού διαλόγου. Στη Ρώμη και την Ιταλία πάντα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, περνούσαν, διασταυρώνονταν διάφορες εθνικότητες και μοίρες, και είναι πολύ ενδιαφέρον να συνδυάσεις μια βουλγαρική ιστορία με μια ιταλική, ελληνική, γαλλική, και αυτό με γοήτευσε και μου αρέσει πολύ. Με τον Εμίλιο Ραφάρα γνωριζόμαστε εδώ και περίπου 25 χρόνια, όταν μέναμε στην Πάρμα, ενώ εκείνος ήταν καθηγητής στο μουσικό σχολείο εκεί. Είναι Έλληνας μουσικός, καθηγητής κλασικής κιθάρας, έχει ένα συγκρότημα με το οποίο ταξιδεύει και δίνει συναυλίες. Όταν έκανα την πρώτη έκδοση της «Τέχνης και φιλίας» στη Ρώμη ακριβώς με στόχο να ενοποιηθούν καλλιτέχνες από διάφορες εθνικότητες, να ανταλλάξουν πολιτισμό, εμπειρία και ταλέντο, ο Εμίλιο Ραφάρα έπαιζε κιθάρα, ο πιανίστας ήταν Ιταλός και έπαιζε ένα έργο του Γκέρσουιν, τραγουδούσε η Βουλγάρα Ροσίτσα Μπορτζίεβα, ενώ ηθοποιοί ήμασταν εγώ και ένας συνάδελφος Ιταλός - Σαβέριο Βαλόνε, γιος ενός άλλου μεγάλου ηθοποιού – του Ραλφ Βαλόνε.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο σαλόνι της βουλγαρικής Πρεσβείας στη Ρώμη, μαζευτήκαμε πάνω από 300 άτομα. Όταν έμαθαν πως θα λάβει μέρος και Έλληνας μουσικός, από την ελληνική Πρεσβεία πρότειναν να συμμετάσχουν κι αυτοί και μας έκαναν ένα δώρο – γευσιγνωσία ελληνικών κρασιών. Η Πρεσβεία μας πρόσφερε βουλγαρική κουζίνα, και εκτός από τον Έλληνα κιθαρίστα, έγινε και η παρουσίαση βιβλίου μιας Βουλγάρας συγγραφέως για την Μαρία Κάλλας, και το αποτέλεσμα ήταν ένα όμορφο μείγμα. Αυτό έγινε με αφορμή την ένταξη της Βουλγαρίας στην ΕΕ το 2007. Μετά, το 2009 έκανα τη δεύτερη έκδοση με Βούλγαρους, Άγγλους, Ιταλούς και Γάλλους ποιητές, πάλι μεγάλα ονόματα με συνοδεία 12χορδης κιθάρας και ρωμαϊκών τραγουδιών σε ένα από τα αρχαία ρωμαϊκά θέατρα, σε μια πολύ χαρακτηριστική παλιά συνοικία της Ρώμης, και τώρα ετοιμάζω την τρίτη έκδοση.

Πώς βλέπεις την Άνα-Μαρία μετά από 10 χρόνια;

Πολύ δύσκολη ερώτηση – δεν ξέρω, ελπίζω να είμαι σε φόρμα. Ειδικά αν ασχολούμαι με μπαλέτο. Αυτό διατηρεί ζωντανό και το πνεύμα. Πρέπει να πω ότι το μπαλέτο δημιουργεί μια εσωτερική πειθαρχία και γενικά σε μετατρέπει σε άνθρωπο, ικανό να κάνει θυσίες, να θυσιάσει τη ζωή του, τον εαυτό του, στο όνομα μιας υψηλής ιδέας. Αυτό σε πειθαρχεί εσωτερικά. Και ελπίζω να είμαι σε φόρμα και να δουλεύω, για να κάνω αυτό που αγαπάω και μου αρέσει, να έχουμε υγεία εγώ και η οικογένειά μου.

Tags: Άνα Μαρία Πετρόβα συνέντευξη Νικόλα Γκιουζέλεφ ηθοποιός ποιήτρια
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus