"Ο κόκκινος θάμνος" του Σιράκ Σκίτνικ
Μια έκθεση με 120 έργα ξεκινάει σήμερα στην Πινακοθήκη της Σόφιας με αφορμή τη συμπλήρωση 130 χρόνων από την γέννηση του κλασικού ζωγράφου Σιράκ Σκίτνικ. Η έκθεση περιλαμβάνει όσο εμβληματικούς για το έργο του πίνακες, τόσο και άγνωστα έργα ενός από τους μεγαλύτερους Βούλγαρους καλλιτέχνες στον τομέα του μοντερνισμού.
Η παρουσίαση αυτή είναι μια από τις πληρέστερες που έχει διοργανωθεί μέχρι στιγμής για τον ζωγράφο και περιλαμβάνει έργα του από όλες τις κρατικές πινακοθήκες, από την γενέτειρά του την πόλη Σλίβεν, καθώς και από ιδιωτικές συλλογές.
„Για τον Σιράκ Σκίτνικ λένε ότι είναι ένας από τους πλέον διάσημους Βούλγαρυς ζωγράφους μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, για τον οποίο ξέρουμε τα λιγότερα πράγματα”, δήλωσε ο επιμελητής της έκθεσης Πλάμεν Πετρόφ. Και ακριβώς αυτός είναι ο στόχος της έκθεσης – να συμπληρώσει τα κενά στις γνώσεις των Βουλγάρων για τον Σιράκα, όπως τον έλεγαν (στα βουλγαρικά το όνομά του Σιράκ Σκίτνικ σημαίνει ο «Ορφανός Αλήτης»). Ο άλλος στόχος της έκθεσης είναι να παρουσιαστεί ο καλλιτέχνης ως ζωγράφος και για το λόγο αυτό το έργο του έχει παρακολουθηθεί σε χρονολογική σειρά. „Ο ζωγράφος δεν έβαζε ημερομηνία στα έργα του, γι’ αυτό με μεγάλη προσοχή βάλαμε εμείς ημερομηνίες στους πίνακες και τους έχουμε βάλει σε μια σειρά”, συνέχισε ο Πετρόφ.
„Ο Σιράκ Σκίτνικ δεν ήταν απλώς ζωγράφος. Ήταν μια από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες της βουλγαρικής πνευματικής ζωής – γνωστός κριτικός, άνθρωπος του θεάτρου, ποιητής, αφηγητής παραμυθιών, εικονογράφος, δημόσιο πρόσωπο και μουσικός κριτικός.
Αφιέρωσε δέκα χρόνια της ζωής του στη ραδιοφωνία
βάζοντας τα θεμέλιά της στη Βουλγαρία. Μέσω του ραδιόφωνου βοήθησε τη βουλγαρική μουσική να μπει σε κάθε σπίτι”, συμπλήρωσε ο επιμελητής της έκθεσης. Για τον Σιράκ Σκίτνικ ως κριτικός και γνώστης της τέχνης μπορεί κανείς να λάβει μια ιδέα από τα πανό με αποσπάσματα από δημοσιεύματά του.
Ιδιαίτερη περιέργεια θα προκαλέσουν τα έργα του που έχουν να εκτεθούν εδώ και δεκαετίες, στην πλειοψηφία τους μέρος ιδιωτικών συλλογών. Ανάμεσά τους διακρίνονται οι πρώιμες προσπάθειές του – μελανογραφίες και υδατογραφίες από το 1898-1902, ενώ ο μέλλων ζωγράφος ήταν μαθητής στην Θεολογική Σχολή στην πόλη Σάμοκοφ. Απλή αλλά πολύτιμη είναι η «νεκρή φύση» του – βάζο με τριαντάφυλλα.
Είναι ο μοναδικός πίνακας τον οποίο η χήρα του, η Όλγκα Συμεώνοβα-Τοντορόβα φύλαξε στο σπίτι τους, αφού έκανε δωρεά όλη την υπόλοιπη κληρονομιά του σε διάφορους φορείς. Προφανώς έτρεφε ιδιαίτερα συναισθήματα για τον συγκεκριμένο πίνακα.
Στην έκθεση περιλαμβάνονται και έργα από την εκπαίδευση του ζωγράφου στην Αγία Πετρούπολη (1908-1912), έργα του από την περίοδο μεταξύ του Βαλκανικού πολέμου και του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς και τα πιο γνωστά έργα του από δύο ατομικές εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1933-1935.
Στην επιλογή έχουν περιληφθεί γραφικά με τα οποία ο Σιράκ Σκίτνικ εικονογράφησε τα βιβλία «Ποιήματα» του Έντγκαρ Άλαν Ποε, „Μαριονέτες” του Τσαβντάρ Μουτάφοφ, „Βουλγαρικές μπαλάντες” του Τεοντόρ Τραγιάνοφ και πολλά άλλα.
Η έκθεση αποτελεί μια συνέχεια του έργου της Πινακοθήκης Σόφιας προορισμένου για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Έχουν εξασφαλιστεί χάρτες αφής για τυφλούς. Θα προβάλλονται και δύο ντοκιμαντέρ - „Ο Σιράκ Σκίτνιк” και „Να ρωτήσουμε τον Σιράκ…” του Πέταρ Πετρόφ. Τον Ιανουάριο πρόκειται να κυκλοφορήσει ο πλούσια εικονογραφημένος κατάλογος της έκθεσης.
Στοιχεία για τον ζωγράφο
Το πραγματικό όνομα του Σιράκ Σκίτνικ (που ήταν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο), ήταν Παναγιότ Τόντοροφ Χρίστοφ.
Γεννήθηκε στην πόλη Σλίβεν το 1883. Ήταν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής στην πόλη Σάμοκοφ, εργάστηκε ως δάσκαλος, ανέβασε και έπαιζε ρόλους σε διάφορες παραστάσεις.
Την περίοδο 1907, 1908-1912 σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, στην Σχολή Καλών Τεχνών της Ζβάντσεβα, όπου καθηγητές του ήταν οι Λεόν Μπακστ, Κουσμά Πετρόφ-Βόντκιν και Μστισλάβ Ντομπουζίνσκι. Ήταν συμφοιτητής με τους Μαρκ Σαγκάλ και Βασίλι Καντίνσκι. Ήταν μέλος της ομάδας „Ο κόσμος της τέχνης”, η οποία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα διαμορφώθηκε ως κέντρο της ρωσικής πρωτοπορίας. Ο Σκίτνικ γνώρισε τις σύγχρονες τάσεις στην ευρωπαϊκή τέχνη, επηρεάστηκε από την Διακοσμητική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης, έστειλε λογοτεχνικά-καλλιτεχνικά γράμματα στο περιοδικό «Δημοκρατική ανασκόπηση».
Το 1912 επέστρεψε στη Βουλγαρία και συμμετείχε στον Βαλκανικό πόλεμο, και αργότερα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τραυματίστηκε.
Εργάστηκε ως δάσκαλος, υπήρξε δραματουργός και καλλιτεχνικός γραμματέας στο Εθνικό θέατρο, βιβλιοθηκάριος στο υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Το 1931 εξελέγη πρώτος πρόεδρος της νεοϊδρυθείσας Ένωσης των Ζωγραφικών Συλλόγων στη Βουλγαρία. Το 1935 διορίστηκε γενικός διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού «Σόφια», όπου εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του το 1943.
"Το φιλί του Ιούδα"