The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Ο ευρωπαϊκός Νότος πτωχεύει οικονομικά, η Ανατολή βρίσκεται σε πολιτική πτώχευση

13 Ιανουάριος 2014 / 10:01:01  GRReporter
6958 αναγνώσεις

Στο κατώφλι του 2014 η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της αντιμετωπίζουν πολλές και διάφορες προκλήσεις. Αφ’ ενός είναι η ευρωπαϊκή κρίση, αφ’ ετέρου το κύμα προσφύγων από την Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική, και όχι σε τελευταία θέση οι εκλογές για το καινούργιο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι φόβοι ότι λόγω της κρίσης και της αυξημένης μετανάστευσης προς την Ευρώπη θα ενισχυθούν οι πολιτικές ακρότητες σε αυτήν είναι πλέον αρκετά μεγάλοι. Ταυτόχρονα αναμένεται μειωμένη προσέλευση στις κάλπες εκ μέρους των Ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι αισθάνονται ότι η ΕΕ δεν μπορεί ή δεν θέλει να λύσει τα πραγματικά προβλήματα.

Για την κατάσταση στην Ευρώπη και τη Βουλγαρία το GRReporter μίλησε με τον Βεσελίν Ζέλεφ, δημοσιογράφο και ανταποκριτή στις Βρυξέλλες εδώ και πολλά χρόνια.

Η βουλγαρική κυβέρνηση έχει σαφείς εξαρτήσεις από ορισμένες εταιρικές, οικονομικές, ακόμη και μαφιόζικες ομάδες. Οι Βρυξέλλες το βλέπουν; Και αν ναι, σκοπεύουν να λάβουν κάποια μέτρα;

Η Βουλγαρία, όπως και η Ρουμανία, βρίσκεται υπό ευρωπαϊκή επιτήρηση όσον αφορά την δικαιοσύνη και τα εσωτερικά θέματα. Βασικοί λόγοι για την επιτήρηση αυτή είναι το οργανωμένο έγκλημα και η διαφθορά. Τον Ιανούαριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να δημοσιεύσει την τακτική έκθεση με τα αποτελέσματα της επιτήρησης. Κατά τη γνώμη μου τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα από τα πρώτα επτά χρόνια επιτήρησης είναι ελάχιστα. Η διοίκηση στις Βρυξέλλες δίνει αναφορά στις υπόλοιπες χώρες-μέλη ότι κάνει κάτι ώστε η Βουλγαρία και η Ρουμανία να καλύψουν τα κενά στην προενταξιακή προετοιμασία τους. Οι αρχές των δύο κρατών προσποιούνται ότι καταβάλλουν κάποιες προσπάθειες στην ίδια κατεύθυνση και χρησιμοποιούν την ευρωπαϊκή επιτήρηση μόνο για βραχυπρόθεσμους και εσωτερικούς σκοπούς – για παράδειγμα για να δείξουν τους αντιπάλους τους ως αντικείμενο κριτικής ή δυσπιστίας των Βρυξελλών.

Αυτό λειτουργεί εντελώς εναντίον των συμφερόντων της Βουλγαρίας, επειδή δικαιώνει παλιά κράτη-μέλη που είναι κατά της διεύρυνσης της ΕΕ και της ζώνης του Σένγκεν. Μέχρι στιγμής δεν έχω δει καμιά από τις κυβερνήσεις που είχαν αναλάβει την εξουσία στα επτά χρόνια ένταξης της Βουλγαρίας στην ΕΕ να δουλεύει στην πράξη για να σταματήσει ο μηχανισμός αυτός. Μου φαίνεται ότι τους βολεύει. Φαντάζονται πως τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν τις Βρυξέλλες εναντίον των αντιπάλων τους. Για να είμαστε ειλικρινείς, σε αρκετές περιτπώσεις, όπως για παράδειγμα με τους σκανδαλώδεις διορισμούς της Βενέτα Μαρκόβσκα και του Ντελιάν Πέεβσκι, ο μηχανισμός αυτός έπαιξε το ρόλο του «χειρόφρενου». Δεν μπορώ να φανταστώ μέχρι πού θα έφταναν οι νυν κυβερνώντες αν δεν υπήρχε. Γενικά όμως ο μηχανισμός αυτός δεν μπορεί να γιατρέψει τις χρόνιες αρρώστιες που υπάρχουν στη βουλγαρική κοινωνία, τις οποίες αναφέρετε στο ερώτημά σας.

Είναι αλήθεια ότι ο λεγόμενος μηχανισμός συνεργασίας και ελέγχου δεν περιορίζει την Κομισιόν στα μέτρα που θα πρότεινε στα κράτη-μέλη όσον αφορά την Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Το πιο οδυνηρό από αυτά είναι η διακοπή της χρηματοδότησης από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί και πάλι. Ας περιμένουμε την έκθεση όμως.

Θα ήθελα να πω κάτι γενικότερο – τα τελευταία πέντε χρόνια, και είναι κατανοητό, η Ευρώπη ασχολούνταν εξολοκλήρου με την κρίση στην ευρωζώνη. Ήταν μια υπαρξιακή κρίση. Στη σκιά της παρέμειναν οι εξελίξεις σε χώρες που έγιναν πρόσφατα μέλη της ΕΕ όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία κ. ά. Στις χώρες αυτές υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με τη λειτουργία της δημοκρατίας, με την τήρηση βασικών αρχών της ΕΕ όπως για παράδειγμα η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου κτλ. Οι χώρες αυτές δεν εκπληρούν, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό, αυτά που η ΕΕ απαιτεί από τις υποψήφιες χώρες. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντέδρασαν σε τέτοια φαινόμενα στη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Σχετικά με τη Βουλγαρία όμως η ανία και η αμέλεια είναι πλήρεις. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι η Ευρώπη προχωρώντας κοιμάται και  δεν αντιλαμβάνεται την γέννηση της επόμενης κρίσης της. Αυτό που ήταν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος από οικονομική άποψη, το ίδιο είναι οι καινούργιες χώρες-μέλη από πολιτική άποψη – βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης.

Γιατί μετά από τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που συνεχίζονται εδώ και πάνω από έξι μήνες, η πολιτική τάξη στη Βουλγαρία δε φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα;

Νομίζω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε μια τέτοια ανακεφαλαίωση για όλη την πολιτική τάξη. Είναι κρίμα γι’ αυτούς τους εκπροσώπους της που δεν βλέπουν, ή τουλάχιστον κάνουν ότι δε βλέπουν το όλο και μεγαλύτερο χάσμα που ανοίγει μεταξύ αυτών και της κοινωνίας. Το 48% των ψηφοφόρων στη Βουλγαρία δεν ψήφισαν στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές. Πρόκειται για πάνω από 3 εκατομμύρια ψηφοφόροι, οι οποίοι δεν βλέπουν τον «δικό» τους άνθρωπο στην λεγόμενη πολιτική τάξη. Είναι ένας αρκετά σαφής δείκτης για την αντιπροσωπευτικότητα και για την ποιότητα της βουλγαρικής δημοκρατίας. Έχει γίνει πλέον κλισέ το να επαναλαμβάνουμε ότι είναι επιφανειακή, διότι πράγματι είναι τέτοια.

Φωτογραφία: Βασίλ Γκαρνίζοφ

Το πρόβλημα δεν είναι ότι μερικοί από τους εμβληματικούς εκπροσώπους της σημερινής πολιτικής τάξης έχουν ανέβει πάρα πολύ ψηλά στην διακυβέρνηση. Το πρόβλημα είναι ότι η διακυβέρνηση έχει πέσει στο επίπεδό τους. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης όμως για την κατάσταση αυτή ανήκει στα ίδια 3 εκατομμύρια ψηφοφόροι που δεν ψηφίζουν. Στην αθάνατη προφανώς συνήθεια, ακόμη από τα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος, ότι το κράτος αυτό δεν είναι δικό μου, ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι να το ξεγελάσω ή να το εγκαταλείψω, ότι οι άλλοι πρέπει να σκεφτούν, να αποφασίσουν, να αναλάβουν την ευθύνη. Για να αλλάξει αυτό, πρέπει πρώτα να αρχίσουμε από τον εαυτό μας, να αρχίσουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας και το κράτος μας, και να πιστέψουμε ότι είναι δικό μας και μπορούμε να το αλλάξουμε. Τότε αυτό που ονομάζετε „πολιτική τάξη”, μπορεί και να ανησυχήσει. Τώρα δεν υπάρχει τι να φοβάται –  οι θεσμοί, ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ και η κοινωνία των πολιτών, τέτοια όπως είναι – χωρίς δόντια και ακίνδυνα – δεν την ενοχλούν καθόλου. Συμφωνώ με όσους ζητούν πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα δύο γύρων. Δεν βλέπω όμως ποιο από τα κυβερνώντα κόμματα θα το εφάρμοζε.

Στις Εθνοσυνελεύσεις και της Βουλγαρίας και της Ελλάδας κατάφεραν να μπουν ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα. Περιμένετε η εικόνα αυτή να μεταφερθεί και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;

Για τέτοια μεγάλη πιθανότητα προειδοποίησαν πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο και ο Ιταλός πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα. Η εμφάνιση διάφορων μορφών λαϊκισμού – ακραίου εθνικισμού, αποσχισμού, ξενοφοβίας, ρατσισμού και φασιστοειδών σχηματισμών όπως η Χρυσή Αυγή – αποτελεί γεγονός παντού στην Ευρώπη και είναι ένα από τα σημάδια της κρίσης. Δείχνει ότι η κρίση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά είναι και κρίση των αρχών και του πολιτικού μοντέλου. Οι ιδέες και οι ομάδες αυτές εμφανίζονται εκεί όπου έχει δημιουργηθεί κενό της πίστης στην Ευρώπη. Γόνιμο έδαφός τους είναι οι ανησυχίες, ο θυμός και η απελπισία των ανθρώπων.

Η Ελλάδα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λόγω των μεταρρυθμίσεων σοκ που έπρεπε να εφαρμοστούν. Όσο δραστικά όμως και να φτώχυναν οι Έλληνες, πάλι είναι πιο πλούσιοι από τους Βούλγαρους (κοιτάξτε τα στοιχεία της Eurostat) και, ελπίζω, αρχίζουν πλέον να καταλαβαίνουν τι σημαίνει κοινωνική αβεβαιότητα στην οποία ζουν οι βόρειοι γείτονές τους εδώ και 24 χρόνια από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Στη Βουλγαρία οι απαρχές του ακραίου εθνικισμού και του αντιευρωπαϊσμού βασίζονται στην έλλειψη απτού θετικού αποτελέσματος από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Οι Βούλγαροι υπέφεραν με αξιοπρέπεια και υλοποίησαν πολλές επώδυνες μεταρρυθμίσεις, ώστε η χώρα τους να γίνει μέλος της ΕΕ. Όσα ζουν σήμερα οι Έλληνες οι Βούλγαροι το έζησαν στα χρόνια μετά από την εισαγωγή του καθεστώτος σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας το 1997. Το αναμενόμενο υψηλότερο επίπεδο ζωής όμως και η πιο δίκαιη κοινωνία δεν υπάρχουν. Και η φτώχεια, και η μαφία, και η ολιγαρχία, και το οργανωμένο έγκλημα, και η διαφθορά έμειναν στη θέση τους. Οι νέοι και οι μορφωμένοι μεταναστεύουν μαζικά, διότι δεν βλέπουν προοπτικές ανάπτυξης σε αυτή την άρρωστη και διεφθαρμένη κοινωνία. Η χώρα έχει χάσει περίπου 2 εκατομμύρια μετανάστες από το 1990 μέχρι σήμερα. Είναι λογικό λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση να αναρωτηθεί κανείς: Τι την θέλαμε την Ευρώπη αυτή; Πού είναι; Γιατί δεν μας βοηθάει; Και ακριβώς η αμφιβολία αυτή και η απογοήτευση δημιουργούν το γόνιμο έδαφος για τον λαϊκισμό, ο οποίος γρήγορα «κολλάει» και παρασύρει πολύ κόσμο, επειδή προσφέρει εύκολες και κατανοητές για όλους εξηγήσεις και εύκολες λύσεις – να διώξουμε τους αλλοδαπούς, να στειρώσουμε τους αθίγγανους,  να εθνικοποιήσουμε τα εργοστάσια, να διώξουμε τους ξένους επενδυτές, να διαλύσουμε την ΕΕ, να κάνουμε μια συμμαχία με τη Ρωσία, την Κίνα κτλ. Με παρόμοιες ιδέες γρήγορα „μεθούν” οι μάζες, το ξύπνημα από την «μέθη» αυτή όμως είναι επώδυνο, επειδή οι εξηγήσεις και οι λύσεις αυτές είναι ουτοπικές. Εξυπηρετούν συνήθως ελάχιστους πολιτικούς απατεώνες που οι ίδιοι δεν πιστεύουν σε αυτές.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα στη Βουλγαρία υπάρχει ένα κοινωνικό στρώμα που η ιδέα της Ευρώπης το ενοχλεί και το συμφέρει αυτό το είδος λαϊκισμού. Είμαι βέβαιος ότι αυτό το κοινωνικό στρώμα δε θα δίσταζε να βγάλει τη χώρα από την ΕΕ, αν της δοθεί η δυνατότητα να το κάνει. Το στρώμα αυτό πάντα έβαζε τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα εθνικά. Είναι οι απόγονοι ενός μέρους της πρώην κομμουνιστικής νομενκλατούρας, των πρώην Μυστικών Δυνάμεων. Γι’ αυτούς η διατήρηση της επιρροής της Ρωσίας αντί για εκείνη της Ευρώπης, είναι ζωτικής σημασίας. Για τα συμφέροντά τους δουλεύει το εθνικιστικό κόμμα Ataka, που δεν ανταποκρίνεται στο κλισέ «ακροδεξιό κόμμα». Είναι ένα ακραίο εθνικιστικό αντιευρωπαϊκό κόμμα που χρησιμοποιεί ακροαριστερή ρητορική – ζητεί εθνικοποίηση, ονομάζει τους ξένους επενδυτές «αποικιστές», δοξολογεί την Κίνα και την Κούβα, και στην ουσία δουλεύει για τα συμφέροντα της Ρωσίας του Πούτιν στη Βουλγαρία.

Η άνοδος του λαϊκισμού είναι ένα σήμα για τα προευρωπαϊκά κόμματα, αριστερά, δεξιά ή κεντρικά, ότι πρέπει να ξεχάσουν τις διαφορές τους όταν πρόκειται να υπερασπιστούν την Ευρώπη. Η διαχωριστική γραμμή τώρα περνάει όχι τόσο μεταξύ της παραδοσιακής αριστεράς και δεξιάς, αλλά μεταξύ της Ευρώπης και της αντι-Ευρώπης. Είναι μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ιδεών και αρχών, που βάζει σε δοκιμασία την πολιτική ωριμότητα των κοινωνιών. Από καθαρά πρακτικής άποψης – αν τα λαϊκιστικά κόμματα λάβουν αρκετές έδρες στο επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορούν να εμποδίσουν την ψήφιση νόμων για την τελική έξοδο από την κρίση και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της, για την ενίσχυση της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Και κυρίως να εμποδίσουν την βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς την οποία δε θα υπάρχουν εγγυήσεις ότι κρίση όπως η σημερινή δε θα επαναληφθεί, ενώ η ΕΕ θα αντιδρά με όλο και πιο ακατάλληλο τρόπο στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης.

Μια ισχυρή παρουσίαση των ακραίων λαϊκιστών στις ευρωεκλογές μπορεί να τους βάλει σε καλύτερες αρχικές θέσεις για τις εσωτερικές βουλευτικές εκλογές. Τέτοιες θα διεξαχθούν του χρόνου στο Βέλγιο, μετά στη Μεγάλη Βρετανία, όπου οι πιέσεις για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ δεν εξασθενούν.

Με άλλα λόγια η βαθιά χρηματοοικονομική φάση της κρίσης είναι ίσως προς το τέλος της. Δεν υπάρχει πλέον υπαρξιακός κίνδυνος για το ευρώ, οι αγορές κάπως ησύχασαν, παρατηρούνται ελαφρές ενδείξεις βαθμιαίας αποκατάστασης. Παραμένει όμως η υψηλή ανεργία που έφτασε επίπεδα ρεκόρ με πάνω από 26 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή το 12% του εργατικού δυναμικού, καθώς και οι σημαντικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών. Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας φτάνει το 27,4%, ενώ στην Αυστρία – το 4,8%. 

Οι ανισορροπίες αυτές δημιουργούν κοινωνικές, οικονομικές, μεταναστευτικές και πολιτικές εντάσεις. Για να τις μειώσει η Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσει την τραπεζική ένωση και τον υπό κατασκευή μηχανισμό οικονομικής ευθύνης και αλληλεγγύης. Αυτό όμως θα είναι τόσο πιο δύσκολο, όσο περισσότερες ψήφους κερδίσουν οι λαϊκιστές στις ευρωεκλογές.

Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές συνήθως είναι χαμηλή και σύμφωνα με αναλυτές αυτό οφείλεται στην απομάκρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών από τους πολίτες. Υπάρχει κατανόηση για το πρόβλημα αυτό ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες και γίνεται κάτι για να έρθουν πιο κοντά οι θεσμοί και οι πολίτες των κρατών-μελών;

Απ’ ότι θυμάμαι, στις τελευταίες ευρωεκλογές το 2009 η προσέλευση στις κάλπες ήταν η χαμηλότερη ιστορικά – 43%, το 2004 ήταν 45,47%, ενώ το 1979 στις πρώτες ευρωεκλογές ήταν 61,99%. Αν κοιτάξει κανείς το διάγραμμα προσέλευσης στις κάλπες, διαπιστώνει το μονίμως μειούμενο ενδιαφέρον για την Ευρώπη ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες. Η τάση αυτή δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τις κρίσεις, επειδή συνεχίζεται και σε οικονομικά καλές χρονιές. Είναι γνωστές οι εξηγήσεις για την απομάκρυνση της ΕΕ από τους απλούς πολίτες, για την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, για την «ξύλινη» ακατανόητη γλώσσα τους, για την σκληροκαρδία του Ευρωπαίου υπαλλήλου, και την απομάκρυνσή του από την πραγματική ζωή. Οι εξηγήσεις αυτές έχουν τη βάση τους. Είναι όμως η εύκολα ορατή, η λαϊκιστική πλευρά των πραγμάτων.

Η κρυφή πλευρά τους είναι ότι αυτή η Ευρώπη, από την οποία νιώθουμε αγανακτισμένοι, έχει δημιουργηθεί από τα κράτη-μέλη και όλα τα ελαττώματά της και αδύνατα σημεία της αντικατοπτρίζουν τα δικά τους εγωιστικά συμφέροντα. Τα μειονεκτήματα της ΕΕ πολύ συχνά είναι προεκτάσεις βραχυπρόθεσμων σκοπιμοτήτων της εσωτερικής πολιτικής των κρατών-μελών. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η συμφωνία των υπουργών Οικονομικών για τον κοινό μηχανισμό αναδιάρθρωσης χρεοκοπημένων τραπεζών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιολογημένα είναι αρνητικό απέναντι στον μηχανισμό αυτό, επειδή το σχήμα διευθέτησης τραπεζικών κρίσεων είναι πολύ περίπλοκο. Και είναι σαφές ότι έγινε με πρωτοβουλία του κύριου πληρωτή της ευρωζώνης – της Γερμανίας, για να μείνουν ήσυχοι οι Γερμανοί ψηφοφόροι ότι δε θα πληρώνουν για τη χρεοκοπία τραπεζών σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Συχνά γινόμαστε μάρτυρες του πώς οι εθνικοί ηγέτες λένε πολλά προς υποστήριξη της Ευρώπης όταν έρθουν εδώ στις Βρυξέλλες, ενώ όταν επιστρέψουν στην πατρίδα τους δικαιολογούνται με αυτήν για τα εσωτερικά προβλήματά τους. Ένα χαρακτηριστικό και άθλιο παράδειγμα είναι ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος προσπαθεί να ανεβάσει τη δημοτικότητά του υποσχόμενος στους Βρετανούς να τους προστατεύσει από μια φανταστική βουλγαρο-ρουμανική εισβολή, με το άνοιγμα της αγοράς εργασίας την 1η Ιανουαρίου. Άθλια, αδύναμη, λαϊκιστική συμπεριφορά ενός συντηρητικού.

Τέτοια πράγματα σπάνε το ηθικό, αποθαρρύνουν και απωθούν τον κόσμο. Πώς να πιστέψουν οι απλοί πολίτες στην Ευρώπη, αφού οι ηγέτες τους δεν το κάνουν;

Οι Βούλγαροι πολιτικοί αγαπούν πολύ να έρθουν στις Βρυξέλλες, να σταθούν μπροστά στις κάμερες και να δηλώσουν επίσημα ότι είχαν τις τάδε συνομιλίες στις οποίες «υπεράσπισαν το εθνικό συμφέρον». Από ποιον; Από τον Μπαρόζο; Σαν να είναι η Ευρώπη μια ξένη δύναμη. Σαν να μην είναι η ένωσή μας. Σαν να είναι μια αποικιακή μητρόπολη στην οποία ενταχθήκαμε με το ζόρι και όχι με τη θέλησή μας. Οι ίδιοι αυτοί πολιτικοί, όταν ξεκινήσουν την προεκλογική τους εκστρατεία χωρίς κανένα δισταγμό θα αγκαλιάσουν την ευρωπαϊκή ιδέα και θα βάλουν παντού ευρωπαϊκές ετικέτες. Και όλα όσα θα υπόσχονται στους ψηφοφόρους τους θα είναι «ευρω-». Θα περιμένατε σε μια τέτοια κατάσταση η προσέλευση στις κάλπες στις ευρωεκλογές να αυξάνεται; Ο κόσμος δεν πάει να ψηφίσει όταν καταλαβαίνει πως πρόκειται για μπλα μπλα μπλα. Αν θέλουμε ο Ευρωπαίος πολίτης να πιστεύει στην Ευρώπη, δεν πρέπει να υποτιμάμε την νοημοσύνη και την παρατηρητικότητά του. Οι λεγόμενοι απλοί άνθρωποι» βλέπουν και καταλαβαίνουν. Και το ψευδές τους αηδιάζει.

Η χαμηλή συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία ευνοεί κυρίως τα λαϊκιστικά κόμματα, τα οποία έχουν σταθερό εκλογικό σώμα. Έτσι ήταν στις προηγούμενες ευρωεκλογές, έτσι αναμένεται να συμβεί και στις επικείμενες.

Ποιες είναι οι πιθανότητες των Ευρωπαίων σοσιαλιστών να διατηρήσουν τον ηγετικό τους ρόλο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχοντας στη θέση του προέδρου τον Σεργκέι Στανίσεφ, ο οποίος τουλάχιστον στη Βουλγαρία είναι σύμβολο της διαφθοράς, των σχέσεων της εξουσίας με εγκληματικά συμφέροντα και του παλιού απολυταρχικού καθεστώτος;

Δε νομίζω ότι οι πιθανότητες των Ευρωπαίων σοσιαλιστών στις εκλογές εξαρτώνται από τον Σεργκέι Στανίσεφ, ο οποίος εξακολουθεί να είναι ένα άγνωστο και χωρίς ενδιαφέρον πρόσωπο στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος σύγκρισης με τον προκάτοχό του – τον Δανό Πολ Νιρούπ Ράσμουσεν. Οι σοσιαλιστές δεν έχουν ηγετικό ρόλο στο παρόν Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου είναι η δεύτερη σε μέγεθος πολιτική ομάδα. Υπάρχει πιθανότητα να γίνουν πρώτη δύναμη μετά από τις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2014, αυτό όμως δεν οφείλεται στον Στανίσεφ, αλλά στις βαριές κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης. Για όλη την μέχρι στιγμής θητεία του Στανίσεφ η Ευρώπη δεν κατάφερε καν να μάθει γι’ αυτόν, πόσο μάλλον να τον θυμηθεί για την ηγεσία του. Το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ για την προσωπικότητά του είναι ελάχιστο. Δεν έχει τι να πει στους Ευρωπαίους εκτός από τα αριστερά κλισέ, και στην Ευρώπη τίποτα δεν εξαρτάται από αυτόν.

Το πραγματικό πρόσωπο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PES) τώρα είναι ο Γερμανός Μάρτιν Σούλτς, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι ο υποψήφιος του κόμματος για την διαδοχή του Ζοζέ Μπαρόζο στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πριν από δύο χρόνια ο Σούλτς υποστήριξε την υποψηφιότητα του Στανίσεφ για πρόεδρος του PES, ακόμη και επειδή είναι ένας νέος ηγέτης από ένα νέο κράτος-μέλος. Φοβάμαι πως ο Στανίσεφ δεν επωφελήθηκε ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τη Βουλγαρία, από την ευκαιρία να είναι επικεφαλής μιας ευρωπαϊκής πολιτικής δύναμης. Παρέμεινε ένας απρόσωπος πρόεδρος με εξυπηρετικές σχετικά με την υποψηφιότητα του Σουλτς λειτουργίες.

Όλο και περισσότεροι ευρωβουλευτές σοσιαλιστές όμως φοβούνται πως ο Στανίσεφ αντί να βοηθήσει την υποψηφιότητα αυτή, μπορεί να την εμποδίσει. Ο μεγαλύτερος φόβος τους σχετίζεται με την εξάρτηση της βουλγαρικής Βουλής και της σχηματισμένης κυβέρνησης από το ακραίο εθνικιστικό κόμμα Ataka, λόγω της ανοιχτής αντιευρωπαϊκής ρητορικής αυτού του κόμματος. Τους σκανδάλισε η πρόταση ο Ντελιάν Πέεβσκι να εκλεγεί δοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας καθώς και η επιστροφή πρώην στελεχών της Κρατικής Ασφάλειας στην διακυβέρνηση. Το ίδιο σοκαριστικό ήταν και το γεγονός ότι 59 βουλευτές του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ψήφισαν υπέρ της πρότασης του Ataka να παραταθεί η απαγόρευση της πώλησης εκτάσεων γης σε πολίτες άλλων κρατών-μελών της ΕΕ. Η απόφαση αυτή είναι αντισυνταγματική και παραβιάζει την συμφωνία της Βουλγαρίας για την ένταξη στην ΕΕ. Ακόμη και το Κίνημα Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της τουρκικής μειονότητας, που είναι ένα από τα κόμματα του τρικομματικού συνασπισμού στην κυβέρνηση, τάχθηκε εναντίον της απόφασης αυτής και την κατήγγειλε στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Από την συγκεκριμένη απόφαση η Ευρώπη είδε τι κόμματος ηγείται ο Στανίσεφ. Ένα κόμμα που μόνο ισχυρίζεται ότι είναι ευρωπαϊκό, στο μεγαλύτερο μέρος του όμως παραμένει καθηλωμένο στο παρελθόν. Έχω ακούσει πως οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές παρακολουθούν με φρίκη την οικογενειακή επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας Στανίσεβι – για την ακρίβεια την εταιρεία δημοσίων σχέσεων της συζύγου του Μόνικα Στανίσεβα.

Ο καθένας μπορεί να δει στην ιστοσελίδα της εταιρείας πως πελάτες της είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, πέντε υπουργεία και μια κρατική υπηρεσία. Το κράτος είναι πελάτης της συζύγου του ηγέτη του κυβερνώντος κόμματος. Αν αυτό δεν αποτελεί πελατειολογία και σύγκρουση συμφερόντων, τότε δεν ξέρω τι είναι. Η κυρία σύζυγος διαμορφώνει τα έσοδά της από τις εισφορές των ψηφοφόρων. Σαν να είμαστε μια δημοκρατία της μπανάνας η οποία κυβερνάται σαν μια οικογενειακή επιχείρηση. Και μάλιστα με τη συμμετοχή του αριστερού Ευρωπαίου ηγέτη που δίνει μάχη για κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό αποτελεί μια πολιτική γελοιογραφία. Να μην πούμε και για το γραφείο της Μόνικα Στανίσεβα στις Βρυξέλλες οι πελάτες του οποίου αποτελούν απόλυτο μυστικό. Στο βελγικό εμπορικό μητρώο ως αντικείμενο δραστηριότητας του γραφείου αυτού αναφέρεται: „υπηρεσίες, σχετικές με εκπροσώπηση και επιρροή, στρατηγικές συμβουλές”. Την προηγούμενη Πέμπτη ρώτησα τον Χάνες Σβόμποντα, πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Σοσιαλιστών και των Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μήπως τον ανησυχούν τα γεγονότα αυτά, κι εκείνος μου απάντησε:  „Δεν σχολιάζω τις οικογένειες των κομματικών ηγετών”. Ύστερα δήλωσε ότι οι σοσιαλιστές „συνέχεια πολεμούν εναντίον κάθε είδους διαφθοράς”. Αυτό είναι κυνικό. Οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές κάνουν το ίδιο όπως και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα σχετικά με τις ξετσιπωσιές του GERB στη Βουλγαρία – προστατεύουν το δικό τους απατεώνα στη χώρα-μέλος, επειδή έρχονται εκλογές κι αυτός πρέπει να τους κερδίσει ψήφους. Είναι δημοσίως γνωστό το γεγονός ότι μετά από το σκάνδαλο με τον Πέεβσκι και το Ataka ο Σβόμποντα έγραψε μια απότομη κριτική επιστολή στον Στανίσεφ, την οποία όμως το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα έκρυψε. Να, μια τέτοια υποκρισία σκοτώνει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην Ευρώπη.

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στη Βουλγαρία και την Ελλάδα είναι το κύμα προσφύγων και παράνομων μεταναστών που τους τελευταίους μήνες έγινε ακόμη πιο έντονο. Η Αθήνα και η Σόφια επιμένουν ότι η απόφαση για την λύση του προβλήματος αυτού πρέπει να ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πώς κρίνετε τις προθέσεις της διοίκησης στις Βρυξέλλες;

Η διοίκηση στις Βρυξέλλες κάνει αυτό για το οποίο την έχουν εξουσιοδοτήσει τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Υπόσχεται περισσότερα ευρωπαϊκά κονδύλια για την αντιμετώπιση του κύματος προσφύγων την νέα προγραμματική περίοδο (2014-2020). Τα κονδύλια αυτά όμως δεν μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα. Προς το παρόν σε επίπεδο κρατών-μελών η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με τις χώρες που βρίσκονται στα νότια σύνορα της Ένωσης παραμένει κυρίως δηλωτική. Σχεδόν κανείς δεν θέλει να δεχτεί πρόσφυγες από τις χώρες όπου έχουν μπει για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος. Είναι γνωτό επίσης ότι ο τελικός στόχος αυτών των ανθρώπων συνήθως δεν είναι ο φτωχός Νότος, αλλά ο πλούσιος Βορράς της Ευρώπης, οι δυνατότητες του οποίου να βοηθάει όμως δεν είναι απέραντες.

Κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 19 και 20 Δεκεμβρίου του 2013 η συζήτηση για τα θέματα μετανάστευσης και ασύλου αναβλήθηκε για τον Ιούνιο του 2014. Προφανώς κανείς δε θέλει να αναλάβει σαφέστερες δεσμεύσεις σχετικά με τα λεπτά αυτά θέματα πριν από τις ευρωεκλογές. Στο διάστημα αυτό τα συγεκριμένα προβλήματα δε θα λυθούν από μόνα τους, το αντίθετο μάλιστα – θα γίνουν όλο και πιο έντονα. Μια διευθύτηση της κρίσης στη Συρία δεν φαίνεται να υπάρξει σύντομα. Ακόμη κι αν αύριο κιόλας εκεί υπογραφεί μια συμφωνία ειρήνης, οι καταστροφές είναι ιστορικής κλίμακας. Και μάλιστα το πρόβλημα με τους πρόσφυγες θα συνεχιστεί για χρόνια. Αν όμως η κρίση στη Συρία οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση κάποιας γειτονικής της χώρας (η μεγαλύτερη απειλή υπάρχει στο Λίβανο) τότε το κύμα προσφύγων θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Και η κρίση στη Συρία δεν είναι η μοναδική. Διάφορες κρίσεις υπάρχουν σε όλη την Βόρεια και Κεντρική Αφρική. Του χρόνου το ΝΑΤΟ θα αποσυρθεί από το Αφγανιστάν. Στο Ιράκ οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν σταματούν. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Μου φαίνεται ότι πρέπει να ζούμε με την σκέψη ότι θα έρθουν πρόσφυγες.

Είναι σαφές ότι τα προβλήματα που οι πρόσφυγες αυτοί δημιουργούν είναι ό,τι πρέπει για τα ακραία, εξτρεμιστικά κόμματα που είπαμε προηγουμένως. Αν η Ευρώπη δεν βρει μια λειτουργική λύση, κινδυνεύει το νότιο μέρος της να μετατραπεί σε ένα είδος ζώνης αντιμετώπισης της μετανάστευσης από τον Τρίτο κόσμο, και να γίνουν ακόμη βαθύτερες οι διαφορές μεταξύ του Νότου και του εύπορου Βορρά.

Ποια είναι η πρόβλεψή σας για τη Βουλγαρία το 2014; Νομίζετε ότι θα διεξαχθούν πρόωρες εκλογές;

Θα υπάρξουν ευρωεκλογές. Αν ρωτάτε για βουλευτικές, η σύντομη απάντηση είναι ότι δεν ξέρω. Αφ’ ενός υπάρχει απόλυτη απονομιμοποίηση των ανώτατων κρατικών θεσμών. Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην κυβέρνηση για παράδειγμα είναι κάτω από το 20%. Σε μια τέτοια κατάσταση οι πρόωρες εκλογές είναι η καλύτερη επιλογή για μια δημοκρατία. Οι νυν κυβερνώντες στη Βουλγαρία όμως δεν δείχνουν να τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα η εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Και αυτό συμφωνεί απόλυτα με την πολιτική παράδοση του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μας υπενθυμίζει ότι είναι διάδοχος ενός απολυταρχικού κόμματος και ότι οι παλιές αντιλήψεις μέσα του δεν έχουν εξαφανιστεί πλήρως.

Η κυβέρνηση κάνει αστείες προσπάθειες να δώσει κουράγιο στην κοινωνία με προβλέψεις ότι του χρόνου θα υπάρξει οικονομική ανάκαμψη, και κάνει ακόμη πιο γελοία χριστουγεννιάτικα δώρα στους ψηφοφόρους μειώνοντας τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος με διοικητική πίεση στην αρμόδια Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και για λογαριασμό της αύξηση των χρεών της Εθνικής Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Το «τιμολόγιο» για την μεταχείριση αυτή όμως θα έρθει μια μέρα και θα πρέπει να πληρωθεί. Ακόμη και να ξεκινήσει μια ελαφρά ανάκαμψη της οικονομίας, μάλλον δε θα μειώσει την αγανάκτηση των πολιτών εν όψει της απόλυτης καταστροφής και φτώχειας. Και το βασικότερο – δε θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη, την οποία η κυβέρνηση έχει χάσει ανεπανόρθωτα. Και ως γνωστόν, η εμπιστοσύνη είναι βασικό στοιχείο της διακυβέρνησης.

