Τα «κακά» και αναδιαρθρωμένα δάνεια ανέρχονται σε 8.73 δισ. λέβα στα τέλη Αυγούστου. Το μερίδιό τους στο πιστωτικό χαρτοφυλάκιο για τις εταιρείες και τα νοικοκυριά έφτασε το 21.45%. Αυτά δείχνουν τα στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας Βουλγαρίας.
«Κακά» και αναδιαρθρωμένα είναι τα δάνεια η εξυπηρέτηση των οποίων έχει καθυστερήσει πάνω από 90 και 180 ημέρες, καθώς και δάνεια που έχουν επαναδιαπραγματευτεί αλλά εξοφλούνται τακτικά.
Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, ενδεικτικά για την κατάσταση και την ποιότητα του πιστωτικού χαρτοφυλακίου του συστήματος είναι τα ελεγκτικά στοιχεία για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (με καθυστερήσεις πάνω από 90 ημερών) τα οποία η κεντρική τράπεζα δημοσιεύει κάθε τρίμηνο. Τα στοιχεία για το τρίτο τρίμηνο θα δημοσιευθούν στα τέλη Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας, το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα τέλη Ιουνίου είναι 13.53%. Μέσα σε έναν μήνα αυξήθηκαν κατά 132.3 εκατ. λέβα, ενώ η αύξηση προέρχεται κυρίως από καθυστερήσεις στην εξόφληση των εταιρικών δανείων. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο η μηνιαία αύξηση ήταν κατά περίπου 340 εκατ. λέβα.
Τα προβληματικά δάνεια στον κλάδο των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 98.5 εκατ. λέβα. Τα «κακά» και αναδιαρθρωμένα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 19.7 εκατ. λέβα, που είναι λιγότερο από τους προηγούμενους μήνες (30-40 εκατ. λέβα μηνιαίως). Και στα καταναλωτικά δάνεια παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο – τον Αύγουστο έχουν αυξηθεί κατά 15.9 εκατ. λέβα, αύξηση που είναι μικρότερη σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες.
Ταυτόχρονα όμως το πιστωτικό χαρτοφυλάκιο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυξάνεται κατά 110 εκατ. λέβα τον Αύγουστο φτάνοντας τα 51.4 δισ. λέβα. Η διαφορά στον ετήσιο ρυθμό αύξησης των δύο χαρτοφυλακίων είναι σημαντική. Τα «κακά» και αναδιαρθρωμένα δάνεια μέσα σε έναν χρόνο έχουν αυξηθέι κατά 36.4%, ή 2.3 δισ. λέβα, ενώ το πιστωτικό χαρτοφυλάκιο έχει αυξηθεί κατά 3.6%, ή 1.8 δισ. λέβα. Σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες όμως τον Αύγουστο η αύξηση στις καθυστερήσεις και τις αναδιαρθρώσεις είναι μικρότερη (ήταν περίπου 40%), ενώ αυτή του πιστωτικού χαρτοφυλακίου – υψηλότερη (ήταν περίπου 2.5%).