Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Ο Ιορντάν Ραντίτσκοφ (1929-2004) εργάστηκε αρχικά ως ανταποκριτής και συντάκτης, σε καθημερινή εφημερίδα, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τη λογοτεχνική εφημερίδα Λογοτεχνικό Μέτωπο. Έχει συγγράψει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και σενάρια. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά, ουκρανικά, τσέχικα, σλοβακικά, ουγγρικά, πολωνικά, φιλανδικά, σουηδικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά, και ιταλικά. Στα ελληνικά οι νουβέλες του με τίτλο Το εύηχον σκεύος κυκλοφορούν από τις εκδ. Κέδρος, μτφρ. Πάνος Σταθόγιαννης.
ΤΟ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΟ
Προς την Αυτού Μεγαλειότητα, τον Αναγνώστη
ΠΡΟΤΟΥ ΠΕΡΑΣΩ ΣΤΟ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΟ, θέλω να δώσω κάποιες εξηγήσεις στην Αυτού Μεγαλειότητα, τον Αναγνώστη.
Είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη η ερώτηση για ποιο λόγο να πρέπει να γραφτεί κάτι για το Ρεπούμπλικο και όχι για τον άνθρωπο!
Κι εγώ, στην αρχή, όλο τον άνθρωπο σκεφτόμουν, αλλά όσο περισσότερο τον σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο εκείνος γερνούσε κι έχανε το χρώμα του. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι μια μέρα έπεσε κάτω και πέθανε. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πεθάνει και για να προφυλαχτεί απ’ αυτόν το δυσάρεστο αναχρονισμό, ή για να τον απομακρύνει όσο πιο πολύ μπορούσε από κοντά του, κοιμόταν με μεγάλη επιμέλεια κι έτρωγε με μεγάλη επιμέλεια· με την ίδια επιμέλεια συμμετείχε σε συνεδριάσεις, φταρνιζόταν, ταξίδευε και, μερικές φορές, εκφραζόταν με γλώσσα ιδιαιτέρως ανθηρή, λέγοντας ότι φέρουμε το βάρος της ευθύνης μας κι ότι πρέπει αυτή την ευθύνη να τη συνειδητοποιήσουμε όσο πιο πολύ γίνεται. Όμως παρά την ανθηρή του γλώσσα, παρά το γεγονός ότι έτρωγε, κοιμόταν, ξυριζόταν και πολλαπλασιαζόταν ως είδος, έχω την εντύπωση ότι μια ημέρα έπεσε κάτω και πέθανε.
Το Ρεπούμπλικο όμως έμεινε!
Ούτε ξυριζόταν ούτε έτρωγε ούτε φταρνιζόταν _ θα μπορούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι ήταν απολύτως αγράμματο· να όμως που έμεινε. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος με παρόμοιες αδικίες. Πώς είναι δυνατόν τα πάντα γύρω μας, που ούτε υποφέρουν ούτε τρώνε ούτε βγάζουν λόγους ούτε φέρουν καμία ευθύνη, να μένουν κι εμείς να φεύγουμε; Τότε για ποιο λόγο βγήκαμε σεργιάνι σ’ αυτή την ανισόπεδη επιφάνεια της ζωής; Για να αφήσουμε πίσω μας έναν τάφο, ένα χορταριασμένο ομοίωμα ρεπούμπλικου, και καθώς θα ακούγεται η φράση «Aποκαλυφτείτε», εμείς να φεύγουμε για πάντα από τη ζωή! Άραγε το έχουμε ποτέ σκεφτεί ότι στο τέλος της ζωής μας στρεφόμαστε και πάλι προς τα καπέλα κι ότι τα καπέλα είναι αυτά που μας αποδίδουν τις τελευταίες τιμές;
Αλλά ας συνεχίσουμε τη διήγησή μας!
Το προαναφερθέν Ρεπούμπλικο έφτασε στη Βουλγαρία εξαιτίας κάποιου Βούλγαρου. Ο Βούλγαρος αυτός, κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεώς του στην Ιταλία τον καιρό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αγόρασε το Ρεπούμπλικο _ γιατί μόνο ένας ηλίθιος θα πήγαινε στην Ιταλία και θα έφευγε χωρίς να αγοράσει Ρεπούμπλικο. Εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία τα πράγματα ήταν μια χαρούλα _ ο Μουσολίνι δεν είχε αρχίσει ακόμα να σπέρνει σιτάρι στα δημόσια πάρκα κι ύστερα να το αλωνίζει στις πλατείες της Ρώμης. Το Ρεπούμπλικο για το οποίο γίνεται λόγος ήταν μάρκας «Μπορσαλίνο», που θεωρούνταν η κορυφή _ το Έβερεστ _ των ρεπούμπλικων. (Οι Ευρωπαίοι ονόμαζαν Έβερεστ την Τσομολούνγκμα, την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, η οποία δεν είχε ακόμα πατηθεί από τους Τένσινγκ και Χίλαρι κι είχε καταπιεί αμέτρητες εξερευνητικές αποστολές στους παγετώνες της.) Οι Ιταλοί είχαν εφεύρει μια δική τους πατέντα κατασκευής ρεπούμπλικων και τα καπέλα τους αυτά ήταν τα ελαφρότερα στον κόσμο.
Τα αναπτυγμένα και πολιτισμένα κράτη είχαν προσπαθήσει να αντισταθούν στην επέλαση του ρεπούμπλικου. Το ημίψηλο, για παράδειγμα, έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατήσει τη θέση του, όμως παρά την αντίστασή του περιορίστηκε στη σφαίρα της διπλωματίας. Όταν πυροβόλησαν το βασιλιά της Σερβίας πάνω στην άμαξά του, πρώτο το ρεπούμπλικο σκέπασε το φόβο στο πρόσωπο του μονάρχη· γιατί το πρόσωπο ενός βασιλιά πρέπει να είναι ή χαμογελαστό ή ανδροπρεπές ή ευγενικό. Ποτέ φοβισμένο. Σιγά σιγά το ρεπούμπλικο κυριάρχησε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έριξε στο Δούναβη τους καστόρινους σκούφους της Ουγγαρίας και της Βλαχίας, εξόρισε κάπου βόρεια τους κορδωμένους τιρολέζικους πίλους και εκπόρθησε ακόμα και τη βρετανική νήσο, κλέβοντας τις καρδιές των Εγγλέζων _ προς μεγάλη τους έκπληξη. Οι κάτοικοι της Βρετανίας συνέχισαν να καπνίζουν τις πίπες τους μπροστά στο τζάκι και να διαβάζουν Ντίκενς και αποδέχτηκαν το ρεπούμπλικο με ένα χαμόγελο παρόμοιο με εκείνο της Τζοκόντας. Σύντομα άρχισαν να το βγάζουν βόλτα με τις περίφημες Ρολς Pόις τους και παρηγορήθηκαν κάπως από τη διαπίστωση ότι με το ίδιο χαμόγελο είχαν αποδεχτεί και τον κοινοβουλευτισμό.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν, όταν η μισή γη βρισκόταν υπό τη σκιά του ρεπούμπλικου και η άλλη μισή υπό τη σκιά του σιδερένιου στρατιωτικού κράνους, ο Βούλγαρός μας, λίγο προτού πάρει το δρόμο της επιστροφής προς την πατρίδα του, αγόρασε το περί ου ο λόγος Ρεπούμπλικο από την Ιταλία.
Καλπάζοντας τρελά
ΕΝΑ ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΑΘΙΔΡΟ ΤΡEΝΟ μετέφερε αγκομαχώντας το Ρεπούμπλικο σε μια χώρα άγνωστη, ανάμεσα σε άγνωστα καπέλα, και η χλομή σερβική γη κρυφοκοίταζε από το παράθυρο, χωρίς να του δίνει καμία σημασία. Εδώ κι εκεί στους σταθμούς φόρτωναν ή ξεφόρτωναν άλογα και στρατιώτες για το μέτωπο. Στα φορτηγά βαγόνια στριμώχνονταν μέχρι πάνω μουσούδες αλόγων και κράνη. Το Ρεπούμπλικο τα κοίταζε με περιέργεια, γιατί δε φοβόταν καθόλου τον πόλεμο _ τα ρεπούμπλικα δεν πηγαίνουν στο μέτωπο, υπάρχουν κράνη, δίκοχα και πηλήκια γι’ αυτή τη δουλειά.
Οι εικόνες εναλλάσσονταν με περιστροφικές κινήσεις· οι κοντινότερες χάνονταν γρήγορα, οι πιο μακρινές πιο αργά, όλες τους όμως περνούσαν μπροστά από το Ρεπούμπλικο κάνοντας την επίδειξή τους με βήματα σε ρυθμό βαλς. Κάτι στρατιωτικά κράνη που φορούσαν διχτάκια χόρεψαν το βαλς τους για χατίρι του Ρεπούμπλικου σε ένα δρόμο όλο σκόνη. Τρία παιδιά είχαν σκαρφαλώσει στην κορυφή ενός λοφίσκου, για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα το τρένο που μετέφερε το Ρεπούμπλικο. Το βαλς τα στριφογύρισε και τα τράβηξε προς τα πίσω, για να φανεί πιο καθαρά μια ψηλή βουνοκορφή που φορούσε άσπρο σκουφί από χιόνι. Η κορυφή χόρευε το δικό της αργό και μεγαλοπρεπές βαλς. Έριξε μόνο μια ματιά στο Ρεπούμπλικο, αλλά κι αυτή ήταν αρκετή για να του μεταδώσει τα ψυχρά, εχθρικά της αισθήματα. Ύστερα εμφανίστηκαν και πάλι άσχημες κοιλάδες και πλαγιές, σκεπασμένες με μια βλάστηση στο χρώμα της σκουριάς.
Το τρένο κινούνταν με μεγάλη δυσκολία. Αίφνης στο παράθυρο εμφανίστηκε κάποιος άγνωστος _ τόσο απότομα που έκανε το Ρεπούμπλικο να τραβηχτεί προς τα πίσω, γιατί φοβήθηκε ότι εκείνος ο άγνωστος ήταν έτοιμος να σαλτάρει μέσα στο βαγόνι. Eκείνος δε σάλταρε, αλλά έκανε μια στροφή προς τα αριστερά κι έμεινε ακίνητος δίπλα στις ράγιες του τρένου. Το Ρεπούμπλικο κόλλησε στο τζάμι παρατηρώντας τον άγνωστο που όλο και μίκραινε, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως.
Ο άγνωστος ήταν κι αυτός ρεπούμπλικο. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ήταν κάποτε ρεπούμπλικο _ και πολύ πιθανόν να ήταν ένα πολύ κομψό και χαρίεν ρεπούμπλικο. Τώρα όμως στεκόταν στην κορυφή ενός παλουκιού κι από κάτω του ανέμιζαν κάτι κουρέλια. Αλλά και το ίδιο το ρεπούμπλικο έμοιαζε περισσότερο με ομοίωμα ρεπούμπλικου. Καθώς το Ρεπούμπλικο ήταν απασχολημένο με τον άγνωστο, είδε από το παράθυρο να έρχεται προς το μέρος του ένα άλλο καπέλο _ στεκόταν κι αυτό στην κορυφή ενός μπηγμένου παλουκιού στο χώμα κι από κάτω του ανέμιζαν κάτι ξεθωριασμένα κουρέλια. Αυτό το καπέλο ήταν ψάθινο, με σκισμένη περιφέρεια και γεμάτο τρύπες _ σίγουρα κάποιος ανάπηρος που στεκόταν θλιμμένος πάνω στο ξύλο, λες και στηριζόταν σε πατερίτσα. Ο ανάπηρος στριφογύρισε άγαρμπα πάνω στην πατερίτσα του κι απομακρύνθηκε, για να δώσει τη θέση του σε ένα κασκέτο χωρίς γείσο.
