Το κείμενο που δημοσιεύεται αποτελεί μέρος του βιβλίου που εκδόθηκε από το Ινστιτούτο έρευνας του πρόσφατου παρελθόντος και τον εκδοτικό οίκο "Σιέλα”. Ο Μομτσίλ Μετόντιεφ είναι διδάκτωρ ιστορίας, συγγραφέας του βιβλίου "Мηχανή νομιμοποίησης. Ο ρόλος της Κρατικής Ασφάλειας στο κομμουνιστικό κράτος” (2008). Είναι συντάκτης του περιοδικού "Χριστιανισμός και πολιτισμός” και ερευνητής στο Ινστιτούτο έρευνας του πρόσφατου παρελθόντος.
Το 1943 δύο μητροπολίτες – της Σόφιας ο μητροπολίτης Στέφανος και του Πλόβντιβ ο μητροπολίτης Κύριλλος, είναι από τους πρωτεργάτες και ενεργούς συμμετέχοντες στην εκστρατεία διάσωσης των Βουλγάρων Εβραίων από απέλαση. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η Ορθόδοξη Εκκλησία ή διάφοροι αρχιερείς της διαθέτουν το απαραίτητο κοινωνικό κύρος για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν εκστρατεία υποστήριξης κάποιας κοινωνικής ιδέας. Και η αιτία δεν κρύβεται μονάχα στα προσωπικά προσόντα των αρχιερέων. Προφανώς αυτή την σχετικά μικρή από ιστορικής άποψης περίοδο, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία έζησε μία σημαντική μεταμόρφωση όσον αφορά τη θέση της και την επιρροή της στην κοινωνία. Η βασική αιτία βρίσκεται στην κρατική πολιτική την κομμουνιστική περίοδο που είχε ως σκοπό την αποδυνάμωση του κλήρου και την εξάλειψη της θρησκείας.Πολύ δύσκολα μπορεί να δοθεί μονοσήμαντη απάντηση στην ερώτηση ποια ήταν η συμπεριφορά της Εκκλησίας απέναντι στην πολιτική αυτή. Πιο εύκολο είναι να πει κανείς πως η Εκκλησία υποβαλλόταν σε συνεχή κατάπνιξη και διοικητική καταπίεση που με τον καιρό μεγάλωναν. Ο ορισμός "καταπιεσμένη εκκλησία" όμως δεν περιγράφει πολύ σωστά την κρατική πολιτική, επειδή προϋποθέτει μία άκαμπτη διαδικασία που δεν αντικατοπτρίζει πλήρως το καθιερωμένο στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μοντέλο των σχέσεων.Το κομμουνιστικό κράτος προσανατολίζεται προς μία προσεκτική και σε τελευταία ανάλυση επιτυχημένη πολιτική, βασισμένη σε έναν πολύ δύσκολα επιβεβλημένο συμβιβασμό, σκοπός του οποίου ήταν η αποφυγή της φανερής και ανοιχτής αντιπαράθεσης με τον ανώτατο κλήρο.Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το κράτος εξουδετέρωσε τις προσπάθειες εμφάνισης της αντιπολίτευσης ανάμεσα στον ανώτατο κλήρο και εκλέγει ευνοούμενό της τον μητροπολίτη του Πλόβντιβ Κύριλλο, ο οποίος αν και με δυσκολίες καταφέρνει να εξασφαλίσει πλειοψηφία στην Ιερά Σύνοδο. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στο προσωπικό κύρος του, αλλά και με την υποστήριξη του κράτους που κατάφερε να επιβάλει την υποψηφιότητα του επισκόπου Ποιμένα για την μητρόπολη του Νευροκοπίου το 1952. Ο συμβιβασμός αυτός δίνει τη δυνατότητα να διατηρηθεί «η πρόσοψη» της εκκλησιαστικής αυτονομίας και να κερδιστεί ο απαραίτητος χρόνος για την φυσιολογική αντικατάσταση στη σύνθεση της Ιεράς Συνόδου.
Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκε και ο κίνδυνος εμφάνισης «υπόγειου» κλήρου ή αντικαθεστωτικών ανάμεσα στους ίδιους τους ανώτατους ιερείς. Η απροθυμία του κράτους για ανοιχτή αντιπαράθεση με την ηγεσία της Εκκλησίας αποτελεί απόδειξη για την επιρροή του κλήρου στη Βουλγαρία, ιδιαίτερα την κρίσιμη περίοδο της δεκαετίας του ’50.
