Η προηγούμενη εμπειρία
Το βασικό πρόβλημα του ευρώ τώρα είναι ότι έμεινε μπλοκαρισμένη κάθε δυνατότητα κανονικής χρεοκοπίας των χωρών οφειλετών. Η εμπειρία από τέτοιες χρεοκοπίες είναι πλούσια.
Είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία από τις χρεοκοπίες των κρατών, επειδή οι πιστωτές έχουν μακριά μνήμη.
Η τελευταία πληρωμή της Ρωσίας του χρέους, που δήθεν είχε αρνηθεί ο Λένιν το 1917, έγινε το 2007. Ενώ οι τελευταίες πληρωμές (συνολικά πάνω από 1 δισ. ευρώ) της βουλγαρικής χρεοκοπίας του 1990 θα γίνουν το 2013 και το 2015. Η διαρκής απώλεια της φήμης συνεπούς οφειλέτη είναι ίσως η πιο αρνητική συνέπεια αυτών των χρεοκοπιών. Μετατρέπεται σε υψηλότερα επιτόκια σε νέα δάνεια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πιο πρόσφατη περίπτωση χρεοκοπίας παρόμοιας της ελληνικής, είναι αυτή της Βουλγαρίας από τις 9 Μαρτίου του 1990.
Και οι δύο χρεοκοπίες είναι ενώπιον ιδωτικών πιστωτών και έχουν σχεδόν ίδιο μέγεθος ως μερίδιο του ΑΕΠ. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια εξωτερική οργάνωση (Σοβιετική Ένωση και Ευρωπαϊκή Ένωση αντίστοιχα), η οποία επιμηκύνει την περίοδο τυπικής χρεοκοπίας. Οι υπόλοιπες ομοιότητες είναι εντυπωσιακές, ιδού ο κατάλογός τους:
Τα αίτια του χρέους είναι ο κεντρικός σχεδιασμός προς υποστήριξη της κατανάλωσης και των "κοινωνικών παροχών". Στη βάση του βρίσκεται η επιθυμία τα κόμματα να διατηρηθούν στην εξουσία, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε είτε να καταργηθούν οι "παροχές" (στην ουσία η διαφθορά των ψηφοφόρων), είτε να αυξηθούν οι φόροι.
Οι πιστωτές πιστεύουν ότι η ΕΕ και η Σοβιετική Ένωση θα είναι πάντα παρούσες ώστε να υποστηρίξουν το ισοζύγιο πληρωμών και μάλιστα καταρτίζουν ειδικά εργαλεία που στηρίζουν την πίστη αυτή: το βουλγαρικό χρέος είναι "εγγυημένο" από την κατανομή της εργασίας στο Συμβούλιο Οικονομικής Υποστήριξης των κομμουνιστικών χωρών, ενώ το ελληνικό – με μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Η "αλληλλεγγύη" και η "αλληλοβοήθεια" αποτελούν πολιτική ρητορική, με την οποία υποστηρίζεται η ανεύθυνη συμπεριφορά των αρχών και της κοινωνίας. Το βουλγαρικό χρέος όμως συσσωρεύθηκε δύο φορές πιο γρήγορα – την περίοδο από 1976 έως το 1988, ενώ το ελληνικό – μέσα σε περίπου 30 χρόνια. Η Ελλάδα όμως τον 20ό αιώνα έχει χρεοκοπήσει μόνο μια φορά, ενώ η Βουλγαρία – πέντε φορές, χωρίς να υπολογίζεται το 1997.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα στην εξουσία βρίσκονται διάφορα κόμματα δεν έχει μεγάλη σημασία: και οι αριστεροί και οι δεξιοί κάνουν το ίδιο. Οι Βούλγαροι ψηφοφόροι φυσικά πριν από το 1990 δεν είναι ψηφοφόροι και δεν έχουν καμιά ιδέα για το τι γίνεται. Οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν την ευθύνη για την επιλογή που κάνουν και επομένως για το χρέος και την χρεοκοπία, την τιμή της οποίας ακόμη θα πληρώνουν.
Η σύγχρονη εμπειρία
Γιατί φτάσαμε σε σημείο η Ελλάδα και οι άλλες παρόμοιες χώρες να μην μπορέσουν να χρεοκοπήσουν με την ησυχία τους; Μια από τις αιτίες είναι η πίστη στα θαύματα ανακατανομής της ΕΕ.
Το ελληνικό χρέος είναι ασήμαντο ως μερίδιο της οικονομίας της ΕΕ, η οποία ως αποτέλεσμα της «μυωπίας» και της έλλειψης ορθής οικονομικής λογικής στους πολιτικούς της άρχισε να το επαναχρημαοδοτεί. Πρόκειται για κάτι 360 δισ. ευρώ έναντι 13 τρισ. ευρώ ΑΕΠ της ΕΕ στα μέσα του τρέχοντος έτους. Το 2009 και το 2010 φαινόταν ακίνδυνο να δείξεις αλληλλεγγύη για ένα χρέος που αποτελεί 2.5% της οικονομίας της Ένωσης.
Η ηθική ζημιά αυτής της απόφασης ήταν πως άλλες χώρες πίστεψαν ότι η ίδια πολιτική είναι δυνατό να εφαρμοστεί και στην περίπτωσή τους, ενώ η Ελλάδα δεν έκανε τίποτα το σημαντικό για να βγει από την κατάσταση. Στην ουρά για τη διάσωση στάθηκαν η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και αυτή τη στιγμή δεν είναι γνωστό ποιος είναι στο τέλος. Μόνο για φέτος το ιταλικό χρέος έχει λήξεις για περίπου 330 δισ. ευρώ, ενώ το ισπανικό – για πάνω από 220 δισ. ευρώ.