Το κασκέτο είχε καβαλικέψει ένα ξεδοντιασμένο κρανίο αλόγου και κάλπαζε μαζί με την αλογοκεφαλή δίπλα στο τρένο, ενώ ένα ξηλωμένο κομμάτι του ανέμιζε από τη μεγάλη ταχύτητα. Ύστερα μέσα στους αμπελώνες εμφανίστηκε μια μεγάλη παρέα από καπέλα που είχαν σκαρφαλώσει στις κορυφές κάτι ψηλών πασσάλων. Οι πάσσαλοι φορούσαν μακριές πουκαμίσες και τα καπέλα είχαν σκύψει το ένα προς το μέρος του άλλου _ ίσως να συζητούσαν κάτι συναμεταξύ τους, ίσως πάλι και να διαλογίζονταν ομαδικά. Μια σκούφια βοσκού πέρασε δίπλα από το παράθυρο, ενώ το παλούκι που καβαλίκευε στεκόταν με τα χέρια ανοιχτά, φορώντας ένα κοντογούνι ρόδινου χρώματος. Πιθανόν η σκούφια του βοσκού να πήγαινε να συναντήσει τα άλλα καπέλα, που κάθονταν στωικά πάνω στις μακριές πουκαμίσες και διακρίνονταν καθαρά μέσα στη σκουριά της βλάστησης που σκέπαζε τις πλαγιές.
Πιο πέρα ένα καπέλο καθόταν κορδωμένο πάνω σ’ ένα τσουβάλι γεμάτο σανό. Ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί το είδος του, γιατί δεν ήταν ακριβώς καπέλο αλλά μονάχα μια κουρελιασμένη φόδρα. Η φόδρα χαμογέλασε με νόημα στο Ρεπούμπλικο και συνέχισε τη δουλειά της πάνω στο τσουβάλι. Κάποιο άλλο καπέλο είχε ιππεύσει ένα γυμνό καλάμι, ένα συνηθισμένο καλάμι, και κάλπαζε μαζί του δίπλα στο τρένο.
Γιατί άραγε όλα τούτα τα καπέλα να βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ, πάνω στη θλιβερή σκουριά των πλαγιών; Κι εκείνο εκεί, στην κορυφή του κλαδεμένου δέντρου, τόσο ψηλά που μπορεί να πάθει ίλιγγο, τι στην ευχή γυρεύει κι έχει σκαρφαλώσει εκεί; Mήπως είναι αστρολόγος; Κι αυτό εδώ, ακριβώς κάτω από το παράθυρο, τι απαίσια ξασπρισμένο σαγόνι πεθαμένου ζώου έχει καβαλικέψει; Αχ, ναι! Είναι σαγόνι ψόφιου σκύλου! Βαλς πάνω σ’ ένα σκυλοσάγονο και σε μια γυναικεία φούστα!
Μια μυρουδιά σκυλιού και γυναικείας φούστας πλημμύρισε τον αέρα.
Τα καπέλα συνέχισαν να τρέχουν δίπλα στο τρένο· έσκυβαν και κρυφοκοιτούσαν από το παράθυρο, έκαναν μια στροφή γύρω από τον εαυτό τους κι έμεναν ακίνητα και σκεφτικά πάνω στα κουρέλια τους ή πάνω από την περιστροφική κίνηση της γης.
Η σκουριά άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται πάνω στις πλαγιές και να ξεθωριάζει.
Ήταν αμπελώνες. Το Ρεπούμπλικο για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε αμπέλια. Για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε και σκιάχτρα. Αν είναι ποτέ δυνατόν να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σ’ αυτό τον αγριότοπο, σ’ αυτή την άγνωστη χώρα, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα στη Ρώμη, να κάνει περιπάτους στους δρόμους της σφυρίζοντας και να ψιθυρίζει στα κορίτσια: «Μαρτσέλα, άντε να κάνουμε λιγάκι έρωτα, κορίτσι μου!» Στη Ρώμη οι Μαρτσέλες ήταν περισσότερες από τα ρεπούμπλικα.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν κάτω από το Ρεπούμπλικό μας λαγοκοιμόταν ή ρωτούσε κάτι τη μύτη του. Η μύτη, αφού πρώτα σκεφτόταν την ερώτηση, του απαντούσε αόριστα: «Χμ, χμ!» Όμως το Ρεπούμπλικο δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την κουβεντούλα του ανθρώπου με τη μύτη του, ούτε για τις σκέψεις που του περνούσαν από το μυαλό, σαν τον ιππέα που δε νοιάζεται καθόλου για τις σκέψεις του αλόγου που ιππεύει. Μ’ αυτό τον τρόπο ίππευε και το συγκεκριμένο κεφάλι το Ρεπούμπλικό μας κι αισθανόταν υπέροχα που τούτο το κεφάλι ήταν στα μέτρα του _ δεν το στένευε πουθενά ούτε του έπεφτε μεγάλο. Ήταν ευχαριστημένο από την επιλογή που είχε κάνει και συμπεριφερόταν με μεγάλη συγκατάβαση στον ελαφρόμυαλο άνθρωπο, που νομίζε ότι εκείνος ήταν που επέλεξε το καπέλο κι ούτε του περνούσε από το μυαλό ότι το καπέλο διαλέγει τον άνθρωπο. Το Ρεπούμπλικο είχε δοκιμάσει δεκάδες κεφάλια χωρίς βιασύνη και νευρικότητα, γιατί γνώριζε ότι το κεφάλι δε διαλέγεται εύκολα... Ένα καθυστερημένο καπέλο προσπάθησε να προλάβει το τρένο, αλλά δεν τα κατάφερε κι έτσι έμεινε στην άκρη του αμπελιού, κοιτάζοντας με θλίψη την ατμομηχανή που απομακρυνόταν. Ίσως και να μην ήταν θλιμμένο, ίσως κάτι να σκεφτόταν. Ήταν πηλήκιο σιδηροδρομικού υπαλλήλου. Συνέχισε το δρόμο του δίπλα στις ράγιες, κουρνιασμένο πάνω στο κεφάλι ενός κουρασμένου επιστάτη σιδηροδρομικών γραμμών.
Τα καπέλα των αμπελώνων δε στεναχωριόνταν καθόλου· απλώς ζούσαν τη ζωή τους. Όταν ήταν καινούργια, και τα πουκάμισά τους ήταν καινούργια. Τώρα τα πουκάμισα είχαν γίνει κουρέλια, αλλά και τι μ’ αυτό! Τα καπέλα τα είχαν συνηθίσει, όπως εμείς συνηθίζουμε τα παλιά μας παπούτσια ή τις παλιές μας ιδέες. Εκτός αυτού τους έδεναν και τόσες κοινές αναμνήσεις! Καλές ή κακές, δεν έχει καμία σημασία. Δύο φορές την ημέρα ένα τρένο διέσχιζε τους αμπελώνες και τα γέμιζε καπνιές, κι αυτό ήταν υπεραρκετό για να τους φτιάξει τη διάθεση. Ήταν σαν να ταξίδευαν τα ίδια, αφού, σε τελική ανάλυση, τι άλλο είναι το ταξίδι αν όχι λίγη καπνιά στην αναχώρηση κι άλλη τόση στην επιστροφή; «Εμείς τώρα γεράσαμε», σκέφτονταν τα καπέλα, «ας ταξιδέψουν τα νέα καπέλα _ τόπο στους νέους!» Είδαν το Ρεπούμπλικο, του συστήθηκαν κι ύστερα το αποχαιρέτησαν από τις πλαγιές τους, γνέφοντάς του ώρα πολλή _ ή, όπως εκφράζονται οι μορφωμένοι, γνέφοντάς του μέχρι που το τρένο χάθηκε στα βάθη του ορίζοντα.
Στην πραγματικότητα το τρένο δε χάθηκε στα βάθη του ορίζοντα, αλλά με ζόρι μεγάλο και μ’ ένα λαχάνιασμα που λίγο ακόμα και θα έκανε τα πνευμόνια του να σκάσουν, μπήκε στο σταθμό. Το Ρεπούμπλικο και ο άνθρωπος πέρασαν το διάδρομο, στάθηκαν για λίγο στα σκαλάκια του βαγονιού κι ύστερα πάτησαν τη βουλγαρική γη. Τα καπέλα των αμπελώνων χάθηκαν κάπου πίσω μακριά, διαλύθηκαν σαν καπνός ατμομηχανής, και το τοπίο έλαμψε από την άψογη παράταξη των μπερέδων της φρουράς.
Οι μπερέδες της φρουράς στέκονταν παραταγμένοι στο κρηπίδωμα του σιδηροδρομικού σταθμού. Η πορφυρή τους τσόχα έριχνε κόκκινες ανταύγειες παντού τριγύρω. Ο άνθρωπος τους παρουσίασε το Ρεπούμπλικο αγγίζοντάς το με δυο του δάχτυλα και οι μπερέδες φώναξαν δυνατά: «Ζήτω!» Τα φτερά από ουρές παγονιών τρεμόπαιξαν έτσι όπως υποκλίθηκαν στο Ρεπούμπλικο και μια ορχήστρα πνευστών, που είχε πάρει θέση στο χώρο ανάμεσα στην αίθουσα αναμονής και την υδραντλία του σταθμού, άρχισε να παίζει εμβατήρια. Το Ρεπούμπλικο ανασηκώθηκε ελάχιστα πάνω στους αναβολείς του και χαιρέτησε ευγενικά. Οι μπερέδες της φρουράς τού ανταπάντησαν με ένα καινούργιο εκκωφαντικό «Ζήτω!». «Εδώ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά από τους σκουριασμένους λόφους», είπε από μέσα του το Ρεπούμπλικο. Οι μπερέδες δε βρίσκονταν πάνω σε πασσάλους. Καβαλίκευαν νεαρά αγόρια, εικοσάχρονα, τα οποία τους είχαν περιφέρει με τον κοφτό τους βηματισμό σ’ ολόκληρη την πόλη, για να τους επιδείξουν στα περίεργα μάτια των κατοίκων. Τα αγόρια ήταν ψηλά ένα κι εξήντα πέντε εκατοστά. Όχι, τίποτα δε θύμιζε τους σκουριασμένους λόφους!