Ο συμβιβασμός αυτός αποτελεί και η μόνη πραγματική δυνατότητα για την Εκκλησία λαμβάνοντας υπόψη τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον του κατώτατου κλήρου την περίοδο 1949–1952 και η τοποθέτηση των διεθνών της επαφών υπό τον έλεγχο του κράτους. Πράγματι, σε αυτή τη διαδικασία το κράτος έπαιρνε βοήθεια από διάφορους αρχιερείς που προτίμησαν τον συμβατισμό στο όνομα της αναβάθμισης του προσωπικού τους κύρους. Επίσης όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πλειοψηφία των ιερέων της Συνόδου (ακόμη και μέχρι το τέλος της κομμουνιστικής περιόδου) δεν αποδέχθηκε το καθεστώς, και προχώρησε στον παραπάνω συμβιβασμό στο όνομα της διατήρησης ορισμένης αυτονομίας από το κράτος, που έδωσε τη δυνατότητα στην Εκκλησία να έχει κάποια, αν και πολύ περιορισμένη, πνευματική ζωή, ενώ στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 να γίνει λόγος ακόμη και για την φανερή αναζωογόνησή της. Ο περιορισμένος χώρος μεταξύ της καταστολής και του συμβατισμού αποτελεί την μοναδική δυνατότητα διατήρησης, έστω και μερικής, της υπάρχουσας μέχρι τη στιγμή εκείνη εκκλησιαστικής παράδοσης.
Το σχίσμα στερήθηκε αυθεντικό αντικομμουνιστκό φορτίο
Πολύ πιο εύκολη και κατηγορηματική είναι η απάντηση στο ερώτημα για το σχίσμα της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η συμμετοχή στη λεγόμενη Εναλλακτική Σύνοδο των μητροπολιτών που βρίσκονταν πιο κοντά στην εξουσία (συμπεριλαμβανομένου και ως συνεργάτες της Κρατικής Ασφάλειας) στέρησε εντελώς από το σχίσμα αυθεντικό αντικομμουνιστικό φορτίο.
Στην αρχική του μορφή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το σχίσμα τυποποίησε την υπάρχουσα βαθύτατη διάσπαση του ανώτατου κλήρου που είναι γεγονός από τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του ’70. Από αυτή την άποψη έκπληξη αποτελεί όχι τόσο το ίδιο το σχίσμα της δεκαετίας του ’90, όσο η ανομοιογενής φύση των ομάδων που συμμετείχαν σ’ αυτό, που μπορεί να εξηγηθεί με τις διαπροσωπικές αντιπαραθέσεις που είχαν συσσωρευτεί με την πάροδο του χρόνου.
Ως τα πιο ενεργά μέλη της λεγόμενης Εναλλακτικής Συνόδου εμφανίστηκαν ακριβώς εκείνοι οι μητροπολίτες οι οποίοι σε διάφορες περιόδους βρίσκονταν πιο κοντά στο κομμουνιστικό κράτος (οι μητροπολίτες του Νευροκοπίου Ποιμένας, της Στάρα Ζαγκόρα Παγκράτιος και της Βράτσα Καλλίνικος), υποστηριζόμενοι στην αρχή από άλλους ανώτατους ιερείς, ο σκοπός των οποίων πιθανόν ήταν να υπερασπιστεί το Καταστατικό της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η άλλη ομάδα, της λεγόμενης Κανονικής Συνόδου, επίσης δύσκολα μπορεί να ονομαστεί ομοιογενής, εφόσον σε αυτήν μπαίνουν διαφορετικοί από άποψης βιογραφίας και στάσης απέναντι στο κράτος μητροπολίτες, μεταξύ των οποίων επίσης υπάρχουν συνεργάτες της Κρατικής Ασφάλειας. Στην ομάδα αυτή όμως συμπεριλήφθηκε και ο μητροπολίτης του Πλόβντιβ Αρσένιος – ένας από τους λίγους ζωντανούς εκείνη την περίοδο ανώτατους ιερείς που μπορούσαν να προβάλλουν ηθικές αξιώσεις ως θύματα του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Η εξήγηση για την εξέλιξη του σχίσματος (θα μπορούσε να πει κανείς για την υποβάθμισή του) τα τελευταία χρόνια, έγκειται πολύ περισσότερο στην αξίωση ανεξέλεγκτης εξουσίας, την οποία επιδιώκουν μερικοί από τους ενεργούντες μητροπολίτες. Τα απομεινάρια του σχίσματος σήμερα αποτελούν μία ιδιόμορφη Ιερατική Ένωση, που δεν έχει άλλη εκκλησιαστική ιεραρχία και το μόνο αυθεντικό αίτημά της είναι ακριβώς ο σκοπός να περιοριστεί ένας ή άλλος επαρχιακός αρχιερέας.
Εκκλησιαστικοί και κοινωνικοί ηγέτες βυθίζονται στη λήθη
Το αποτέλεσμα είναι πως το σχίσμα διέκοψε αντί να βοηθήσει τη διαδικασία της εκκλησιαστικής ανανέωσης. Σε κοινωνική συζήτηση πράγματι υποβλήθηκε το ζήτημα της καταστολής ενάντια στους ιερείς των ενοριών τη δεκαετία του ’40 και του ’50, αλλά αποσιωπάται σκόπιμα το ερώτημα για τις μεγάλες προσωπικότητες ανάμεσα στον ανώτατο κλήρο που προσπάθησαν να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου.
Η αιτία είναι πως ένα μεγάλο μέρος των διαδόχων τους στις μητροπολιτικές έδρες, εξελέγησαν με χειραγωγημένες και κάποτε εντελώς σκανδαλώδεις εκλογές, και δεν τους συμφέρει να υπερασπίσουν την μνήμη των προκατόχων τους. Για το λόγο αυτό μέχρι στιγμής βυθίζονται στη λήθη εκκλησιαστικοί και κοινωνικοί ηγέτες όπως ο μητροπολίτης της Βράτσα Παΐσιος (προκάτοχος του μητροπολίτη Καλλίνικου) ή ο μητροπολίτης της Βάρνα Ιωσήφ (προκάτοχος του μητροπολίτη Κυρίλλου).
Η μόνη εξαίρεση αυτού του κανόνα της λήθης είναι η προσπάθεια να υπερασπιστεί η μνήμη του μητροπολίτη της Νέας Υόρκης Ανδρέα. Ακριβώς το ασύγκριτο μεταξύ της γενιάς των εκκλησιαστικών αρχιερέων από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 - αρχές της δεκαετίας του ’50 και του μεγάλου μέρους των σημερινών μητροπολιτών, μπορεί να εξηγήσει την αδράνεια της συνοδικής επιτροπής αναζήτησης των καταπιεσμένων από το κομμουνιστικό κράτος ιερέων. Ο επικεφαλής της επιτροπής, ο μητροπολίτης της Στάρα Ζαγκόρα Γαλακτιόν επίσης ανακηρύχθηκε συνεργάτης της Κρατικής Ασφάλειας.
Η κομμουνιστική κληρονομιά στην Εκκλησία
Η κομμουνιστική κληρονομιά στην Εκκλησία μπορεί και μέχρι στιγμής να παρακολουθηθεί σε μερικές βασικές κατευθύνσεις. Το πιο φανερό αποτέλεσμα είναι ο διχασμένος ανώτατος κλήρος, ο κατεβασμένος από άποψης και κοινωνικής θέσης και εκπαίδευσης κλήρος των ενοριών, ο ολιγάριθμος μοναχισμός (παρ’ ολο που ο τελευταίος δεν μπορεί να αποδοθεί εξολοκλήρου στις ενέργειες του κομμουνιστικού καθεστώτος). Σε αυτή την κληρονομιά πρέπει να συμπεριληφθεί μία αποπροσωποιημένη στα μάτια του κόσμου Εκκλησία, η δογματική και η πρακτική της οποίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες και ακατανόητες. Η βαρύτερη κληρονομιά όμως συνίσταται στην κατεστραμμένη δομή των ενοριών πάνω στην οποία βασίζεται ολόκληρη η πυραμίδα της Εκκλησίας και η οποία εξασφαλίζει νομιμότητα και έλεγχο επί του ανώτατου κλήρου. Το γεγονός αυτό βρήκε ορισμένη θέση στην δημόσια συζήτηση μόνο εφόσον είχε σχέση με την εκλογή του Πατριάρχη Μαξίμ το 1971, παρ’ όλο που με την ίδια δικαιολγία μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα όλων των ενεργούντων κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρχιερέων.
*Το βιβλίο του Μομτσίλ Μετόντιεφ "Μεταξύ της πίστης και του συμβιβσμού" παρουσιάστηκε την 9-η Μαρτίου 2010 (Τρίτη) στις 6.30 μ. μ. στο Κόκκινο σπίτι, οδ. "Λιούμπεν Καραβέλοφ" 15.
Πηγή: mediapool.bg