Αποτέλεσμα της πίστης στον θαυμαστικό κόσμο της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι και το γεγονός ότι εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια η ΕΕ
κάνει ό,τι μπορεί για να μειώσει την ανταγωνιστικότητα
αν και ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο. Η Ένωση δεν λύνει τα προβλήματα του κοινωνικού κράτους, δηλαδή αυξάνει το έμμεσο χρέος των κυβερνήσεων των χωρών-μελών. Το ευρωπαϊκό ωράριο είναι τουλάχιστον κατά 15% μικρότερο από αυτό των ΗΠΑ, ενώ σε σχέση με την Κίνα και την Ινδία, οι Ευρωπαίοι δεν εργάζονται καθόλου. Τα καταναλωτικά τέλη, δηλαδή ο χρόνος και τα χρήματα για την συμμόρφωση με τους κανονισμούς συνέχεια αυξάνονται.
Οι πολιτικοί της ΕΕ αντικατέστησαν τον προορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από πολιτικό θεσμό που καλείται να φροντίζει την σταθερότητα της χρηματικής προσφοράς, μετατράπηκε σε πιστωτής της «έσχατης λύσης» στην ευρωζώνη, σε πιστωτή των πιστωτών πρώτα της Ελλάδας (από πέρσι), ενώ από την περασμένη εβδομάδα – και της Ιταλίας και της Ισπανίας. Από αυτό το σημείο προκύπτουν δύο πολύ σημαντικά εμπόδια στην κανονική χρεοκοπία των χωρών οφειλετών.
Пρώτον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στην κατοχή της περίπου τα 2/3 του ελληνικού χρέους. Μονάχα εξαιτίας αυτού του γεγονότος τα περιουσιακά της στοιχεία έχουν γίνει πιο φθηνά κατά 4-5%. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη πλευρά στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των πιστωτών και των οφειλετών. Με άλλα λόγια,
δεν υπάρχει κανένας που να αναλάβει το ρόλο του ΔΝΤ
που είναι γνωστός από την κανονική χρεοκοπία της κομμουνιστικής Βουλγαρίας. Σε τέτοιες χρεοκοπίες οι δύο πλευρές συνεννοούνται για τους όρους μείωσης (ζημιών), αναδιάρθρωσης και πληρωμών, ενώ η τρίτη πλευρά εγγυάται ότι το συμφωνηθέν θα πραγματοποιηθεί. Και όταν χρειάζεται, όπως συνέβη με το ΔΝΤ στην περίπτωση της Βουλγαρίας, αναλαμβάνει τον οφειλέτη σε χειροκίνητο έλεγχο.
Δεύτερον, όταν αυτό συνέβη ο ρόλος ευρωπαϊκού ΔΝΤ έπρεπε να δοθεί σε κάποιον, και για το λόγο αυτό συγκροτήθηκε στα γρήγορα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το κεφάλαιό του (440 δισ. ευρώ) ήταν αρκετό για την Ελλάδα, όχι όμως και για τους άλλους οφειλέτες που είχαν σταθεί στην ουρά. Την περασμένη εβδομάδα αυτό έγινε σαφές και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να μπει και πάλι στο παιχνίδι.
Τώρα όμως και σε άλλο επίπεδο: στην αρχή της εβδομάδας από τον ιταλικό Τύπο έγινε σαφές ότι η Τράπεζα του ευρώ έχει αρχίσει να δίνει οδηγίες στο Υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας τι να κάνει προκειμένου να αντιμετωπίσει το χρέος της. Με άλλα λόγια ο διευθυντής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπαίνει, αν και σποραδικά προς το παρόν, στο ρόλο Υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης, ενός θεσμού που ο ίδιος πρότεινε πριν από έναν μήνα να συγκροτηθεί στο απώτερο μέλλον.
Έτσι η σύγχυση και η σύγκρουση συμφερόντων στη ζώνη του ευρώ
έγιναν εντελώς προφανείς. Η πολιτική πίεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την ώθησε προς τον ρόλο πιστωτή της «έσχατης λύσης». Οι αρχηγοί κρατών και οι Υπουργοί Οικνομικών που δημιούργησαν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εμφανίστηκαν ανίκανοι ούτε να το κεφαλοποιήσουν, ούτε να το θέσουν σε λειτουργία.
Τώρα, καθώς και στην απόφαση διάσωσης των ιδιωτικών πιστωτών της Ελλάδας κτλ., αποφεύγουν την ευθύνη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να παίζει το ρόλο Υπουργείου Οικονομικών. Πράγμα που είναι αντίθετο όμως με όλους τους κανόνες της Ένωσης και της ευρωζώνης.
Πιθανότατα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα βγει από την σύγκρουση συμφερόντων συνεχίζοντας μονάχα να αυξάνει τα κυκλοφορούντα χρήματα. Είναι δυνατό όμως ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού και της πολιτικής σύγχυσης να χαθεί η εμπιστοσύνη και σε εκείνους τους Ευρωπαίους πιστωτές οι οποίοι προς το παρόν διατηρούν την πιστοληπτική τους ικανότητα στο "ААА". Είναι η Αυστρία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ολλανδία και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.