Φωτογραφίες: Πολίνα Σπαρτιάνοβα
Πολίνα Σπαρτιάνοβα
Ένα από τα λιγότερο δημοφιλή μουσεία στη Σόφια είναι το Εθνικό Ιστορικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρόλο που περιλαμβάνεται στα 100 Εθνικά ιστορικά μνημεία της Βουλγαρικής Τουριστικής Ένωσης, το μουσείο έχει πολύ λιγότερους επισκέπτες από την κρύπτη για παράδειγμα του Καθεδρικού Ναού Αλεξάνδαρ Νέβσκι.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από την οθωμανική κυριαρχία η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας άρχισε να συλλέγει πολύτιμες εικόνες και θρησκευτικά αντικείμενα από διάφορα μέρη του Τρίτου Βουλγαρικού Κράτους, τα οποία δε μπορούσαν να φυλάσσονται με το σωστό τρόπο ή χρειάζονταν αποκατάσταση. Μετά από πολλά χρόνια συλλογής και αποκατάστασης εκθεμάτων το 1923 το μουσείο άνοιξε τις πύλες του στο κτήριο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Σόφιας, όπου στεγάζεται και σήμερα. Επί του παρόντος, στο αρχείο του μουσείου υπάρχουν πάνω από δέκα χιλιάδες χειρόγραφα και παλαιότυπα βιβλία, παλιές και πολύτιμες εικόνες, βέργες, σταυροί, γλυπτά και πολλά άλλα θρησκευτικά αντικείμενα. Στο εικονογραφικό τμήμα του μουσείου είναι τοποθετημένες εικόνες από το Μεσαίωνα, το Δεύτερο Βουλγαρικό Κράτος, την περίοδο της Τουρκοκρατίας και την Αναγέννηση.
Ο Γκεόργκι Μίκοφ, ένας από τους επιμελητές του μουσείου, κατήγγειλε ότι το Εθνικό Ιστορικό και Αρχαιολογικό Μουσείο διαθέτει μόνο 470 τ.μ. εκθεσιακού χώρου και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εκτίθενται τα πιο πολύτιμα κομμάτια της συλλογής του. Ο Μίκοφ ελπίζει ότι ο νέος Πατριάρχης της Βουλγαρίας Νεόφυτος θα βοηθήσει το έργο για την επέκταση του μουσείου στο κτήριο της Θεολογικής Σχολής.
Σε γενικές γραμμές η εκκλησιαστική ιστορική και αρχαιολογική κληρονομιά στη Βουλγαρία είναι διάσπαρτη σε όλη την επικράτεια, αλλά στο Εθνικό Ιστορικό και Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιεράς Συνόδου φυλάσσονται τα πιο πολύτιμα και σε κίνδυνο κλοπής και αμέλειας εκθέματα. Το μουσείο διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή εικόνων στη Βουλγαρία, η οποία περιλαμβάνει και την παλαιότερη βουλγαρική εικόνα του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου σε άλογα, η οποία χρονολογείται από το 10ο - 11ο αιώνα και βρέθηκε σε μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Βουλγαρίας – Σοζόπολ. Πολλές από τις εικόνες στο μουσείο είναι σπάνια δείγματα της παλιάς βουλγαρικής τέχνης. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και μερικές διμερείς εικόνες, ζωγραφισμένες από τις δύο πλευρές και πιστεύεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί τον 13ο αιώνα κατά τις λειτουργίες. Από τη μια πλευρά απεικονίζεται η Παναγία με το βρέφος, και από την άλλη - η σταύρωση του Ιησού Χριστού.
Στο Εθνικό Ιστορικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιεράς Συνόδου ο επισκέπτης μπορεί να δει αντίγραφα τοιχογραφιών από βουλγαρικούς ναούς και μοναστήρια που έθεσαν την αρχή της Αναγέννησης στη Βουλγαρία μετά το 1261. Τα αντίγραφα εκτίθενται στο μουσείο, ώστε να έχουν οι επισκέπτες την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά την τέχνη στα πιο σημαντικά μοναστήρια της Βουλγαρίας, επειδή δεν μπορούν όλοι να τα επισκεφτούν. Το Εθνικό Ιστορικό Αρχαιολογικό Μουσείο διαθέτει μια σειρά από αντίγραφα πορτρέτων των Βουλγάρων δωρητών των μοναστηριών του Αγίου Όρους, ζωγραφισμένα κυρίως από τον Νικολάι Ροστόβτσεφ. Στην έκθεση του μουσείου περιλαμβάνονται και μακέτες διάσημων αρχαίων εκκλησιών στη Σόφια, το Νεσέμπαρ, το Ζέμεν και πολλά άλλα μέρη, έργο του γλύπτη Βουτσίνσκι.
Δεν μπορεί να συγκριθεί το Εθνικό Ιστορικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιεράς Συνόδου και η όχι τόσο μικρή έκθεση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής πολιτιστικής κληρονομιάς στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Η πλούσια συλλογή στο ιστορικό μουσείο συλλεγόταν και κατασχόταν στα χρόνια από τις κρατικές αρχές στα σύνορα της χώρας. Όταν οι τελωνειακοί υπάλληλοι έκαναν κατάσχεση παράνομα αποκτηθέντων εκκλησιαστικών αντικειμένων, το κράτος έστελνε αυτόματα τα νέα εκθέματα στο ιστορικό μουσείο χωρίς να συμβουλευτεί τον πραγματικό ιδιοκτήτη των αντικειμένων – τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα κλεμμένα αντικείμενα της εκκλησίας που επρόκειτο να πωληθούν στο εξωτερικό, αποτελούν ιδιοκτησία των εκκλησιών σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας, οι οποίες δεν μαθαίνουν τη μοίρα της περιουσίας τους. Αυτό το πρόβλημα είναι ένα από τα πολλά που μαρτυρούν την εμβάθυνση των ζωνών συγκρούσεων μεταξύ του Πατριαρχείου και του βουλγαρικού κράτους και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις τους στην πολιτιστική κληρονομιά της Βουλγαρίας και του λαού της.