Ο συνασπισμός του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Κινήματος Δικαιωμάτων και Ελευθεριών όμως θα κρατήσει την εξουσία όσο μπορεί. Οι πιθανότητές τους να την κρατήσουν αυξήθηκαν από το γεγονός ότι δύο βουλευτές του GERB εγκατέλειψαν το κόμμα τους. Οι επόμενες ψηφοφορίες στη Βουλή θα δείξουν, αν αυτό θα σώσει τους κυβερνώντες από την ταπεινωτική εξάρτηση από το κόμμα Ataka, από το λεγόμενο «χρυσό δάχτυλο» του ηγέτη του Βόλεν Σίντεροφ, για να υπάρχει απαρτία στη Βουλή, και αν θα τους βοηθήσει να έχουν πλειοψηφία.

Δεν υπάρχει πλέον και η πίεση του δρόμου. Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εξασθένησαν, επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτές δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια οργάνωση με σαφές πρόγραμμα και στόχους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αγανάκτηση έχει εξαφανιστεί. Οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν με κατηγορηματικό τρόπο. Μια καινούργια γκάφα όπως εκείνη με τον σκανδαλώδη διορισμό του Πέεβσκι μπορεί ανα πάσα στιγμή να την αναζωπυρώσει και πάλι.

Είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς τον χαρακτήρα αυτής της αγανάκτησης, η οποία δεν είναι εναντίον ορισμένου τύπου πολιτικής, αλλά εναντίον της πολιτικής γενικά. Εναντίον της πολιτικής η οποία υπάρχει στη Βουλγαρία – ως «ομπρέλα»της ολιγαρχίας και της διαφθοράς. Η σημερινή κρίση δεν είναι κρίση μιας κυβέρνησης και μιας Βουλής, αλλά του πολιτικού μοντέλου, του συστήματος, το οποίο χρειάζεται μια ριζική επανεκκίνηση. Χρειάζεται μια εντελώς καινούργια κοινωνική συμφωνία μεταξύ των κομμάτων και των ψηφοφόρων. Χρειάζεται να ακολουθήσει μια «κάθαρση» και μια «απολύμανση» στους κρατικούς θεσμούς. Ειδικά στην ανάκριση και την εισαγγελία πρέπει να γίνει μια βαθιά απολύμανση, να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη μεταφορική έκφραση. Χρειάζεται μια πραγματικά αποπολιτικοποιημένη δημόσια διοίκηση, όπου οι διορισμοί θα γίνονται ύστερα από διαγωνισμούς και με εγγυήσεις σταθερότητας. Χρειάζονται ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές – στον κλάδο της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, του ανταγωνισμού. Οι σημερινές αποτελούν γελοιογραφίες. Πρέπει επιτέλους κάποιος να διακόψει την αιμομικτική συμβίωση μεταξύ του κράτους (ανεξάρτητα από το ποιος το κυβερνάει) μιας τράπεζας και ενός ομίλου ΜΜΕ.

Η μόνη εκλέξιμη πολιτική δύναμη η οποία δηλώνει τέτοιες προθέσεις είναι η «Μεταρρυθμιστική Ένωση». Δυστυχώς όμως είναι πολύ αδύναμη, για να τις πραγματοποιήσει.

Θεωρητικά θα μπορούσε να το κάνει σε συνασπισμό με το GERB, μια τέτοια ένωση όμως θα ήταν προβληματική από ηθική και πολιτική άποψη, αν το GERB δεν μετανιώσει ξεκάθαρα για τα λάθη στη διακυβέρνησή του και δεν προβεί σε σαφείς πράξεις, ώστε να αποδείξει στην κοινωνία πως τα συνειδητοποίησε. Ας μην ξεχνάμε ότι το GERB  χρησιμοποιούσε πρόθυμα τις υπηρεσίες της ίδιας τράπεζας και του ίδιου ομίλου ΜΜΕ, που σήμερα εξυπηρετούν την νυν εξουσία, όπως παλιά εξυπηρετούσαν το GERB. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διακυβέρνηση του GERB η αστυνομία, η ανάκριση και η εισαγγελία χρησιμοποιούνταν ως πολιτικά «ρόπαλα».

Η ευκαιρία να βρεθεί μια λύση κατά τη γνώμη μου βρίσκεται στο γεγονός ότι η βουλγαρική πολιτική είναι υπερβολικά προσωπική. Είναι μια πολιτική προσώπων και προσωπικοτήτων και όχι ιδεών. Αυτό σημαίνει ότι αν ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες βρουν μέσα τους το κουράγιο και την υπευθυνότητα να αποσυρθούν, έστω και προσωρινά, από την πολιτική σκηνή, η μεταρρυθμιστική πλειοψηφία θα είναι εφικτή. Αν οι πολίτες δουν πως υπάρχει μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση για αλλαγή, θα βγούν πάλι στους δρόμους και θα την διεκδικήσουν. Ας θυμηθούμε το χειμώνα του 1996-1997, όταν πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο σοσιαλιστής Ζαν Βίντενοφ. Τότε το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε πλειοψηφία στη Βουλή και θα μπορούσε χωρίς προβλήματα να σχηματίσει καινούργια κυβέρνηση μετά από την παραίτηση του Βίντενοφ. Δεν τόλμησε να το κάνει όμως επειδή φοβήθηκε την λαϊκή οργή.

 

 

Tags: συνέντευξη ανάλυση Ευρώπη GRReporter ευρωεκλογές
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus