Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Ο Ιορντάν Ραντίτσκοφ (1929-2004) εργάστηκε αρχικά ως ανταποκριτής και συντάκτης, σε καθημερινή εφημερίδα, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τη λογοτεχνική εφημερίδα Λογοτεχνικό Μέτωπο. Έχει συγγράψει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και σενάρια. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά, ουκρανικά, τσέχικα, σλοβακικά, ουγγρικά, πολωνικά, φιλανδικά, σουηδικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά, και ιταλικά. Στα ελληνικά οι νουβέλες του με τίτλο Το εύηχον σκεύος κυκλοφορούν από τις εκδ. Κέδρος, μτφρ. Πάνος Σταθόγιαννης.
ΤΟ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΟ
Προς την Αυτού Μεγαλειότητα, τον Αναγνώστη
ΠΡΟΤΟΥ ΠΕΡΑΣΩ ΣΤΟ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΟ, θέλω να δώσω κάποιες εξηγήσεις στην Αυτού Μεγαλειότητα, τον Αναγνώστη.
Είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη η ερώτηση για ποιο λόγο να πρέπει να γραφτεί κάτι για το Ρεπούμπλικο και όχι για τον άνθρωπο!
Κι εγώ, στην αρχή, όλο τον άνθρωπο σκεφτόμουν, αλλά όσο περισσότερο τον σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο εκείνος γερνούσε κι έχανε το χρώμα του. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι μια μέρα έπεσε κάτω και πέθανε. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πεθάνει και για να προφυλαχτεί απ’ αυτόν το δυσάρεστο αναχρονισμό, ή για να τον απομακρύνει όσο πιο πολύ μπορούσε από κοντά του, κοιμόταν με μεγάλη επιμέλεια κι έτρωγε με μεγάλη επιμέλεια· με την ίδια επιμέλεια συμμετείχε σε συνεδριάσεις, φταρνιζόταν, ταξίδευε και, μερικές φορές, εκφραζόταν με γλώσσα ιδιαιτέρως ανθηρή, λέγοντας ότι φέρουμε το βάρος της ευθύνης μας κι ότι πρέπει αυτή την ευθύνη να τη συνειδητοποιήσουμε όσο πιο πολύ γίνεται. Όμως παρά την ανθηρή του γλώσσα, παρά το γεγονός ότι έτρωγε, κοιμόταν, ξυριζόταν και πολλαπλασιαζόταν ως είδος, έχω την εντύπωση ότι μια ημέρα έπεσε κάτω και πέθανε.
Το Ρεπούμπλικο όμως έμεινε!
Ούτε ξυριζόταν ούτε έτρωγε ούτε φταρνιζόταν _ θα μπορούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι ήταν απολύτως αγράμματο· να όμως που έμεινε. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος με παρόμοιες αδικίες. Πώς είναι δυνατόν τα πάντα γύρω μας, που ούτε υποφέρουν ούτε τρώνε ούτε βγάζουν λόγους ούτε φέρουν καμία ευθύνη, να μένουν κι εμείς να φεύγουμε; Τότε για ποιο λόγο βγήκαμε σεργιάνι σ’ αυτή την ανισόπεδη επιφάνεια της ζωής; Για να αφήσουμε πίσω μας έναν τάφο, ένα χορταριασμένο ομοίωμα ρεπούμπλικου, και καθώς θα ακούγεται η φράση «Aποκαλυφτείτε», εμείς να φεύγουμε για πάντα από τη ζωή! Άραγε το έχουμε ποτέ σκεφτεί ότι στο τέλος της ζωής μας στρεφόμαστε και πάλι προς τα καπέλα κι ότι τα καπέλα είναι αυτά που μας αποδίδουν τις τελευταίες τιμές;
Αλλά ας συνεχίσουμε τη διήγησή μας!
Το προαναφερθέν Ρεπούμπλικο έφτασε στη Βουλγαρία εξαιτίας κάποιου Βούλγαρου. Ο Βούλγαρος αυτός, κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεώς του στην Ιταλία τον καιρό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αγόρασε το Ρεπούμπλικο _ γιατί μόνο ένας ηλίθιος θα πήγαινε στην Ιταλία και θα έφευγε χωρίς να αγοράσει Ρεπούμπλικο. Εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία τα πράγματα ήταν μια χαρούλα _ ο Μουσολίνι δεν είχε αρχίσει ακόμα να σπέρνει σιτάρι στα δημόσια πάρκα κι ύστερα να το αλωνίζει στις πλατείες της Ρώμης. Το Ρεπούμπλικο για το οποίο γίνεται λόγος ήταν μάρκας «Μπορσαλίνο», που θεωρούνταν η κορυφή _ το Έβερεστ _ των ρεπούμπλικων. (Οι Ευρωπαίοι ονόμαζαν Έβερεστ την Τσομολούνγκμα, την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, η οποία δεν είχε ακόμα πατηθεί από τους Τένσινγκ και Χίλαρι κι είχε καταπιεί αμέτρητες εξερευνητικές αποστολές στους παγετώνες της.) Οι Ιταλοί είχαν εφεύρει μια δική τους πατέντα κατασκευής ρεπούμπλικων και τα καπέλα τους αυτά ήταν τα ελαφρότερα στον κόσμο.
Τα αναπτυγμένα και πολιτισμένα κράτη είχαν προσπαθήσει να αντισταθούν στην επέλαση του ρεπούμπλικου. Το ημίψηλο, για παράδειγμα, έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατήσει τη θέση του, όμως παρά την αντίστασή του περιορίστηκε στη σφαίρα της διπλωματίας. Όταν πυροβόλησαν το βασιλιά της Σερβίας πάνω στην άμαξά του, πρώτο το ρεπούμπλικο σκέπασε το φόβο στο πρόσωπο του μονάρχη· γιατί το πρόσωπο ενός βασιλιά πρέπει να είναι ή χαμογελαστό ή ανδροπρεπές ή ευγενικό. Ποτέ φοβισμένο. Σιγά σιγά το ρεπούμπλικο κυριάρχησε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έριξε στο Δούναβη τους καστόρινους σκούφους της Ουγγαρίας και της Βλαχίας, εξόρισε κάπου βόρεια τους κορδωμένους τιρολέζικους πίλους και εκπόρθησε ακόμα και τη βρετανική νήσο, κλέβοντας τις καρδιές των Εγγλέζων _ προς μεγάλη τους έκπληξη. Οι κάτοικοι της Βρετανίας συνέχισαν να καπνίζουν τις πίπες τους μπροστά στο τζάκι και να διαβάζουν Ντίκενς και αποδέχτηκαν το ρεπούμπλικο με ένα χαμόγελο παρόμοιο με εκείνο της Τζοκόντας. Σύντομα άρχισαν να το βγάζουν βόλτα με τις περίφημες Ρολς Pόις τους και παρηγορήθηκαν κάπως από τη διαπίστωση ότι με το ίδιο χαμόγελο είχαν αποδεχτεί και τον κοινοβουλευτισμό.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν, όταν η μισή γη βρισκόταν υπό τη σκιά του ρεπούμπλικου και η άλλη μισή υπό τη σκιά του σιδερένιου στρατιωτικού κράνους, ο Βούλγαρός μας, λίγο προτού πάρει το δρόμο της επιστροφής προς την πατρίδα του, αγόρασε το περί ου ο λόγος Ρεπούμπλικο από την Ιταλία.
Καλπάζοντας τρελά