Ύστερα από τους μπερέδες της φρουράς, μεγάλη εντύπωση του έκαναν τα πηλήκια της αστυνομίας. Το ύφασμά τους ήταν τόσο τέλεια τσιτωμένο με εσωτερικά ελατήρια, που έλεγες ότι λιγάκι ακόμα και θα τινάσσονταν με ορμή προς πάσα κατεύθυνση. Τα γείσα τους ήταν γυαλισμένα με μεγάλη φροντίδα. Κι όχι μόνο τα γείσα· κάθε κουμπάκι και κάθε νήμα τους άστραφτε απέναντι από το Ρεπούμπλικο. Για μεγαλύτερη επισημότητα κάθε αστυνομικό πηλήκιο συνοδευόταν από ένα άλογο, έναν αστυνομικό, ένα ρεβόλβερ κι ένα ξίφος. Γινόταν αμέσως φανερό ποια πράγματα έχαιραν μεγάλης εκτίμησης σ’ αυτή τη χώρα.
Ας ξεφύγουμε λίγο, για να δούμε τη μεγάλη επιμέλεια με την οποία είχαν προετοιμαστεί, παραταχτεί και εισέλθει στο σιδηροδρομικό σταθμό τα πηλήκια της αστυνομίας προκειμένου να υποδεχτούν το Ρεπούμπλικο. Οι αστυνόμοι σηκώθηκαν χαράματα και γυάλισαν τα γείσα τους με σπόρια μουχρίτσας και τα μεταλλικά μέρη των καπέλων τους με ψιλή άμμο. Ύστερα έπιασαν να τεντώνουν τα εσωτερικά τους ελατήρια, έτσι που το κάθε πηλήκιο να αποκτήσει εντυπωσιακό σχήμα και χάρη. Ο αξιωματικός έκανε επιθεώρηση της ετοιμότητάς τους, ρίχνοντας το κουτάκι με τα σπίρτα του σε κάθε πηλήκιο και περιμένοντας να αναπηδήσει το καθένα τουλάχιστον μια σπιθαμή. Το κουτί με τα σπίρτα χτυπούσε στον «ουρανό» του πηληκίου κι αναπηδούσε τουλάχιστον μια σπιθαμή. Κι όχι μόνο αυτό. Τα λαμπρά πηλήκια υποχρέωναν και τους συνοδούς τους να λάμπουν. Ο αξιωματικός διέταξε τα άτομα που συνόδευαν τα πηλήκια να γυαλίσουν τόσο καλά τις μπότες τους, ώστε ακόμα και οι μύγες να γλιστράνε πάνω τους. Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά, όμως στον περίβολο του αστυνομικού τμήματος έτριζαν ακόμα βούρτσες και παντού τριγύρω μύριζε βερνίκι. Όταν του ανέφεραν ότι οι διαταγές του εξετελέσθησαν, ο αξιωματικός έκανε έλεγχο να διαπιστώσει εάν οι διαταγές του εξετελέσθησαν σωστά και, για μεγαλύτερη σιγουριά, έριχνε κι από μια μύγα σε κάθε δεύτερη μπότα. Η μύγα, πέφτοντας πάνω στην μπότα, γλιστρούσε αμέσως εξαιτίας της κουταμάρας και της ευπιστίας της _ δεν υποψιαζόταν ότι υπάρχουν μπότες πολύ γλιστερές. Όταν γλίστρησε και η τελευταία μύγα, οι αστυνομικοί πήγαν στους στάβλους να περιποιηθούν τα άλογά τους. Οι τρίχα τους έπρεπε να αποκτήσει τη λάμψη του μεταξιού, χωρίς ούτε έναν κόκκο σκόνης πάνω της. Όταν ανέφεραν στον αξιωματικό ότι τα άλογα είναι έτοιμα, τα καπούλια τους είναι έτσι κουρεμένα που να σχηματίζουν κάτι σαν σκακιέρα και οι ουρές τους κοντοκομμένες και δεμένες φιόγκο, ώστε να μην μπορούν τα άλογα να τις κουνούν και να χαλούν τις σκακιέρες, εκείνος έφτασε στους στάβλους και ανακοίνωσε ότι οι χαίτες των αλόγων πρέπει να είναι τόσο καλοχτενισμένες, ώστε αν τις έγλειφε κάποιος, να μην του έμενε ούτε ένα σκουπιδάκι στη γλώσσα. Δεν έκανε όμως έλεγχο με τη γλώσσα του για να διαπιστώσει κατά πόσο οι εντολές του εξετελέσθησαν σωστά· έδωσε διαταγή «Eπί των ίππων». Κάθε αστυνομικός φόρεσε το πηλήκιό του με τέτοιο τρόπο, ώστε το μέσο του γείσου του να βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη μύτη, γιατί τα αστυνομικά πηλήκια δεν μπορούν να ιππεύουν ένα αστυνομικό κεφάλι ούτε γερμένα δεξιά ούτε γερμένα αριστερά ούτε προς τα πίσω, αλλά πάντα προς τα εμπρός, τεντώνοντας με υπερηφάνεια τα υφασμάτινα στήθη τους. Καθ’ οδόν προς το σταθμό τα αστυνομικά πηλήκια σταματούσαν λεωφορεία και τραμ, τα καπέλα των πολιτών υποχωρούσαν και εκεί που τα άλογα περνούσαν με ελαφρύ καλπασμό, τα καπέλα των πολιτών σκορπίζονταν ταχύτατα προς όλες τις κατευθύνσεις και οι πόρτες των σπιτιών κλειδαμπαρώνονταν. Με τον ίδιο ελαφρύ καλπασμό τα αστυνομικά πηλήκια καθάρισαν από κάθε ύποπτο καπέλο την περιοχή κοντά στο σταθμό, ώστε να εξασφαλιστεί μια μεγαλοπρεπής υποδοχή για το Ρεπούμπλικο. Είναι γνωστό ότι γύρω από τους σταθμούς των τρένων περιφέρονται διάφοροι μυστήριοι τύποι και ότι το παραμικρό επεισόδιο θα μπορούσε να αμαυρώσει την υποδοχή.
Το Ρεπούμπλικο εξετίμησε δεόντως τις προσπάθειες των αστυνομικών πηληκίων και πήγαινε να επιβιβαστεί σε κάποια λιμουζίνα, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα. Στράφηκε προς το μέρος απ’ όπου ακούστηκε το σφύριγμα και είδε στην ταράτσα κάποιου σπιτιού ένα καπέλο φτιαγμένο από εφημερίδα. Κάποιο παιδί είχε ανεβεί στην ταράτσα για να δείξει το χάρτινο καπελάκι του στο Ρεπούμπλικο και, για να δημιουργήσει μεγαλύτερη εντύπωση, συνόδευε το καπέλο και με ένα γατί. Το ζώο, έτσι όπως το κρατούσε από την ουρά, νιαούριζε σπαρακτικά και το παιδί σφύριζε. Του Ρεπούμπλικου του άρεσε πολύ αυτή η σκηνή· δεν τη θεώρησε καν επεισόδιο αλλά ένα πολύ χαριτωμένο συμβάν, όμως ο άνθρωπος από κάτω του φάνηκε να θυμώνει· κάτι είπε στη μύτη του, η μύτη του του απάντησε με τον ίδιο τρόπο και τα αστυνομικά πηλήκια όρμησαν με τα άλογά τους προς το μέρος του σπιτιού. Το καπέλο από εφημερίδα χώθηκε σε μια κρυψώνα, ενώ το υστερικό γατί γαντζώθηκε στο λούκι για τα απόνερα και κατέβηκε σαν σαΐτα, γεμίζοντας τον περιβάλλοντα χώρο με ανατριχιαστικούς ήχους νυχιών πάνω σε λαμαρίνα. Αυτό ήταν όλο· κι όπως διαπιστώνετε κι από μόνοι σας, δεν επρόκειτο για κανένα επεισόδιο, όμως τα αστυνομικά πηλήκια έβαλαν τα δυνατά τους να μετατρέψουν το όλο γεγονός σε επεισόδιο.
Το κουρασμένο τρένο, που είχε αγκομαχήσει και ιδρώσει για να μεταφέρει το Ρεπούμπλικο, αποχώρησε πατώντας στα νύχια των τροχών του πάνω στις ράγιες.
Το Ρεπούμπλικο είδε και μια σημαία, πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένο ένα λιοντάρι με χρυσό καπέλο. Σκέφτηκε πως αν σ’ αυτή τη χώρα ακόμα και τα λιοντάρια φορούν καπέλο, πιθανόν αυτή η χώρα να είναι η χώρα των καπέλων. (Θα ήθελα εδώ να εξηγήσω ότι εκείνο τον καιρό ήμασταν ακόμα βασίλειο και το λιοντάρι-έμβλημα της σημαίας μας φορούσε βασιλική κορόνα. Τώρα πια δεν είμαστε βασίλειο και το λιοντάρι μας είναι ξεσκούφωτο.)
Το Ρεπούμπλικο ταρακουνήθηκε μέσα στη λιμουζίνα, είδε τα τραμ να σταματούν και να του ανοίγουν δρόμο, τα αυτοκίνητα να κορνάρουν και να το περιμένουν να περάσει κι όλα τα καπέλα να παραμερίζουν, όπως έκαναν και προηγουμένως με τα αστυνομικά πηλήκια. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ακούστηκε μια φοβερή σειρήνα και ένα κόκκινο πυροσβεστικό όχημα μπήκε μπροστά τους. Είχε τέτοια ταχύτητα που έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να παρασύρει τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά του· μόλις όμως είδε το Ρεπούμπλικο, κοκάλωσε στη θέση του τρέμοντας από έκπληξη. Τα πυροσβεστικά κράνη χτύπησαν ηχηρά πάνω στην υδροφόρα, ζητώντας με αυτό τον τρόπο συγχώρεση. Το Ρεπούμπλικο εξετίμησε δεόντως αυτή τη χειρονομία των πυροσβεστικών περικεφαλαιών και τους έγνεψε ελαφρά από τη λιμουζίνα.
Πέρασε από δίπλα τους, ενώ το πυροσβεστικό όχημα συνέχισε να ουρλιάζει για πολλή ώρα ακόμα _ βιώνοντας έτσι τον ψυχικό του κλονισμό _ και μόνο όταν κατάφερε να συνέλθει, συνέχισε το δρόμο του προς την πυρκαγιά.
M’ αυτό τον τρόπο η Βουλγαρία, η καλή μου πατρίδα, υποδέχτηκε το Ρεπούμπλικο.
Το Ρεπούμπλικο βγαίνει στον κεντρικό δρόμο
ΤΟ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΟ ΔΙΑΤΗΡΗΣΕ μέσα του για πολύ καιρό ακόμα την ανάμνηση των αστυνομικών πηληκίων και των μπερέδων της φρουράς· στέκονταν τόσο πολύ μπροστά του «προσοχή», ώστε ακόμα και τα φτερά από παγόνι που τα στόλιζαν δεν τόλμησαν να τρεμοπαίξουν· η μπάντα παιάνιζε πολεμικά εμβατήρια για το χατίρι του, ενώ από την άλλη μεριά το χαιρετούσαν κάμποσα άλλα ρεπούμπλικα _ ακόμα και μερικά καλυμμαύχια έγειραν για να αποδώσουν τιμές στον επισκέπτη τους. Για πολλές εβδομάδες, και μήνες ακόμα, συνέχισε να περιφέρεται και να απολαμβάνει τιμές, γερμένο ελαφρά προς τη μια μεριά, υπέροχο και γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Απ’ όπου κι αν περνούσε, όλα τα καπέλα σηκώνονταν όρθια. Τις βροχερές ημέρες ο άνθρωπος που το φορούσε άνοιγε μια ομπρέλα πάνω του για να το προστατέψει από την υγρασία. Αυτή η ομπρέλα ήταν ένας από τους πρώτους συνομιλητές του Ρεπούμπλικου _ ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η ομπρέλα άκουγε τους συλλογισμούς και τις σκέψεις του Ρεπούμπλικου.
Υπήρχαν και ημέρες που το Ρεπούμπλικο έμενε μέσα μαζί με την ομπρέλα _ το πρόγραμμα δεν προέβλεπε περιπάτους ή επαφές. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών το Ρεπούμπλικο είχε ανία. Όμως ένα Ρεπούμπλικο δε βαριέται ποτέ. Η ανία χτυπάει μόνο όσους δε σκέφτονται. Έχω παρατηρήσει ότι όσο μικρότερη είναι η εμβέλεια της σκέψης ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερο εκείνος παραπονιέται ότι βαριέται. Γνωρίζω ανθρώπους που μια ζωή ολόκληρη παραπονιούνται ότι υποφέρουν από ανία _ υπάρχουν και οι περιπτώσεις των αυτοκτονιών. Το Ρεπούμπλικο δε βαριόταν, γιατί ζούσε πάνω σε ένα πολύ σημαντικό μέρος του ανθρώπινου σώματος κι όταν αυτό το μέρος έλειπε, το Pεπούμπλικο συνέχιζε να σκέφτεται και χωρίς αυτό, ή μουρμούριζε σιγά πλάι στη σκοτεινή, γεμάτη πτυχές και ίσκιους ομπρέλα, που λες και κάθε δίπλα της υπήρχε μόνο και μόνο για να κάνει τη σκοτεινιά της όσο πιο αδιαπέραστη γίνεται.
Γνώριζε πολύ καλά ότι η ομπρέλα είχε δημιουργηθεί για το χατίρι του και θυμόταν πώς έτρεχαν οι ομπρέλες _ σαν μικροί για όλες τις δουλειές _ να προστατέψουν τα καπέλα όταν έπιανε βροχή. Ο χώρος ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ομπρέλα ποτέ δεν είναι υγρός. Kι αυτό γιατί είναι ο χώρος του Pεπούμπλικου.
Εννοείται ότι υπάρχουν κι άλλοι, μεγαλύτεροι χώροι, όπως, για παράδειγμα, ο χώρος ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, αλλά κι αυτοί οι χώροι είναι προορισμένοι για τα καπέλα, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε σε λίγο. Εδώ απλώς θα σημειώσουμε ότι η ομπρέλα έμενε κλειστή κι αδιάφορη απέναντι στις σκέψεις του Ρεπούμπλικου. Είχε τις δικές της σκέψεις αυτή, σκέψεις τις οποίες το Ρεπούμπλικο δε θα μάθαινε ποτέ, γιατί ένα Ρεπούμπλικο ούτε καν υποθέσεις δεν μπορεί να κάνει σχετικά με τις σκέψεις μιας ομπρέλας που στέκεται προστατευτικά από πάνω του, τουρλώνοντας τα φαρδιά της οπίσθια στα μαστίγια της βροχής.
Αλλά ας συνεχίσουμε την αφήγησή μας για το χώρο ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, ένα χώρο που είναι προορισμένος για τα καπέλα.
Ο κεντρικός δρόμος άρχισε να γεμίζει καπέλα, μέχρι που στο τέλος δημιουργήθηκε κάτι σαν κυκλοφοριακή συμφόρηση _ αυγό να πέταγες, σε καπέλο πάνω θα έπεφτε. Είχαν μαζευτεί εδώ όλα σχεδόν τα καπέλα της πόλης και χάζευαν κάτι τύπους που τέντωναν ένα ατσάλινο σκοινί πάνω από τον κεντρικό δρόμο. Το ατσάλινο σκοινί δενόταν στις σκεπές των κτιρίων· μάλιστα τα κτίρια ήταν εξαώροφα. Διεγερμένα τα πλήθη συζητούσαν για το σκοινοβάτη που θα εμφανιζόταν σε λίγο. Κάποιοι υποστήριζαν πως είναι φως φανάρι ότι ο άνθρωπος είναι τρελός που ανεβαίνει σε τέτοια ύψη· κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι δεν είναι καθόλου τρελός, έχει το χάρισμα της μαϊμούς, γι’ αυτό το κάνει, κι εκατό ορόφους να βρει μπροστά του, πάλι θα δέσει σκοινί και θα σκαρφαλώσει να περπατήσει, γιατί «Σε τελική ανάλυση, είναι σκοινοβάτης, δεν είναι σαν κι εμάς, που ακόμα και στο πεζοδρόμιο σκοντάφτουμε!» «Και δε ζαλίζεται; Εγώ, ακόμα κι από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου να κοιτάξω κάτω, θα ζαλιστώ.» «Μα ζαλίζονται οι μαϊμούδες; Ο άνθρωπος είναι ο μεγαλύτερος σκοινοβάτης του κόσμου. Ο βασιλιάς της Σερβίας του έδωσε παράσημο γι’ αυτό το πράγμα. Οι Σέρβοι δεν είναι σαν κι εμάς, εκτιμάνε αμέσως το καλό και το παρασημοφορούν. Το ίδιο και οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι μάλιστα είναι και πιο χουβαρντάδες, γιατί τον τόπο τους τον κυβερνούν σουλτάνοι.» «Έχουν ακόμα σουλτάνους οι Τούρκοι;» «Γίνεται Τούρκος χωρίς σουλτάνο;» «Κι εγώ που νόμιζα ότι δεν έχουν πια σουλτάνο... Aλλά για να το λέτε εσείς, μάλλον θα έχουν!»
Τέτοιες συζητήσεις παρακολουθούσε το Ρεπούμπλικο, καθώς τα πλήθη το λίκνιζαν μπρός πίσω, μια που το κάθε καπέλο προσπαθούσε να βρεθεί όσο πιο κοντά γινόταν στο σκοινί. Και το Ρεπούμπλικο προσπαθούσε να βρει μια θέση μπροστά μπροστά. Σ’ αυτές του τις προσπάθειες το βοηθούσε και ο άνθρωπος _ του άνοιγε το δρόμο για να περάσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια ορχήστρα εμφανίστηκε στον κεντρικό δρόμο, διακόπτοντας αυτομάτως τις συζητήσεις για τον Tούρκο σουλτάνο. Σαξόφωνα έπιασαν να παίζουν «λούλου-λούλου-λούλου» κι ένας νάνος πήγαινε μπροστά από την ορχήστρα και φωνάζοντας «Έεεϊ-οπ» έκανε ανάποδες τούμπες στον αέρα. Κάθε φορά που τα κατάφερνε, τίναζε το καπέλο του ψηλά, αλλά εκείνο προσγειωνόταν και πάλι στο κεφάλι του, λες και το είχε δέσει με λαστιχάκι. Το Ρεπούμπλικο δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή του, γι’ αυτό και διασκέδασε πολύ με τα καμώματα του αστείου καπελίνου. Δυό φορές μάλιστα χοροπήδησε κι αυτό από τον ενθουσιασμό του, αλλά το συγκράτησε την τελευταία στιγμή ο άνθρωπος από κάτω. Γύρω από το νάνο χόρευαν πανέμορφες γυναίκες με εφαρμοστά μαύρα τρικό, χυτούς ώμους και ημίψηλα. Ο άνθρωπος κοίταζε τα τρικό, ενώ το Ρεπούμπλικο κοίταζε τα ημίψηλα που χόρευαν μαζί με τις γυναίκες. Και τραγουδούσαν κάποιο τραγούδι που άρεσε αμέσως στο Ρεπούμπλικο. Άρεσε και στον άνθρωπο από κάτω, γιατί ακόμα και η μύτη του άρχισε να σιγοψιθυρίζει το ρεφρέν:
Μπομπέλι!
Μπομπέλι!
Μπομπέ, μπομπέ,
Μπομπελίνο!
Μπομπέλι!
Μπομπέλι!
Μπομπέ, μπομπέ,
Μπορσαλίνο!
Χόρευαν με χάρη στους ρυθμούς του «Μπορσαλίνο» τους και το πλήθος τις χαιρετούσε με ενθουσιασμό. Ακολουθούσε ένας άνθρωπος με ξυλοπόδαρα, δυο ορόφους ψηλός, και με καρό καπέλο στο κεφάλι του. Για τα παντελόνια που φορούσε είχε ξοδευτεί τόσο πολύ ύφασμα, που ακόμα και ο Τάρας Μπούλμπα θα ζήλευε μια τέτοια σπατάλη! Τα ξυλοπόδαρα και το καρό καπέλο θύμισαν στο Ρεπούμπλικο τα σκιάχτρα, όταν περνούσε με το τρένο μέσα από εκείνα τα σκουριασμένα χωράφια _ κι αυτά στέκονταν πάνω σε ξυλοπόδαρα μέσα στ’ αμπέλια. Το καπέλο με τα ξυλοπόδαρα προχώρησε, αλλά συνέχισε να φαίνεται από παντού, γιατί υψωνόταν πολύ πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Ακολουθούσαν δύο Ινδοί με σαρίκια, που οδηγούσαν έναν ελέφαντα. Πάνω στην πλάτη του ελέφαντα καθόταν ανακούρκουδα ένας άνθρωπος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Eίχε τόση αυτοσυγκέντρωση, λες και σκεφτόταν και για λογαριασμό του ελέφαντα! Το ζώο έσερνε μια πολύχρωμη πλατφόρμα· πάνω στην πλατφόρμα έστεκε ένα τεράστιο ρεπούμπλικο.
Αν υπήρχαν κάποτε γίγαντες, τέτοια γιγαντιαία καπέλα θα πρέπει να φορούσαν. Το ρεπούμπλικο ήταν μεγάλο όσο ο ελέφαντας, μπορεί και μεγαλύτερο. Έχω την αίσθηση ότι αν το φορούσαν στον ελέφαντα, μόνο τ’ αυτιά του και η προβοσκίδα του θα φαίνονταν. Αργότερα διαδόθηκε στην πόλη ότι το ρεπούμπλικο ήταν μεγάλο όσο η ρωσική εκκλησία στον κεντρικό δρόμο, αλλά αυτά τα πράγματα είναι υπερβολές. Από τον ελέφαντα πάντως ήταν μεγαλύτερο.
Η πομπή ολοκληρωνόταν με έναν ακόμα νάνο. Κι εκείνος έκανε ανάποδες τούμπες στον αέρα φωνάζοντας «Έεεϊ-οπ». Όταν τα κατάφερνε, τίναζε το καπέλο του ψηλά, αλλά εκείνο προσγειωνόταν και πάλι στο κεφάλι του, γιατί, όπως είχαμε την ευκαιρία να ανακοινώσουμε προ ολίγου στην Αυτού Μεγαλειότητα, τον Αναγνώστη, ήταν δεμένο με λαστιχάκι. Στο τέλος της πομπής το πλήθος έκλεινε τον άδειο χώρο· γι’ αρκετό χρονικό διάστημα το μόνο που κατάφερνε να βλέπει το Ρεπούμπλικο ήταν το καρό καπέλο πάνω στα ξυλοπόδαρα. Άκουγε βέβαια και την ορχήστρα _ «λούλου-λούλου-λούλου!». Ο άνθρωπος προσπάθησε και πάλι να του ανοίξει δρόμο να περάσει. Κάποτε τα κατάφερε· στριμώχτηκε δίπλα στα γυναικεία τρικό και καμία δύναμη δε θα μπορούσε να τον μετακινήσει από εκεί.
Εκείνη τη στιγμή το Ρεπούμπλικο είδε πάνω στη στέγη του κτιρίου το γιγαντιαίο καπέλο. Έμοιαζε με στέγη που είχε ανεβεί και σερνόταν αργά πάνω στην κανονική στέγη. Όλα τα καπέλα του δρόμου στράφηκαν προς τη στέγη και είδαν το τεράστιο καπέλο να ακουμπάει την περιφέρειά του στην άκρη του ατσάλινου σκοινιού, να δοκιμάζει στην αρχή την αντοχή του κι ύστερα να γλιστράει απαλά πάνω του. Μόλις τότε παρατήρησαν ότι κάτω από το καπέλο βρίσκεται εκείνος ο τύπος που αυτοσυγκεντρωνόταν στην πλάτη του ελέφαντα. Το καπέλο έμοιαζε να τον κρατάει απ’ τα μαλλιά και να τον οδηγεί πάνω στην ατσαλένια τρίχα. Παρά το συγκλονιστικό του θεάματος, το μεγάλο καπέλο έδειχνε να διατηρεί την ψυχραιμία του, καθώς λικνιζόταν απαλά. Η ορχήστρα σταμάτησε να παίζει και το γιγαντιαίο καπέλο οδήγησε γρήγορα το ανθρωπάκι στον αέρα, στη μέση των δύο κτιρίων. Το τύμπανο έπιασε να χτυπά, το πλήθος στο δρόμο πήρε μια βαθιά ανάσα και η ορχήστρα άρχισε και πάλι το «λούλου-λούλου-λούλου». Οι χορεύτριες με τα μαύρα τρικό διέσχισαν το δρόμο, από το ένα πεζοδρόμιο ως το άλλο, κάτω ακριβώς από το τεντωμένο σκοινί, με το βλέμμα τους στραμμένο προς το μέρος του.
Το Ρεπούμπλικο έριξε μια ματιά γύρω του και είδε ότι ο κόσμος είχε αρχίσει και πάλι να σχολιάζει πώς εκείνο το ανθρωπάκι πέρασε από πάνω τους χωρίς να γκρεμοτσακιστεί. Μπας κι είναι δεμένος στο σκοινί; «Να σε δέσουμε λοιπόν κι εσένα και να δούμε πώς θα το περάσεις! Το καπέλο είναι που του κρατάει ισορροπία, χωρίς το καπέλο θα πέσει σαν αχλάδι.» «Αυτό το καπέλο αξίζει χρυσάφι _ δουλεύω στο σταθμό και το είδα από κοντά. Ένας άνθρωπος απαγορεύεται να κάνει κράτηση για ολόκληρο βαγόνι, αλλά στο καπέλο αυτό δόθηκε ειδική άδεια!» «Ξέρει ένα κόλπο ο άνθρωπος, κι αυτό κάνει για να βγάλει το ψωμί του.» «Έχω δει και φακίρη, έκανε ένα κόλπο με σπαθί. Κατάπινε όλο το σπαθί κι ύστερα το ξανάβγαζε χωρίς να έχει πάθει τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω αν έχουν σπλάχνα οι φακίρηδες.» «Δεν είναι δυνατόν να μην έχουν σπλάχνα!» «Εδώ είναι το κόλπο!»
Το Ρεπούμπλικο έμεινε πολύ ικανοποιημένο από το γεγονός ότι ο κόσμος αναγνώριζε τη συνεισφορά του μεγάλου καπέλου στο περπάτημα πάνω στο τεντωμένο σκοινί. Του άρεσε και το γεγονός ότι το καπέλο τούτο ταξίδευε στον κόσμο με ιδιωτικό βαγόνι.
Οι νάνοι έκαναν τις τούμπες τους στον αέρα κι ύστερα άρχισαν να μαζεύουν με τα καπέλα τους νομίσματα από το συγκεντρωμένο πλήθος. Εκείνη τη στιγμή ξαναφάνηκε το μεγάλο καπέλο με το ανθρωπάκι πάνω στο συρματόσκοινο. O άνθρωπος μπορεί και να ζαλιστεί σε τέτοιο ύψος, ένα καπέλο όμως δεν ξέρει τι θα πει ζαλάδα, δεν ξέρει τι θα πει να γυρίζουν τα πάντα γύρω σου.
Το καπέλο σταμάτησε και πάλι στο κέντρο του σκοινιού, έγειρε λίγο προς τα αριστερά και λίγο προς τα δεξιά, για να κάνει το πλήθος να ανησυχήσει και να προσελκύσει έτσι το ενδιαφέρον του, κι ανάγκασε το ανθρωπάκι από κάτω του να καθίσει στο σκοινί. Ο άνθρωπος κάθισε αναπαυτικά και καθώς το καπέλο τού κρατούσε ισορροπία, άρχισε να συναρμολογεί μια παμπάλαια σόμπα· της έβαλε μπουρί, την άναψε, έβαλε πάνω της ένα τηγάνι κι έσπασε δύο αυγά μέσα στο τηγάνι. Για να πείσει το πλήθος ότι τα αυγά είναι πραγματικά, πέταξε τα τσόφλια κάτω. Ακούστηκαν φωνές: «Είναι αληθινά;» «Μήπως είναι κόλπο;» «Αληθινά είναι, έχουν ακόμα τη μύξα από το ασπράδι μέσα τους!» «Μου λέρωσαν το καπέλο!» Από ψηλά ακούστηκε κάτι σαν τσιτσίρισμα _ τα αυγά τηγανίζονταν. Το ανθρωπάκι κατέβασε το τηγάνι από τη σόμπα κι άρχισε να τρώει, ενώ η ορχήστρα άρχισε και πάλι να παίζει και οι χορεύτριες να χορεύουν τραγουδώντας το τραγούδι τους: «Μπόμπε, μπόμπε, Μπορσαλίνο!» Υπήρξαν φορές που το πλήθος νόμισε ότι ο σκοινοβάτης έπεφτε μαζί με τα τηγανητά αυγά του, αλλά την τελευταία στιγμή το μεγάλο καπέλο έγερνε λίγο, τον άρπαζε και τον συγκρατούσε στη θέση του, επιτρέποντάς του να συνεχίσει το φαγητό κάτω από τον «ουρανό» του, έτσι όπως καθόμαστε να φάμε κι εμείς σε κάποιο λιβαδάκι κάτω από τον ουρανό του Θεού. Εμάς βέβαια μονάχα η προσευχή μας μας συνδέει με τον ουρανό, εκείνος ο ανθρωπάκος όμως κρατούσε και με τα δυο του χέρια το δικό του «ουρανό», τον «ουρανό» του καπέλου του.
Ίσως και να μην υπάρχει άλλο παράδειγμα που να δείχνει τόσο παραστατικά στην ανθρωπότητα το νόημα του καπέλου. Ούτε ο ίδιος ο Θεός δε θα μπορούσε να κρατήσει τούτο το λοξό ανθρωπάκι εν μέσω νεφών. Αλλά εκεί που ακόμα και ο ίδιος ο Θεός αδυνατεί, γαλήνια και ψύχραιμα το καπέλο συγκρατεί τον άνθρωπο, γίνεται η σωτηρία του. Ίσως τα σκουφιά, που μια φορά κι έναν καιρό φορούσες και γινόσουν αόρατος, να είχαν παίξει τον ίδιο σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου· αλλά αυτό γινόταν παλιά, τον καιρό των παραμυθιών. Ωστόσο εδώ τα πράγματα γίνονταν μπροστά στα μάτια όλων και με τέτοια πειστικότητα που έμοιαζαν σχεδόν φανταστικά, γιατί η απόλυτη πειστικότητα αγγίζει πάντα τα όρια του φανταστικού.
Κατά το απόβραδο το μεγάλο καπέλο απέσυρε τον άνθρωπο από το σκοινί, η ορχήστρα μπήκε στη γραμμή, ο ελέφαντας έκανε μεταβολή με τη βοήθεια των δύο Ινδών, ο άνθρωπος ανέβηκε στα ξυλοπόδαρα, αποκτώντας και πάλι μπόι δύο ορόφων, ενώ πίσω από το κτίριο εμφανίστηκε το μεγάλο καπέλο έτοιμο να ξεκουραστεί στην πλατφόρμα του. Οι χορεύτριες έπιασαν και πάλι το χορό μαζί με τους νάνους και ο άνθρωπος ανέβηκε στον ελέφαντα κι άρχισε να σκέφτεται και για λογαριασμό του ζώου. Ενθουσιασμένα καπέλα τινάχτηκαν στον αέρα, κάποια καπέλα άνοιγαν δρόμο κι έπεφταν στην περιφέρεια του γιγαντιαίου καπέλου, ενώ εκείνο έκανε ελαφρές υποκλίσεις σε απάντηση των χειροκροτημάτων του πλήθους. Το Ρεπούμπλικο και ο άνθρωπος άρχισαν να σπρώχνουν τους διπλανούς τους για να πλησιάσουν και να δουν από κοντά τον ελέφαντα _ το Ρεπούμπλικο μάλιστα σχεδόν κατάφερε να αγγίξει και την προβοσκίδα του _ όταν συνέβη ένα γεγονός που αναστάτωσε τον κεντρικό δρόμο, άρχισαν τα τρεχαλητά, ακούστηκαν οι σφυρίχτρες της αστυνομίας, κάμποσοι πυροβολισμοί αντήχησαν και οι άνθρωποι, κρατώντας τα καπέλα τους, σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Για να καταλάβουμε ακριβώς, ή περίπου ακριβώς, τι είχε συμβεί, πρέπει να αφήσουμε λιγάκι το γιγαντιαίο καπέλο, που αποχωρούσε θριαμβευτικά με κατεύθυνση το σιδηροδρομικό σταθμό.
Μόλις που είχε κάνει μεταβολή ο ελέφαντας, όταν στη στέγη του διπλανού κτιρίου εμφανίστηκε η σιλουέτα κάποιου ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός προχωρούσε με τόσο μεγάλη προσοχή, που είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι φοβόταν να μη γλιστρήσει και πέσει. Κοίταξε κάτω το δρόμο και λύγισε το ένα του πόδι, έτοιμος να τραβηχτεί πίσω σε περίπτωση κινδύνου. Κρατούσε ένα πακέτο στη μασχάλη του και κοίταζε το δρόμο με προσοχή, περιμένοντας την ορχήστρα να περάσει ακριβώς κάτω από το κτίριο όπου βρισκόταν. Aμέσως άφησε κάτω το πακέτο κι άρχισε να το ξετυλίγει νευρικά, σαν συνωμότης. Ο δρόμος κάτω από τα πόδια του ξεφώνιζε κι είχε μετατραπεί σε θάλασσα από καπέλα. Ο άνθρωπος δίστασε· ύστερα όμως έπιασε από το λυμένο πακέτο ένα μάτσο προκηρύξεις και τις πέταξε στο δρόμο. Ήταν κάτι μικρά τετράγωνα χαρτάκια, όχι μεγαλύτερα από ένα πακέτο τσιγάρων. Δεν έπεσαν αμέσως _ στην αρχή στροβιλίστηκαν χορευτικά στον αέρα. Ο άνθρωπος έπιασε κι άλλες και τις πέταξε. Κι αυτές στροβιλίστηκαν χορευτικά στον αέρα. Τότε εκείνος άδειασε όλο μαζί το περιεχόμενο του πακέτου του στο δρόμο και χώθηκε σαν γάτα σε ένα παραθυράκι της στέγης.
Τότε άρχισε η φασαρία.
Εμείς οι Βούλγαροι μπορεί να μην ανακαλύψαμε τις Ολυμπιάδες, μπορεί να μη χαρίσαμε στον κόσμο την πυρίτιδα και την ατμομηχανή, είμαστε όμως οι βασιλιάδες της ανακατωσούρας. Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλος λαός σ’ ολόκληρο τον κόσμο που με τόσο ταλέντο και τόση αφοσίωση να συμμετέχει σε ανακατωσούρες, αναλώνοντας σ’ αυτές όλη του την ενέργεια, τις γνώσεις, τις απόψεις, ακόμα και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Εμείς και στο άκουσμα της λέξης «ανακατωσούρα» ανατριχιάζουμε _ ανατρίχιασα κι εγώ τώρα που την έγραψα στο χαρτί, ανατρίχιασε κι αυτή και γέμισε τη σελίδα κι ούτε που ξέρω τι θα συμβεί με το διορθωτή τούτου του βιβλίου κάθε φορά που θα τη συναντάει κρυμμένη πίσω από τις άλλες λέξεις. Αν ήμουν κι εγώ υπεύθυνο άτομο _ γιατί στα μέρη τα δικά μας οι διορθωτές είναι πολύ υπεύθυνα άτομα_ αν ήμουν, επαναλαμβάνω, κι εγώ υπεύθυνο άτομο, με το που θα την ανακάλυπτα πίσω από τις πλάτες των άλλων λέξεων, θα την έβγαζα αμέσως αναφορά δυο βήματα μπροστά από την παράταξη των υπολοίπων, θα την κατσάδιαζα για τα καλά και θα την έστελνα στο διάολο, χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς να δίνω σημασία στα μισόλογά της, ότι κι αυτή ψυχούλα έχει και κάποιες φορές είναι καλή και χρήσιμη. Κάθε λέξη πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο, πιο αυστηρό κι από εκείνο των στρατιωτικών επιτροπών, γιατί κανείς δεν ξέρει τι συνέπειες μπορεί να έχει. Μια ανακατωσούρα μπορεί να φέρει ανάποδα ακόμα και τις πιο τίμιες λέξεις, ακόμα και τις πιο τολμηρές. Με άλλα λόγια, η ανακατωσούρα είναι κάτι ακατανόητο, όπως ακατανόητος είναι και ο φόβος _ και, απ’ ό,τι λένε, φόβος υπάρχει ακόμα και στους ουρανούς. Αν πράγματι υπάρχει φόβος και στους ουρανούς, αυτό ούτε μας αφορά ούτε μας ενδιαφέρει, ας μείνει εκεί που είναι κι ας κουνάει τις αρίδες του πάνω από τα κεφάλια μας! Δεν τρέχει και τίποτα! Στη γη είναι επικίνδυνα πράγματα ο φόβος και η ανακατωσούρα. Ακόμα και λαοί πρακτικοί, σαν τους Αμερικανούς, ακόμα και τέτοιοι λαοί, έπεσαν κάποτε στην παγίδα της ανακατωσούρας και του μπερδέματος και παραλίγο να κηρύξουν τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν είδαν βαριά σμήνη να πλησιάζουν απειλητικά την ήπειρό τους. Όταν όμως κοίταξαν καλύτερα την ανακατωσούρα τους, διαπίστωσαν ότι πρόκειται για σμήνος από αγριόχηνες. Οι αγριόχηνες κουνούσαν τα φτερά τους και με επευφημίες στα αγγλικά κατευθύνονταν προς την αμερικανική ήπειρο. Ιδού τι μοιραίο ρόλο μπορεί να παίξει μια ανακατωσούρα, αν δεν την ανακαλύψουμε από την αρχή ή αν την αφήσουμε να μας επιβληθεί.
Στη δική μας περίπτωση το πλήθος επέτρεψε στην ανακατωσούρα να του επιβληθεί κι ήταν πολλοί εκείνοι που έφτασαν να δουν το συνωμότη να πετάει και μια χειροβομβίδα από τη στέγη _ αλλά από καθαρή τύχη και μόνο η χειροβομβίδα δεν εξερράγη. Εγώ προσωπικά δεν είδα καμία χειροβομβίδα, αλλά για να υπάρχουν τόσοι αυτόπτες μάρτυρες, μάλλον έτσι θα έγιναν τα πράγματα. Θυμάμαι μόνο ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί, τους πυροβολισμούς ακολούθησαν αστυνομικές σφυρίχτρες, πίσω από τις σφυρίχτρες ήρθε το «κλίπιτι-κλοπ» των αλόγων και οι ριπές των όπλων. Τώρα ο συνωμότης δε φαινόταν πουθενά, αλλά και κανείς δεν είχε ούτε τον καιρό ούτε τη διάθεση να δώσει σημασία στα ιπτάμενα χαρτάκια του. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, ο άλλος ξενύχιαζε τον ένα, πολλά καπέλα κατρακυλούσαν εδώ κι εκεί στη μέση του δρόμου και πολλά πανικόβλητα πόδια τα πατούσαν, τα κλοτσούσαν και τα τσαλάκωναν· κανένας δεν έψαχνε να βρει το καπέλο που είχε χάσει. Η παρουσία της έφιππης αστυνομίας όχι μόνο δυνάμωσε, αλλά και σκόρπισε την ανακατωσούρα.
Το Ρεπούμπλικο και ο άνθρωπος παγιδεύτηκαν στις κυματοειδείς κινήσεις του πλήθους. Για ένα μεγάλο διάστημα κινήθηκαν μαζί, αλλά όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, ο άνθρωπος έστριψε απότομα αριστερά κι ύστερα δεξιά και σε μια στροφή το Ρεπούμπλικο του γλίστρησε από το κεφάλι κι έπεσε καταγής. Ο άνθρωπος έτρεχε τόσο γρήγορα, που δεν είχε καιρό ούτε να γυρίσει _ έκανε μόνο μια χειρονομία προς τα πίσω, σαν να προσπαθούσε να πιάσει κάτι το ανύπαρκτο κι ασύλληπτο. Το Ρεπούμπλικο από κεκτημένη ταχύτητα ακολούθησε για ένα διάστημα τον άνθρωπο, άλλοτε με το να κατρακυλά κι άλλοτε με το να σέρνεται _ σ’ αυτό το κυνηγητό βέβαια το βοηθούσε και ο άνεμος. Αλλά όσο και να έτρεχε στο κατόπι του ανθρώπου, εκείνος όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από αυτό· μόνο σε μια γωνία σταμάτησε για μια στιγμή και του έριξε μια ματιά, λες και ήταν γεμάτο μπαρούτι και απειλούσε να εκραγεί. Ένα καπέλο ποτέ δε θα χρησιμοποιούσε μπαρούτι, ανεξάρτητα από το αν έχει δίκιο ή όχι, και το Ρεπούμπλικο, κουρασμένο πια και έχοντας απολέσει την κεκτημένη του ταχύτητα, έκανε ακόμα δυο τρεις τούμπες στην άσφαλτο, ύστερα μια μικρή στροφή κι έπεσε μπρούμυτα. Πέφτοντας είδε για άλλη μια φορά τις σόλες των παπουτσιών του ανθρώπου· κινούνταν γρήγορα στο τέλος του δρόμου· έγραψαν ένα ημικύκλιο και κατευθύνθηκαν προς το μέρος του.
Έμεινε ακίνητο, μέχρι που ένιωσε κάποιον να θορυβεί ακριβώς από πάνω του και μετά να του γαργαλάει τον «ουρανό». Στράφηκε προς το μέρος του, αλλά ήταν ο άνεμος. Ο άνεμος κουβαλούσε κάμποσες από τις προκηρύξεις που είχε πετάξει ο συνωμότης. Eκείνη τη στιγμή το Ρεπούμπλικο είδε και πάλι το μεγάλο καπέλο και τον ελέφαντα. Τώρα οι χορεύτριες δε χόρευαν, ο άνθρωπος με το καρό καπέλο είχε κατεβεί από τα ξυλοπόδαρα και τα κουβαλούσε στον ώμο του και ένας από τους νάνους είχε σκαρφαλώσει στην πλατφόρμα του γιγαντιαίου καπέλου, είχε καθίσει εκεί και κουνούσε πέρα δώθε τα κοντά του ποδαράκια. Ο άλλος νάνος έτρεχε με μικρά βήματα κι όταν έφτασε κοντά στο Ρεπούμπλικο, σταμάτησε, τίναξε το καπέλο του ψηλά, αλλά εκείνο προσγειώθηκε και πάλι στο κεφάλι του. Το Ρεπούμπλικο γέλασε μ’ αυτό το κόλπο και σύρθηκε λίγο στην άσφαλτο. Ο νάνος έκανε μια υπόκλιση κι έφυγε.
Μια θλιβερή ερημιά απλώθηκε τριγύρω· ένα καπέλο παρατημένο στη μέση του δρόμου.
Από τη μοναξιά του το έβγαλε και πάλι ο άνθρωπος, ο οποίος είχε διασχίσει ξανά το δρόμο και μέσα στην ανακατωσούρα είχε χωθεί σε μια σκοτεινή πόρτα. Η μύτη του, γεμάτη ανησυχία, μουρμούριζε κάτι στον εαυτό της _ πιθανώς κάτι σχετικό με το απροσδόκητο επεισόδιο.
Εν τω μεταξύ το κτίριο στη στέγη του οποίου είχε εμφανιστεί ο συνωμότης ήταν περικυκλωμένο από την έφιππη και την πεζή αστυνομία· στα στενάκια και στις γωνίες των γειτονικών σπιτιών είχαν στηθεί βαριά πολυβόλα· ένας τρομαχτικός κίνδυνος πλησίαζε αργά προς το κέντρο της πόλης, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τότε στην είσοδο του περικυκλωμένου κτιρίου εμφανίστηκε ένας αδύνατος ανθρωπάκος που σιγοσφύριζε και κούτσαινε ελαφρά. Δαγκώνοντας ένα σβηστό τσιγάρο πλησίασε τον πρώτο χωροφύλακα που βρήκε μπροστά του και του είπε:
«Αξιωματικέ, μπας και σου βρίσκεται φωτιά;»
Έπεσαν πάνω του, του έτριψαν το τσιγάρο στη μούρη, το καπέλο του τινάχτηκε μακριά στο πεζοδρόμιο και το Ρεπούμπλικο διαπίστωσε με έκπληξη ότι κι εκείνο το καπέλο ήταν «Μπορσαλίνο», αλλά πιο παλιό μοντέλο, εκτός μόδας. Από τους διπλανούς δρόμους άρχισαν να εμφανίζονται περίεργοι πολίτες, στα σπίτια άνοιξαν τα παράθυρα, η περιέργεια έσκυψε από κάθε πιθανή κόχη, για να μη χάσει λεπτό από τη σύλληψη του συνωμότη.
Τον οδήγησαν στο τμήμα και μεχρι να τελειώσουν οι ανακρίσεις, οι καταθέσεις και όλα τα σχετικά, αυτός καθάρισε όλα τα αστυνομικά πηλήκια, γυάλισε όλες τις μπότες και τότε μόνο του επέτρεψαν να επιστρέψει στο σπίτι του και να ασχοληθεί με την κανονική του δουλειά. Γιατί ο συνωμότης ήταν ένας φτωχός πιλοποιός _ ένας καπελάς, δηλαδή _ που είχε τη φαεινή ιδέα να διαφημίσει με φέιγ βολάν το μαγαζάκι του. Ο πιλοποιός αυτός είχε το κατάστημα «Μακροζωία» _ καθαριστήριο και μεταποιήσεις παντός είδους καπέλων. Μέσα στην ανακατωσούρα ο κόσμος είχε αρπάξει τα φέιγ βολάν του και τα είχε κρύψει όπου μπορούσε ο καθένας, για να τα διαβάσουν αργότερα με την ησυχία τους στα σπίτια τους. Δημιουργήθηκε μια κάποια απογοήτευση όταν, ξετυλίγοντας τα μικρά τετράγωνα χαρτάκια και περιμένοντας να διαβάσουν λόγια φοβερά και τρομερά εναντίον της βασιλείας, αντ’ αυτών διάβασαν μια πρόσκληση να πάνε τα καπέλα τους για καθάρισμα και μεταποίηση στη «Μακροζωία», όπου εργάζονται σπεσιαλίστες ευρωπαϊκού επιπέδου και όπου, στο εξής και κατ’ αποκλειστικότητα, θα κατασκευάζονται και καπέλα ίδιου τύπου με εκείνο που έκανε μια ολόκληρη παράσταση στο συρματόσκοινο πάνω από τον κεντρικό δρόμο.
Έτσι έγινε η αρχή μιας καινούργιας και κερδοφόρας επιχείρησης στη Βουλγαρία _ καθαριστήρια καπέλων _ αν και το πλήθος απογοητεύτηκε πολύ που ο προβοκάτορας δεν ήταν πραγματικός συνωμότης αλλά ένας απλός «καπελοπροβοκάτορας».
Ασαφές σαν το τούρκικο σαρίκι
ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ η βουλγαρική κορόνα δεν ίππευε μόνο λιοντάρια για να αποδείξει τη βασιλική της εξουσία, έκανε και πολλά άλλα ωφέλιμα πράγματα. Δύσκολα μπορεί κανείς να τα απαριθμήσει ένα προς ένα, γι’ αυτό κι εγώ θα σταθώ στη δημιουργία του μεγάλου πάρκου. Η βουλγαρική κορόνα είχε δημιουργήσει αυτό το πάρκο στο κέντρο της πόλης για να μπορούν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας να βγάζουν βόλτα τα καπέλα τους τις Κυριακές. Γιατί ένας περίπατος στο πάρκο δεν είναι τίποτε άλλο από περιφορά των καπέλων, για να πάρουν κι αυτά αέρα. Mια φορά μάλιστα ακόμα και η βασιλική κορόνα έκανε τη βόλτα της εκεί και της άρεσε.
Tο Ρεπούμπλικο πήγαινε συχνά να πάρει τον αέρα του στο πάρκο, άλλοτε με τον άνθρωπο κι άλλοτε με παρέα άλλων ρεπούμπλικων _ αισθανόταν πολύ όμορφα εκεί, ανάμεσα στις πρασινάδες και στις αλέες, δίπλα στη λιμνούλα με τις βάρκες και την άλλη λίμνη με τα μπρούντζινα βατράχια, που έφτυναν ασταμάτητα νερό και διατηρούσαν σταθερή τη στάθμη της.
Μια Κυριακή το Ρεπούμπλικο βγήκε μαζί με τον άνθρωπο να κάνουν περίπατο στο πάρκο. Εκεί συνάντησαν άλλα γνωστά καπέλα, ανάμεσά τους και κάμποσα γυναικεία καπελίνα. Σαν πιο τρυφερά κι ευαίσθητα, τα γυναικεία καπελίνα συνοδεύονταν πάντα από ομπρέλες. Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα, γεμάτη ρόδινα και πράσινα χρώματα και, μεριές μεριές, λευκά μπουκέτα από τα λουλούδια των ανθισμένων καστανιών. Τα καπέλα δεν μπορούσαν να μείνουν αδιάφορα μπροστά στην ομορφιά της άνοιξης _ τη βίωναν σε κάθε ίνα τους ξεχωριστά. Ήταν ασύγκριτα καλύτερο να κάνεις βόλτες στο δημοτικό πάρκο, από το να κάθεσαι στην κρεμάστρα του διαδρόμου ή στην ντουλάπα και να ακούς τους απροσδιόριστους ήχους του σπιτιού.
Όλα πήγαιναν μια χαρά· τα μωρά κοιμούνταν στα καροτσάκια τους, τα κοντοπόδαρα σκυλάκια και τα λυκόσκυλα ακόνιζαν την όσφρησή τους, η ημέρα λικνιζόταν στις εαρινές μυρουδιές, λιπόθυμη σχεδόν μέσα στα βαριά αρώματα, και κανείς δεν υποψιαζόταν, ούτε καν τα καπέλα, ότι κάπου ψηλά προετοιμαζόταν κάτι που σύντομα θα έπεφτε λυσσομανώντας πάνω στο δημοτικό πάρκο.
Δεν ήταν τυφώνας. Οι τυφώνες καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους· ξεριζώνουν δέντρα _ κι όποιο δέντρο προσπαθήσει να αντισταθεί το κάνουν φέτες. Κάμποσοι ανεμοστρόβιλοι έκαναν την εμφάνισή τους στο χώρο και ψάχνοντας να πιαστούν από κάπου, έμπλεξαν τις αέρινες ουρές τους. Χύθηκαν τότε εντελώς απροειδοποίητα στο πάρκο κι άρπαξαν τα καπέλα.
Το Ρεπούμπλικο ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε στον αέρα, πώς άρχισε να φτερουγίζει και να πετάει σαν πουλί. Πέταξε ώρα πολλή πάνω απ’ τη γη _ αν ήσασταν κι εσείς εκεί και το βλέπατε, θα λέγατε ότι αυτό το καπέλο είναι φτερωτό από γεννησιμιού του· στην πραγματικότητα όμως πετούσε για πρώτη φορά στη ζωή του. Υψώθηκε ψηλότερα από τις κορυφές των δέντρων, έφερε βόλτες από πάνω τους και όταν κοίταξε γύρω του, είδε ότι κι άλλα καπέλα πετούσαν. Πετούσαν ακόμα και λουλούδια και ολόκληρα κλωνάρια. Τότε το Ρεπούμπλικο αισθάνθηκε ότι πέφτει· προτού καλά καλά όμως προλάβει να το συνειδητοποιήσει, κάτι πολύ δυνατό το χτύπησε στην περιφέρεια· το ρεύμα το αγκάλιασε και το έσφιξε τόσο που σχεδόν το τσαλάκωσε· ύστερα όμως χαλάρωσε τη λαβή του και το Ρεπούμπλικο συνέχισε την πτώση του, μέχρι που προσγειώθηκε στην κορυφή ενός δέντρου.
Δεν κατάφερε να περάσει μέσα από το φύλλωμά του. Το δέντρο στεκόταν βαρύ σαν πόδι ελέφαντα και δεν ήθελε να σκύψει και να επιτρέψει στο Ρεπούμπλικο να πετάξει λίγο ακόμα. Έριξε μια ματιά τριγύρω και είδε τα πιο βαριά καπέλα να πέφτουν _ να προσγειώνονται _ στις αλέες και στο γρασίδι. Είδε κι ένα άλλο καπέλο να πετά τόσο ψηλά, που έμοιαζε με τελεία· το κυρίως σώμα των καπέλων όμως πήγαινε προς τη μεριά της λίμνης με τις βάρκες.
Οι επιβάτες των μικρών σκαφών ήταν όλοι τους ασκεπείς. Κάμποσα καπέλα έπλεαν όμορφα όμορφα πάνω στο νερό· κάποιος άνθρωπος άπλωσε το κουπί που κρατούσε για να πιάσει το καπέλο του, αλλά εκείνο έστριψε και ξέφυγε από το κουπί. Εκνευρισμένος ο άνθρωπος σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να το χτυπήσει, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο νερό, αναποδογυρίζοντας ταυτόχρονα και τη βάρκα με τους υπόλοιπους επιβάτες. Οι άλλες βάρκες έσπευσαν να βοηθήσουν, τράκαραν όμως μεταξύ τους· κι ενώ όλοι έσκυβαν να πιάσουν τα καπέλα τους, κάθε βάρκα προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις άλλες με αδικαιολόγητη ανυπομονησία. Τα καπέλα, κυνηγημένα από τον αέρα και τα κουπιά, είχαν μαζευτεί σε μια γωνιά της τσιμεντένιας όχθης της λίμνης, στριμώχνονταν εκεί το ένα δίπλα στο άλλο κι έμοιαζαν με πάπιες που περιμένουν να τις συλλάβουν.
Αυτά κατάφερε να δει το Ρεπούμπλικο, μα αμέσως ο ανεμοστρόβιλος το άρπαξε και πάλι, το ελευθέρωσε από το ελεφαντόδεντρο και το έστειλε στην ομάδα των καπέλων που έτρεχαν στην αλέα. Άρχισε να τρέχει και το Ρεπούμπλικο και διαπίστωσε ότι σε όλες τις αλέες έτρεχε κόσμος πολύς _ φώναζαν κάτι, αλλά όχι θυμωμένα, καθώς όλοι τους προσπαθούσαν να προσθέσουν και κάποια ψήγματα αστειότητας στις φωνές τους. Κάποιος κατάφερε να πιάσει το δικό του καπέλο, αλλά συνέχισε να τρέχει μαζί με τους υπολοίπους.
Περισσότερο απ’ όλους δυσκολεύονταν οι γυναίκες. Ο αέρας σήκωνε τα φουστάνια τους τόσο ψηλά, που κάποιες φορές δεν ήξεραν αν έπρεπε να συνεχίσουν να κυνηγούν τα καπελίνα τους ή να σταθούν ακίνητες με τα πόδια τους κλειστά. Σε μια από τις αλέες μάλιστα οι άντρες είχαν αφήσει τις γυναίκες να περάσουν μπροστά, επιβεβαιώνοντας έτσι τις υποψίες μου ότι περισσότερο διασκέδαζαν με τις γυναίκες παρά κυνηγούσαν τα καπέλα τους. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν και τίποτα κουτσομπόληδες, γιατί κανείς δεν ξέρει τι ψέματα θα διέδιδαν. Μπορεί να υπήρχαν βέβαια και τέτοιοι, αλλά είχαν παρασυρθεί κι αυτοί απ’ το κυνηγητό των καπέλων και προέτρεπαν τις γυναίκες να περάσουν μπροστά, καθώς οι καλοί τρόποι επιβάλλουν να προηγούνται οι κυρίες... Αλλά ας μη σταματήσουμε εδώ κι ας ξαναστραφούμε στα καπέλα, να δούμε πώς χοροπηδούσαν στον αέρα, πώς έτρεχαν πέρα δώθε σαν πραγματικοί κλόουν _ κάποιο έκανε επίδειξη πώς μπορεί να κατεβεί γρήγορα ένα δέντρο, κάποιο άλλο έδειχνε τι θα πει αναρρίχηση σε λείο κορμό, αν και τα περισσότερα πηδούσαν και στριφογύριζαν για δική τους ικανοποίηση και μόνο, χωρίς να δίνουν καθόλου σημασία στο τι συνέβαινε στο δημοτικό πάρκο.
Ένα καπέλο είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί που άρχισε να γράφει ασυνάρτητους κύκλους, αναπαριστώντας την Ιστορία όλων των κοινωνιών, μέχρι που στο τέλος πήδησε κι αυτό στη λίμνη. Αμέσως ακολούθησαν το παράδειγμά του και κάμποσα άλλα. Ένα μάλιστα, προτού κάνει κι αυτό το μακροβούτι του, έδωσε ένα μάθημα περιστροφικού πιλοταρίσματος, μια που η περιφέρειά του ήταν κατάλληλη για πιλοτάρισμα. Ένα άλλο είχε πάρει τόση φόρα, που πέρασε πάνω από τη λίμνη και προσγειώθηκε στην αντίπερα όχθη, αλλά γρήγορα διόρθωσε το σφάλμα του κι έπεσε μέσα. Κι ένας πράσινος κυνηγετικός πίλος, υποβοηθούμενος από το φτερό καρακάξας που είχε καρφιτσώσει στο πλάι του, πήδησε πάνω σε ένα από τα μπρούντζινα βατράχια. Το βατράχι δεν έδειξε να ανησυχεί καθόλου και συνέχισε να φτύνει νερό στη λίμνη.
Tο Ρεπούμπλικο πέρασε πάνω από τη λίμνη λέγοντας από μέσα του ότι δεν είναι καιρός για μπάνια. Ίσως, πάλι, να βουτούσε κι αυτό στη λίμνη, αν ήξερε ότι ανάμεσα στο πλήθος των λουομένων κάποιο άγνωστο καπέλο είχε αρχίσει να βουλιάζει κι έκανε απελπισμένες προσπάθειες να κρατηθεί στην επιφάνεια βγάζοντας συνεχώς μπουρμπουλήθρες, ενώ τριγύρω του τα άλλα κολυμπούσαν χαρούμενα, χωρίς να του δίνουν σημασία.
Στο τέλος πνίγηκε.
Το Ρεπούμπλικο πήρε μια στροφή, αγγίζοντας ελάχιστα τη γη με την περιφέρειά του, και είδε ότι και άλλα καπέλα είχαν αρχίσει να βουλιάζουν. Ο κυνηγετικός πίλος πήδησε από το κεφάλι του βατράχου και πήρε στο κυνήγι ένα χρυσόψαρο, που έκανε το λάθος να βγάλει την ουρά του έξω από το νερό. Το ψάρι κατευθύνθηκε προς το βυθό, αλλά ο κυνηγετικός πίλος το ακολούθησε και το Ρεπούμπλικο σκέφτηκε ότι το ψάρι αποκλείεται να γλιτώσει. Δεν ξαναείδε ούτε το ψάρι ούτε το καπέλο.
Εν τω μεταξύ όλο αυτό αυτό το διάστημα ακουγόταν το ποδοβολητό των ανθρώπων που κυνηγούσαν τα καπέλα τους. «Αν είναι ποτέ δυνατόν!», «Να πάρει ο διάολος!» _ τέτοια φώναζαν οι άνθρωποι. Το Ρεπούμπλικο πήρε μια κλειστή στροφή και προσπάθησε να περάσει ανάμεσα από κάποια πόδια. Πέρασε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να διαπιστώσει το φύλο τους· τα επόμενα πόδια όμως το άρπαξαν ανάμεσα στα γόνατά τους και χρειάστηκε να κάνει άλμα γάτας για να ξεφύγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ικανοποιημένο που γλίτωσε από τους ανθρώπους, αλλά εκείνη τη στιγμή ένα γνωστό χέρι το έπιασε και το σήκωσε από το χώμα.
Ήταν ο άνθρωπος.
Το Ρεπούμπλικο υποτάχτηκε στη μοίρα του κι έμεινε ακίνητο, να δει τι θα επακολουθήσει. Κάποιος έλεγε ότι τούτα τα βρομοκαπέλα περιμένουν να φυσήξει λιγάκι ο αέρας για να την κοπανήσουν κι ότι το δικό του έπεσε μέσα σε μια λούμπα. Η λούμπα βρισκόταν ένα μέτρο μπροστά από τα πόδια του και το καπέλο βρήκε να πέσει ακριβώς εκεί. Βέβαια δεν είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων που θολώνουν και δεν ξέρουν τι κάνουν, είναι και τα μυαλά των καπέλων. Κάποιος άλλος έλεγε ότι είδε παιδικά καροτσάκια να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση κι ότι το καπέλο του πήδησε μέσα σε ένα παιδικό καροτσάκι. Κάποιος τρίτος προσπαθούσε βιαστικά να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Αυτός ο τελευταίος φορούσε το δικό του καπέλο.
Ο άνθρωπος αυτός σταμάτησε στην όχθη της λίμνης όπου πνίγονταν τα άλλα καπέλα κι έβγαλε από το κεφάλι του δικό του καπέλο. Ήταν ένα καπέλο πολυφορεμένο, γέρικο, γεμάτο λίγδες κι αλάτια. Ο άνθρωπος είπε ότι όταν τα άλλα καπέλα έκαναν τρέλες στο πάρκο, το δικό του ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του. Το γείσο του μόνο τρεμούλιασε λιγάκι κι αυτό ήταν όλο. Έβγαλε το καπέλο του και το πέταξε στη λίμνη. Εκείνο, αν και βαρύ από την πολλή χρήση και τα χρόνια, δε βούλιαξε. Αντίθετα αναπήδησε και προσγειώθηκε και πάλι στο κεφάλι του κατόχου του.
Συνέβη και κάποιο άλλο γεγονός, το οποίο έκανε όχι μόνο το Ρεπούμπλικο αλλά και τα υπόλοιπα μουσκεμένα καπέλα που στέγνωναν στην όχθη μαζί με τους ανθρώπους να στραφούν προς τη μεριά του δάσους. Μέσα στο δάσος έτρεχαν και χοροπηδούσαν καλυμμαύχια. Έμοιαζαν με μαύρες γάτες που έτρεχαν με άλματα ανάμεσα απ’ τα δέντρα· τον περισσότερο καιρό όμως, εξαιτίας του κυλινδρικού τους σχήματος, έτρεχαν περιστρεφόμενα όλα μαζί ταυτόχρονα γύρω από τον ιδεατό τους άξονα. Είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο ότι τα καλυμμαύχια μπορούν να διατρέξουν όλη τη γη από τη μια άκρη της μέχρι την άλλη. Εκείνοι που είχαν πιάσει τα δικά τους καπέλα πήγαν προς το δάσος. Το Ρεπούμπλικο είδε κάτι ιερείς να τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα _ τα ράσα τους κυμάτιζαν και λίγο ήθελαν για να πετάξουν κι αυτά. Σε κάποιο σημείο ένα καλυμμαύχι είχε σκαλώσει στο κλαρί κάποιου δέντρου κι ο παπάς-ιδιοκτήτης του, αντί να πέσει στα γόνατα και να ζητήσει με το «Πάτερ ημών» τη βοήθεια του Υψίστου, του πετούσε πέτρες και το έβριζε με λόγια που δε μας επιτρέπεται να αναφέρουμε εδώ. Οι άλλοι παπάδες συνέχισαν τον αγώνα δρόμου πίσω από τα καπέλα τους και αρκετοί πολίτες, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το θρησκευτικό του αίσθημα, ενώθηκαν μαζί τους.
Οι υπόλοιποι επέστρεφαν σιγά σιγά στα σπίτια τους, συζητώντας μεταξύ τους ζωηρά για το πόσο απότομα πιάνουν οι αέρηδες τον τελευταίο καιρό. Και οι δρόμοι της πόλης ήταν αναστατωμένοι. Παντού κόσμος που έτρεχε, λες κι είχε εμφανιστεί τουρκικό ασκέρι μπροστά στα τείχη. Άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον τρέχοντας και το Ρεπούμπλικο είδε ένα καπέλο να χώνεται φτερουγίζοντας στο παράθυρο ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου _ τόσο ψηλά πετούσε. Σε ένα σταυροδρόμι ο άνθρωπος και το καπέλο ζάρωσαν, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, γιατί ερχόταν προς το μέρος τους καλπάζοντας η έφιππη αστυνομία. Ακολουθούσαν καταπόδας τα πηλήκιά τους, σαν να είχαν πάρει στο κατόπι αλαφιασμένο κοπάδι προβάτων. Τα αστυνομικά πηλήκια πέρασαν το δρόμο με γρήγορο στρατιωτικό βηματισμό, χωρίς να χαλάσουν την παράταξή τους, και με την ίδια πειθαρχία έστριψαν όλα μαζί στο διπλανό σοκάκι. Οι οπλές των αλόγων τίναζαν σπίθες και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι στο τέλος θα κατάφερναν να συλλάβουν τους δραπέτες, γιατί η αστυνομία είναι εκπαιδευμένη και γνωρίζει επακριβώς τι πρέπει να κάνει όταν κάποιος αποδρά.
Οι ανεμοστρόβιλοι έφεραν τις στροφές τους και κατευθύνθηκαν προς τον ωκεανό, για να συναντηθούν εκεί με τους ομοίους τους.
Έτσι έληξε αυτή η ιστορία με την τρέλα που είχε πιάσει τα καπέλα. Δεν ήταν απειλή εκ μέρους τους, αλλά μια προειδοποίηση ότι στα καλά καθούμενα, έτσι όπως κάθεσαι ανύποπτος, μπορείς να χάσεις το καπέλο σου για πάντα. Είναι πολύ σκληρό να παρακολουθείς έναν άνθρωπο να κυνηγάει το καπέλο του. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι και άκρως προσβλητικό, αν ο άνθρωπος αυτός είναι κάποιος επώνυμος.