Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Ο Γκεόργκι Γκρόζντεβ (γεν. 1957) έχει σπουδάσει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Από τo 1991 διευθύνει τον εκδοτικό οίκο Balkani, ενώ από το 2002 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Λογοτεχνικά Βαλκάνια. Έχει εκδόσει συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και δύο μυθιστορήματα, Ο άχρηστος και το Πλιάτσικο. Το δέυτερο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Μανδραγόρας (2008), μτφρ. Χρίστου Χαρτοματσίδη. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί επίσης στα σερβικά, αγγλικά, κροατικά, γαλλικά, αρμενικά, γερμανικά, ρουμάνικα.
Tο "Πλιάτσικο" εκδόθηκε στη Bουλγαρία το 2005 και ενώ από μια πρώτη προσέγγιση μπορεί να ενταχθεί στη λεγόμενη ανιμαλιστική λογοτεχνία που έχει πλούσια παράδοση στη Bουλγαρία, μια πιο ουσιαστική ανάγνωση αποκαλύπτει ότι στο μυθιστόρημα του Γκρόζντεβ, η φύση, οι ιστορίες κυνηγιού, τα ζώα είναι μονάχα η καλλιτεχνική μορφή, η φόρμα.
Η λέξη «πλιάτσικο» έχει αιώνια χρήση και βαθιές ρίζες. Το νόημα της είναι το ίδιο σε όλους τους βαλκανικούς λαούς. Και κατά κάποιον τρόπο τους φέρνει πιο κοντά.
«Πλιάτσικο» σημαίνει:
- «χτύπημα», «πληγή», «απώλεια»,
- αρπαγή ή απαγωγή σε καιρό πολέμου,
- κάτι που αποκτάμε με κλοπή,
- ζώο που το έχει επιτεθεί άνθρωπος
- ζώο που το κυνηγάει άλλο ζώο
- κάτι που παίρνουμε φθηνά, χωρίς κόπο.
Η βάση της προέρχεται από το «πιέζω», «συμπιέζω», «επιτίθεμαι ξαφνικά και ύπουλα ». Οι λατινικές ερμηνείες της λέξης παραπέμπουν στην «αιχμαλωσία», «πανώλη», «χολέρα», «θράσος», «να βγάλεις την ψυχή κάποιου», «λοιμός».
Έχει και δεύτερη πιο στενή σημασία της λέξης – με την έννοια του «ρούχου». Αυτό που φοράμε στην πλάτη μας κι αυτό που μας έχουν αρπάξει είναι ένα και τ’ αυτό.
-
«Όποιος φοβάται τις αρκούδες να μην μπαίνει στο δάσος.» Με αυτήν την παροιμία ο Χάντερ υποδέχεται την κυρία από την Αμερική. Η Μαίρη είναι στο παρατηρητήριο. Το φεγγάρι κρύβει το πρόσωπό του πίσω απ’ τα ξεθωριασμένα σύννεφα. Έχουν στήσει ενέδρα για αρκούδα.
Άθελά ακουμπάει το γόνατό της στο δικό του. Αυτός χαμογελάει. Η Μαίρη βγάζει το κυνηγητικό της τζάκετ. Κάνει ζέστη. Σκίζει το εισιτήριο επιστροφής για την Αμερική. (Και να μην είναι αλήθεια, ας μείνει έτσι για να μην χαθεί το αμερικάνικο όνειρο.)
Το παρατηρητήριο είναι φτιαγμένο γερά, με δοκάρια από πεύκο. Έχει μόνωση και γυάλινη πόρτα για να μην μπαίνουν νυφίτσες κι άλλα μικρά ζωάκια. Ο χώρος είναι εμποτισμένος με άρωμα ρετσινιού, καπνού, μπαρουτιού κι αμερικάνικης ορμόνης. Μυρίζει πραγματική ζωή. Λαιφ αγορασμένη για λίγο έναντι καλής πληρωμής. Ταπεινό εισιτήριο για άφιξη στο προσωπικό είναι μας, άγριο και πραγματικό. Η Μαίρη έχει έρθει και πριν εδώ! Κι ακόμη πολλές φορές θα ξανάρθει.
Αποφεύγει τους αδύναμους. Αυτοί αναζητούν στη Μαίρη τα ομοιώματα των μαμάδων τους. Τρέμουν σαν τους αρουραίους για τα λεφτά. Ή για την υγεία τους. Η Μαίρη μισεί τους ανθρώπους που δεν μπορούν να χάνουν. Πολλοί θα ήθελαν να την έχουν. Δεν τους επιτρέπει να νομίζουν, πως όλα είναι εφικτά. Της αρέσουν οι μη συμφέρουσες συναλλαγές. Διψάει για ζωή. Που είναι ο άντρας που θα της επιστρέψει την απεραντοσύνη του κόσμου, που θα την βγάλει έξω απ’ τους λαβύρινθους; Τον αναζητάει ενστικτωδώς.
Ο σιωπηλός κυνηγός την έλκει. Συνέχεια βρίσκεται σε επαφή μαζί του. Δεν χρειάζεται να του εξηγεί τίποτα. Είναι σαν το σκύλο. Όλα τα καταλαβαίνει και πάντα βρίσκεται εκεί που πρέπει. Δεν γίνεται φορτικός. Εκπέμπει φυσικότητα, σιγουριά και ηρεμία. Ότι λέει το κάνει. Δεν δικαιολογείται. Και δεν κάθεται να λυπάται τον εαυτό του. Σαν ο κόσμος όλος να του ανήκει.
Οι καρδιές λιώνουν απ’ το ρακί του Χάντερ κι απ’ το ευωδιαστό κατσαμάκι. Πέρα από ρέμα, εκεί στην πλαγιά, δίπλα στο δάσος έχουν ρίξει σιτάρι και κριθάρι. Τα αγριογούρουνα έρχονται τακτικά. Κάθε χειμώνα στο λευκό ξέφωτο σκοτώνουν πέντε έξι απ’ αυτά με χαυλιόδοντες άξιους για τρόπαια. Το βουνό προσφέρει.
Τα σκυλιά είναι δεμένα. Οι κουρτίνες τραβηγμένες. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Όλοι λουφάζουν. Ήρθε η ώρα να σωπάσουν. Οι κουβέντες δεν έχουν τελειωμό.
Από το παράθυρο – πολεμίστρα ο Χανς παρακολουθεί με τα κιάλια. Κοιτάει και μέσα από τη δίοπτρα της καραμπίνας. Απόψε, απ’ τα μητρώα της ζωής θα διαγραφεί ακόμα ένας κάπρος. Αρσενικό έτοιμο να γονιμοποιήσεί.
Εμφανίζεται η κηλίδα. Κινείται πότε μπρος, πότε πίσω. Αφουγκράζεται. Μυρίζει τον αέρα. Αρχίζει να τρώει. Κάτω απ’ το φεγγάρι και τα σύννεφα, η κηλίδα φαίνεται σαν χνούδι από σκοτεινή ύλη. Σαν εκείνους τους γαλαξίες από την κοιλάδα Γκαμ, που βρίσκονται σε απόσταση δύο χιλιάδες έτη φωτός από μας. Σκέψου ξαφνικά να ορμήξει μέσα από τις σκιές του δάσους ο βιβλικός, μυθικός κάπρος.
Μα κι ο Χανς είναι αταβιστικό ζώο. Αραδιάζει τα φυσίγγια στο γεμιστήρα προσεχτικά με συγκρατημένη την ανάσα.
Ο προβολέας λούζει το ξέφωτο. Φαίνεται σαν γυμνό. Το αγριογούρουνο σηκώνει τη μουσούδα του. Είναι με το μέτωπο προς τον κρυψώνα του Γερμανού. Καθόλου εύκολο σαν στόχος.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια και κοιτάει αμήχανα. Σαν να ψάχνει το μπουρνούζι του στο μπάνιο. Το εκπλήσσει ο φωτεινός κύκλος πέρα από το ρέμα. Του μοιάζει με διαστημικό πιάτο. Μπας και ήρθαν οι εξωγήινοι πρόγονοι για να το πάρουν μαζί τους; Το προσκλητήριο τους έρχεται καταπάνω του. Ανοίγει στην ωμοπλάτη του τη δική του μαύρη τρύπα από την οποία θα ξεπεταχτεί, ή μήπως στην οποία θα βυθιστεί η ψυχή του κάπρου.
Ήδη σπαρταράει στην ανηφόρα. Κλοτσάει τη γη. Άτιμο σημείο! Του την είχανε στημένη! Πεθαίνει με τη γλώσσα δαγκωμένη. Το αίμα κυλάει αργά κάτω απ’ το τρίχωμα. Απορροφάει. Αφήνει το κωδικό του πριν αναχωρήσει μπροστά σε τόσους μάρτυρες. Σε μια στιγμή ο κάπρος εκσπερματώνει. Μόνο η φύση μπορεί να διανοηθεί κάτι τέτοιο. Μέσα στο θάνατο να σου έρθει οργασμός. Και το σπέρμα απορροφάει.
Ο Χάντερ συγχαίρει τον κυνηγό. Συνήθως, επαναλαμβάνει τη βολή ένα δευτερόλεπτο αργότερα. Αν το γουρούνι δεν έχει πέσει με την πρώτη, να πέσει με τη δεύτερη.
Τώρα δεν το κάνει. Δεν θέλει να πάρει το κυνήγι του Χανς. Είναι σίγουρος σ’ αυτόν. Οι άντρες έχουν μαζευτεί έξω. Είναι περίεργοι σαν παιδιά. Καλή βολή. Με χειρουργική ακρίβεια. Στα μεγάλα θηράματα το ζώο ανήκει σ’ αυτόν που ρίχνει πρώτος.
Το διαστημικό πιάτο χάνεται. Το κυνηγητικό καταφύγιο επιστρέφει. Μερικά δωμάτια για τους επισκέπτες. Μεγάλη αίθουσα με τζάκι. Συνηθισμένη όψη – καπνοδόχος, φιλήσυχα παράθυρα. Σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Τα ζώα είναι εδώ στο σπίτι τους. Οι άνθρωποι είναι παρείσακτοι. Το δάσος τινάζει από πάνω του τον απόηχο του πυροβολισμού. Δεκάδες ζωντανά κι άγρια μάτια με τις ώρες θα επαγρυπνούνε μετά το συμβάν. Θα κοιτάζουν γύρω, γύρω. Το κοπάδι του κάπρου δύσκολα θα ξανάρθει. Δεν είναι θέμα συναισθηματισμού. Θα μπορούσαν να φάνε και δίπλα στο πτώμα του. Μόνο σε μας τους ανθρώπους μας αρέσει να ποζάρουμε. Να παριστάνουμε τους κακόμοιρους ή τους ήρωες. Ο θάνατος είναι σοφή επιστροφή στον χώρο που ήμασταν πριν γεννηθούμε. Τα αγριογούρουνα το ξέρουν καλύτερα από μας. Απλώς, βρίσκονται σε επαγρύπνηση. Τα αναστατώνουν οι μυρωδιές που ξεμείνανε.
Μετά τα μεσάνυχτα θα ξανάρθουν. Ο Αχμέτ έχει ρίξει σπόρους. Είναι πολύ πιο νόστιμοι από τις ρίζες. Αν ο άνθρωπος του Χάντερ ξεχάσει την τροφή τους, θα πρέπει να τριγυρνάνε τριάντα χιλιόμετρα. Τόσο διασχίζουν μέσα σε μια νύχτα.
Από το σώμα του κάπρου αναδύεται αιματηρός ατμός. Ξαφνικά γρυλίζει. Μόλις του είχαν πιάσει το πόδι.
Τον τράβαγαν.
Κλότσησε και πήδηξε όρθιος. Ζαλίστηκε. Τα πρώτα του βήματα ήταν αβέβαια. Μετά άρχισε να τρέχει. Τους ξέφυγε κάτω απ’ τη μύτη. Δεν είχαν πάρει την καραμπίνα. Βγήκαν μόνο με τα πουκάμισα, ζεσταμένοι και χαρούμενοι. Κι όμως, έπρεπε να επαναλάβει τη βολή. Τώρα ήταν υποχρεωμένος να βρει το τραυματισμένο ζώο. Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα.
Ο Χάντερ βρέθηκε στο εκτροφείο, όταν τον προκάτοχό του τον είχε ξεκοιλιάσει αγριόχοιρός. Έτσι άνοιξε η θέση. Αρκετοί αρνήθηκαν το διορισμό στο ξεχασμένο κι απ’ τον Θεό μέρος. Ο Χάντερ όμως, ήρθε εθελοντικά. Η Αρχυρό, μόλις τον είχε εγκαταλείψει. Μήνες μετά η κόρη τους η Αναστασία είχε εξαφανιστεί.
Στους θάμνους, γύρω απ’ το ρέμα ακούγονται σκυλήσια ουρλιαχτά. Ο κάπρος απαντάει κοφτά κι εχθρικά. Το αίμα του τον πνίγει. Μια βροντή ξυπνάει το φεγγάρι. Το αρσενικό οργώνει με τους χαυλιόδοντες του το χιόνι. Γλιστράει προς τον Χάντερ. Ο άνθρωπος δεν κουνιέται. Από την κάνη της καραμπίνας βγαίνει καπνός με οσμή μπαρουτιού. Το σκυλί αιμόφυρτο σπαρταράει, έχοντας δαγκώσει το αυτί του αγριογούρουνου. Δεν μπορεί να το κόψει. Ο Χάντερ του φωνάζει: «Άσε!». Το σκυλί υπακούει και πέφτει ανάσκελα. Το παίρνει στην αγκαλιά του σαν μωρό. Πίσω του, σέρνουνε το τρόπαιο του Χανς. Ο κάπρος ρέγχει που και που. Και το σκυλί αλαφιάζει μέσα στα χέρια του Χάντερ τρομαγμένο από τους ρόγχους.
Ο Χανς φιλοσοφεί: Αφού άρχισαν να φτιάχνουν τους δρόμους, πάει να πει πως το κράτος συνέρχεται. Το πολύ σε δεκαπέντε – είκοσι χρόνια θα είστε εντάξει.
Ο Χανς αγαπάει τις γυναίκες. Ξέρει να τις περιποιείται. Ιδιαίτερα ανάβει μετά από το κυνήγι. Σπεύδει να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του και μ’ αυτόν τον τρόπο. Για τα λεφτά οι κυρίες τον ακολουθούν υπάκουα.
Μια φορά έτυχε να σπάσει το κρεβάτι. Μετά παρήγγειλε σιδερένιο. ΄Έφερε και καθρέφτες για τους τοίχους και το ταβάνι. Ήθελε να καμαρώνει τον εαυτό του την ώρα του σεξ. Ο Αχμέτ κι ο Ντάντσο κουβάλαγαν τους συσκευασμένους καθρέφτες στην πλάτη. Σπάσανε έναν μέχρι να φτάσουν στο μικρό καταφύγιο. Από εκεί και πέρα είναι τα λημέρια των αρκούδων.
Ψιλοκουβεντιάζουν δίπλα στο τζάκι. Ο Χανς είναι κατηγορηματικός. Ο πραγματικός άντρας τουλάχιστον μια φορά το μήνα μεθάει μέχρι να πέσει αναίσθητος. Μα, αυτό είναι ρώσικο έθιμο! γελάει ο Χάντερ. Μετά την εξαφάνιση της Αναστασίας, αποφεύγει το ποτό.
Ο Χανς ρωτάει: «Πόσες φορές πια, μίστερ Χάντερ, επισκευάζετε την ηλεκτρική σας σκούπα «Ρακέτα»; Γιατί δεν αγοράζετε καινούργια;»
Τακτικά αγκαλιάζονται και τραγουδάνε:
Αν θέλεις να ‘σαι σύζυγος σωστός
Στο θέμα της τιμής σου σεβαστός
Μην δίνεις σημασία τι σου λένε –
Γυναίκα πάρε απ’ το Κρουσοβένε
Το πάθος του ξένου για τη σκοποβολή κάνει τον Χάντερ να χαμογελάει. Ούτε που υποψιάζεται – ο Χανς ονειρεύεται να γίνει καλύτερος απ’ αυτόν, να είναι ο πιο σπουδαίος εραστής και κυνηγός. Και καταβάλει τρομερές προσπάθειες.
Το μονοπάτι προς την καρδιά του βουνού είναι στενό κι απόκρημνο. Αν ξεπέσεις δεν γλιτώνεις. Το δάσος είναι βαμμένο με ζεστά χρώματα. Το φθινόπωρο αναπολεί το πράσινο καλοκαίρι. Στο χώρο αιωρούνται ιστοί αράχνης. Παγιδεύουν την θλίψη που πηγάζει.
Αν ο Χάντερ ήταν ζώο δε θα μπορούσαν ποτέ να το σκοτώσουν. («Χάντερ» είναι το παρατσούκλι του κυνηγού που του έχουν δώσει οι ξένοι – δικοί του φίλοι και πελάτες Hunter – κυνηγός, hunt – κυνηγώ.) Είναι επιφυλακτικός στους συνηθισμένους δρόμους. Αλλάζει ξαφνικά την πορεία. Ξεγλιστράει.
Από το εκτροφείο έρχεται η μεγάλη είδηση. Οι φυλλάδες πεινάνε. Ελπίζουν να βγάλουν κάτι. Με όλα τα μέσα και με κάθε τίμημα προσπαθούν να επιβιώσουν, να επιμηκύνουν την εφήμερη ζωή τους. Όταν κανείς τις διαβάζει καταλαβαίνει – η ζωή μας είναι αγγελτήριο θανάτου γραμμένο από λωποδύτες.
Ο Χάντερ είναι πέρα στα βουνά. Σκεπασμένος με σιωπή. Το κυνήγι των ανθρώπων έχει τους αυστηρούς του κανόνες, όπως και το κυνήγι των θηραμάτων. Ο Χάντερ είναι άνθρωπος του ρίσκου. Πολλές φορές τον έχουν πυροβολήσει, πολλές φορές τον έχουν σκοτώσει. Δεν γίνεται να τον πιάσουν οι διψασμένοι για αίμα δειλοί. Ας τον βρουν πρώτα και μετά ας διαβούν την υπεράνθρωπη πορεία του. Τότε μόνο να τον φτάσουν. Και τέλος - να τον πετύχουν με τη δίοπτρά τους στην πρώτη σελίδα. Μοναδικός ζωντανός ανάμεσα σε καταδικασμένος. Σπάνιο κυνηγητικό τρόπαιο! Το κεφάλι του είναι απαραίτητο για διακόσμηση, μα και για επιβεβαίωση – πως κανείς δεν θα γλιτώσει.
Οι πλαγιές των βουνών είναι γαλανές μέχρι των ορίζοντα. Όταν αυτές οι πλαγιές ήταν γυμνές ο Χάντερ έφερνε με τα χέρια χώμα και ρίζες. Για να υπάρχει το δάσος, για να έχει το δικό του τίμιο ψωμί.
Μπορείς να σκοτώνεις. Μπορείς και να δημιουργείς. Είσαι ελεύθερος να επιλέγεις το ένα απ’ τα δύο. Εξαρτάτε με τι εξαγοράζεις το μέλλον. Σε τέτοια διάσταση του χρόνου βυθίζεται ο Κυνηγός των στιγμών. Πώς να τη διασχίσει; Είναι οπλισμένος κι επικίνδυνος. Είναι είδος προς εξαφάνιση.
Κυνήγι ελαφιών, πολλά ελάφια, αγριογούρουνα, αρκούδες, λύκοι, ελαφίνες, ζαρκάδια… Πόσες εκπλήξεις έχει ζήσει πια ο Χάντερ; Ελάφι που το είχαν πετύχει ξεψύχησε κατά την διάρκεια του άλματός του. Τέσσερις αρκούδες τους ξάφνιασαν την ώρα που παραφυλάγανε για αγριογούρουνα. Η μια έπεσε πάνω στον Βίλχελμ. Από το στρες η αρκούδα χέστηκε πρώτη, λίγο πριν το κάνει κι ο κυνηγός. Ο γερμανός έριξε με το όπλο που το είχε αγκαλιά μέσα στον ύπνο του.
Οι λόφοι κυματίζουν και σαν θάλασσα απομακρύνουν τον ορίζοντα. Μήπως, ο τόπος αυτός είναι αυτός που λένε: «πέρα απ’ τα εννιά βουνά στο δέκατο»; Κάπου εκεί, στο άγνωστο, υπάρχει ερημωμένο χωριό με δύο κατοίκους. Μέσα σε πέτρινο σπίτι μια αρκούδα σκοτώνει πρόβατα. Την άνοιξη οι άρχοντες των βουνών ξετρελαίνονται από την πείνα. Βόσκουν γερά. Μόνο με χόρτα όμως, δεν αντέχουν. Το μαγικό τους λίπος έχει πια λιώσει. Έχει επιβίωσε η αρκούδα. Έχει αποθηλάσει τα μικρά της.
Το ποταμάκι σέρνεται. Κάτω απ’ τις πέτρες κρύβεται πέστροφα. Φράζεις το νερό. Σηκώνεις και μαζεύεις. Οι ντόπιοι κάτοικοι κάπως έτσι επιβιώνουν μόνο με ψάρι, πατάτες και πρόβατα. Εδώ έρχεται συχνά ο τραπεζίτης Χανς από το Μόναχο. Φωτογραφίζει τα δέντρα, τον ουρανό, τα λουλούδια, τα πέτρινα σπίτια, τις πλαγιές. Τους θηροφύλακες που ανάβουν φωτιές στο χιόνι. Έχει αφήσει λεύκωμα με ζωγραφιές λαγών και αρκούδων. Τις έχει ζωγραφίσει την ώρα που ξεκουραζότανε δίπλα στο τζάκι και ροφούσε ρακί. Αν αμφιβάλετε για το βαθμό – ο θηροφύλακας, ο Αχμέτ φέρνει το σπιρτόμετρο. Για το παράνομο ποτό δεν πρέπει να μιλάς ή να γράφεις. Με την ίδια λογική βγαίνει, πως η ζωή σου δεν είχε νόημα, αν δεν έχεις περιπλανηθεί στα βουνά.
Το ξέφωτο είναι επικίνδυνο, μα όχι πάντα κι όχι για όλους. Είναι σωτήριο στις χειμερινές νύκτες. Δεν είναι τυφλός άρπαγας σαν τον λύκο που ένα θα φάει και δέκα θα πνίξει. Η παιδική θνησιμότητα ανάμεσα σ’ αυτούς τους λόφους κι αυτές τις ρεματιές, φτάνει τα ενενήντα πέντε τις εκατό. Γι αυτό κι ο σπόρος του αρσενικού έχει διαστημική σημασία. Ο πολιτισμός σκοτώνει τα ένστικτα του ανθρώπου. Τον διαφθείρει. Ο Χάντερ δεν καταλαβαίνει. Οι διωγμοί δεν εξαφάνισαν τον λύκο. Αυτός όμως, αφάνισε τα νεογνά. Αγέλες αδέσποτων σκύλων σκοτώνουν επαγγελματικά, εκπαιδευμένα από τα μέχρι χθες αφεντικά τους.
Ο άνθρωπος θέλει να βοηθήσει, να αλλάξει, να τακτοποιήσει. Ο νους είναι φτιαγμένος για να ψάχνει την τάξη στο Σύμπαν, την αρμονία μέσα στην αταξία και το χάος. Τι αυτοπεποίθηση – να πιστεύεις πως κυριαρχείς πάνω στην εντροπία της ύπαρξης. Ωραίος, μα ίσως καταδικασμένος πόθος.
Τεράστιος λύκος ξεφεύγει από τον Βίλχελμ. Ο Κοκκινομάλλης αποκρίνεται: «Αου- ου- ου!» Κι ο Χάντερ επίσης. Σε λίγο ξανά ο λύκος: «Αού- ου- ου!» Διακρίνεται ανάμεσα στα δέντρα – το θηρίο πλησιάζει. Ο αφηρημένος Βίλχελμ σαν να μετράει τα βουνά. Ο Χάντερ σωπαίνει. Ο Βίλχελμ έχει αποκοιμηθεί. Μοιάζει με μανεκέν από περιοδικό για κυνηγούς – από τις μπότες – μέχρι το καπέλο με το φτερό και την σούπερ δίοπτρα. Το κεφάλι του Κοκκινομάλλη προβάλει κοντά. Ο Βίλχελμ ξαφνιάζεται. Ο Κοκκινομάλλης γυρνάει και προτάσσει τα στήθη του. Κάποιος ουρλιάζει. Σίγουρα είναι η λύκαινα που έχει χαθεί από προσώπου γης την προηγούμενη εβδομάδα. Η καραμπίνα το Βίλχελμ ξερνάει φωτιά. Πέφτουν σπασμένα κλαριά.
Το Σύμπαν δεν τον θέλει σήμερα τον Κοκκινομάλλη. Χάνεται με την σκέψη για την λύκαινα που τον καλεί. Μπορεί και πάλι να τον καλέσει. Τώρα ίσως να κρύβεται από τα δίποδα. Ο Κοκκινομάλλης όμως, στάθηκε θαρραλέα. Δεν δείλιασε. Παρόλο που είδε τον άλλον με το φτερό, περίμενε μέχρι το τέλος την αγαπημένη του. Δεν έκλεισε τα μάτια μπροστά στον θάνατο. Μετά, όταν έφευγε ένιωσε ανάλαφρος. Ο Βίλχελμ πυροβολούσε πίσω του, μέχρι να αδειάσει ο γεμιστήρας.
Σίγουρα η λύκαινα από κάπου τον θωρεί. Θα κατέβει στον Κοκκινομάλλη μαζί με το πρώτο χιόνι. Αύριο θα χιονίσει, θα χιονίσει… Ο Κοκκινομάλλης θα βυθιστεί στα σοφά της μάτια.
Ο Χάντερ τραντάζεται από τα γέλια: «Ρε, εμείς αυτόν τον λύκο τον έχουμε για εκπαιδευτικό. Και στον Ντάντσο μπροστά βγήκε, και στον Αχμέτ. Προσπαθούμε να τον ξεγελάσουμε. Έρχεται και τον χάνουμε.» Ο ξένος αντιλαμβάνεται κάτι από την ανάλυση. Χαμογελάει ένοχα. Δεν είχαν προγραμματίσει για λύκο. Περιμένανε αγριογούρουνο. Αν σκοτώσεις λύκο και τα δισέγγονα σου θα καμαρώνουν μπροστά στην φωτογραφία σου.
Η Μαίρη δεν θέλει να κατέβει απ’ το παρατηρητήριο. Ποια είναι τα πιο ελεύθερα πλάσματα στη γη; - ρωτάει ο Χάντερ. Η κατσίκα του δασοφύλακα και η γυναίκα του κυνηγού. Η πρώτη βόσκει όπου της αρέσει. Η δεύτερη κάνει ότι της καπνίσει όταν λείπει ο κυνηγός. Όταν χαλαρώσει από το απαλό ρακί ο Χάντερ περηφανεύεται. Ο κουρασμένος κυνηγός είναι καλύτερος στον έρωτα από δέκα μπαρμπέρηδες. Και γιατί ακριβώς μπαρμπέρηδες; Γιατί είναι ξεκούραστοι, όλο στην ίδια θέση κάθονται. Δεν τριγυρνάνε μέρα νύχτα.
…Μόλις που προλαβαίνει να συνέρθει η Αμερικάνα. Ενθουσιασμένη και ζεσταμένη είχε κοιτάξει τυχαία απ’ το παρατηρητήριο. Η αρκούδα ήταν ήδη στο ρέμα. Καθόταν σαν ηλίθια. Τους χάζευε. Από τον φόβο της η Μαίρη ξεφώνησε. Για να την προλάβουν ο Χάντερ έβγαλε την καραμπίνα απ’ το παράθυρο. Ο Αρκούδος δεν είχε χρόνο για να ποζάρει. Με ένα «Φου!» το έσκασε. Ενοχλημένος, ο Χάντερ δάγκωσε το μουστάκι του. Έσπρωξε το παραθυράκι. Τέτοιος πελώριος και με φαρδιές πλάτες. Το κεφάλι του να ακουμπάει στο ταβάνι. Κοίταξε ένοχα τη Μαίρη. Αυτή ξεφύσησε με τη σειρά της. Χώθηκε κάτω από τον αγκώνα του. Ο Χάντερ δεν κατάλαβε καλά αν ήταν μομφή ή αγκαλιά.
- Είδες! Μας ξέφυγε η αρκούδα! της είπε ένοχα.
Ο Χάντερ συχνά βγαίνει τις νύχτες όταν δεν έχει πελάτες. Μήπως ψάχνεις την κατσίκα σου; - τον πειράζουν την άλλη μέρα. Δεν ανταποκρίνεται στο αστείο. Αποφεύγει να απαντήσει. Κοιτάζει στη γη. Φεύγει χωρίς να πει που πάει και πότε θα γυρίσει. Που τριγυρνάει και γιατί; Κι ο σκύλος του σωπαίνει.
Αργά τη νύχτα είδε φως. Τρεμοσβήνει στην πτυχή του μακρινού λόφου. Μέχρι πρόσφατα εκεί ήταν μουσείο ανταρτών. Στο ίδιο ρέμα μετά, τουφέκισαν ακριβώς τον ίδιο αριθμό «εχθρών του λαού»
Τώρα είναι βάση για εμπόριο λευκής σαρκός. Αρχηγός τους είναι κάποιος Ζλάτιος που τον φωνάζουν ο Δράκος. Απαγάγει κορίτσια προκαλώντας τον τρόμο σε γονείς και συγγενείς. Πουλάει τη σάρκα στα ξένα μέρη.
Ο Χάντερ γνωρίζει τον θρύλο. Περιγράφει το Δράκο σαν μάγο κι όχι σαν απαγωγέα. Είναι γέννημα θρέμμα φιδιών. Τα ερπετά κατοικούν στις ρίζες των αιώνιων δρυών, δίπλα σε αγιασμένα χώματα ή σε ιερά. Αυτός που κόβει τέτοιο δέντρο, θεωρείται καταραμένος. Ο Δράκος αποκαλύπτεται μόνο μπροστά στην κοπελιά που του αρέσει. Μερικές φορές, αυτή γίνεται Δράκαινα.
Δεν είναι αρραβωνιαστικιές οι κοπέλες του Ζλάτιου μα, θύματα του.
Ο Χάντερ είναι ανάμεσα στα αμπέλια δίπλα στο δρόμο. Του αρέσει το κυνήγι στον κάμπο. Αλλάζει τα αντανακλαστικά και την ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό το κυνήγι πυροβολείς περισσότερο. Πάλι είναι με ξένους μέσα σε χωράφια με ηλιόσπορο και καλαμπόκι. Δίπλα υπάρχει φράγμα με πάπιες. Υπάρχουν και στάβλοι. Το περίεργο είναι πως τα κεραμίδια τους δεν έχουν πέσει ακόμα. Περνάνε σμήνη από πέρδικες. Προσέχει ένα λαγό, μια αλεπού. Ακούγονται και χήνες ψηλά πάνω στο δρόμο. Και κάτι που δεν μπορείς να το δεις στις ειδήσεις – γεράκι να πιάνει σπουργίτι.
Τα χόρτα είναι βρεγμένα και κίτρινα. Τα φύλα των αμπελιών με χρώμα χαλκού. Βρίσκει κάποια τσαμπιά, παρατημένη σειρά με πιπεριές, καρπούζι, μικρό όσο η γροθιά του ανθρώπου. Τα πουλιά ήδη το έχουν τσιμπολογήσει. Από μέσα όμως είναι ροζ και γλυκίζει τον Χάντερ. Κι όσα θέλεις κόκκινα φρούτα άγριας τριανταφυλλιάς.
Μια πέρδικα στριφογυρνάει σαν τρυπάνι προς τα πάνω. Η σφαίρα την έχει βρει στο κεφάλι. Μετά πέφτει ανάμεσα στους θάμνους. Ένα ορτύκι που έχει αργήσει, γίνεται πειρασμός για τους κυνηγούς. Για τις πέρδικες είναι ευκαιρία να γλιτώσουν. Ο λαγός σηκώνει με τις κορυφές των αυτιών του τα αγριόχορτα που έχουνε λουφάξει. Μια πέρδικα πέφτει με όμορφη παραβολή. Τα σκυλιά έχουν λυσσάξει να τη βρουν. Άφαντη όμως η πέρδικα.
Τον τρομάζει μια άλλη. Το μεγάλο σμήνος από πέρδικες γυρνάει δίπλα στα αυτοκίνητα. Το αρσενικό έχει παχύνει. Αυτό είναι αποφασιστικό τη μοίρα του. Μένει τελευταίο στην απογείωση. Τα σκάγια το βρίσκουν στον όμορφο λαιμό στο στήθος του.
Βρέχει ψιλή, διεισδυτική βροχή. Κομμάτια λάσπη κολλάνε στις μπότες. Το περπάτημα είναι δύσκολο. Οι κυνηγοί είναι μούσκεμα. Ο Χάντερ περπατάει σκυφτός. Ο ουρανός είναι γκρίζος και κρύος. Είναι σκεφτικός.
Πώς, αν δεν είσαι Θεός, να πλάσεις από τη λάσπη και το νερό, το ων που θα υψώσει τη ματιά του προς τις ουράνιες ρίζες μας;…
Κυνηγέ, των στιγμών, εσύ δεν ξέρεις. Η περιέργεια οδηγεί στην παγίδα. Αυτή παραμονεύει τον άνθρωπο που δεν έχει ευκαιρία να γλιτώσει μα, ούτε και δρόμο για να γυρίσει πίσω. Μόνο ο Αλλάχ, σύμφωνα με την παροιμία της Ανατολής, είναι εύσπλαχνος. Όταν βρισκόμαστε στο κυνήγι – σταματάει να μετράει τις μέρες μας.
Υπάρχουν και λαβωμένες πέρδικες. Αυτές καλπάζουν ανάμεσα στα αποκεφαλισμένα από την κομπίνα ηλιοτρόπια. Βιάζονται να βυθιστούν στα χόρτα της λήθης. Να κουρνιάσουν στο άγριο είναι τους. Ο Χάντερ κλοτσάει γύρω, μα αυτές λουφάζουν σαν έμμονες σκέψεις, σαν άγριους πόθους που βιώνουμε μέσα στον ύπνο μας – πραγματικούς ή όχι. Κολλάνε με άχυρα, νερό, λάσπη, σάλιο το σπασμένο από τα σκάγια φτερό. Το σφραγίζουν με ήχους μέσα στις νύχτες που έπονται – μακριές, κρύες χειμερινές. Για να γλιτώσουν στο σκοτάδι. Για να γλιτώσουν στο φως. Από το τσακάλι, την αλεπού, την αγριόγατα, τα περιπλανώμενα σκυλιά… Ίσως στην επόμενη κυνηγητική περίοδος κάποιος να τις πετύχει ξανά. Αυτές θα κατρακυλήσουν υποταγμένες στη τσάντα του. Ο κυνηγός με θαυμασμό θα κουνάει το κεφάλι. Υποταγμένος με τη σειρά του στον απαραβίαστο νόμο της φύσης: Κάθε ζωντανό πλάσμα να βασίζεται στον εαυτό του και μόνο στον εαυτό του!
Ο Χάντερ έχει ταξιδέψει χιλιόμετρα μέχρι εδώ. Κόντρα σ’ αυτόν ερχότανε τα κύματα της χιονοθύελλας. Του κρύβανε την ομιχλώδες και παγωμένη πλαγιά. Στις ζεστές στράτες τις πόλης τον είχε σταματήσει περιπολικό. Στις τέσσερις τα χαράματα κυκλοφορούν μεθυσμένοι. Τον βάζουν να φυσήξει το μπαλονάκι. Απογοητευμένος από την αποτυχημένη ενέδρα ο λοχίας του εύχεται καλό κυνήγι. Ο μακρύς και ύπουλος δρόμος είναι άδειος. Το χιόνι αποτραβιέται πίσω από την πλαγιά. Στον κάμπο ψεκάζει η βροχή. Τα απέναντι φώτα κουβαλάνε λάχανο και καρότα. Ένα φορτηγό με πλατφόρμα γεμάτη κολοκύθες έχει πάθει ζημιά. Στο γυρισμό θα το ξανασυναντήσει. Μόνο αυτές και οι δικές μας κολοκύθες είναι στο δρόμο. Το τζιπ του Χάντερ πιστά απωθεί το δρόμο πίσω απ’ την πλάτη του. Φτάνουν, μερικά λεπτά πριν από την ώρα τους. Το σημείο είναι συμβολικό. Το εστιατόριο λέγεται «Ευρώπη». Βρίσκεται στην αιώνια οδό Ανατολής – Δύσης. Στην ουσία είναι σκέπαστρο με μερικά τραπέζια.
Μετά το κυνήγι της πέρδικας είχαν σταματήσει τάχα για λίγο κάτω από μια κληματαριά. Όπως ήταν βρεγμένοι και με τις λάσπες, οι ξένοι βρέθηκαν μέσα σε χωριάτικη αυλή. Κοιτούσαν γύρω τους ευγενικά. Ο οικοδεσπότης γρήγορα κατέβασε το γυλιό του. Έτρεξε στο υπόγειο. Το κρασί ήταν παλιό. Γλιστρούσε. Αδειάζανε τις κανάτες με το κουνελήσιο αίμα. Ο άνθρωπος έβγαζε το κεφάλι του από την αποθήκη και πρόσφερε την μια κανάτα μετά την άλλη. Έτσι έμειναν μέχρι το τέλος όρθιοι, και να έχουν σταματήσει τάχα για λίγο.
Πόσες ώρες άραγε είχαν περάσει, που άραγε να είχαν ξεχαστεί χωρίς να το καταλάβουν; Κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης σήκωσε τα χέρια. «Το βαρέλι έχει αδειάσει!» Τους οδήγησε πίσω με το τζιπ του Χάντερ. Όλο του επαναλάβανε: «Είσαι μεθυσμένος, είσαι μεθυσμένος!» Μάλιστα ρίξανε μπαλοτιές για τους αρραβώνες της γειτόνισσας.
Όλοι τους ήταν με ροζ μάγουλα κι ασπρισμένα από το χιόνι μαλλιά. Και μέχρι σήμερα ο Χάντερ δεν θυμάται καθαρά το χιόνι, το βαρέλι, τις μπαλοτιές. Του έχει μείνει μόνο η αίσθηση για την κούραση και για το μαγεμένο ύπνο. Για τη μικρής διάρκειας μακαριότητα, ανάμεσα στην ύπαρξη και στην μη ύπαρξη. Και τότε που ακριβώς ήσουν; Και το θέλεις ξανά να επιστρέψεις – ακριβώς εσύ, ακριβώς εκεί.
Ο Θεός φυλάει τις λουφαγμένες καρδιές των περδικιών μέσα σε μυστικά χόρτα, μέχρι την επόμενη τους συνάντηση με τον Χάντερ. Ζωηρές και γρήγορες – ξαφνικές σκέψεις που αλαφιάζουν τις κάνες. Έχει καταπιεί την ανησυχία και σημαδεύει με ψυχρό μάτι. Απομακρύνονται με τα γρήγορα φτερά τους. Φεύγουν, κάτω από εκείνο τον ουρανό, σε εκείνο το νερό και λάσπη - με το προαίσθημα για το ατελείωτο λευκό, για το χιόνι, για κάτι απρόσμενο κι ωραίο που θα έρθει.
Την άνοιξη, μια ελαφίνα γέννησε μέσα στα ψηλά χορτάρια του νεκροταφείου. Ο Χάντερ την παρακολούθησε. Κοιτούσε πίσω από την βυθιζόμενη σκιά της. Είδε τους πέτρινους σταυρούς. Άλλος κόσμος σε άλλη, απροσπέλαστη διάσταση.
Με τι εμείς οι άνθρωποι είμαστε κάτι περισσότερο από αυτή την ελαφίνα; Το ωραίο της άλμα αύριο θα στέψει το κυνήγι του ξένου. Και πάλι, και παντού οι τρελαμένες ρίζες. Πλέκουν τα πόδια και τραβάνε. Έκρηξη των αγριόχορτων. Σ’ αυτά χάνεσαι, σε αυτά βυθίζεσαι. Η άγρια ομορφιά είναι προς πώληση. Οι πόρτες των σπιτιών είναι ξεκλείδωτες. Στη κρεμάστρα του διαδρόμου, κρέμονται ρούχα. Το νοικοκυριό υπάρχει. Η εστία του φούρνου χάσκει. Στην παλιά στάχτη φαίνονται πατημασιές από ποντίκια που έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν λύκοι, τσακάλια, αλεπούδες κι ένα αγριογούρουνο. Αυτό που και που κοιμάται στο σχολείο. Στις ζέστες, ο αρκούδος «Φου» το διώχνει με τις κλοτσιές.
Η κραυγή του άγριου ξυπνάει τον Μιχάλ τον Λευκό και τον Ένιο το Νταούλι. Δεν μιλιούνται εδώ και χρόνια. Οι δύο κάτοικοι του εγκαταλειμμένου χωριού.
Με το γυλιό στον ώμο πηγαίνουν χειμώνα καλοκαίρι στο διπλανό χωριό – για ψωμί. Ο καθένας απ’ δικό του δρόμο. Ο Χάντερ ακολουθεί την αρκούδα και παρατηρεί. Ο Μιχάλ κι ο Ένιο κρυφοκοιτάζουν απ’ τα παράθυρά τους όταν ακούγονται πυροβολισμοί στο σκοτεινό δάσος - εκεί, στα ψηλά. Σηκώνουν σαγόνια προς τον ουρανό. Μετά ελέγχουν αν είναι κλειδωμένη η πόρτα. Οπλίζουν τα δίκαννα.
Μόνο μια φορά ο Χάντερ κατέβηκε στο χωριό. Ανάμεσα στις πλάκες του καλντεριμιού πήγαζε χόρτο που έφτανε ως τη μέση. Τα σπίτια είναι διώροφα, τα ντουβάρια πέτρινα. Σε μερικούς στάβλους ακόμα υπάρχει σανό – μουχλιασμένο.
Ο Χάντερ ακούει να κουδουνίζει τζάμι. Πιάνει ανθρώπινο μουγκρητό:
«Εδώ δεν έχεις δουλειά! Η δική σου δουλειά είναι στο δάσος!»
Ο Χάντερ καταλαβαίνει. Πέφτει η ασφάλεια. Το δίκαννο είναι έτοιμο, οπλισμένο.
Από τότε παρατηρεί από τον λόφο. Η σιλουέτα του μοιάζει με φάντασμα Σαν κάποιος να έχει κατέβει από τον ουρανό. Κι έχει σταματήσει στο λόφο. Ή σαν να επιστρέφει ξανά, εκεί που πρωτοεμφανίστηκε. Σαν να μην υπήρχε ποτέ.
Ήθελε να ρωτήσει για το όνομα του χωριού. Τι σόι άνθρωποι ήταν οι δυο γέροι. Οι τελευταίοι μάλλον, από έναν χαμένο κόσμο.. Κάποτε οι συγχωριανοί τους, μετατρέψανε τη εκκλησία σε χοιροστάσιο… Ποιος θα κάθεται τώρα να του εξηγεί…
Πάντα είχε τι να παζαρέψεις σ’ αυτά τα μέρη. Ξυλεία, μελίσσια, κάθε είδος ζώα. Σταματούσαν μπροστά στο χάνι της πόλης. Για να φαίνονται πλούσιοι δένανε μεγάλη τάγιστρα κάτω απ τα κεφάλια των αλόγων τους. Μετά καμαρώνανε φιλόδοξα. Μερικοί τους υποψιάζονταν. Βγαίνανε απ’ το χάνι τάχα για την ανάγκη τους και ρίχνανε μια ματιά κάτω απ’ τις μουσούδες των αλόγων. Από τους άδειους τορβάδες βγήκε και η ονομασία του χωριού. Και πάλι εκεί, μέσα στους άδειους τορβάδες οι επόμενοι καιροί γονιμοποίησαν το μέλλον. Τους ρωτάγανε: Κι εσείς είστε από τον τορβά με τα ψέματα;
Κάποτε, στο γυρισμό του από το χάνι, ο Ένιο το Νταούλι, ταξίδεψε με μία κοπέλα. Οι γεροντότεροι δεν προλάβανε να την προειδοποιήσουν, ή δεν τόλμησαν να της το πουν. Συνέβη πάνω στο κάρο, πάνω στο άδειο δερμάτινο σακί. Περνούσαν μέσα από το ανήλεο ρέμα. Εκεί που τώρα ο Χάντερ στήνει σανίδια με καρφιά για τα λάστιχα των λαθροκυνηγών.
Φαινόταν εύκολη υπόθεση και περίπου νόμιμη. Το κορίτσι ήταν γειτονοπούλα. Ο Ένιο την κάλεσε μαζί του για να μη κουράζεται να περπατάει με τα πόδια απ’ την πόλη. Ήταν σχεδόν όσο κι η κόρη του. Το Νταούλι σκεφτόταν πως δεν θα του φέρει αντίσταση μια που ήταν τόσο χαρούμενη κι αφελής. Θα την ξεπέταγε στα γρήγορα.
Ο Ένιο είχε αυτή τη συνήθεια, να παραφυλάει τις γυναίκες όταν επιστρέφανε μόνες από το χωράφι, με την τσάπα στον ώμο και κατεβασμένη ως τα μάτια την άσπρη μαντίλα. Τις παραμόνευε. Μέχρι που να καταλάβουν, τις έριχνε κάτω. Για πολλά χρόνια ήταν κοινοτάρχης. Σε ποιον θα κάνανε παράπονα; Μήπως, δεν φταίγανε οι ίδιες αφού είχαν πέσει ανάσκελα; Πρόσεχε μόνο να μην επαναλαμβάνονται τα θύματα. Είχε τις αρχές του.
Εκεί, στο δάσος με τους αιωνόβιους γίγαντες συνάντησε την κοπέλα κι ο Μιχαήλ ο Λευκός. Τώρα εκεί είναι φίσκα από βαλανίδια κι αγριογούρουνα. Όπως καθόταν με το κοπάδι του, είδε την άσπρη της πουκαμίσα να ανηφορίζει προς την κορυφή. Η Στάνα πέρασε το σκοινί από κλωνάρι. Την έπνιγε η ντροπή. Η θηλιά αγκάλιαζε τον τρυφερό της λαιμό. Ο Μιχάλ ο Λευκός την ξάφνιασε. Την απελευθέρωσε από το σκοινί. Την πείρε στα χέρια και της είπε:
«Όχι! Ότι κι αν έχει συμβεί, ότι κι αν έχει συμβεί….»
Η Στάνα ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί, μήπως και λυτρωθεί. Από τότε ο Μιχάλ ο Λευκός σταμάτησε να πηγαίνει στην ταβέρνα. Πρόσεχε να μην μεθύσει. Μήπως και ξεφύγει το μυστικό απ’ τη λυμένη του γλώσσα.
Την παρακάλεσε κι αυτή δέχτηκε να του γίνει γυναίκα.
Το μυστικό έμεινε σαν καύκαλο σκεπασμένο από τα παλιά φύλλα. Σαν να μην υπήρχε. Ήταν όμως ζωντανό. Η καρδιά του χτύπαγε μέσα στα χρόνια.
Πόσες φορές ο Μιχάλ ο Λευκός ήθελε να τουφεκίσει τον Νταούλι!
Μήπως είχε έρθει πια η ώρα της πληρωμής; Κανείς δεν θα το καταλάβαινε. Εκείνο το σκοινί κρεμιόταν πάνω στο φαρδύ δοκάρι του στάβλου. Είχε βυθιστεί στη σκόνη του χρόνου. Ήταν το σκοινί του Ένιου. Από το δικό του κάρο το είχε πάρει η γυναίκα.
Τα παιδιά και τα εγγόνια τους είχαν μεγαλώσει. Είχαν χαθεί στις πόλεις ή στη ξενιτιά. Κανείς πια δεν ενδιαφερόταν για τορβάδες με παλιά ψέματα.
Μια χειμωνιάτικη νύχτα ο Λευκός πέταξε το σκοινί μπροστά στην πόρτα του Ένιο. Το πρωί το άγριο σκυλί του Ένιου, που έπνιγε ακόμη και λύκους – ο Γκορμπατσόβ, ούρλιαζε όπως τα σκυλιά ουρλιάζουν όταν κάποιος έχει πεθάνει. Το αφεντικό του έχει απαγχονιστεί. Το άκουσε ο Χάντερ και κατέβηκε με το τζιπ. Πρόσεχε να μην πέσει στα καρφιά που ο ίδιος είχε βάλει για τους άλλους. Ο Χάντερ πέρασε πλάι στον γέρο, χωρίς να τον προσέξει. Ο άνθρωπος παρίστανε πως μελετάει ίχνη ζώου, σκυμμένος πάνω απ’ το δικό του ίσκιο.
Η ελαφίνα βόσκει ήρεμα. Το φεγγάρι ξασπρίζει το σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα. Το χωράφι με τα θηράματα κοιμάται δίπλα στο δάσος.
Ο καθαρός ουρανός κουδουνίζει πάνω στα στάχυα της βρόμης. Βατράχια πηδάνε πάνω στον μαύρο δρόμο. Τα στήθη τους φουσκώνουν αστεία. Ανοίγουν άτσαλα τα μακριά τους ποδάρια. Μια πασχαλίτσα κοιμάται κάτω από φύλο βατομουριάς. Ονειρεύεται τη δροσοσταλίδα στην οποία αύριο θα καθρεφτίζεται.
Ο μαύρος στριφτός δρόμος μουγκρίζει στις στροφές. Σιγά, σιγά ηρεμεί. Το πρωινό πάντα προβάλει μετά την ζάλη του ύπνου.
Φτερουγίζουν πέρδικες. Ηχούν κουδούνες. Τα φτερά ακούγονται μακριά.
Με κάθε θόρυβο η ελαφίνα σηκώνει το κεφάλι. Αφουγκράζεται. Κοιτάζει γύρω. Είναι πιστή στο ένστικτό της να προβλέπει και να προφυλάσσεται. Βόσκει ήρεμα, μα τα μάτια της αρχίζουν να φέγγουν. Τα λούζουν ακτίνες από φώτα.
Η ελαφίνα στέκει ανήσυχη. Τραβιέται πίσω. Κουνάει τα αφτιά. Το εκτυφλωτικό λευκό απλώνεται μπροστά της. Αισθάνεται μυρωδιά βενζίνης.
Ο κινητήρας μουρμουρίζει μονότονα. Το ζώο παγώνει ακινητοποιημένο από το φως. Ακούγονται βρισιές. Καταλαβαίνουν πως έχουν πατήσει τις πρόκες του Χάντερ.
Το δάσος ακόμη δεν έχει κοιμηθεί τον βαθύ του ύπνο. Η Ελαφίνα το διασχίζει σχεδόν πετώντας. Σταματάει για λίγο σε κάτι κλαριά. Αφουγκράζεται στους χτύπους της καρδιάς της και στους ανθρώπινους ήχους που σιγοσβήνουν.
Είναι έμπειρη. Έχει επιβιώσει και σε άλλες ενέδρες. Τολμάει να γεννήσει στο παλιό νεκροταφείο. Να ζήσει εκεί. Ανάμεσα στα σκοτεινά χόρτα, τα πορτρέτα από πορσελάνη ασπρίζουν σαν οστά. Πρόσωπα γερόντων, νεαρής γυναίκας, παιδιού, άντρα με μουστάκια. Εδώ και χρόνια δεν περνάει κανείς. Και κυνηγός δεν έχει περάσει από πολύ καιρό.
Η ελαφίνα χάνεται στο κοιμητήριο. Το μικρό της την περιμένει. Εδώ βρίσκει τρυφερό χορτάρι. Η βρόμη, το γαλακτώδες καλαμπόκι, το σιτάρι, δίνουν περισσότερη δύναμη, μα είναι σε επικίνδυνα κι απόμακρα μέρη.
Το μικρό κουρνιάζει δίπλα της και κοιμάται τον πιο γλυκό του ύπνο. Πόσα θέλει μια μάνα; Τροφή για να κατεβάσει γάλα κι ένα δύσβατο κρησφύγετο. Και λίγη ζεστασιά κάτω απ’ τα αστέρια για να χαλαρώσει και να χαρεί τη στιγμή.
2.
Ο Κέμπο περιεργάζεται τη σπηλιά. Είναι στο ρέμα. Όχι μακριά από το ερημωμένο χωριό. Γενιές έχουν ζήσει στα ωραία τους σπίτια κάτω από τις πελώριες καρυδιές. Εξήγαγαν δρύινη ξυλεία για να φτιάχνουν καράβια σε χώρες μακρινές. Ωραίος δρυς μεγαλώνει εδώ. Από καλό σπόρο. Τσίριζαν οι γκάιντες κάτω απ’ τους αιωνόβιους γίγαντες. Παίζανε με τις ώρες κάτω απ’ τον ουρανό.
Έχει ακούσει το θρύλο. Το νερό που στάζει στην σπηλιά είναι μαγεμένο. Μόλις μπει αμαρτωλός – το νερό θα χαθεί. Μα, δεν είμαστε όλοι μας αμαρτωλοί; Αφού τους αμαρτωλούς ήρθε να σώσει ο Χριστός, αφήνοντας τους αγγέλους στον ουρανό. Χάνει τον συνειρμό του. Γλύφει τα χείλη. Ξεροκαταπίνει. Με τα πρώτα του βήματα οι σταγόνες σιγούν. Δεν δίνει σημασία. Ο χώρος είναι ψυχρός κι αερίζεται. Τέτοιον χρειάζεται. Ριγεί.
Την ίδια ώρα η ιατρός Λίνα Μπλίζεβα παίρνει μια δύσκολη απόφαση. Μαζί με τη Νια την Αναστενάρισσα, τη Σιωπηλή, το Μομογέροντα και τον Στρατηγό ξεκινάει προς το χωριό της μάνας της. Εκεί έχει απομείνει μόνο ένας κάτοικος.
Λουφάζουν στο αμάξι της. Σαν πουλιά σε κλουβί. Έχουν το προαίσθημα για ελευθερία. Οι τέσσερις έχουν σαφή βελτίωση. Γιατί όμως, κανείς δεν τους χρειάζεται πια; Γιατί είναι παρείσακτοι; Οι ασθενείς διψάνε για σωτηρία. Την συνδέουν με την λευκή ποδιά, με μια χούφτα χάπια και το ζουρλομανδύα. Αποχαιρετάνε το μωσαϊκό του διαδρόμου με τις ιδανικές, συμμετρικές φιγούρες. Σερφάρουν πάνω του. Ζουν σαν αδέρφια με τους γιατρούς. Η θέληση για καλοσύνη δεν έχει εγκαταλείψει την ιατρό Λίνα. Άραγε θα γίνει κι αυτή κουρασμένη, απρόσωπη κι αδιάφορη;. Ονειρεύεται να σώζει ψυχές ναυαγισμένες σε μυστικά. Όπως και όλοι οι σπουδαγμένη, έχει μείνει ανίδεη. Δεν υπολογίζει τόσα πολλά.
Ο Κέμπο καθαρίζει το όπλο του. Το έχει φτιάξει μόνος του. Με σιγαστήρα. Αποσυναρμολογεί την δίοπτρα. Την καθαρίζει προσεκτικά. Αναστενάζει.
Από μικρός είναι καταδικασμένος στη μοναξιά. Τότε έτρωγε τα νύχια του. Η συνήθεια του είχε μείνει. Και τα νύχια του είναι τραχιά και κυματώδεις.
Ενθύμιο από τα παιδικά του χρόνια είναι και τα χαλασμένα του δόντια. Τόσο πολύ σοκολάτα! Μίσησε τα γλυκά και τις θείτσες με τις ωραίες γάμπες. Πηγαίνανε κομπλέ. Κάνανε επισκέψεις στον πατέρα του. Από μικρός το είχε καταλάβει. Δεν υπήρχε μητέρα. Είχε εξαφανιστεί μετά τη γέννα. Ο πατέρας του τον έβλεπε σαν ενοχλητικό, τεχνικό λάθος.
Το φεγγάρι είναι ρομαντικό. Η νύχτα φωτεινή. Ο άνεμος φέρνει κουρελιασμένα σύννεφα. Αχνίζει το στόμα του. Ο Κέμπο σαν να φτύνει κομμάτι από σύννεφο. Αφουγκράζεται.
Παραμονεύει στο νυχτερινό δάσος. Άνθρωπος ή κίμποργκ είναι ο μοναχικός οπλισμένος;
Ονειρεύεται το Ελάφι που έρχεται πάντα. Και πυροβολεί ότι βρει μπροστά του. Έτσι, για παραδειγματισμό. Έγκυος ελαφίνα ή μικρό ζώο. Δεν έχει σημασία. Το παιχνίδι ζωής και θανάτου ποτέ δεν είναι αθώο.
Η Νια η Αναστενάρισσα βουλιάζει στις φλόγες. Την αρπάζουν δυνάμεις. Το πρόσωπο της χλομιάζει. Πατάει πάνω στη θράκα. Τα βήματα της είναι μικρά και γρήγορα. Μυρωδιά φλεγόμενης σάρκας; Μα απ΄ αυτήν ανέρχεται φρεσκάδα και σαφήνεια.
Του Μομόγερου του αρέσει να τα κάνει όλα άνω κάτω. Αυτός και με τον θάνατο αστειεύεται. Πεθαίνει συχνά. Ο Στρατηγός τον κλοτσάει. Σαν προσωπική του φρουρά είναι υποχρεωμένος να του το υπενθυμίζει. Ο Μομόγερος ανασταίνεται. Μπορεί να γελοιοποιηθεί ο θάνατος; Όλα είναι ανατρέψιμα. Ο Μομόγερος ανατρέπει τα πράγματα. Η πόρτα του χρόνου είναι διπλής κατευθύνσεως; Η ιατρός Λίνα Μπλίζεβα ανησυχεί. Ψάχνει ηρεμία για τους ανθρώπους της. Δεν θα ενοχλούν κανέναν. Θα έχουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Ο Κέμπο όμως, τι να σκέφτεται; Οι ασθενείς της ταξιδεύουν προς την περιοχή του.
Η ιατρός Λίνα δεν τα θέλει όλα. Μόνο όσο μπορούν. Και μέχρι εκεί που φτάσουν. Έχει τηλεφωνήσει στο εκτροφείο θηραμάτων. Η διατροφή τους είναι εξασφαλισμένη. Θα τους βάλει να δουλεύουν. Μήπως δεν μπορούν να βγάζουν τα αγριόχορτα και να καθαρίζουν τα ερημωμένα σπίτια; Χρειάζονται κάποιο σκοπό και τον έχουν.
Η Λίνα δεν δέχεται τον πόνο σαν συμφορά από την οποία θα πρέπει να κρύβεται. Ψάχνει τη δυνατότητα για να αντέξει και να φτάσει στη κάθαρση. Δεν καταλαβαίνει τον εγωισμό της γερής λογικής – ο αδύναμος να πεθάνει, ο ισχυρός - να επιβιώσει.
Γι αυτήν ο δρόμος προς τη ζωή, περνάει μέσα απ’ τις αρρώστιες και μέσα απ’ τα βάσανα. Κι αυτός ο δρόμος δεν είναι ούτε πιο εύκολος, ούτε πιο ασφαλής απ αυτόν του Χάντερ.
Από τη Σιωπηλή δεν ακούγεται ούτε μηλιά, ούτε λαλιά. Ότι και να γίνει σωπαίνει. Σωπαίνει εδώ και μήνες, χρόνια, αιώνες. Το φίδι είναι η μοίρα της. Όπως ο Κέμπο συνδέεται με το Ελάφι.
Το Ελάφι που έρχεται πάντα, είναι πολλές φορές κυνηγημένο. Και πάντα έρχεται. Ο Χάντερ το έχει συναντήσει είτε μόνος, είτε σε κυνήγι με τους ξένους. Ξέρει το χρησμό. Άσε το Ελάφι να ξεκουραστεί. Να πιει νερό. Και μετά πυροβόλησε. Αλλιώς δεν θα επιστρέψει ξανά.
Το Ελάφι έρχεται από το σκοτεινό, μυθικό παρελθόν. Αιώνες τώρα δεν κουράζεται να επιστρέφει στην ευλογημένη του γη. Την αισθάνεται με τις οπλές του. Την θυμάται ζωντανή. Στο τέλος, αυτή η γη κι εμάς θα μας στεγάσει όπως και τόσους άλλους. Η καρδιά του πάει να σπάσει.
Υπάρχει κι άλλο σημάδι. Που δεν το έχει πιάσει ο Κέμπο. Πολλά πράγματα του έχουνε ξεφύγει. Ούτε καν έχει προσέξει το Φίδι. Αυτό που κατοικεί τον χώρο έξω απ’ τη σπηλιά. Λιάζεται στις πέτρες.
Το Ελάφι πατάει ελαφριά κι αθόρυβα. Αν και με πελώρια κέρατα, δεν αγγίζει ούτε κλωνάρι. Πετάει στο σκοτάδι. Πηγαίνει στη Γρήγορη ωραία ελαφίνα.
Ο Στρατηγός δίνει σημασία σε κάθε λεπτομέρεια. Συνεχώς επιβάλει την τάξη και την πειθαρχεία. Συχνά ρωτάει πιο είναι το σχέδιο. Δεν έχει δικό του. Μόλις πληροφορηθεί τρέχει να το εφαρμόσει. Καβαλάει τον γάιδαρο του ανάποδα, προς την ουρά. Καβαλάει μια απλή βέργα. Καλπάζει από την μια πτέρυγα ως την άλλη, απ’ τη γραμμή του μετώπου, ως τα μετόπισθεν. Η γιατρός Λίνα του έχει εξηγήσει. Το σχέδιο είναι να φτάσουν στο χωριό. Το μακρινό μέρος, όπου πέθανε η μάνα της. Εκεί μένει μόνο ένας γέρος με σκυλί. Μπορεί πια, να μην υπάρχει και κανείς.
- Πως το λένε το σκύλο; ρωτάει ξαφνικά ο Στρατηγός.
Ο Μιχάλ Ο Λευκός, από νέος είναι με άσπρα μαλλιά. Δεν είναι καταγραμμένος στα μητρώα. Ένα λάθος υπαλλήλου παρουσιάζει την νεκρή του γυναίκα σαν ζωντανή. Στα χαρτιά κηδέψανε τον γέρο. Ποιος θα διορθώνει πιστοποιητικά θανάτου; Ο Μιχάλ ο Λευκός είναι εξαφανισμένος. Υπάρχει, μα κανείς δεν τον ψάχνει στον κατάλογο των ζωντανών. Έχει μάλιστα και τεράστιο πολιτικό χάρτη του κόσμου. Πιάνει σχεδόν ολόκληρο τον τοίχο. Οι ωκεανοί είναι τόσο λερωμένοι από τις μύγες, που σε μερικά σημεία σαν να έχουν δημιουργηθεί καινούργια νησιά. Ο Λευκός συχνά συλλογίζεται φωναχτά μπροστά στα κράτη. Συχνά τα μαλώνει.
Είναι πολύπλοκο, μπερδεμένο. Δεν μπορεί να το φανταστείς έτσι απλά, αν δεν είναι αναμειγμένος κι ο δάκτυλος της μοίρας. Ο αριθμός είναι σωστός. Επίσημα υπάρχει ένας κάτοικος. Μα δεν είναι ο ίδιος. Εδώ σε θέλω τώρα! Ούτε το φύλο του είναι το ίδιο. Έχει και σκυλί. Μα δεν είναι το δικό του σκυλί. Ο λυκομάχος Γκορμπατσόβ ανήκει στον Ένιο, που ξαφνικά κρεμάστηκε. Απ’ την κατάθλιψη τους οι γέροι κάνουν τρέλες. Το σκυλί είναι ζωντανό κι επικίνδυνο. Δεν είναι χάρτινο. Ουρλιάζει. Δεν φοβάται τους λύκους.
Το Αγριογούρουνο έχει κατοικήσει ξανά στο σχολείο. Η γουρούνα με τα μικρά είναι στην εκκλησία.
Ο Αρκούδος «Φου» συνεχίζει να διεκδικεί απ’ το Αγριογούρουνο το σχολείο. Στις αίθουσες αντιλαλούν γρυλίσματα και ουρλιαχτά. Η γιατρός Λίνα Μπίζεβα και οι ασθενείς της δεν έχει από ποιον να το μάθουν. Το ξέρουν μόνο ο Χάντερ κι ο Μιχάλ ο Λευκός. Εδώ και λίγο καιρό κι ο Κέμπο.
Το χωριό περιβάλλεται από δάσος. Έχει ξεχαστεί πια το όνομά του. Να το, εκεί, στην άκρη του δρόμου στο βαθύ ρέμα. Από κει και πέρα τελειώνει η Βουλγαρία.
Όχι μόνο για τους ασθενείς η λευτεριά έχει αξεπέραστη αξία. Η ζωή είναι μυστήριο και για τους υγιείς. Οι ψυχίατροι θεραπεύουν τις συνέπειες κι όχι τις αιτίες. Ο άνθρωπος γι αυτούς και κυριολεκτικά είναι μυστήριο. Η ανθρώπινη εκδοχή δεν είναι βάσιμη. Γιατί αιώνες τώρα αμφιταλαντευόμαστε, αντί να το ομολογήσουμε –πως δεν υπάρχει εξήγηση;
Ο Μιχάλ ο Λευκός βοηθάει τη γιατρό Λίνα.
Διαισθάνονται και την παρουσία κάποιου άλλου. Αυτός τους παρακολουθεί. Έχουν αντιληφθεί την παρουσία του. Η Σιωπηλή βλέπει τη δύστυχη μοίρα του. Μια φλόγα τους βγάζει τη γλώσσα τη νύχτα. Η κρύα πνοή του θανάτου είναι κοντά. Ακούγεται αμβλύς ήχος από σπασμένο οστό. Σφυρίζει ο αέρας από τρυπημένο θώρακα. Ήδη τρέχει προς τα δω το Ελάφι που έρχεται πάντα.
Το παρελθόν πηγάζει από βαθιά. Τα βαριά στρώματα έχουν κατασταλάξει στο βυθό του βουνού. Στο βυθό των ψυχών. Είναι μήπως πνεύματα οι ασθενείς της γιατρίνας; Ή μήπως, είναι ψυχές που τις έχει συντρίψει το παρόν; Ξεγραμμένοι απ’ τα μητρώα των νομιμοφρόνων. Ίσως να μην σκέφτεται σωστά η γιατρός Λίνα; Ίσως να νομίζει πως μπορεί να προσφέρει κάτι για την σωτηρία τους. Ακόμη κι όταν έχει διαλυθεί η προσωπικότητα τους. Ακόμα κι όταν η ψυχή έχει αποδράσει κι έχει μείνει μόνο το σώμα;!
Ο Κέμπο θέλει να γλιτώσει απ’ τα κακά του όνειρα. Κουβαλάει πτώματα. Γδέρνει δέρματα. Τεμαχίζει κρέας. Ο αέρας είναι καθαρός. Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Μα, όταν κοιμάται τα κακά όνειρα καταφτάνουν. Μόνο η αναστενάρισσα μπορεί να τον παρηγορήσει, όπως γινότανε στους παλιούς καιρούς. Εύκολα θα βρει το σπίτι της; Ή μήπως να πάει τα χαράματα; Εύκολα θα την αναγνωρίσει. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι του δωματίου της είναι ζωγραφισμένοι με φίδια και περιστέρια. Σκεπή δεν υπάρχει.
Ο Χάντερ αντιλαμβάνεται από ψηλά, πως στο χωριό κινούνται άνθρωποι. Μήνες πια παραμονεύει τον λαθροκυνηγό, που όλο του ξεφεύγει. Δεν υποπτεύεται τον Μιχάλ τον Λευκό, αν και θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση. Σύντομα πατάει στα καλντερίμια με τα ξετρελαμένα χόρτα ανάμεσα στις πέτρες. Έτσι γνωρίζει την γιατρό Λίνα με τους ασθενείς της. Κι αυτός είναι έτοιμος να τους βοηθήσει. Με τον Λευκό γίνονται δύο.
Η Μητριά θέλει το μαύρο μαλλί να γίνει άσπρο. Γιατί, σε μας, γιατί σε μας να τύχει να ξεπλένουμε το μαύρο μαλλί; Κλαίνε η Αναστενάρισσα, ο Μομόγερος κι ο Στρατηγός. Η Σιωπηλή σωπαίνει. Ποιος θα μας λυπηθεί, ποιος θα μας χαϊδέψει; Που είναι η αρκούδα για να φάει την κακιά μητριά;
Παίζουν οι φλόγες πάνω στους τοίχους. Τα δόντια του Μομόγερου από κολοκυθόσπορο γυαλίζουν. Χτυπάνε οι κουδούνες. Κατεβάζουν τα βρακιά μιας κοπελιάς στη μέση του χωριού. Ο Μομόγερός τα γεμίζει με χιόνι. Αυτή του φιλάει το χέρι. Αυτός τραντάζει το βαμμένο κοτσάνι. Ο Στρατηγός προστατεύει τον Μομόγερό του. Έχει καβαλήσει το αγαπημένο του γαϊδούρι. Είναι στολισμένος με τενεκεδένια παράσημα. Υπάρχουν μεθύσια. Πέφτει ξύλο. Υπάρχει και τάξη. Μέχρι τα χαράματα έχουν πετάξει τα ρούχα – δέρματα. Τα αφήνουν στα σκυλιά. Στα σκυλιά του σκότους. Ο χορός των Μομόγερων έχει τελειώσει.
- Που είναι οι γυναίκες του δάσους, που ξελογιάζουν; ρωτάει ο Μομόγερος.
- Η ομορφιά τους είναι επικίνδυνη. τον προστατεύει ο Στρατηγός. Μετά ξαφνιάζεται:
- Τι ώρα φτάσαμε στο χωριό;
Στα έρημα αμπέλια αντί για σταφύλια, μεγαλώνουν ελαφίνες. Δηλητηριώδεις βότανα ανθίζουν κάτω απ΄ τα τσαρδάκια των νεραϊδών.
- Τι ώρα; επαναλαμβάνει ο Στρατηγός.
Το δωμάτιο της Αναστενάρισσας είναι χωρίς σκεπή. Τα μαύρα φίδια και τα άσπρα περιστέρια είναι εκεί. Είναι ζωγραφισμένα με κάρβουνο στους τοίχους. Τα χρόνια κι οι βροχές δεν τα έχουν σβήσει. Η σκεπή απλώς λείπει, χωρίς να έχει πέσει.
Η Αναστενάρισσα ήδη ψιθυρίζει: «Εδώ κοντά, γιατρέ Λίνα, υπάρχει άνθρωπος με κακά όνειρα. Αυτός με ψάχνει. Μόνο εγώ μπορώ να τον βοηθήσω, γιατρέ Λίνα, μόνο εγώ. Στο δωμάτιο με τα φίδια και τα περιστέρια.»
Η γιατρός Λίνα είναι μπερδεμένη. Συνέχεια απευθύνεται στον Μιχάλ τον Λευκό. Αυτός και πάλι επιβεβαιώνει τα λεγόμενα.
Επιβεβαιώνει για την αρκούδα, για το άσπρο και το μαύρο μαλλί. Μετά την οδηγεί στο χορταριασμένο με ζιζάνια δωμάτιο. «Οι άνθρωποί σου, γιατρέ, το αισθάνονται σωστά.» Έχει χλομιάσει. Δεν τολμάει να το αποκαλέσει με τ’ όνομά του. Παρατηρεί πρόσφατα σπασμένο τούρκικο κεραμίδι. Πατημένα χόρτα. Κάποιος έχει φτάσει μέχρι την πόρτα πριν απ’ αυτούς. Αυτά είναι τα δικά του σημάδια.
Η Αναστενάρισσα τρέμει ολόκληρη. «Το δικό μου δωμάτιο, αυτό είναι το δικό μου δωμάτιο.» Χαϊδεύει τα φίδια και τα περιστέρια. Αυτά ζωντανεύουν.
Στο μακρινό μαχαλά είναι το κρησφύγετο του Κέμπο. Ένα σπίτι απ’ έξω εντελώς γκρεμισμένο κι από μέσα κάπως μπαλωμένο. Οι συγγενείς τον είχαν στείλει να ρίξει μια ματιά στην περιουσία τους. Δεν θα επιστρέφανε στο χωριό. Το πουλούσανε τζάμπα. Πήγε από περιέργεια. Σκότωσε ένα ζαρκάδι με το πιστόλι του. Το ζώο είχε βγει στο δρόμο. Φαινότανε να μην φοβάται άνθρωπο. Πυροβόλησε. Το ζαρκάδι δεν κουνήθηκε. Στο τέλος το πέτυχε. Έτσι και δεν πλήρωσε στους συγγενείς. Συνέχισε να έρχεται κρυφά. Κάτω από το βουλιαγμένο τσαρδάκι, ήταν το βότανο. Κι οι ωραίες γυναίκες από τα παιδικά του χρόνια ήταν εκεί. Στο σπίτι υπάρχουν πολλά σημεία εισόδου κι εξόδου. Λείπουν οι πόρτες και τα παράθυρα, μα το τυφλό υπόγειο είναι βαθύ και ζεστό. Εκεί έχει σιγουρέψει τα πάντα – από προβολέα, μέχρι κάσα με φυσίγγια.
Ο Κέμπο καταλαβαίνει. Και το Ελάφι τον παραμονεύει. Το ζώο αντιλαμβάνεται. Στον ανταγωνισμό του με το άγριο υπάρχει κάτι από τζόγο, κάτι το αντρίκειο. Με κάθε του νέα βολή ο Κέμπο δίνει εξετάσεις Με το που ευστοχεί, νιώθει ήρωας. Μέσα στην πόλη τα αισθητήρια δεν είναι τόσο ακονισμένα. Εκεί είναι ένας μαζεμένος ενωμοτάρχης από τον πεζοδρόμιο στην γωνία. Με το κρέας που πουλάει στα μαγαζιά και στα εστιατόρια συμπληρώνει το μισθό του.
Οι εισβολές του είναι επικίνδυνες. Έρχεται τη νύχτα. Μεταμορφώνεται σε κάποιον άλλον. Τα σκυλιά του σκότους τον κυριεύουν. Το αίμα του φλέγεται. Γίνεται λύκος.
«Γιατρέ Λίνα, γιατρέ Λίνα» τσιρίζει η Αναστενάρισσα. Την έχουν κυριεύσει οι δυνάμεις. «Ο άνθρωπος με τα κακά όνειρα είναι λύκος! Θα μας φάει!» Ο Μομόγερος κι ο Στρατηγός κραδαίνουν ξύλινα σπαθιά. Η Σιωπηλή σωπαίνει.
Ρωτάνε τον Μιχάλ τον Λευκό. Δεν μπορεί να διαψεύσει ούτε να επιβεβαιώσει. Τους διηγείται για τη Νύχτα των ελαφίνων.
Στο χωριό ήταν εννέα άτομα. Η Στάνα ήδη είχε φύγει. Οι υπάλληλοι είχαν κάνει το λάθος τους. Όποιος δεν δουλεύει αυτός δεν κάνει λάθει.
- Για πού είχε φύγει; ρωτάει αυστηρά ο Στρατηγός. Το τονίζει μάλιστα.
Στα χόρτα της λησμονιάς, εκεί που η ελαφίνα θηλάζει το μικρό της. Ο Μομόγερος σωριάζεται κατά γης. Πεθαίνει. Ο Στρατηγός τον κλοτσάει στον πισινό. Ανασταίνεται. Η Σιωπηλή σωπαίνει.
«Τι ξέρετε εσείς» λέει ο Μιχάλ ο Λευκός. «Την αγαπούσα αυτή την γυναίκα. Ακόμη την αγαπάω…»
«Χε – χε !» δείχνει τα δόντια του από κολοκυθόσπορο ο Μομόγερος.
«Ας μας διηγηθεί για τους λύκους, γιατρέ Λίνα!» Τα μάτια της Αναστενάρισσας ξασπρίζουν. «Υπάρχει άνθρωπος μεταμορφωμένος σε λύκο. Υπάρχει. Τον βλέπω, γιατρέ Λίνα!»
Κυνηγημένοι απ’ την πείνα οι λύκοι σκοτώνανε παντού. Ντόπιοι, όπως και άλλοι που ήρθαν απ’ έξω. Αυτόν το χειμώνα ήταν ανελέητοι. Μπαίνανε σε μάντρες και αυλές. Ξεσκίζανε σκυλιά και προβατίνες. Οι σκιές τους ανεμίζανε πάνω στο παγωμένο χιόνι.
Το ουρλιαχτό ξύπναγε το χωριουδάκι μέσα στο βουνίσιο πέρασμα. Τάραζε τον ύπνο. Λαλίστατα σκυλιά κρέμονταν στις αλυσίδες τους με μια σκέψη. Μήπως και σπάσει η αλυσίδα. Μήπως και πράγματι χρειαστεί να γίνουν διώκτες;
Οι άνθρωποι ήταν όλοι γέροι κι άρρωστοι. Εγκαταλειμμένοι ή απλώς ξεχασμένοι. Ζούσαν από χρόνια χωρίς την ελπίδα για βοήθεια. Τηλέφωνο ή γιατρός δεν πατούσαν εδώ.
Στην δικιά τους την ανθεκτικότητα ήταν η ελπίδα τους. Γερά αμπαρωμένοι, οπλισμένοι με πασσάλους, μαχαίρια, τσεκούρια – ανά δυο (αν ζούσαν κι οι δύο), ή μόνοι, φοβισμένοι, με τα δόντια τους να τρέμουν.
Το βαθύ χιόνι για άλλη μια φορά τους απομόνωνε από τον κόσμο. Κάπου εκεί, τα παιδιά τους είχαν μεταμορφωθεί σε άνθρωποι των πολυκατοικιών. Κάπου εκεί, που κανένας, κανέναν δεν βοηθάει. Το καλοκαίρι τύχαινε να έρθουν κάποιου τα εγγόνια. Για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, να μαζέψουν μυρωδικά βότανα, να βάλουν στο καλάθι βατόμουρα, μανιτάρια.
Το μέρος ήταν όμορφο, μα ανήλεο. Οι κάτοικοί του, μένανε γαντζωμένοι στα πρωτόγονα τους σπίτια. Μόνο κάποιος κυνηγός που είχε χαθεί ή που ήταν κουρασμένος θα μπορούσε να περάσει. Να τριγυρνάει για μια γουλιά νερό. Το νερό στην περιοχή ήταν δυσεύρετο.
Υπήρχε πηγάδι. Δεν πάγωνε ολόκληρο τον χειμώνα. Τρεμόπαιζε καθαρό το καλοκαίρι παρά τα βατράχια που χοροπηδούσαν δίπλα.
Εδώ ερχότανε για να ξεδιψάσουν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Η πηγή είχε μαζέψει κάποτε και τους ανθρώπους. Οι ελαφίνες όλο και πιο συχνά μαζευόντουσαν τριγύρω. Σαν να παρακαλούσαν για προστασία. Διαισθάνονταν, πως οι ευκαιρίες τους για ζωή λιγοστεύουν.
Η πείνα ήταν βιβλική. Οι γέροι κι άλλες φορές βλέπανε τις ελαφίνες και πότε, πότε τις ρίχνανε καμιά κόρα ψωμιού ή κάτι άλλο από το φτωχικό τους δείπνο.
Οι άνθρωποι ήταν ανήσυχοι και για τον εαυτό τους. Οι καρδιές τους ραγίζανε. Λόγω της ελπίδας τους, οι ελαφίνες θα πέθαιναν. Πάντα εμφανίζονταν μια, μια, μα ποτέ τόσες όσο τώρα. Ήταν κοπάδι. Δεν άργησε η νύχτα – κουρασμένη κι εξαγριωμένη. Τα μάτια των λύκων καίγανε. Το κοπάδι συγκεντρώθηκε και πάγωσε. Ήταν η μια κοντά στην άλλη, η μία κοντά στην άλλη. Τα σώματα τους περιπλέκονταν – ο λαιμός της κάθε μιας, πάνω στην πλάτη της μπροστινής. Στη μέση – τα μικρά. Στην άκρη οι γερασμένες κι οι άρρωστες. Προσκολλούσαν με τις στερνές τους δυνάμεις πάνω στις υπόλοιπες. Ελάφια με αιχμηρά κέρατα στέκονταν στην πρώτη γραμμή, βυθισμένα μέχρι τα γόνατα στο χιόνι.
Τα αγρίμια, γρήγορα κλείσανε τον κλοιό. Ακουγότανε θόρυβος από σκισμένα δέρματα, από σπασμένους σπονδύλους. Τα πνιγμένα ελάφια ήταν περισσότερα απ’ όσο ήταν δυνατόν να φαγωθούν. Το αίμα των αρπαχτικών κόχλαζε. Πια δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Τα θύματα τους προκαλούσαν με τον άγριο πανικό τους και το μίσος. Τα ελάφια ξεκοιλιάσανε δυο νεαρούς λύκους.
Η αγέλη επιτέλους διέλυσε το κοπάδι. Τα ζώα μεμονωμένα προσπαθούσαν να σωθούν όπως μπορούσαν. Το βαθύ χιόνι με την κρούστα στην επιφάνεια καθήλωνε τα θύματα. Βυθιζότανε ενώ οι σκιές ορμούσαν καταπάνω τους. Οι τελευταίοι τους ρόγχοι κι ανάσες αντηχούσαν στα κρύα δωμάτια.
Αναπάντεχα για τους λύκους έτρυξε μια πόρτα. Μετά δεύτερη, τρίτη. Σκόρπιες ελαφίνες, που είχαν ξεφύγει γλιστρούσαν στις αυλές. Από ένα σπίτι χωρίς μάντρα ξεπρόβαλε γερόντισσα. Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε πλάι. Μέσα όρμησε νεαρή ελαφίνα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν καμπάνα. Η γερόντισσα την άκουσε, όταν αυτή κόλλησε πάνω της.
Αμπαρώθηκαν γερά. Στήριξαν την πόρτα με το σεντούκι στο οποίο κάποτε η γυναικούλα μάζευε το προικιό της.
Όλο και κάποτε θα ξημέρωνε.
Έτσι η μάνα της γιατρίνας Λίνα Μπίζεβα γλίτωσε μια ελαφίνα. Ενώ ένα σκυλί έσπασε την αλυσίδα του. Το ‘σκασε με τους λύκους. Θα γύρναγε πίσω άραγε; Ο Χάντερ δεν είχε συναντήσει παρόμοιο ζώο. Σκότωνε μεθοδικά. Έφτασε στο σημείο να αμφιβάλει για τους δυο του θηροφύλακες - τον Αχμέτ και τον Ντάντσο… Μήπως ήταν κάποιος απ’ αυτούς. Ο Αχμέτ έμεινε με τον τυφλό του πατέρα στο γειτονικό χωριό. Καθότανε στο βουνό για χάρη του. Ο Ντάντσο έχει άρρωστα πνευμόνια. Ο αέρας εδώ είναι θεραπευτικός. Μια φορά το καλοκαίρι τον επισκέπτεται η αδερφή του. Άλλους συγγενείς δεν έχει. Για να προλάβει εγκαίρως, συνέχεια τρέχει. Νοικιάζει στο σπίτι του Αχμέτ. Ταξιδεύουν με το σαραβαλιασμένο από τους κακοτράχαλους δρόμους «Μοσκβίτς» Για ένα μήνα τους κλείδωσε τα ντουφέκια. Τους άφησε να εποπτεύουν τις περιοχές τους χωρίς όπλα. Κι όμως δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Οι επιδρομές συνεχιζόντουσαν.
Η γιατρός Λίνα έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια. Ήθελε πολύ να βοηθήσει. Η αδυναμία της σαν γιατρός την εξόργιζε. Δεν ήταν σίγουρη πως είχε κάνει τα πάντα; Πόνταρε την καριέρα της, το όνομά της. Για πολλούς οι ασθένειες είναι κάτι που σε στιγματίζει και οι δυστυχίες - κάτι που σε ντροπιάζει. Οι συνάδελφοι της χωρίζανε τους δυστυχισμένους σε περιστατικά με αίσια έκβαση και μη. Δεν μπορούσε να κατανοήσει μια τέτοια τάξη.
Πίστευε πως η μάνα της ζει. Έπρεπε μόνο να φτάσει στο χωριό. Τότε θα το διαισθανότανε.
«Σίγουρα είμαι εντελώς εξωπραγματική, αφού αρνούμαι να αποδεχτώ πως μετά τον θάνατό τους οι άνθρωποι εξαφανίζονται για πάντα.»
Η μάνα σου είναι ζωντανή, η μάνα σου είναι εδώ!
Οι ασθενείς της θα ήταν καταδικασμένοι, αν η γιατρός Λίνα τους έκλεινε σε ένα ντοσιέ.
Δραπέτευσε μαζί τους.
3.
Με τα βιβλία ο Χάντερ μοιράζεται την μοναξιά του. Τα αναζητάει ειδικά όταν είναι ανήσυχος, ή βρίσκεται σε ένταση.
« Έτσι λόγω της μακρόχρονης εκδοράς και βρώσης άγριων ζώων οι ίδιοι οι κυνηγοί μετατρέπονται σχεδόν σε κτήνη, αν και φαντάζονται πως ζουν σαν βασιλιάδες…» γράφει στο τριακοστό ένατο κεφάλαιο, με τον τίτλο: «Διάφορα είδη αλλοφροσύνης».
Βγαίνει από το καταφύγιο με κουκούλα για τη βροχή. Θέλει να διαλυθεί στο σκοτάδι. Να αισθανθεί πράγματα που του είχαν ξεφύγει. Παίρνει και την Μπέρτα.
Αυτό του συνέβαινε και πριν εμφανιστεί ο Κέμπο. Κάποια μεγάλη του ανησυχία τον σήκωνε αργά τη νύχτα. Ξεκινούσε αμέσως.
Είχε ονομάσει τον άγνωστο «αρπαχτικό». Η αδυσώπητα του συνδυαζότανε με αμέλεια. Την προηγούμενη είχε βρει κομμάτια δέρματος και πεταμένες οπλές. Ποιος ήταν; Γιατί εμφανίστηκε; Γιατί εξόντωνε σε ποσότητες που ξεπερνούσαν οποιεσδήποτε προσωπικές ανάγκες;
Ο Χάντερ εκτιμάει με ψυχραιμία. Ο Κέμπο είναι ικανός δολοφόνος. Δεν είχε πέσει σε ούτε μια παγίδα: τα σανίδια με τις πρόκες, οι λάκκοι σκεπασμένοι με κλαριά και φύλλα, τα ηλεκτροφόρα καλώδια και κουδούνια, τα απόρρητα και φυλαγμένα σημεία εισόδου κι εξόδου…
Ο Χάντερ χάνει την υπομονή του. Σκέφτεται συχνά τον άγνωστο. Τον σκέφτεται και την ώρα του ύπνου. Ο άλλος γνωρίζει καλά το δάσος. Μετακινείται γρήγορα. Πυροβολεί από έξυπνα στυμμένες ενέδρες. Πολύ βασικό – είναι αθόρυβος. Γρήγορα μαζεύει και μεταφέρει τα θύματά του. Αφήνει οπλές, εντόσθια, λιμνούλες αίματος. Δεν υπάρχουν ίχνη από τζιπ, ούτε κάλυκες, ούτε πατημασιές από μπότες.
Έχει βρει κρυψώνα για το κρέας. Το βγάζει έξω αργότερα, όταν είναι ακίνδυνα.
Έντονα πιπιλίζει το τσιγάρο του κάτω απ’ την βροχή, χωρίς να το ανάψει. Όπου να ‘ναι, ή απόψε, ή κάποια άλλη νύχτα οι δρόμοι τους θα συναντηθούν. Δεν θα ανοίξουν συζήτηση. «Ποιος ποιον;» είναι το ερώτημα.
Ο Χάντερ όλο και περισσότερο πείθεται πως πρέπει να γίνει ο ίδιος στόχος. Να υποδεχτεί αυτός το μολύβι, άγνωστο πότε και πως, άγνωστο που. Κι αφού πρώτα ο άλλος σηκώσει το όπλο, τότε - να του απαντήσει.
Ποντάρει τον εαυτό του. Δεν ξέρει αν ο άλλος θα τον κερδίσει. Αν υποπτεύεται καν για την ύπαρξη του;
Εύκολα βουλιάζεις στο ρέμα. Δύσκολα βγαίνεις από κει με φορτίο.
Ο Χάντερ αφήνει το τζιπ στο ανήλεο ρέμα, δίπλα στη πηγή. Προειδοποιεί τον Μιχάλ τον Λευκό και την γιατρό Λίνα Μπίζεβα να μην τρομάζουν αν ακούσουν πυροβολισμούς.
Διαλύεται στο σκοτάδι. Παίρνει τη θέση του στα ψηλά. Από κει βλέπει όλες τις πτυχές της περιοχής μέχρι τον ορίζοντα. Ο Χάντερ υποθέτει, πως ο Κέμπο έχει δυνατό προβολέα και όπλο με σιγαστήρα. Δεν σκέφτεται, πως ο λαθροκυνηγός σκοτώνει από τη δημοσιά, χωρίς να μπει στο δάσος. Ένστολος αστυνομικός, που περνάει απ’ τους ελέγχους. Κάτι παραπάνω το πορτμπαγκάζ του είναι υπεράνω υποψίας. Για να τον αναγκάσεις να το ανοίξει, υπάρχει ολόκληρη διαδικασία. Και μόνο αν θεωρείται ύποπτος. Το κρέας είναι μέσα.
Ο Χάντερ περνάει τη νύχτα χωρίς να κλείσει μάτι. Όταν κάπως γλαρώνει, ορμάνε πάνω του οι λέξεις. Τις διώχνει.
Μας διακατέχουν χιονοστιβάδες λέξεων. Έχουν αλώσει τις ψυχές μας. Πόσοι βουλιάζουν για πολύ, σαν σε βαθύ χιόνι στην εσωτερική τους σιωπή; Στους εσωτερικούς τους ουρανούς; Άραγε τα ζώα θα θελήσουν να επικοινωνήσουν με μας τους ανθρώπους; Μήπως σωπαίνουν με τη θέλησή τους; Εμείς τι έχουμε για να πούμε σ’ αυτά;
Από την ώρα που ήρθε στο βουνό, μέσα στην παραγεμισμένη με λεπτομέρειες ψυχή του, έχει αδειάσει χώρος για έναν εντελώς άγνωστο κόσμο. Τότε ο Χάντερ έθεσε υπό αμφισβήτηση την νοημοσύνη του κόσμου απ’ τον οποίο προερχότανε. Τον κόσμο της πόλης, του πολιτισμού, όπου εμείς, είμαστε πλιάτσικο των λέξεων που μας κυνηγούν. Θα έρθει το τέλους αυτής της καταδίωξης; Μήπως η αιώνια σιωπή θα είναι η σωτήρια όχθη;
Κατά πόσο είναι αληθινά τα λόγια; Αν βλέπαμε σαν τον αετό, αν ακούγαμε σαν το σκύλο, αν είχαμε την όσφρηση της αρκούδας, αν τα αισθητήρια όργανά μας είναι δέκα φορές πιο ευαίσθητα, τότε θα χρησιμοποιούμε πάλι τις ίδιες λέξεις;
Αυτές περιγράφουν μόνο τις ατελείς μας παραστάσεις. Περπατάμε στον κόσμο ψάχνοντας, σαν τους τυφλούς. Σαν χαμένοι. Τότε γιατί οι λέξεις να μας διακατέχουν; Με ποιο δικαίωμα;
Γνωρίζουν οι άνθρωποι τι κάνουν στο ξύπνιο τους; Θυμούνται τι κάνανε στον ύπνο τους;
Χαράζει. Αισθάνεται τη ζεστασιά της Μπέρτας.
Ο Χάντερ ξεκινάει προσεκτικά δίπλα στο δάσος. Καθαρίζει τις φουσκωμένες σταγόνες πάνω στην κάνη. Η Μπέρτα τρίβει το βρεγμένο τρίχωμα της στο παντελόνι του.
Αναπνέει ελαφριά, αναπνέει γρήγορα, αναπνέει άγρια. Κάθε εισπνοή – ζωή, κάθε εκπνοή - θάνατος. Έτσι κάθε στιγμή κάτι γεννιέται και κάτι πεθαίνει την ώρα που εισπνέουμε κι εκπνέουμε.
Περπατούσε αφηρημένος. Κάτι σφύριξε στον αέρα μπροστά και χαμηλά. Έτσι ακούγονται οι βολές με σιγαστήρα.
Με την βαρύτητα να τον έχει αγκαλιάσει, ο αετός πέφτει σαν πέτρα. Τότε ο Χάντερ βλέπει το λαγό. Τα αυτιά είναι του κολλημένα στο σβέρκο. Στην πλάτη του, τα νύχια του άρπαγα γλιστράνε. Έκρηξη από τρίχωμα και αίμα. Απελπισμένος πως δεν θα μπορέσει να ξεφύγει ο λαγός πέφτει ανάσκελα. Χιμάει με τα νύχια, δείχνει τα δόντια.
Ο αετός ξαφνιάζεται αν και σίγουρος για την υπεροχή του. Χτυπάει με τα φτερά. Ανυψώνεται κομψά κι ελαφριά. Ο λαγός στέκει στα πόδια του ζαλισμένος. Κουνάει το κεφάλι. Μετά τρέχει προς το μέλλον του.
Ο αετός ορμάει ξανά. Αυτή την φορά τα νύχια του καρφώνονται στην πλάτη. Δεν μπορούν όμως, να γαντζωθούν. Ο λαγός παίρνει ξανά την απελπισμένη του στάση. Το πουλί ψάχνει για μια οριστική λύση. Τσακίζει το μπροστινό πόδι του λαγού. Ξεπετιούνται πούπουλα.
Ακούγεται πυροβολισμός. Ο Χάντερ προνοητικά έχει διατάξει την Μπέρτα να ξαπλώσει. Κι εκείνη ξαφνιάζεται απ’ την βολή. Ανασηκώνεται, μα δεν τολμάει να σταθεί όρθια. Όταν διαλύεται ο καπνός ο κυνηγός κοιτάζει προς το μέρος.
Ο αετός έχει μείνει με ανοιχτά τα φτερά. Σαν να θέλει να αγκαλιάσει κάποιον. Το κεφάλι του γερμένο. Το μάτι του γουρλωμένο. Σταγόνες της βροχής εξοστρακίζονται πάνω του.
Ο Χάντερ βογκάει. Δεν ήθελε να σκοτώσει, μόνο να φοβίσει. Δεν συμβαίνει συχνά, ούτε είναι εύκολο να πάρεις θέση υπέρ του αδύναμου.
Η Μπέρτα πηδάει απ’ την χαρά της. Χώνεται κάτω απ’ τα φτερά του αετού. Ξεπροβάλει με το λαγό στο στόμα.
Ο Χάντερ σκύβει. Μέχρι που γονατίζει. Παρά τη θέλησή του τα σκάγια αποτελειώνουν την μονομαχία, με την δική τους λογική.
Ξαφνιάζεται από τον εαυτό του. Ήταν κουρασμένος και νευρικός. Συναισθηματικός – άρα ευάλωτος. Κάτι άγνωστο γι αυτόν την ώρα της σκοποβολής. Αν χάσεις την ψυχραιμία σου - θα χάσεις και τον στόχο. Θυμάται την ξεχασμένη φράση - ευαίσθητος σαν βολή.
Ξαφνικά τους καταπλακώνει η ομίχλη. Πέφτει χαμηλά. Ο δρόμος και το δάσος σωπαίνουν εντελώς. Βήχας, ή σπασμένο κλαρί ακούγονται από μακριά. Με τέτοιο καιρό όλοι βιάζονται να μαζευτούν στα σπίτια τους. Αν κάπου ταξιδεύεις, νιώθεις εγκαταλειμμένος και μοναχικός. Αν τύχει να μείνεις από λάστιχο – μην περιμένεις βοήθεια. Κανείς δεν θα περάσει μέχρι να έρθει το μουτρωμένο πρωινό.
Πρώτο σ’ αυτά τα έρημα μέρη περνάει το γαλατάδικο. Γυρνάει απ’ τα χωριά. Τις αργίες κανένα «τραμπάντ»[1] ψάχνει χαμένο θησαυρό των προγόνων ή κάνει βόλτες για να ξεσκάσει ο οδηγός.
Μετά την ομίχλη η νύχτα καταφτάνει γρήγορα. Η ζωή σταματάει. Έρχεται η ώρα του Κέμπο. Κοιτάζει προς το δάσος με το ειδικό του όπλο. Κοντό, λύνεται εύκολα, με δίοπτρα και δυνατό προβολέα προσαρμοσμένο στην κάνη. Η ακτίνα του μαρκάρει με το σήμα της ζαρκάδια, ελάφια, ελαφίνες… Ακούγεται ελαφρύς κρότος. Μια γλωσσίτσα γλείφει γρήγορα την ομίχλη και χάνεται. Προς τα έξω ξεφεύγει συννεφάκι καπνού. Αν δεν μύριζε μπαρούτι ή δεν ρέγχει το λαβωμένο ζώο, είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Ο Κέμπο αφουγκράζεται. Η ομίχλη, όσο κι εξυπηρετική να είναι, δεν φέρνει ήχους. Τότε πια βγάζει τσουβάλι από καραβόπανο και τσεκούρι – ξυράφι.
Έτσι ο Κέμπο περνάει όλη τη νύχτα. Σαν τα ζώα που εξοντώνει δεν έχει από πριν την ετοιμότητα να χαλαρώσει ή να παραδοθεί.
Τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Ποτέ. Κι αυτή τη νύχτα βηματίζει προσεκτικά δίπλα στο ξέφωτο. Εκεί βγαίνουν οι ελαφίνες. Ίσως να φανεί επιτέλους και το Ελάφι που έρχεται πάντα.
Από την πρώτη στιγμή θα τα εντοπίσει. Μέχρι να καταλάβουν θα βρει τον στόχο, θα σκοπεύσει και θα ρίξει.
Παίρνει βαθιά αναπνοή. Η δέσμη του προβολέα τρυπώνει τη νύχτα. Άλλη μια ελαφίνα. Ροχαλίζει και δεν βιάζεται να πεθάνει. Την βοηθάει με το μαχαίρι. Ρίγος ανακούφισης συγκλονίζει το ζεστό κορμί.
Τότε ακούγεται ο δρόμος. Ο ήχος ανηφορίζει αργά. Ανάμεσα στα δέντρα φέγγουν φώτα αυτοκινήτου. Παραβιάζουν την περιοχή του.
Στα γρήγορα σκεπάζει το πτώμα με κλωνάρια. Πάντα σταματάει με τη μούρη προς τα κάτω. Απομακρύνεται χωρίς να βάλει μπρος τη μηχανή. Κινείται μόνο στην άσφαλτο. Δεν αφήνει ίχνη στους χωματόδρομους.
Πιο κάτω σέρνεται ένας τέτοιος δρόμος. Στρίβει αμέσως. Το σκοτάδι τον καταπίνει. Παίρνει το γυλιό, το τσεκούρι και κάθε τι που θα τον πρόδιδε. Τρέχει προς την στροφή απ’ την οποία είχε πυροβολήσει. Βρίσκεται πια στα ψηλά. Οι άλλοι δεν υποπτεύονται τίποτα. Μιλάνε φωναχτά. Φέγγουν δεξιά, αριστερά. Μιλάνε δυνατά. Ακούγονται από μακριά. Ο ένας βγαίνει να ανακουφιστεί. Τον πιάνει λόξυγκας από τα ποτά ή από τους χαλασμένους μεζέδες. Είναι μόλις μερικά βήματα από την ελαφίνα.
Το πίσω μέρος του τζιπ περνάει δίπλα στον Κέμπο. Ρίχνει χωρίς να ανάψει τον προβολέα. Ακούγονται ουρλιαχτά. Τα λάστιχα σφυρίζουν. Πατάνε τέρμα τα γκάζια. Πριν από καιρό, η Ελαφίνα είχε πέσει στην δική τους παγίδα.
Ο Κέμπο γυρίζει ατάραχος. Απόψε τα τσακάλια γλεντάνε για λογαριασμό του. Δεν πρόλαβε να μεταφέρει το κρέας.
Ο Κέμπο έχει ασύρματο με τη συχνότητα της αστυνομίας. Τον προφυλάγει απ’ τις παγίδες.
Την επόμενη νύχτα ξαναγυρίζει εκεί. Στο δρόμο λάμπουν μια χούφτα σπασμένα γυαλιά. Προσεκτικά τα μαζεύει με το γάντι. Το φωτισμένο στα γρήγορα ξέφωτο φαίνεται έρημο, μα το εξασκημένο του μάτι πιάνει μια ανταύγεια να φωσφορίζει. Δίπλα στο πτώμα της ελαφίνας υπάρχει ελάφι.
Ο Κέμπο ξαφνιάζεται. Ριγεί απ’ τη χαρά του. Με αυτοπεποίθηση σημαδεύει στο μέτωπο. Η πιο δύσκολη βολή. Το κεφάλι κάθε στιγμή μπορεί να κουνηθεί.
Το Ελάφι δεν το βάζει στα πόδια. Κοιτάζει ατάραχο με φλεγόμενα μάτια. Είναι πιστό μέχρι θανάτου στη δική του ελαφίνα. Επιτέλους μπροστά στην κάνη του κάποιος που να μην βιάζεται να το σκάσει.
Τι θέλει; Αυτή να σηκωθεί; Ή περιμένει το δολοφόνο της; Να ‘τος –εδώ είναι.
Ο άνθρωπος κάπως μπερδεύεται. Για πρώτη φορά αρνείται να ρίξει, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί. Λυπάται την ελαφίνα; Όχι όμως και τους ανθρώπους στο τζιπ. Αν είχε πληγώσει ή σκοτώσει κάποιον; Δεν θα έκαναν καταγγελία.
Στη στιγμή της αμφιβολίας το Ελάφι πετάγεται προς το φως. Ο Κέμπο πυροβολεί. Στον πανικό του ξεχνάει να σβήσει τον προβολέα που είναι κάτω απ’ την κάνη. Έτσι τα κέρατα του Ελαφιού βαράνε εκεί που πρέπει.
Με ξεσκισμένα τα ρούχα και ποδοπατημένος κοιτάζει προς τον ουρανό.
Δεν υπάρχει ομίχλη. Το σκοτάδι και τα’ άστρα χαμηλώνουν όλο και πιο κοντά. Τη ψύχρα και τι ηρεμία! Είναι αλήθεια πως επιτέλους τις βρήκα – εκπλήσσεται ο ίδιος; Βρίσκει τις ωραίες γυναίκες από τα παιδικά του χρόνια.
Στην πραγματικότητα είναι νεράιδες. Ζούνε κάτω απ’ το τσαρδάκι βυθισμένο στα τρελαμένα χόρτα.
Στην ταράτσα είναι η γυναίκα με τα φθαρμένα ρούχα. Πεταρίζει με τα βλέφαρα στον ήλιο. Περιβάλει τα πάντα με σιωπή. Τα πάντα τριγύρω της. Ο σκοτεινός ίσκιος του συνοδού της εμφανίζεται πάνω στην κουρτίνα του σπασμένου παραθύρου. Τεντώνει το οστεωμένο του χέρι. Το λαρύγγι του είναι αιχμηρό σαν τσακμακόπετρα. Ξεροκαταπίνει. Τραβάει την γυναίκα μέσα.
Αυτό επαναλαμβάνεται κάθε μέρα από τότε που ήρθαν στο χωριό. Γνωρίστηκαν όταν κι οι δυο τους ήταν άστεγοι. Τις νύχτες βρίσκανε ζεστασιά πλάι στα λούκια. Ή σε ερημωμένες αποθήκες, σε γιαπιά, σε φορτηγά βαγόνια πάνω σε νεκρωμένες γραμμές… Ανάβανε φωτιά μέσα σε καλύβες από χαρτόκουτες. Ζεσταίνανε ρακί. Ο Μομόγερος φλυαρούσε μέχρι το πρωί.
Μία φορά ταρακουνήθηκε το βαγόνι. Ξύπνησαν δίπλα στο φωτεινό σηματοδότη κάποιου σταθμού. Ήταν πριν φτάσουν στην γιατρό Λίνα. Είχαν το δικό τους σύνθημα και παρασύνθημα:
- Κι εσύ είσαι απ’ τους ανθρώπους της γιατρού Λίνας;
Τώρα ήξεραν Το χωριό ήταν δικό τους. Μαζί με τα σπίτια γεμάτα νοικοκυριό, με τα ρούχα στις κρεμάστρες, με τα δέντρα που ακόμη δίνανε καρπό.
Διαλέξανε σπίτια. Η γιατρός Λίνα έμεινε στο σπίτι της μάνας της με τη Νία. Συχνά πηγαίνανε στο εκτροφείο θηραμάτων. Ο Μομόγερος και η Σιωπηλή εγκαταστάθηκαν σε άλλη οδό. Ο Στρατηγός - στο σανό. Από εκεί τους περιφρουρούσε. Για πολύ καιρό δεν είχαν επιλογές.
Το δειλινό περνάει μέσα απ’ το τσαρδάκι. Κι ο Μομόγερος τρυπώνει από κει.
Αυτή είχε δικό της σκυλί. Με σπασμένο το πίσω πόδι, με πληγές και ουλές. Τα πλευρά του αιχμηρά σαν πιρούνια. Στο βλέμμα – ο τρόμος της επιβίωσης. Σκοτώσανε το σκυλί της. Ο Μομόγερος το αντικατέστησε. Δεν γαβγίζει δεν κλαψουρίζει, μα μιλάει. Η Σιωπηλή δεν ξέρει ποιο είναι πιο άσχημο. Πέρα απ’ αυτά ο Μομόγερος της ρίχνεται.
Κάποιο βράδυ είχε δραπετεύσει από το νοσοκομείο. Τα κατάφερε με την εμπιστοσύνη των φρουρών. Τον αφήσανε να πάει για τσιγάρα. Περπάταγε ξυπόλυτος και χωρίς κατεύθυνση. Το πρωί τον πήρε κάποιο κάρο. Μετά και πάλι μόνος. Συνάντησε καλούς ανθρώπους. Τον τάισαν. Του δώσανε παλιά ρούχα. Του φαινότανε του ανθρώπου πως δεν ήταν με τα καλά του.
Δεν ήθελε να ζήσει χωρίς την Σιωπηλή. Την έβρισκε χαριτωμένη. Το κορμί της σφιχτό. Απ την στιγμή που βρεθήκανε, της έκανε έρωτα κάθε μέρα. Ο τρελός του ενθουσιασμός δεν τον εγκατέλειπε. Αυτή είχε σαλτάρει μετά από βιασμό. Δεν του έφερνε αντίσταση. Συνέχεια σώπαινε.
Έτσι πηγαίνανε τα πράγματα στο περίεργο χωριό, όπου τους είχε φέρει η μοίρα. Την έγδυνε και της μίλαγε. Αυτή σώπαινε μυστηριωδώς. Ήταν βρόμικη, μα αυτός την φίλαγε, την φίλαγε.
Επιτέλους έχουν ηρεμήσει. Έχουν δικό τους σπίτι. Αυτός την ικετεύει.
Ο Μομόγερος την ικετεύει να μιλήσει. Θέλει ν’ ακούσει τη φωνή της. Ξαναμμένος και γυμνός, σιγά, σιγά αναλαμβάνει. Η σιωπή της τον εκνευρίζει, πάντα τον εκνευρίζει. Κι αυτή είναι γυμνή. Στους μηρούς της λερωμένους απ’ το υγρό του, κάθονται μύγες.
Η σιωπή είναι διφορούμενη. Δεν θέλει να του πει πως είναι γελοίος, χαμένο κορμί, χάλια εραστής. Μήπως γι αυτό σωπαίνει; Την στήνει δίπλα στον τοίχο. Συνεχίζει να της κάνει έρωτα. Μιλάει, μιλάει, εκείνη σωπαίνει, σωπαίνει.
Η Σιωπηλή πάλι έχει ξαπλώσει. Αυτός γυρνάει στο δωμάτιο. Ξαφνικά αρχίζει να ανοίγει τα συρτάρια της ντουλάπας με χρώμα κυδωνιού. Το ένα μετά το άλλο. Συρτάρια της ταχτοποιημένης του ζωής. Σε ένα βρίσκει σουγιαδάκι. Δοκιμάζει τη λάμα του. Ξύνει κάτι από το μπροστινό του δόντι. Σκύβει πάνω της και την απειλεί. Μετά χάνει την ισορροπία του και πέφτει πάνω στο σπασμένο παράθυρο. Κόβεται. Το αίμα του βάφει το πάτωμα. Τον κυριεύει πανικός.
- Εσύ φταις!
Καρφώνει τη λάμα κάπου στο κορμί της. Αυτή δεν βγάζει μιλιά.
Τον πιάνουν τα κλάματα. Τρέχει γυμνός ανάμεσα στα ζιζάνια. Πραγματικός Μομόγερος, χωρίς δέρματα. Τα δόντια του από κολοκυθόσπορο γυαλίζουν σαν να γελάει.
Θα περπατάει κρυμμένος απ’ όλους. Πια το κάνει συχνά. Μόλις το δειλινό προβεί στο τσαρδάκι, ο Μομόγερος θα την αγκαλιάσει με θαυμασμό. Τριγυρνάει στο χωριό. Σταματάει μπροστά στη δημαρχεία, στο σχολείο. Παντού υπογράφει με αίμα.
Μέχρι πότε θα είναι στο χωριό με την γιατρό Μπίζεβα; Τα τσιγάρα τους έχουν τελειώσει. Θα υπάρχει καινούργια παρτίδα τους καθησυχάζει εκείνος ο πελώριος κυνηγός. Αυτός ποτέ δεν αποχωρίζεται το όπλο του και το σκυλί του. Κατεβαίνει αθόρυβα από τα ψηλά. Εμφανίζεται σαν φάντασμα πίσω απ’ την πλάτη.
Θα περάσουν εκεί τον χειμώνα; Μόνο να βρούνε καυσόξυλα. Κάτω απ’ τα υπόστεγα όλων των σπιτιών υπάρχουν αρκετά. Που είναι μαζεμένα τα πιο πολλά; Η καινούργια του σκέψη τον παρασύρει. Ο Μομόγερος ελέγχει παντού.
… Στον φωτεινό σηματοδότη περάσανε όπως, όπως στο αντίθετο τρένο. Την τράβηξε δυνατά. Το κουρελιασμένο φουστάνι της ανέμισε πάνω απ’ το βαγόνι σαν σημαία. Τους έλκυε η μεγάλη πόλη. Όπως τώρα το χωριό. Χωρίς τους κάδους των σκουπιδιών στην πόλη είναι χαμένοι. Τον χειμώνα ψάχνανε τις μάντρες των ανθρώπων, όπως κάνουν τα αγρίμια. Να κλέψουν λίγη ζεστασιά, να αρπάξουν κάτι φαγώσιμο.
Ο χειμώνας είναι μακριά. Ο Μομόγερος ήδη έχει σημειώσει και δεν θα ξεχάσει να επιστρέψει στο δικό του το χωριό. Μόνο εκεί μπορείς να περπατάς στο καλντερίμι, όπως σε έχει γεννήσει η μάνα σου. Μόνο εκεί μπορείς να είσαι πρόεδρος, δάσκαλος, διευθυντής, αστυνομικός και κάτοικος μαζί.
Αρχίζει ο άνθρωπος να ονειρεύεται. Σκέφτεται – χρειάζονται εφόδια. Εκτός από καυσόξυλα θα χρειαστεί και τροφή.
Αυτή κολλάει φύλο από λουλούδι πάνω στο κομμένο μέρος του χεριού της. Ξαπλώνει ανάσκελα στην ταράτσα. Απορροφάει διψασμένη τον ουρανό.
Πριν συναντήσει τον Μομόγερο τριγύρναγε για μεγάλο χρονικό διάστημα από δω κι από κει. Την είχανε βιάσει στο πάρκο, μερικά μέτρα έξω απ’ το σπίτι της. Παράτησε τη δουλειά της.
Μάζεψε τα πράγματά της σε μια βαλίτσα. Μ’ αυτήν πήγαινε σε διάφορα γραφεία εφημερίδων.
- Μπορώ να κάνω τα πάντα από το Α, ως το Ω. έλεγε. - Γνωρίζω αγγλικά και ρώσικα.
Της απαντούσαν τυπικά:
- Αφήστε όνομα και διεύθυνση. Ίσως αργότερα.
Έπιανε πως την λυπόνται και πως την είχαν αποκαλύψει.
Μερικές φορές την ρώταγαν:
- Που πάτε;
- Θα ταξιδέψω. απαντούσε ψύχραιμα.
Την άλλη μέρα ξαναρχότανε:
- Έχετε ελεύθερες θέσεις. Μπορώ να κάνω τα πάντα από το Α ως το Ω. Γνωρίζω αγγλικά και ρώσικα.
Μετά βουβάθηκε. Παρουσιαζότανε ξαφνικά στον πεζόδρομο με κιτρινισμένο το πρόσωπο. Κουβαλούσε ακόμη πιο γεμάτη και μεγάλη βαλίτσα. Μόλις την έσερνε. Τριγυρνούσε μόνο για να μην βρίσκεται στο σπίτι. Πότε την μαζεύανε στα νοσοκομεία, πότε την αφήνανε.
Από τότε που βρεθήκανε με τον Μομόγερο έχασε την βαλίτσα της.
Θα την ψάξει. Μακάρι να την βρει. Που να την αναζητήσει στο άγνωστο χωριό.
Η Σιωπηλή είχε δει την λάμψη όταν έγερνε προς το δειλινό. Ήταν τα κιάλια του Κέμπο. Πάγωσε ολόκληρη. Το φίδι που κοιμότανε ξύπνησε.
Με τη σειρά του ο Κέμπο είχε πιάσει αντανάκλαση από κάνες. Δεν ήξερε πως εκτός από τον ανηφορικό δρόμο για τα τζιπ, υπήρχε και μονοπάτι στο απόκρημνο. Από το μονοπάτι αυτό κατεβαίνανε από το εκτροφείο στο χωριό. Παρακολουθούσε τον ύπνο της Σιωπηλής. Επίσης την βόλτα του γυμνού άντρα. Στο χωριό κάτι είχε αλλάξει. Η φωλιά του πια δε βρισκότανε σε σίγουρο μέρος.
Το Ελάφι έσπασε το χέρι του Κέμπο. Μετά από καιρό επέστρεψε. Ήταν ακόμη πιο επιφυλακτικός. Μήπως τον είχε καρφώσει το πυροβολημένο τζιπ; Μήπως η ανάσα της αστυνομίας έκαιγε πια πίσω στο σβέρκο του;
Τότε δεν είχε πετύχει. Μπόρεσε να ξεφύγει με τις στερνές του δυνάμεις μπουσουλώντας στα τέσσερα.
Τα ξεκαθάρισε με τον εαυτό του. Ήθελε να σκοτώσει το Ελάφι για να το εκδικηθεί. Κι ας ήταν ζώο. Η αφοσίωσή του στην Ελαφίνα τον ενοχλούσε.
Αν κάποιος από τους παλιάτσους στο χωριό τύχαινε να μπει στη δίοπτρά του, πάει να πει πως ήταν άτυχος.
Προς το παρόν βρίσκονταν έξω απ’ το βεληνεκές του.
4.
Το Ελάφι που πάντα έρχεται ρουθούνισε. Αισθάνθηκε τη μυρωδιά. Κοίταξε γύρω του. Έτρεξε πίσω στο σκοτεινό δάσος. Ήταν κουρασμένο. Ερχόταν από μακριά. Ονειρευόταν την πηγή.
Ο Κέμπο το διαισθάνθηκε. Κάτι κινούταν δίπλα στο πηγάδι. Με τα κιάλια νυχτερινής όρασης διέκρινε τη μάζα της αρκούδας. Το ζώο έσκυψε να πιει νερό. Σηκώθηκε με τον ώμο προς αυτόν Αργούσε. Μετά κατανόησε:
- Αυτή έδιωξε το Ελάφι.
Δεν είχε προετοιμαστεί για τέτοιο κυνήγι. Η αρκούδα όμως ήταν ελκυστικός στόχος. Δεν δίσταζε και πολύ. Ήδη αρκετή ώρα παραμόνευε. Αποφάσισε να περιμένει όλη τη νύχτα. Δέθηκε για το κλωνάρι με σκοινί. Δεν το αποχωριζότανε ποτέ στις εισβολές του. Ήταν αόρατος κι απρόσιτος. Ακόμη και λαβωμένη, η αρκούδα δεν θα μπορούσε να τον φτάσει. Η απόσταση μεταξύ τους ήταν στα εκατό μέτρα ευθεία γραμμή.
Η ακτίνα φώτισε το μέτωπό της. Το ζώο σαν να το περίμενε. Γρήγορα γύρισε με το στήθος προς το φως. Ιδανικός στόχος. Γυρίζοντας σήκωσε το μπροστινό άκρο. Κάτι κρατούσε εκεί. Ήταν σίγουρος πως δεν θα του ξέφευγε. Την περιεργαζόταν ένα – δυο δευτερόλεπτα.
Προαισθανόταν την επιτυχία. Το έπαθλο ήταν πολύτιμο. Το κρέας από την αρκουδίσια παλάμη στην θράκα θεωρείται λιχουδιά.
Από το άκρο της εξερράγη φωτιά. Η αστραπή τον απώθησε. Το όπλο έπεσε από το δικό του χέρι πριν τραβήξει τη σκανδάλη. Τον προλάβανε μοιραία και παρά τρίχα. Ο ώμος του μούδιαζε. Έχανε την ισορροπία του. Κρεμόταν στο σκοινί.
Δεν αντιλήφθηκε τι συνέβη. Αυτός είχε ρίξει ή του έριξαν; Εξερράγη το όπλο στο χέρι του; Μα ήταν δυνατόν αρκούδα – σκοπευτής;
Η πηγή βυθίστηκε στο σκοτάδι. Τα κιάλια πέσανε. Ο Κέμπο φοβήθηκε το σκότος, όπως τότε, στα παιδικά του χρόνια. Τότε κρυβότανε κάτω απ’ το κρεβάτι κι έτρωγε τα νύχια του.
Ο Χάντερ τράβηξε το φερμουάρ. Έβγαλε από πάνω του την προβιά. Χαιρότανε που είχε μείνει ζωντανός. Είχε ώμος πετύχει το στόχο; Το αισθανότανε πως ναι. Ένας κυνηγός με καλή ακοή, πιάνει τον ήχο από το ξέσκισμα της σάρκας. Αν η βολή πάει στον αέρα ή αν βρει δέντρο δεν θα ακουστεί εκείνο το αμβλύ χτύπημά.
Κρέμασε την προβιά – τρόπαιο σε ένα κλωνάρι. Θα την έπαιρνε στο γυρισμό. Έψάχνε τον Κέμπο. Σκοτωμένος ή τραυματίας ήταν υποχρεωμένος να τον βρει. Ακολούθησε την ακτίνα. Όταν έφευγε, η Αναστενάρισσα έβαλε την παλάμη της στο μέτωπό του:
- Γύρνα ζωντανός!
«Θα σε περιμένω.» λέγανε τα μάτια της.
Πόσες προπονήσεις έκανε στο ρέμα αναβιώνοντας τον τουφεκισμό του. Τον έλκυε το αδυσώπητο. Η ανεξήγητη κι αβάσταχτη επιθυμία να γίνει στόχος. Να μην υπάρχει καμία άλλη διέξοδος ή σωτηρία εκτός από αυτή.
Το αίμα του τρελάθηκε. Ήθελε εκδίκηση. Ήθελε δικαίωση για όλα τα σκοτωμένα ζώα. Και για τον Μιχάλ τον Λευκό.
Το σκοινί κρεμόταν. Ματωμένο και κομμένο. Βιαζότανε. Τον κυνηγούσε ο πανικός. Βρήκε κι άλλο αίμα στη φλούδα του δέντρου, στα χόρτα. Έψαχνε με τον προβολέα.
- Ξέφυγε. είπε στον εαυτό του ο Χάντερ. - Είναι όμως σημαδεμένος. Δεν θα φτάσει μακριά.
Τα ξημερώματα επέστρεψε με το σκύλο. Βρήκε τα κιάλια και το αυτοσχέδιο όπλο.
Ήταν χλωμός και κουρασμένος. Η Νία η Αναστενάρισσα ψιθύριζε:
- Είναι ζωντανός.
Ο Χάντερ της έγνεψε. Ήξερε πια που να τον ψάξει. Αν κατάφερνε να συρθεί ως εκεί. Πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Πως;
Ο Μιχάλ ο Λευκός κοίταζε κότες. Μένανε κλεισμένες στο κοτέτσι. Σαν επιβράβευση παίρνανε μια χούφτα καλαμπόκι. Όταν ο Λευκός εξαφανίστηκε, χάθηκαν και οι κότες. Ο Μομόγερος κι ο Στρατηγός πιάσανε το τελευταίο κοτόπουλο. Το βράσανε σούπα. Μοσχοβολούσε από μακριά. Δεν υπάρχουν τέτοιες ράτσες στα σούπερ μάρκετ. Ποιος θα τα αφήσει να βόσκουν ελεύθερα. Τα πλαστικά κοτόπουλα έχουν ψεύτικους ουρανούς. ------------------------------------------------
Ο Μομόγερος και ο Στρατηγός πέρναγαν έξω απ’ το σχολείο.
«Ο στρατός μου είναι προδομένος!» τσίριζε ο Στρατηγός.
«Οι επιχειρήσεις μου είναι χρεοκοπημένες!» κακάριζε ο Μομόγερος.
Τα καΐκια του Μομόγερου περιοδικά βουλιάζουν. Πάνω του στηρίζεται η οικονομία – τα χημικά εργοστάσια, τα εργοστάσια όπλων, ατελείωτα αμπέλια, ερημωμένα χωράφια. Πέφτει και πεθαίνει. Ο προδομένος Στρατηγός τον κλοτσάει οργισμένα. Ο Μομόγερος ανασταίνεται με χαμόγελο από κολοκυθόσπορο.
«Μήπως ήτανε αρκούδα;» γουρλώνει τα μάτια του ο Μομόγερος.
«Ούρλιαξε η Μοίρα.» συμπεραίνει ο Στρατηγός.
Αν η γιατρός Λίνα κρυφάκουγε την συνομιλία τους άραγε θα σημείωνε πρόοδο για τους ασθενείς της;
«Πως σε λένε;» ρωτάει αυστηρά ο Στρατηγός.
Ο Μομόγερος ξαφνιάζεται. Έχει ξεχάσει ποιος είναι. Και τώρα; Το κεφάλι του έχει αδειάσει. Όλο κι έπρεπε κάποιος να είναι. Αύξων αριθμός σε κάποιου το κατάλογο. Όνομα περιτριγυρισμένο με άλλα ονόματα. Τα οποία δεν του είναι αδιάφορα. Για τα οποία κι αυτός σημαίνει κάτι.
Τα καΐκια του Μομόγερου και πάλι βουλιάζουν. Η μεγαλύτερη καταστροφή εν καιρώ ειρήνης. Όλα διαλύονται θορυβωδώς. Την τελευταία στιγμή ο Μομόγερος βρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Μειδιάει.
«Μη με ρωτάς ποιος είμαι, μα να μου πεις εσύ που μένω;»
Βάζει τον Στρατηγό ματ. Δεν γνωρίζει την οδό και τον αριθμό. Δεν έχει ακούσει το όνομα του χωριού.
«Ο στρατός μου είναι προδομένος! Δεν υπάρχουμε στους τοπογραφικούς χάρτες.»
Η αρκούδα βρυχιέται κουρασμένα πίσω απ’ τους περίεργους αυτούς ανθρώπους. Χειρονομούν ζωντανά στην κεντρική οδό κουβαλώντας τον κόσμο στις πλάτες τους.
Έρχεται το δειλινό. Η Σιωπηλή σηκώνεται απότομα. Ξαφνιάζεται από κάτι βαθιά καρφωμένο μέσα της. Που της θυμίζει για τον εαυτό του. Το δειλινό έχει ξεκλείδωσε αυτό το κάτι. Ο οριστικός απόηχος μιας άλλης μέρας.
Είναι μόνη της στο χείλος του γκρεμού. Από κει και πέρα είναι ο κόσμος που σαν ζωντανός δεν μπορείς να αποκτήσεις. Γιατί να την φοβίζει η γραμμή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Ονειρεύεται να είναι πέτρα στη ράχη του ορίζοντα. Που φωτίζεται και την ξεχνάνε. Ατάραχη. Υπομονητική. Πέτρινη.
Ο κόσμος έξω της σβήνει. Βυθίζεται στο σκοτάδι. Πλάκες πιέζουν τη γλώσσα, τα στήθη, τα χέρια, τα πόδια της. Ξαπλώνει με ανοιχτά τα μάτια. Όλα τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει. Δεν έχει δύναμη να κουνηθεί.
Αυτοί της είχαν πει: «Και τι έγινε τόσο; Κι άλλη φορά το έχεις κάνει!» Ήταν χοντροί, άσχημοι άξεστοι. Ο φόβος είχε πάγωσε τη σκέψη της. Δεν τους άνοιξε συζήτηση. Δεν προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. Δεν τη γλίτωσε. Της κλέψανε και την τσάντα. Μετά βρήκε βαλίτσα.
Από πού ήξεραν πως ήταν γκόμενα του διευθυντή; Παρίστανε πως της αρέσει. Κάτι είχε στο νου. Η ψυχή της έτριζε από αμφιβολίες. Όπως το κρεβάτι στο οποίο ο διευθυντής την πήδαγε, ενθουσιασμένος και ξεμωραμένος.
Δεν είναι κομψό να είσαι θύμα και να εργάζεσαι σε εφημερίδα. Τώρα το κατανοούσε. Πόσες φορές είχε χαρεί στις ειδήσεις για φόνους. Γρήγορα έφτιαχνε το κείμενο. Τάχα δεν διαφήμιζε τον εγκληματία, μα δημοσίευε την φωτογραφία του και το βιογραφικό του. Τον περιέγραφε λεπτομερώς. Τα κείμενα πουλούσανε. Ο Διευθυντής φρόντιζε να υπάρχει ψωμί για όλους.
Το όνομά της επιβαλλότανε. Μετά το περιστατικό αυτός την σιχάθηκε. Μπορεί και να του έφερνε καμιά αρρώστια.
Δεν είχε ιδέα. Το αυξανόμενο πλήθος τη διάβαζε τρύζοντας τα δόντια. Οι αναγνώστες από μέρα σε μέρα γίνονταν όλο και πιο σκυθρωποί. Συνέβη περίεργο περιστατικό. Επισκέπτης με κουβά που κάτι μύριζε έψαξε τον διευθυντή. Ο θυρωρός υποπτεύτηκε την κατάσταση. Τον σταμάτησε. Ο άλλος τον έλουσε με τα σκατά.
Το αραιό περιεχόμενο έφτασε μέχρι και στην πόρτα της.
Γιατί οι συντάκτες παριστάνανε τους έκπληκτους; Σαν να μην γνώριζαν πως κάθε μέρα τους παρακολουθούσε το άγνωστο πλήθος, μέσα στο οποίο ωριμάζανε κι άλλες ατάκες. Τέτοιοι σαν κι αυτήν δεν αφήνανε τους άλλους να μιλήσουν. Κατείχαν όλο τον χώρο του κίτρινου ρεπορτάζ. Η προσβολή κι η εκδίκηση συσσωρεύονταν σταγόνα με τη σταγόνα. Ο πληθυσμός αγρίευε.
Ένα φίδι δάγκασε τον Κέμπο. Με δυσκολία έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι. Έριξε από κοντά. Θυμήθηκε την βολή στην ηλίθια ελαφίνα με την οποία άρχισαν όλα. Αυτή έφταιγε. Αυτή τον ξελόγιασε. Ο εξοστρακισμός παρά λίγο να τον χτυπούσε. Η σφαίρα βούιξε. Χτυπιόταν τρελά μέσα στους τοίχους της ιερής σπηλιάς. Το μολύβι έπεσε στα πόδια του σαν κουτσουλιά νυχτερίδας. Έκαιγε.
Είχε διαλύσει το φίδι. Η ουρά του περιέγραφε άσκοπους κύκλους. Το μαζεμένο δηλητήριο φούντωνε.
«Κοίτα τύχη!» στένάξε ο Κέμπο.
Πίσω απ’ τη στροφή του τούνελ ήταν ο Μιχάλ ο Λευκός. Εκεί ήταν και τα πτώματα κρεμασμένα σε γάντζους. Ρίγησε απ’ το δηλητήριο ή μήπως απ το κρύο. Στη σπηλιά σκοτείνιασε.
Μόνο η Σιωπηλή ξέρει πότε έρχεται η ώρα του φιδιού. Το έχουν στη μοίρα τους. Κι οι δύο τους. Ο θάνατος είναι η τελική καταδίκη για τον αμαρτωλό σκέφτεται η Σιωπηλή. Είναι αδύναμη να σταματήσει το αδυσώπητο.
Μέχρι πότε θα περιπλανιέται με το Μομόγερο; Μέχρι πότε θα ακούει πως τρίζουν τα λέπια. Μέχρι πότε θα ψάχνει ξυπόλυτη το φιδίσιο ρούχο. Έχασε τον εαυτό της, μα απέκτησε απρόσμενη μυστηριώδης δύναμη. Και τι βάσανο…
Ο Μομόγερος ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Σιωπηλή να κλαίει. Κάτι αλλάζει μέσα της. Πια δεν είναι αδιάφορη. Ξύπναγε από τον λήθαργο;
Ο Μομόγερος αποφάσισε έξυπνα:
«Έκλαιγε για μένα!»
«Εδώ είμαι καλή μου.» της λέει από την πόρτα «Σου φέρνω μάλιστα και τον Στρατηγό.»
Ο Στρατηγός με τη σειρά του φωνάζει:
«Που είναι η Νία; Γιατί μας εγκατέλειψε; Που είναι η γιατρός Λίνα; Τι πράγματα είναι αυτά. Όλο στον κυνηγό πηγαίνουν, όλο σε ‘κείνον τον κυνηγό….»
«Εσύ μην ανακατεύεσαι!» του λέει ο Μομόγερος.
«Κανέναν συμβιβασμό!» απαγγείλει ο Στρατηγός.
«Η Σιωπηλή περιμένει να την σώσουμε.» λέει σκεφτικά ο Μομόγερος.
«Μαζέψτε καυσόξυλα για τον χειμώνα! Στα καυσόξυλα είναι η σωτηρία μας!» διατάζει ο Στρατηγός.
Ο στόχος τους πια είναι πιο σαφής, σε σύγκριση με τότε που είχαν έρθει.
Ο Χάντερ είναι άπιαστος στο βουνό. Χωρίς διεύθυνση και ταυτότητα. Μήπως ήταν αυτό που έλκυε και τον Κέμπο; Ο άγριος άνθρωπος είναι ο ελεύθερος, όχι ο εξημερωμένος. Όλοι είμαστε αιχμάλωτοι. Μέσα σε λαβύρινθους. Ο αιώνιος μοναχικός κυνηγός – ο Θάνατος καλπάζει πίσω απ’ τα χνάρια μας. Στο τέλος πάντα τα καταφέρνει.
Ο Χάντερ το έχει ξεκαθαρίσει. Πετάει το κέλυφος του. Και βέβαια υπάρχει πεπρωμένο. Μήπως επιλέγει κανείς τους γονείς του; Ή την ώρα και τον τόπο της γέννησής του; Τώρα είσαι ζωντανός κι άγριος. Πίστευε στον εαυτό σου. Να είσαι πραγματικός κι όχι να υποκρίνεσαι.
Έρχονται διαφορετικοί επισκέπτες από την χώρα και το εξωτερικό. Όλοι με κάτι μοιάζουν με τον οικοδεσπότη τους. Δεν αγαπάνε την συμβατικότητα μέσα στην οποία ζούνε. Συνήθειες που σαν κρεατοελιές έχουν φυτρώσει πάνω τους. Εδώ πετάνε αυτό το δέρμα τους.
Μερικοί κλαίνε για το παρελθόν τους. Άλλοι μοιρολογούν το μέλλων. Κι ανάμεσα στους μεν κι ανάμεσα στους άλλους υπάρχουν γενναίοι και δειλοί άντρες. Και μια γυναίκα – η Μαίρη.
Γιατί οι άνθρωποι είναι σημαδεμένοι; Θα γκρεμιστεί μήπως ο κόσμος αν εξαλειφθούν η βία κι ο εξαναγκασμός; Θα σταματήσει να γυρνάει η γη;
Που είναι το τρίτο μας μάτι; Γιατί το έχουμε χάσει; Για ποιες αμαρτίες μας το έχουνε αφαιρέσει; Πως ήμασταν όταν το είχαμε; Ο καθένας θα κοίταζε στη ψυχή του άλλου χωρίς λέξεις; Ίσως δεν θα υπήρχαν μυστικά. Αυτό θα ήταν καλό; Το ψέμα δεν θα ήταν εφικτό. Οι κλοπές και οι φόνοι επίσης. Πόσο χρήμα θα γλιτώναμε για δικαστές, αστυνομικούς κλπ. Με τις σκέψεις μας θα επικοινωνούσαμε ανεξαρτήτως από την απόσταση. Υπήρξαν κάποτε τέτοιοι άνθρωποι; Γιατί η Νία με κάτι τους θυμίζει; Μιλάει στον Χάντερ κάτω απ τους αιωνόβιους δρυς. Η γιατρός Λίνα κουνάει το κεφάλι. Από μικρός ο Χάντερ ξεχωρίζει. Γυμνός μέχρι τη μέση κουβάλαγε κηρύθρες μέλι ανάμεσα στα μελίσσια, χωρίς οι μέλισσες να τον τσιμπάγανε. Με τα χέρια του άρπαζε φίδια και σαύρες. Έπιανε το βλέμμα τους. Σκυλιά φύλακες μοιράζονταν μαζί του το γεύμα τους. Μια δαγκωματιά αυτός, μια ο σκύλος. Μετά πάλι αυτός. Είχε αρχίσει να τρέφει και περιστέρια. Συνέβη μετά από ένα κυνήγι που πήγε με την Αναστασία, την κόρη του. Τα πουλιά ανεβαίνανε πάνω του, στους ώμους, στις παλάμες. Μια λάθος βολή του δώρισε αετό. Αφού θεράπευσε το πουλί, το εξημέρωσε.
Ο Χάντερ βρίσκεται στην αυλή του Ένιου το Νταούλι. Ο Γκορμπατσόβ ουρλιάζει και ρίχνεται επάνω του. Η αλυσίδα αντέχει. Ο Χάντερ κοιτάει απ’ το παράθυρο. Είναι σκεπασμένο με αράχνες. Όλα κάποτε τα σκεπάζουν σκόνη και στάχτες. Πόσο μάλλον τα αντικείμενα ενός χωρικού.
Πλησιάζει ένα βήμα απ’ το σκύλο. Σκύβει μπροστά του. Ξαφνιασμένο αυτό σωπαίνει. Σκιά περιέργειας περνάει μέσα απ’ τα μάτια του. Από τα δόντια του τρέχουν σάλια. Ο Χάντερ πλησιάζει αργά, χωρίς να σηκωθεί. Μέσα από το γκρίζο των ματιών του, περνάει δεύτερο κύμα. Από τις κόρες απλώνονται ομόκεντροι κύκλοι διαύγειας. Τα μολυβένια μάτια βαθμιαία καθαρίζουν, μα πάντα επαγρυπνούν.
Δεν του είναι για πρώτη φορά. Πόσα στοιχήματα έχει κερδίσει ο Χάντερ. Κανείς δεν πίστευε πως παραβγαίνει με λυκομάχους.
Ο σκύλος χάθηκε κάπου. Θυμήθηκε τα μάτια της μάνας του. Τα μάτια των παιδιών που παίζανε μαζί του. Μπερδεύτηκε. Τώρα αυτά τα μάτια είναι απέναντί του. Τον κοιτάζουν. Περίεργα, υπομονετικά, καλά.
«Τι γίνεται;» ρωτάει ο Γκορμπατσόβ «Εδώ και χρόνια τρελαίνομαι στην αλυσίδα. Κι αυτό που χρειάζομαι είναι τόσο κοντά.»
Ήρεμη, άφοβη διαύγεια στέκει μπροστά στο λυκομάχο. Του λέει:
«Είμαι σαν κι εσένα. Γιατί με έχεις ξεχάσει; Ήρθα!» ο Γκορμπατσόβ γυρνάει το κεφάλι. Τότε ο κυνηγός του λέει:
«Ε, πάμε! Θα ζήσουμε μαζί, ε;»
Αγγίζει το αυτί του με τις άκρες των δακτύλων του.
Ο Μομόγερος κι ο Στρατηγός παρακολουθούν πίσω απ’ τον φράχτη. Περιμένουν ο άνθρωπος και ο σκύλος να περάσουν πλάι τους. Εκείνη τη στιγμή ο Γκορμπατσόβ ουρλιάζει με όλη του την φωνή. Ρίχνεται πάνω τους. Ο Χάντερ στρίβει την αλυσίδα γύρω από το χέρι του. Την τραβάει απότομα. Ο Γκορμπατσόβ τσιρίζει και πέφτει μπρούμυτα με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια. Ίσως να ελέγχει αν είναι στη θέση του το νέο αφεντικό;
Ο Χάντερ με τον Γκορμπατσόβ φεύγουν. Ο Στρατηγός εκφράζει ελεύθερα τα συναισθήματά του. Κανείς δεν του δίνει σημασία.
Ο Γκορμπατσόβ θα μείνει πιστός στον Χάντερ. Σκοτώνεται σε ένα κυνήγι. Μόλις οι αρκούδες της Μαίρης σηκώνονταν όρθιες, αυτός πήδαγε κι έμπηγε τα δόντια του στο λαιμό τους. Ξαφνιασμένες από το θάρρος του οι αρκούδες χάνανε την ψυχραιμία τους. Έτυχε μια να ναι ξύπνια. Τον βάρεσε με το μπροστινό της στην κοιλιά. Εκείνο τον καιρό οι ξένοι δίνανε δέκα χιλιάδες λέβα για να αγοράσουν τέτοιο σκυλί, μα και πάλι δεν ήταν για πούλημα.
Ο Μομόγερος ξαφνιάζεται. Πέφτει καταγής. Αρχίζει να πεθαίνει. Για πολύ ώρα ο Στρατηγός τον κλοτσάει στον πισινό. Το παιχνίδι διασκεδάζει και τους δύο. Επιτέλους ο Μομόγερος ανασταίνεται. Στα μάτια του φέρει ακόμη τον τρόμο που τον έχει βαρέσει. Σιγά, σιγά το συνειδητοποιούν. Πεθαίνεις μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Ο θάνατος είχε περάσει δίπλα τους χωρίς να τους αγγίξει.
Ο Στρατηγός αρχίζει τις επεξηγήσεις για τις ξαφνικές επιθέσεις. Έρχονται κι οι αναμνήσεις για τα στρατό του. Ανίκητος και θρυλικός. Ο Μομόγερος δεν αγαπάει τις υποχωρήσεις. Δεν εμπιστεύεται ανθρώπους με στολές και όπλα.
«Όλοι σας είστε δεμένα σκυλιά.» λέει φιλοσοφικά και κατουράει.
Ο Στρατηγός δεν παραδίνεται. Θα δημιουργήσει καινούργιο στρατό. Είναι υποχρεωμένος.
Με την υποχρέωση να τον κατέχει ξεχνάει για τον Μομόγερο. Ακολουθεί το δρόμο του μπροστά. Μιλάει ξεκάθαρα και αυστηρά.
«Χρειάζεται ένα γερό χέρι.» Έχει φτάσει στο συμπέρασμα που του ξέφευγε.
«Πολίτες – κάργες, χωρίς τάξη και πειθαρχία! Αχ, ναι! Τουφέκισε τους εκατό και οι υπόλοιποι θα μάθουν.»
Έτσι, ο κόσμος γκρεμίζεται μπροστά στα μάτια του κάθε μέρα. Κάθε μέρα κλαίει στεναχωρημένος για τον κόσμο. Ο Μομόγερος τον περιμένει να τελειώσει. Μετά του δίνει μια βέργα. Ο Στρατηγός την καβαλάει. Καλπάζει. Μόλις που τον φτάνει ο Μομόγερος. Πέφτουν και ξανασηκώνονται.
Τρέχουν προς το μέλλον. Που δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτούς.
Το χαμόγελο από κολοκυθόσπορο είναι σκυθρωπό. Τα καΐκια του Μομόγερου βουλιάζουν. Ο Στρατηγός βαδίζει ρωμαλέα. Ο Μομόγερος στην προηγούμενη ζωή του ήταν διευθυντής. Είχε κάποτε τέτοιο επάγγελμα – προϊστάμενος. Μέσα στο εργοστάσιο δημιουργήθηκε ο καινούργιος άνθρωπος. Οι περισσότεροι εργάτες είναι φυλακισμένοι. Για να βγει πιο φτηνά. Ξεχωριστά οι ποινικοί, από τους πολιτικούς. Επίσημα τέτοια πράγματα δεν λέγονται. Έζησε χρόνια ανάμεσα σε επικίνδυνους ανθρώπους. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των ανωτέρων του. Διοικούσε απλά: «Όποιος δεν υπακούει, δεν θα τρώει!»
Άνοιξε η άβυσσος. Αναποδογύρισε ο κόσμος. Έτρέχε προς τον γκρεμό. Πληγώθηκε το αίσθημα για αιωνιότητα. Τα μεγάλα αφεντικά υπόσχονταν ατέλειωτη ευτυχία για πάντα. Τους πίστευε. Πάντα ήταν σωστός και νομιμόφρον. Βέβαιος γι αυτούς, δεν είχε βάλει δραχμή στην άκρη.
Τώρα ο Μομόγερος θέλει να σμικρυνθεί. Το παρελθόν του σαν καμπούρα προεξέχει. Η χώρα, ακριβώς όπως πριν από σαράντα πέντε χρόνια διαιρείται στα δύο. Σε ανθρώπους με παρελθόν και ανθρώπους με μέλλον. Πολλοί από τους υφισταμένους του, ειδικά από τους ποινικούς αρχίσανε μπίζνες. Ένας δύο τον λυπήθηκαν. Ήταν σκληρός μαζί τους, μα δεν τους ταπείνωνε. Του προτείνανε δουλειά. Τον γνώριζαν. Δεν θα έκλεβε, δεν θα έλεγε ψέματα. Τίμιος μέχρι ηλιθιότητα. Στη νέα εποχή αυτά τα προσόντα ήταν δυσεύρετα. Του λέγανε: «Κατάλαβες, εμείς κι όχι αυτοί σου λέγαμε τότε την αλήθεια. Αυτοί ασύστολα μας λέγανε ψέματα και τώρα πάλι θέλουν να μας βάλουν στον τορβά. Πάλι θα γίνουν αφεντικά!» Δεν είχε τι να τους αντιμιλήσει. Η περηφάνιά του τον εμπόδιζε να προσαρμοστεί. Σαν να ήταν καταδικασμένος για τις αμαρτίες του.
Έφαγε τα λίγα που είχε στην άκρη. Κάποιο πρωί μετά από τύψεις κι αμφιβολίες έγινε οδηγός ταξί. Μετά καλλιεργούσε ντομάτες. Πούλαγε βραστό καλαμπόκι. Δούλευε σε πάγκο στο παζάρι. Όλα με όσα καταπιάστηκε ήταν αποτυχία. Τον κυνηγούσε ο φόβος. Ήταν καταδικασμένος. Τον καταδίωκαν. Ο κόσμος γκρεμιζότανε στην άβυσσο. Ο δικός του κόσμος. Τον καταπλάκωνε. Κι αυτός ήταν εκεί, από την κάτω πλευρά, στο σκοτάδι. Σπουργίτι στο βάθος μιας κούφιας, τσιμεντένιας κολώνας. Άραγε τον ακούνε οι άλλοι; Προσεύχεται για ουρανό. Ποιος θα τον σώσει;
Με το βάρος του το παρελθόν τον διαλύει. Δεν αναπνέει. Δεν έχει δυνάμεις να φωνάξει. Πέφτει. Τελευταίοι σπασμοί. Κάποιος τον κλοτσάει από πίσω. Χαμόγελο από κολοκυθόσπορο καλύπτει τη δυστυχία. Κι όλα πάλι απ’ την αρχή.
- Εμείς θα σώσουμε τον κόσμο! απαγγείλει ο Στρατηγός.
- Δεν γίνεται αλλιώς. τονίζει ο Μομόγερος.
- Κράτα το μυστικό! ψιθυρίζει ο Στρατηγός.
- Μα αφού δεν έχουμε μυστικά από την γιατρό Λίνα. θυμάται ο Μομόγερος.
- Έχω ιδιαίτερη γνώμη. γενικεύει ο Στρατηγός την ώρα που φυσάει τη μύτη του. Συμπληρώνει: Ο διοικητής δεν σχολιάζει την συμπεριφορά του μπροστά στους κατωτέρους.
- Έχουν καταληστέψει το εργοστάσιό μου Και γιατί – δεν ξέρω! Δεν ξέρω! εξομολογείται ο Μομόγερος.
- Για τα εμπορικά μυστικά! υποβάλλει ο Στρατηγός.
- Οι κρατούμενοι φτιάχνανε απαίσια έπιπλα.
- Υπήρχε ισότητα και ψωμί για όλους; αναρωτιέται ο Στρατηγός.
- Και πως! αναφωνεί ο Μομόγερος. Γιατί όμως καταστρέψαμε τους ικανούς;
- Για να μην υπάρχουν στρατηλάτες! Εμπρός! Επίθεση! Ο Στρατηγός είναι ασυγκράτητος.
- Να μην σταματάνε οι ξυλοκόποι! Τα καράβια για τα έπιπλά μου έχουν φτάσει κι εγώ ακόμη δεν έχω κόψει το δάσος. Πότε θα τα καταφέρω;
Ο Μομόγερος κραδαίνει μη τροχισμένο τσεκούρι. Βαράει τα δέντρα. Οι δυο τους σωπαίνουν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Κάποια σκιά διασχίζει το δρόμο τους δίπλα στο σχολείο.
- Αυτό δεν ήταν αρκούδα; ξαφνιάζεται ο Μομόγερος.
- Δεν φοβάμαι τις αρκούδες! ουρλιάζει ο Στρατηγός κι άοπλος ρίχνεται μπροστά.
Ο Στρατηγός υψώνει το ανάστημά του ανάμεσα στις φλόγες. Διοικεί με θάρρος. Τα προστάγματα αντηχούν. Δεν αφήνει ήσυχες τις δυο πτέρυγες. Παίρνει από κάποιο σκιάχτρο πηλήκιο με σπασμένο γείσο κι αμπέχονο με γαλόνια.
Καίγεται το μοναδικό κατοικήσιμο σπίτι στο χωριό. Απ’ το σκοτάδι πυροβολούν με κυνηγητικά όπλα. Οι σκοπευτές διακρίνουν ανάμεσα στις φλόγες μια σιλουέτα. Ακούνε προστάγματα. Ξαφνιάζονται.
Οι σκοπευτές αφουγκράζονται. Πριν καιρό κάποιος είχε πυροβολήσει το τζιπ τους. Τώρα αυτοί πυροβολούν. Στο σπίτι βρίσκονται ο Μομόγερος και η Σιωπηλή. Φοβισμένοι, αναποδογυρίζουν μια γκαζόλαμπα. Κάποτε το ηλεκτρικό είχε φτάσει πρώτα στην πρωτεύουσα του νομού. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τριάντα χρόνια για να φτάσει στα απόμακρα χωριά. Το χωριό του Μιχάλ του Λευκού είναι το τελευταίο στον κατάλογο. Λίγο ακόμη πρέπει να περιμένει. Παίρνουν φωτιά.
Ο Στρατηγός προνοητικά πετάγεται έξω. Η Αναστενάρισσα με την Λίνα έχουν επισκεφτεί τον Χάντερ. Τα κλωνάρια τρύζουν. Κάνουν τις φλόγες ψηλές.
Ο Στρατηγός είναι στη θέση του. Δεν το έχει σκάσει. Απ’ την κραυγή του παγώνει το αίμα των συμμοριτών.
«Παραδοθείτε! Είστε περικυκλωμένοι! Πετάξτε τα όπλα!»
Έχει δημιουργήσει την απαραίτητη εντύπωση. Θα τολμούσαν να σκοτώνανε ένστολο; Τους υπερέχει. Δεν τους φοβάται.
«Μετράω ως τα τρία! Εικοσιένα, είκοσι δύο, είκοσι τρία[2]! Να δω τον πρώτο με τα χέρια ψηλά!» η συμπαγή φωνή του αντηχεί.
Σιγά, σιγά βγαίνουν δύο σιλουέτες. Εμφανίζεται και τρίτη. Άραγε υπάρχουν κι άλλοι; Ο Στρατηγός είναι οπλισμένος με ξύλινο σπαθί. Ο κίνδυνος γι αυτόν είναι υπαρκτός. Δεν πρέπει να τον δουν από κοντά.
Συνεχίζει να διατάζει:
«Μην κατεβάζεις τα χέρια! Κάνε μεγάλα βήματα! Πιο γρήγορα!»
Στην κατακερματισμένη από τις φωνές ησυχία, ακούγονται κλαδιά που σπάνε. Προς την πτέρυγα των συλληφθέντων ορμάει κάτι οργισμένο.
«Διατάζω! Τους θέλω ζωντανούς! Όχι νεκρούς!»
Οι σιλουέτες μαζεύονται. Μόνο τώρα πετάνε τα όπλα. Για να ‘ναι σίγουρο πως δεν θα τους ξεκάνουν. Έχουν αφήσει τον προβολέα στο τζιπ. Από που να ξέρουν πως απ’ την ερημιά θα βγει αξιωματικός. Δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Στρατηγό.
Η στιγμή που τα όπλα πέφτουν στη γη είναι μοιραία. Ο Χάντερ έχει αμολήσει τον Γκορμπατσόβ. Ο λυκομάχος συναντάει ανθρώπους που μόνοι τους ψάχνουν τον μπελά τους.
Τα μουγκρητά του, τους παραλύουν. Σκάνε ραφές ρούχων, σπάνε οστά κάποιο λαρύγγι ρέγχει.
Πέφτουν ανάσκελα σαν τον Κέμπο. Αντικρίζουν τα άστρα. Καταφτάνουν η δροσιά και η ηρεμία. Τι ατελείωτος που είναι ο δρόμος!
Ο Χάντερ είναι μούσκεμα στον ίδρωτα. Ο Στρατηγός στέκει στα ψηλά σαν άγαλμα. Επιτηρεί την περιοχή.
Ο Χάντερ πηγαίνει στο σκύλο. Τον δένει στο δέντρο. Ο Στρατηγός ακολουθεί. Σε λίγο το βάζει στα πόδια.
«Αααααααα!» ουρλιάζει ο Στρατηγός. Οι μπούφοι φτερουγίζουν βουβά.
Από πού να ξέρει ο Κέμπο, πως τα πνεύματα από το παρελθόν θα ξυπνήσουν.
Νεράιδες με δηλητηριώδη βότανα βγαίνουν στο δρόμο του. Στην ιερή σπηλιά, σταματάει να σταγονίζει το νερό. Όταν ζητάει βοήθεια, εμφανίζεται φίδι. Κάποια αρκούδα, πώς να το χωνέψει ο νους, τον γκρεμίζει από το δέντρο.
Αντί να του έρθει φώτιση, διψάει. Φωνάζει για μια σταγόνα νερό. Αν στάξει από την πέτρα πάνω του, θα δροσιστεί. Αισθάνεται και βλέπει. Δεν μπορεί να κουνηθεί. Ένα βάρος πιέζει την καρδιά του. Μετά επεκτείνεται προς τα άκρα του.
Ανακαλύπτει, πως η σπηλιά έχει μια μυστηριώδης ομορφιά. Δεν είναι μόνος. Κάπου εκεί είναι κι ο Λευκός.
Ο γέρος πλησιάζει. Στην στροφή πέφτει πάνω του.
- Μακάρι να μην σε είχα συναντήσει ποτέ! λέει ο γέρος.
- Ήμουν υποχρεωμένος να σε ξεκάνω. Ανακάλυψες την κρυψώνα μου.
- Δεν θα σε πρόδινα. Φεύγεις και δεν ξανάρχεσαι.
- Θέλω να μείνω εδώ για πάντα. Είναι τόσο όμορφα.
- Η γη δεν σε θέλει.
- Ακριβώς γι αυτό. Κάπου αλλού ο τάφος μου θα είναι ξεχασμένος κι ανώνυμος. Ενώ εδώ… Εδώ και να πεθάνεις είναι ωραία. Εδώ θα με θυμούνται. Χα, χα!
- Αχ, ο Θεός να σε κρίνει.
- Κι εσύ τον βοήθησες τον επινοημένο σου θεό. Αμόλησες το φίδι.
- Από την πρώτη στιγμή το φίδι σε ακολουθεί. Κι η Αναστενάρισσα σε έψαχνε.
- Άρα υπάρχει κι Αναστενάρισσα. βογκάει ο Κέμπο, από το φίδι που γλιστράει στις φλέβες του. - Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
- Τα μάτια σου είναι γυάλινα.
- Είναι η επόμενη παγίδα.
- Εσύ είσαι η παγίδα.
- Έλα τώρα πες μου!
- Για να γλιτώσει το θύμα, δεν σκοτώνει το φίδι που τον έχει δαγκώσει. Έτσι ήταν από ανέκαθεν. Υπάρχει μια σιωπηλή γυναίκα. Αυτή υπνωτίζει το φίδι. Χωρίς να το αγγίξει.
- Πολύ εύκολο φαίνεται, για να βγει αληθινό
- Κάθε αλήθεια έχει το τίμημά της. Εμείς οι δύο το έχουμε πληρώσει.
- Δεν θα εξοργιστώ. Σφίγγει τα δόντια ο Κέμπο. Τρίζει ολόκληρος. Ραγίζει σαν γυαλί.
Ο Χάντερ με τον Λυκομάχο τους ανακαλύπτουν. Τον περιεργάζονται. Ο κυνηγός βρίσκει το τραύμα που είχε προκαλέσει ο ίδιος και το έργο του φιδιού. Τον κουβαλάει με τα χέρια. Γυρίζει ξανά για τον Μιχάλ τον Λευκό. Μετράει φωναχτά τους γάντζους. Το νερό αρχίζει ξανά να στάζει.
- Μακάρι ποτέ ξανά να μη πυροβολήσω σε άνθρωπο. προσεύχεται.
Από το ρεύμα τα κρεμασμένα κουφάρια κουνιούνται απαλά. Οι σβέρκοι τους στάζουν. Το αίμα είναι μαύρο, πηγμένο.
- Μπας και κάποιο απ’ αυτά ήταν το Ελάφι που έρχεται πάντα;
Διόπτρες μακράς εμβέλειας, καταδιώκουν τον Χάντερ. Ομοβροντία από τα ΜΜΕ. Παντού, σ’ όλη την χώρα. Ποιος όμως εντυπωσιάζεται; Απάθεια σαν ομίχλη. Ξεδιπλώνεται πυκνά. Η ελευθερία πεθαίνει. Όταν η κοινωνία διαλύεται, μόνο το άτομο μπορεί να επιβιώσει. Κάποιος τυχερός. Όλοι είναι καταδικασμένοι μα, μήπως το ξέρουν; Αυτός είναι ο τζόγος της ζωής μας σήμερα! σκέφτεται ο Χάντερ Ποιος θα γλιτώσει και όχι πως;
5.
Ο Χάντερ είχε τον πόνο του. Η Αναστενάρισσα τον είχε ανακαλύψει. Είχε φτάσει η ώρα της ειλικρίνειας.
- Δεν μπόρεσες να γλιτώσεις κανέναν! Δεν γλίτωσες ούτε ζαρκάδι.
- Γιατί το λες; Τι είμαι, πνεύμα του δάσους για να ξέρω που μαζεύονται οι λαθροκυνηγοί και οι αγέλες!
- Η ζωή σε θέλει!
- Τώρα θα βγει πως φταίω εγώ;»
- Η ψυχή σου είναι καθαρή. Μύγα σε ιστό αράχνης. Αιώνιος ιστός. Που ακολουθεί την πορεία του. Έχει φτάσει το όριο. Στην καταστροφή κρύβεται η ουσία. Ο Θάνατος…
- Με καραδοκεί, το ξέρω, κάπου εκεί στη γωνιά του μέλλοντός μου. Τι είναι το μέλλον, Νία. Πόσο ο χρόνος μένει;
- Είσαι έτοιμος να ακούσεις; Έχω να σου πω. Γνωρίζεις τον θάνατο από κοντά. Εγώ όμως ξέρω, πως δεν υπάρχει.
- Τι;! Τα ποτάμια να κυλήσουν προς τις πηγές;
- Εκατοντάδες δυστυχισμένοι θα τρέξουν προς εδώ. Πολύ σύντομα θα γίνει. Και εκκλησία θα υπάρχει και καμπάνα θα ανεβάσουν, όπως το ονειρευότανε ο Μιχάλ ο Λευκός.
- Είναι ραγισμένη και χωρίς γλώσσα.
- Καινούργια θα κάνουν. Είμαστε απελπισμένοι. Γι αυτό νοσούμε και μας κατέχει το μίσος.
- Δεν έχω ακούσει κάποιος έτσι να μιλάει.
- Είναι τυφλοί. Κηδεύονται ζωντανοί σε μπουντρούμια. Γάντζο να μπήξεις στις ψυχές τους και τίποτα δεν θα τραβήξει.
- Ε, όπως κι όλοι, έτσι είμαι κι εγώ…
- Δεν είσαι σαν τους άλλους. Η συνάντησή μας… δεν τελείωσε την φράση της η Νία. - Η καλοσύνη δεν είναι βλακεία!..
- Σε ακούω συχνά να το λες. Η γιατρός Λίνα σε πιστεύει. Σε πίστευε κι ο Μιχάλ ο Λευκός.
- Εσύ δεν με πιστεύεις;
- Ε, όχι…
- Σε βλέπω ξεκάθαρα. Οι μοίρες μας αλληλοσυνδέονται.
- Γιατί δεν με προειδοποίησες για τον Κίμποργκ και για τους λαθροκυνηγούς;
- Δεν τα κατέχω όλα. Ξέρεις, Χάντερ ποιο είναι το τρομερότερο;
- Ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου της απαντάει ειρωνικά.
- Όχι. Μόνος σου ξεγελιέσαι. Εσένα κανείς δεν σου έχει πει ψέματα.
- Για ποιο πράμα; Πότε; Πως;
- Δίπλα μου είναι η κόρη σου. Παιδί που έχει μεγαλώσει. Δεν είναι νεκρή. Από καιρό την ψάχνεις, μα δεν την βρίσκεις. Ο Χάντερ χλομιάζει.- Η δική μου η γνώση δεν είναι απειλή. Εγώ είμαι μόνο εργαλείο.
- Λες πως η κόρη μου είναι εδώ!
- Ναι! Η Νία υψώνει τα χέρια. Φαίνεται το άσπρο των ματιών της, όπως πριν να χορέψει στα….. - Λυπάται πολύ. Είναι ζωντανή!
- Αδύνατον!
- Να γι αυτό δεν κατέχουμε το μυστικό της Οικουμένης. Αν το γνωρίζαμε, θα την είχαμε γκρεμίσει!
- Μα πως! Το παιδί μου! στα μάτια του ανδρός εκρήγνυνται δάκρυα. Στα κορακίστικα μαλλιά της Νία λάμπει φως.
- Αν θα μιλάμε με πνεύματα εγώ φεύγω.
- Τα ουράνια είναι η δική μου σκεπή. η φωνή της Νίας γίνεται μεταλλική, από το υπερπέραν. - Όπως θέλεις.
Σκυφτός ο Χάντερ σωπαίνει. Πέφτει στα γόνατα. Πιάνει το κεφάλι του με τα χέρια και βουβαίνεται.
- Είσαι εδώ για το παιδί. Τριγυρνάς τη νύχτα.
- Ακούω τη φωνή μου.
- Αυτή είναι η φωνή σου.
- Κι αν φύγω;
- Για τις αγέλες δεν υπάρχουν φράχτες. Τρώνε από μέσα.
- Αυτό είναι πολιτική. Σιχαίνομαι την πολιτική.
- Εγώ αγαπώ τη γη μου. Μου δίνει δύναμη. Ακριβώς εδώ, σ’ αυτό τον τόπο κι ακριβώς τώρα. Αν δεν είχα έρθει δεν θα το ήξερα. Η δύναμη δεν έρχεται όπου να ‘ναι. Θα παραμείνω εδώ για να την κατέχω.
- Μα πως έτσι;!
- Χιλιάδες δυστυχισμένοι έρχονται προς τα δω. Το βλέπω. Η δημοσιογράφος που θα έρθει για το κεφάλι σου θα τους φέρει. Εδώ και χρόνια είναι άτεκνη. Θα της βοηθήσω να κάνει παιδί. Θα το βγάλει στο όνομά μου.
- Δεν ξέρω τι να πω.
- Πριν ακούσεις για τον εαυτό σου, άκου για την Αναστασία ή Νάσα, όπως την λέγατε.
- Έτσι ήταν.
- Εγώ ζω στην σκιά δύο κόσμων. Θα με λένε αγία, μα στην ουσία είμαι μάρτυρας. Γιατί είναι τόσο κακοί οι άνθρωποι; Δεν είναι μόνο κακοί ή μόνο καλοί. Εξαρτάται σε ποια σελίδα θα τους ξεφυλλίσεις! Εξαρτάται!
Ο Χάντερ περιμένει τη Νία να προβλέψει το μέλλον του. Όλοι θέλουν να μάθουν τι τους περιμένει. Ο φόβος και η περιέργεια είναι όλη μας η ζωή! Η αναστενάρισσα έχει ανατρέψει τις απόψεις της γιατρού Λίνα Μπίζεβα. Ο Χάντερ όμως δεν θα πεισθεί εύκολα.
- Πάντα ήξερα, λέει. Πως πάνω μας υπάρχει ανώτερη δύναμη. Κι ας μην την ονομάζουμε Θεός. Αυτή η δύναμη είναι καλή. Ακόμη από την πιο τρυφερή παιδική ηλικία…
- Βλέπω το φεγγάρι και τη θάλασσα… Είσαι με γυναίκα. Είναι η μάνα.
Ο Χάντερ σωπαίνει. Η Νία σκύβει το κεφάλι. Κλείνει τα μάτια. Αρχίζει να μιλάει γρήγορα και πυρετωδώς:
- Το φεγγάρι είναι αιματοβαμμένο. Η θάλασσα μυστηριώδης κι ήρεμη. Τα κύματα προσέρχονται στα πόδια σας. Η ζεστή νυχτερινή άμμο γαργαλώντας κυλάει κάτω από τα πέλματα. Της δίνεις το χέρι. Βουτάτε γυμνοί.
Μπροστά σας είναι το μονοπάτι. Το νερό σκοτεινό και κολλώδης σαν μέλι. Σας φέρνει πάνω απ’ το αμίλητο βυθό του κόλπου. Πάνω απ’ τα μέτωπά σας κρέμονται αστέρια. Κάπου στην ακτή φέγγει η φωτιά. Καίει ανάμεσα σε δυο πέτρες. Πάνω στη λαμαρίνα τσιτσιρίζουν μύδια. Αναπηδάνε. Ανοίγουν τα όστρακα. Σφυρίζει το νερό που χάνουν.
Υπάρχετε σαν τα φύκια. Περιπλεγμένοι και βουβοί . Εσύ και η Αρχυρό. (Που τη βρήκες;) Πόλη με φάρο και λιμάνι. Μέσα στις βάρκες πηδάνε ακόμη ζωντανά τα σαφρίδια. Κάτω απ τις πέτρες τρύζουν τα καβούρια. Κρύβονται γαρίδες.
Βγαίνετε ακόμη πιο γυμνοί και αληθινοί. Ανάμεσα στους αμμόλοφους μετράς τα αστέρια μέσα στα μάτια της. Ενωμένοι και μη πραγματικοί, εκείνη τη νύχτα φυτεύετε ζωή. Τη ζωή της κόρης σας. Ο καρπός θα ωριμάζει στα σπλάχνα της. Πιο σοφοί από ποτέ, χωρίς να ρωτήσετε κανέναν αποφασίζετε το πιο βασικό. Τη δημιουργία. Σαν να είστε θεοί.
Εσύ ψιθυρίζεις στο όστρακο του αυτιού της. Αυτή, τόσο γυμνή και ζεστή προμηνύει την αθανασία για τον έρωτά σας. Αποκοιμιόσαστε μ’ αυτό το παιχνίδι πάνω στην άμμο που σιγά, σιγά κρυώνει. Κάποια μεσονύχτια ραψωδός τραγουδάει:
«Ο ήλιος ανατέλλει πάνω απ’ τη θάλασσα,
μας περιμένει μια μεγάλη μέρα…»
Η αδυσώπητη ανατολή δεν ξέρει για τα δικά σας τα αλμυρά φιλιά,. Η αντανακλάσεις του ήλιου βολτάρουν απερίσκεπτα, πάνω από την υδάτινη άβυσσο. Η θάλασσα είναι φιλάρεσκος σγουρομάλλης. Να προσέχετε τα παιδιά. Ακόμη και τα μη γεννημένα παιδιά!
Ο Βίλχελμ κουρνιάζει πίσω απ’ τον θάμνο. Τα ρούχα του με χρώματα παραλλαγής τον κάνουν ένα με το δάσος.
Μαγεμένη ησυχία. Στην ησυχία στάζουν φύλλα και βαλανίδια. Κι ο ήλιος στάζει μέσα απ’ τα κλωνάρια του παρθένου δάσους. Αντανακλάει στην κάνη του όπλου. Το προσέχει. Γυρνάει για να μην προδοθεί από την αντανάκλαση.
Βυθίζεται στην ησυχία. Πιο κάτω κάποιες πατούσες σπάνε κλαδιά. Η επόμενη θέση είναι καταλυμένη. Βλέπει το ρόλοι. Στην συνεννοημένη ώρα αμολάνε τα σκυλιά.
Κλείνει τα μάτια. Σαν να μην είναι κυνηγός, μα παιδί στον κόρφο της μάνας του. Μυρίζει χώμα κι ουρανό. Μεθυστικό άρωμα δροσιάς και δύναμης. Ξεχνάει την οπλισμένη καραμπίνα. Κι άλλη φορά του έχει τύχει να γλαρώσει. Μια φορά μάλιστα, είχε αποκοιμηθεί. Τον ξύπνησε το κυνηγημένο αγριογούρουνο. Είχε πέσει πάνω του. Τρομαγμένος έριξε στον αέρα. Μια άλλη φορά πάνω στον ύπνο του εμφανίζεται αρκούδα. Αυτό το περιστατικό το διηγούνται ακόμη και σήμερα. Πάλι είχε πυροβολήσει, μα πρώτα γέμισε τα βρακιά. Άλλη φορά δεν είχε πετύχει λύκο, που εξ’ αιτίας του τον ονομάσανε «εκπαιδευτικό».
Τα γαυγίσματα των σκυλιών τον ξυπνάνε στην ώρα του. Βγαίνει από τη νάρκη αργά. Έχει χρηματιστηριακή επιχείρηση. Βουνά τα λεφτά. Στη δική του τη ζούγκλα όλα είναι κουραστικά και αποπνικτικά. Εκεί δύσκολα αποκοιμάσαι. Κι εκεί ρίχνουν κι εκεί πεθαίνουν, μα όχι όπως εδώ.
Ακούει τουφεκιές. Κάτι τους ξεφεύγει. Τα σκυλιά μπερδεύονται πίσω από αλεπού. Τα έχει ξεγελάσει. Αν υπήρχαν κι άλλα θηράματα, τώρα θα το έσκαγαν. Τον ξένο τον έχουν βγάλει να κυνηγήσει ζαρκάδια.
Ο Βίλχελμ είναι ανήσυχος όταν ετοιμάζεται να σκοτώνει. Καλύτερα να το κάνει χωρίς σκέψη. Η καρδιά του παρελαύνει. Αναπνέει βαθιά και βαριά. Είναι κολλημένος πάνω σε δέντρο στην άκρη της πλαγιάς. Τον κρύβει ο θάμνος.
Αισθάνεται με ανεξήγητο τρόπο, πως κάτι πλησιάζει. Ακούει οπλές στη γη. Σταματάνε πριν τον φτάσουν. Δεν τολμάει να κουνηθεί. Δεν βλέπει τίποτα ακόμη.
Μια, δυο στιγμές και το ζωντανό ξεκινάει. Τρέχει λιγάκι και σταματάει. Έχει ξεπεράσει τον Βίλχελμ. Την βλέπει πισώπλατα. Δεν λένε: «Όμορφη σαν ζαρκάδι.»
Αμέσως σκοπεύει. Ρίχνει. Έχει χωθεί στο δευτερόλεπτο που μερικές φορές το άγριο χαρίζει.
Ο καπνός από τις κάνες το κρύβει. Έτοιμος είναι να παραδεχτεί πως και πάλι απέτυχε. Πράγματι δεν φαίνεται. Ακούει κάτι σαν να τρύζει τα κλαδιά. Βγαίνει από τον κρυψώνα του. Την βρίσκει ακόμη ζωντανή. Κλοτσάει με τα κομψά της πόδια.
Αντιλαλούν κραυγές. Ο φθόνος των άλλων τον κάνει περήφανο. Τον περιτριγυρίζουν για φωτογραφίες. Φουσκώνει το στήθος; Έρχεται κι ο Ντάντσο: «Τι έχεις πετύχει;» του λέει. «Αυτό δεν είναι ζαρκάδι! Είναι ελαφίνα! Υπάρχει διαφορά, έϊ! Υπάρχει!» Ο Βίλχελμ θα πληρώσει επιπλέον για την λάθος βολή.
Αφήνει το όπλο. Γονατίζει πάνω στην Γρήγορη κι όμορφη ελαφίνα. Κάτι δυνατό κι αδυσώπητο την γεμίζει από μέσα. Θέλει να του το πει. Από το μάτι της που τον κοιτάζει, κυλάει ένα δάκρυ.
- Θυμάσαι πως εμφανίστηκε ο τρόμος; συνεχίζει η Νία. - Η Νάσα κρύφτηκε απ’ τον κόσμο. Υπάρχει μόνο μια λύση. Να την ξεριζώσετε από κει. Εκεί χάνει την ψυχή της. Μετατρέπεται σε σκιά. Ο πόνος σας ποδοπατάει. Του κάκου την ψάχνετε.
Γιατί είναι τόσο άμυαλη. Εξαφανίστηκε χωρίς να πει λέξη. Σας γύρισε την πλάτη. Νομίζατε πως είχε πάνω από μία επιλογή, ή και κάτι περισσότερο, νομίζατε πως υπήρχε καν επιλογή.
Το κορίτσι είναι προορισμένο. Το παρασέρνει σκληρόκαρδο μονοπάτι. Γιατί γίνετε έτσι; Γιατί έχει χαθεί;
- Κάτι μου συνέβη ξαφνικά. «Η Νάσκα μου το είπε» νεύει η Νία στον Χάντερ. - Δεν ξέρω τι. Το έβαλα στα πόδια. Έτρεχα όπου δω. (Να την σταματήσεις είναι σαν να τραβάς κόκαλο από το στόμα του λύκου) Βρέθηκα σε διάφορα μέρη. Κοιμόμουν στα χαντάκια. Ποντίκια ροκανίζανε τα κορδόνια των παπουτσιών μου. Έτρωγα καρύδια.
Κυλούσε ο χρόνος της. Ο τελευταίος. Εσείς γυρνούσατε σαν σε παραζάλη. Ψάχνατε αστυνομία, δασκάλους, συμμαθητές, φίλους, γνωστούς από τη γειτονιά. Ψάχνατε σε καφετέριες, ντισκοτέκ, ταβέρνες, πιτσαρίες. Δεν έχει αφήσει κανένα σημάδι πίσω της.
Ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις; Ποια είναι αυτή η κατάρα; Εκτός από τον καημό σας δηλητηριάζει και η καχυποψία. Η Αρχυρό κατηγορεί εσένα. Εσύ εκείνη. Χάνετε την κόρη σας. Η Νάσα σας χάνει.
Είσαι συνδεδεμένος στην υψηλή τάση, μα δεν υπάρχει η ασφάλεια. Πώς να αποσυνδεθείς; Εδώ είναι το αδύναμο σου σημείο. Εμφανίστηκε κάτι που σε τρομάζει. Δεν μπορείς να το νικήσεις.
Δεν θα γυρνούσατε τη πλάτη στο κορίτσι. Βουλιάζετε. Σας καταπίνει το σκοτάδι. Νομίζεις πως στην άκρη του γκρεμού δεν αντέχεις για πολύ. Το κορίτσι ήδη έχει εξαφανιστεί πέρα. Σηκώνεσαι κάθε νύχτα στα σκοτεινά.
Καταλαβαίνετε πόσο μοναχική είναι η καρδιά. Πόσο χωρίς νόημα είναι η λέξεις. Ο καημός είναι μόνο δικός σας. Οι παρατηρητές από τα πλάγια τσιμπολογούν μόνο λεπτομέρειες που έχουν ξεπέσει. Αναμασάνε την ξένη δυστυχία. (Οι άνθρωποι ενστικτωδώς αποφεύγουν τον πόνο. Θέλουν να είναι χορτάτοι κι ευχαριστημένοι και τίποτα να μην τους ανησυχεί.)
Βλέπω ο αστυνομικός έχει βαρεθεί. Η έφηβη έχει εγκαταλείψει το σπίτι της, χωρίς να πει κουβέντα. Δέκατο έβδομο περιστατικό γι αυτή την εβδομάδα. Τρομοκρατημένοι γονείς που δεν προσέχανε όταν έπρεπε. Τώρα περιμένουν από τους αστυνομικούς με τους μίζερους μισθούς να βρουν αμέσως το πανάκριβο παιδάκι τους.
- Αν δεν επιστρέψει μέχρι τρεις μέρες, θα βρείτε κάπου το πτώμα της. το λέει χωρίς προσωπική κακία. Απλώς - θέμα πείρας. Τον βλέπεις για πρώτη φορά, μα σου παραπονιέται. Η γυναίκα του ακριβώς εκείνη την εβδομάδα τον χωρίζει. Πλησιάζει τα πενήντα εφτά. Δεν είναι εύκολο.
- Εγώ είμαι λιγάκι σαν εργένης, καταλαβαίνετε. του εξομολογείται.
Αντέχεις με την ελπίδα πως θα αφιερώσει λιγάκι περισσότερη προσοχή στο δικό σου περιστατικό. Ανάβει φθηνό τσιγάρο. Φυσάει τον καπνό στο πρόσωπό σου. Το γραφείο του μοιάζει με κελί.
- Τηλεφωνήστε ξανά σε όλους. Ψάξτε παντού. Το πιο εύκολο είναι να σου βρω πτώμα. Κάθε μέρα, κάθε μέρα… μιλάει με φροντίδα ο ταγματάρχης. - Θα βάλω αγγελία για εθνική αναζήτηση. Δώστε μου φωτογραφία και ακριβή στοιχεία. Για αναζήτηση από την τηλεόραση προς το παρόν δεν το συζητάμε.
Τον ψάχνουν σε δυο μέρες κι ακόμη δεν είχε αρχίσει την αναζήτηση. Φτάσανε μέχρι ξύλο με την γυναίκα του για το διαζύγιο. Μαζεύτηκαν πολλά χαρτιά για επεξεργασία πάνω στο γραφείο του από τις τελευταίες μέρες. Για να δούμε που είναι τα δικά σου;
Η Νάσα είναι χωρίς λεφτά και πανωφόρι. Την ημέρα ο καιρός είναι ευχάριστος, μα οι νύχτες είναι κρύες. Υποθέτετε πως είναι κάπου κοντά.
Ενώ αυτή περπάταγε, περπάταγε. Όλο στο δρόμο, χωρίς δρόμο μέσα στην ψυχή της. (Έτσι ξεκίνησε κι ο Βούδας) Ξεκίνησε χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του. Έτσι φεύγουνε όλοι στο τέλος.
Του Βούδα δεν του άρεζε τη ζωή του. Αισθανόταν πως τον στενεύει και ξεκίνησε. Ξαφνικά. Όσοι τον γνώριζαν μέχρι τότε συμπεράνανε, πως είχε χαθεί. Ξεκίνησε για να ψάξει και να βρει δρόμο. Δρόμο για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Η σκέψη για τον Βούδα σας καθησυχάζει. Ίσως μέσο της Νάσας να μάθετε κάτι περισσότερο για τον εαυτό σας μα, και για εκείνη. Για κάτι στο οποίο δεν δίνατε αρκετή σημασία. Η συνηθισμένη τάξη των πραγμάτων σας, έχει ανατραπεί. Κάτι πολύτιμο πια δεν σας ανήκει. Το χάνετε ανεπιστρεπτί.
Και η Βουλγάρικη και Βαλκάνια αγία, η αγία Παρασκευή, είχε αποδράσει απ’ το σπίτι της. Αυτό δεν το ξέρεις. Σου το λέω. Οι γονείς της την χάνουν στην Κωνσταντινούπολη. Την αναζητούσαν πολύ καιρό, πνιγμένοι στη θλίψη. Έφυγε απ’ αυτούς για να αφιερωθεί στο Θεό. Ζούσε στην έρημο μόνο με προσευχή και νηστεία. Τρεφόταν με βότανα και δροσιά. Αυτό την απομάκρυνε για πάντα απ’ την οικογενειακή εστία.
Αναρωτιέσαι: «Δεν είναι η εξαφάνιση του κοριτσιού μια εξέγερση» Τόσο είστε έξω απ’ τα ανθρώπινα μέτρα σας; Τόσο είστε διεφθαρμένοι; Θυμάστε τι σας κατηγορούσε. Τις γκριμάτσες που σας έκανε. Όλο για λεφτά και μόνο για λεφτά μιλάτε;
Πια ήσασταν έτοιμοι να δώσετε ότι έχετε και δεν έχετε, μόνο και μόνο το σκότος να σας την επιστρέψει. Εσείς δεν είχατε φταίξιμο. Μόνοι σας ενοχοποιούσασταν.
Το σκότος δεν ενδιαφέρεται από λογαριασμούς. Είναι ατάραχο.
Μήπως είχατε καταδικάσει το κορίτσι στην ίδια μοναξιά, που τώρα ροκανίζει τα λαρύγγια σας. Λιγότερο πάσχετε για την ψυχή της, παρά για το πληγωμένο σας αίσθημα ιδιοκτησίας.
Μόνη κάτω απ’ τα άστρα πάλευε απελπισμένα. Την κυριαρχούσαν οι δαίμονες. Σκεφτόσασταν τον θάνατό της σαν το πιο απρεπή πράγμα, με το οποίο να σας εκθέσει.
Μόνο όποιος έχει χάσει παιδί στο σκοτάδι ξέρει πόσο καταληστευμένος, καταληστευμένος μέχρι τέρμα μπορεί να είναι κανείς. Σε τέτοιες στιγμές ο πατέρας και η μάνα συνειδητοποιούν τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς.
Έχετε παραλύσει απ’ το φόβο. «Τι έχει να συμβεί;»
Ο θηροφύλακας Ντάντσο αντικαταστά τον Χάντερ. Το σκυλί του Ντάντσο λέγεται Σεΐχης. Το φωνάζουν Σεΐχη. Είναι καθηγητής πανεπιστημίου. Ο Χανς έχει φέρει τους φίλους του στη Βουλγαρία. Το σκυλί έχει τα χρονάκια του. Αναπληρώνει την ταχύτητα με πείρα. Οι κυνηγοί του βγάζουν το καπέλο. Του μιλάνε στον πληθυντικό. Το βάζουν στ μπροστινό κάθισμα δίπλα στον οδηγό. Δεύτερη μέρα κυνηγάνε αγριογούρουνα. Τάχα οι γερμανοί διαβάζουν τα ίχνη στο χιόνι, μα πάντα τους ξεπερνάνε. Το κοπάδι περνάει μπροστά τους.
Ο Ντάντσο περιγράφει τον αριθμό των γουρουνιών. Δείχνει την κατεύθυνση. Ονομάζει περιοχές. Αποκαλύπτει μυστικά μονοπάτια. Οι κυνηγοί κουρασμένοι έχουν ξυλιάσει απ’ το κρύο. Μόνο ο Σεΐχης σωπαίνει βαθυστόχαστα. Που και που γαβγίζει. Σε τι; Κανείς δεν ξέρει Ο Χανς φυσάει τις παλάμες του να τις ζεστάνει. Ο Ντάντσο προτείνει μια γουλιά μερλό απ’ το παγούρι του.
Ψάχνουν κάποιο δέντρο για στόχο. Ο Ντάντσο κουβαλάει για τέτοιες περιπτώσεις κατατρυπημένο μεταλλικό τάσι. Το κρεμάνε σε ένα κλαδί. Το δάσος αντηχεί. Στο πραγματικό κυνήγι η βολές είναι μια ή δυο. Το γουρούνι δεν θα χορεύει μπροστά σου μέχρι να το πετύχεις.
Ο Ντάντσο γνωρίζει την περιοχή του και το σκυλί. Σκέφτεται τον απολογισμό που θα κάνει στον Χάντερ. ΜΙλάει σοβαρά.
- Ο Καθηγητής σαν κάτι να πιάνει. Θα τον λύσω.
Οι κυνηγοί κοιτάνε ο ένας τον άλλον. Πάνε να μιλήσουν κι ο Ντάντσο σηκώνει το χέρι:
- Κομμένα τα τσιγάρα. Κομμένες οι συζητήσεις. Το κυνήγι συνεχίζεται. Διερμηνέας! Μετέφρασε το.
Ετοιμάζονται για την τελευταία βολή. Είναι εκνευρισμένοι για να βρίσκονται σε εγρήγορση αν καταφθάσει το θήραμα. Όλοι θέλουν γρήγορα κέρδη. Προτιμάνε να παινεύονται μόνοι τους μπροστά σε ένα ποτήρι κρασί. Δεν γίνεται να ζεις μόνο με την αλήθεια.!…
Το σκυλί Σεΐχης δεν απειλείται απ’ αυτή την ανθρώπινη αρρώστια. Πετάει. Μετατρέπονται στο παγωμένο άνεμο που τον ακολουθεί.
Δεν περνάει πολύς καιρός κι ακούγεται σκυλοκαβγάς. Ακούγεται και σκούξιμο.
- Είναι μικρό. Το έχει εγκλωβίσει. Το κρατάει στη θέση του. Το πνίγει. μεταδίδει τα τηλεγραφήματα ο Ντάντσο.
Βραδιάζει. Λιώνει η χειμερινή μέρα. Ο Ντάντσο παίρνει μαζί του το νεαρότερο από το γκρουπ. Διατάζει:
- Ανάψτε φωτιά. Περιμένετε!
Το δάσος μεταμορφώνεται. Αποβραδίς γίνεται τρομαχτικό. Οι αντανακλάσεις της φωτιάς κάνουν τα πρόσωπα διαβολικά. Πίσσα το σκοτάδι πίσω τους.
Περίπου σε μισή ώρα ακούνε τον Ντάντσο να λαχανιάζει:
- Έλα να βοηθήσεις!
Σέρνει γουρούνι. Τα τέσσερα του πόδια είναι δεμένα μαζί. Το έχει τυλίξει σαν δεμάτιο. Ούτε καν το έχει γρατσουνίσει. Το γουρούνι κοιτάζει την καινούργια του παρέα με τρόμο μαζί και με περιέργεια.
Μπροστά στο καταφύγιο είναι αιωνόβιος δρυς. Ο Ντάντσο περνάει το σκοινί απ’ το κλωνάρι. Σηκώνει το ζώο με τα πόδια προς τα πάνω. Δένει το σκοινί. Απ’ τα παράθυρα του καταφύγιου τους περιλούει φως. Οι κυνηγοί με τη σειρά χαϊδεύουν τον Σεΐχη. Συνηθισμένα κομπλιμέντα. Δεν συγκινείται. Πόσο τα έχει ακούσει.
Μπαίνουν μέσα στα ζεστά. Το σκυλί μένει κάτω απ’ το κλωνάρι κι αυτό δεμένο.
Ζεσταμένοι απ’ το απεριτίφ πιάνουν την κουβέντα. Ο Σεΐχης έχει πιάσει γουρούνι σχεδόν πενήντα κιλά με οξύρρυγχη μούρη και γρήγορα πόδια. Πραγματικό τζετ. Μπράβο Σεΐχη είσαι ιδιοφυΐα!
Ο Ντάντσο προβοκάρει:
- Θέλω στοίχημα!
Δεν χρειάζονται παρακάλια. Βγαίνουν έξω με τα όπλα. Δεν ξέρουν πια θα είναι η έκπληξη. Την κούπα θα σημαδεύουν;
Ο Ντάντσο κατεβάζει το νεαρό κάπρο. Οι κυνηγοί παραξενεύονται. Κάνουν κύκλο. Ο Ντάντσο χώνει κάτω απ’ τα σκοινιά τη λάμα του μαχαιριού. Ο Σεΐχης δεν σταματάει να γαβγίζει. Τζάμπα θα πάει ο κόπος του.
- Όποιος το χτυπήσει - θα το πάρει! Σύμφωνοι;
Μια κίνηση και ο νεαρός κάπρος θα πεταχτεί.
- Τραβηχτείτε! Τραβηχτείτε! διατάζει ο Ντάντσο. - Για να δούμε ποιος είναι πιο γρήγορος!
Η λάμα του μαχαιριού τρίζει πάνω στα σκοινιά. Ο Σεΐχης πάει να σκίσει το λουρί του. Το γουρούνι μένει ακίνητο. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Ή μήπως θέλει να συγκρατήσει αυτά τα φωτισμένα πρόσωπα; Ο κύκλος σπάει. Πετάγεται μέσα στην απόλυτη σιωπή. Βροντάνε επιφωνήματα. Ο Σεΐχης έχει παρεξηγηθεί θανάσιμα. Ο Ντάντσο – μένει έκπληκτος. Δεν δέχτηκαν το στοίχημά του. Δεν του ζήτησαν συγγνώμη Αντί γι αυτό τον περιποιούνται ιδιαίτερα. Ο Ντάντσο μεθάει για λογαριασμό τους.
- Μαζί σας για κυνήγι; Ποτέ! τους απειλεί.
Ο Χάντερ διηγείται στους φιλοξενούμενος την ιστορία για το σκύλο Σεΐχη. Κάποτε τους είχε επισκεφτεί άραβας Σεΐχης. Δεν ήταν τυχεροί με το κυνήγι κι αυτός βαριόταν. Κήρυξε αγώνες στο τρέξιμο με χρηματικό έπαθλο. Έτσι οι υπηρέτες του τον διασκεδάζανε. Για να υπάρχει ενδιαφέρον πρότεινε να συμμετάσχουν και βούλγαροι. Αποκρίθηκε ο Ντάντσο. Έτσι που ήταν μικρόσωμος και ξερακιανός, τους πέρασε όλους. Με ένα μέρος απ’ τα δολάρια αγόρασε τον καθηγητή. Τον ονόμασε με το ασυνήθιστο Σεΐχης.
- Είσαι στην πλαζ με τα Νάσα. συνεχίζει η Αναστενάρισσα. Ο αφρός των κυμάτων χαϊδεύει τα πόδια σας. Η θάλασσα είναι λάδι, πράσινη. Τα σύννεφα στον ορίζοντα – σκοτεινά. Σκέφτεσαι πως στην άμμο δεν μεγαλώνει σιτάρι. Πως σου έρχεται αυτή η σκέψη; Με τι συνειρμό;
Να τα ίχνη. Πατημασιές από κορίτσι που τρέχει. Πατημασιές από μεγαλόσωμο άντρα. Οι δικές σου πατημασιές. Μυστηριώδεις ιερόγλυφα από τις πατούσες των γλάρων.
Βλέπω τα πρωινά, πως τα μαγαζάκια στην παραλία είναι ακόμη άδεια. Στα ράφια – ω, Θεέ μου, πολλά μπουκάλια με ακριβές ετικέτες. Τι τόσο περιέχουν μέσα και τόσο βασίζονται στην διαφήμιση τους; Όσο πιο πολύ ξοδεύεις, τόσο λιγότερο έχεις. Ο κύκλος της αυτοκαταστροφής του χαμένου μέτρου.
Να, το! Το κορίτσι κάθεται στην άμμο. Κοιτάει την θάλασσα. Στιγμές που σου έχουν ξεφύγει. Η Νάσα είναι με κοντό παντελονάκι και μπλουζάκι μακό. Ξυπόλυτη. Τα σύννεφα που έρχονται φέρνουν τη μυρωδιά βροχής.
Η Νάσα κοιτάει προς τον ορίζοντα. Αγναντεύει κάτι δικό της, κάτι πολύτιμο. Σαν να σας βλέπει εσάς μετά από πολύχρονο χωρισμό. Θέλει να σας δει πέρα από τα επικίνδυνα ύδατα.
Το κορίτσι ψάχνει ορίζοντα.
Η θάλασσα έχει ξεριζώσει την ψυχή της. Την έχει ρουφήξει. Το κορίτσι ικετεύει. Θέλει πίσω αυτό που έχει χάσει. Στήριγμα ψάχνει.
Χάνει κάτι το κορίτσι εκείνη τη στιγμή ή κερδίζει; Σε κάθε περίπτωση δεν είναι το επόμενο κορμί στην αμμουδιά, που γυρνάει την πλάτη στην λευτεριά του.
Τα μάτια της Νάσα είναι μάτια ανθρώπου που για πρώτη φορά ανακαλύπτει κάτι ή, που το αποχαιρετάει.
Οι γλάροι εκείνη τη μέρα κυνηγάνε δίπλα στα βράχια. Στις πέτρες φαίνονται οι λευκές αυλακιές από τις κουτσουλιές τους. Από τα βράχια κάνουν επικίνδυνες καταδύσεις οι φίλοι των εξτρίμ σπορ. Κάτω απ’ τη στέγη στο άδειο σχολείο μαζεύονται πρεζάκια. Θυσιάζουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Κοιτάνε στο βαθύ κι από μικροψυχία φτιάχνονται. Και η Νάσα είναι εκεί!
- Όχι! Χίλιες φορές όχι! βρυχιέται ο Χάντερ.
- Ήταν εκεί. Την βλέπω. Ήθελε να δοκιμάσει. Δίπλα σε ένα κορίτσι με καπέλο.
Η Νάσα ξεφεύγει ένα βήμα στην άκρη. Μόνο μια φορά. Το κορίτσι με το καπέλο κάτι ξέρει. Θα το πει.
Η Νάσα είναι ζωντανή. Θα γυρίσει. Είναι στα μακρινά τα ξένα! Η Αναστενάρισσα δακρύζει, αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά, μετά να ουρλιάζει.
«Ναι.» διαπιστώνει από συνήθεια ο Χάντερ «Ουρλιάζει σαν λύκαινα. Αυτή η γυναίκα είναι τρελή. Μήπως η κόρη μου είναι λευκή σκλάβα;»
- Δεν είμαι τρελή, δεν είμαι τρελή! του φωνάξει. - Τώρα φύγε! Κουράστηκα. Στο δρόμο σου θα βγει ζαρκάδι. Το τζιπ δε θα σταματήσει Θα το σκοτώσεις. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Έτσι ήταν γραμμένο.
Ο Χάντερ ριγεί. Ξεκινάει ζαλισμένος. Πράγματι μπροστά στα λάστιχα πέφτει ζαρκάδι. Μένει για πολύ ώρα πατώντας τα φρένα. Νιώθει τιποτένιος κι αξιολύπητος.
Περιμένουν κάπρο. Τον έχουν επισημάνει εχθές οι οδηγοί των σκύλων. Ακούγεται τρομερό γάβγισμα. Ο Βίλχελμ έχει κρυφτεί πίσω από το δρυ. Απέναντι είναι το πευκοδάσος. Ότι ξεπροβάλει από κει θα ανηφορήσει μετά από το ρέμα. Και στην άκρη το περιμένει αυτός.
Δυο σκυλιά πια βγαίνουν από τους πυκνούς θάμνους. Το τρίτο έχει κυνηγήσει αλεπού. Έχει φουντωτή ουρά. Ξωπίσω της είναι. Άρα έρχεται σειρά του κάπρου. Στο κυνηγητό των γουρουνιών οι αλεπούδες βγαίνουν πρώτες.
Κατευθύνεται προς το δικό του δέντρο. Πόσες φορές μέχρι τώρα ονειρευόταν να χτυπήσει αλεπού, μα αυτές πάντα τον προσπερνάγανε. Αυτή έρχεται ίσα στο τορβά. Είναι πολύ κοντά. Ξεχωρίζει το χρώμα του τριχώματός της. Αν πυροβολήσει, σκέφτεται, θα τρομάξει τον κάπρο.
Βγαίνει πίσω απ’ το δέντρο. Να τον δει. Μπας και τρομάξει και στρίψει. Έχει βάλει το κεφάλι κάτω και τρέχει. Ούτε ραντεβού να είχαν. Είναι στα τρία μέτρα και πάλι δεν τον βλέπει. Το σκυλί έχει μείνει πίσω στα χαμηλά. Επιτέλους τα μάτια τους συναντιούνται. Και στους δύο φαίνεται περίεργο. Σαν να πρόκειται να την φωτογραφίσει. Σκοπεύει με απελευθερωμένη την ασφάλεια. Αυτή δεν τρομάζει. Πότε άλλη φορά έχει δει τέτοιον τύπο;
Στο τέλος αυτός υποχωρεί μπροστά στο ένστικτο του κυνηγού. Τραβάει τη σκανδάλη. «Η μαστοριά είναι να μην βιαστείς, μα και να μην αργήσεις.» θυμάται ο Βίλχελμ τις οδηγίες του Ντάντσο.
«Φ-α-α-ας!» ακούγεται. Το μολύβι προβάλει απ’ την κάνη. Αυτή γουρλώνει τα μάτια. Θυμωμένη κάνει μεταβολή. Τρέχει με όλη της την δύναμη. Μέσα στο χαμό το σκυλί έχει καταφέρει να την πλησιάσει.
Λεπτός καπνός σηκώνεται προς τον ουρανό. Ο Βίλχελμ είναι παγιδευμένος. Μπρε! Μπρε! Μπρε! Αν τραβήξει το κλείστρο, μπορεί να εκραγεί το μπαρούτι που έμεινε στην κάνη. Ύστερα από σύντομη αμφιβολία ανοίγει το όπλο. Προσπαθεί να βγάλει το μολύβι με το μαχαίρι. Όχι και πάλι όχι. Κόβει λεπτή βεργούλα. Είναι όμως μαλακή. Λυγίζει.
Γιατί ήπιε εχθές; Γιατί πήρε αυτό το παλιό φυσίγγι απ’ τον Ντάντσο; Κι ο Χάντερ τον ενθάρρυνε. Πως γιατί; Για τύχη!
Τι βλέπει; Τα σκυλιά ακολουθούν τον κάπρο σε απόσταση ασφαλείας. Αυτός νωχελικά σέρνεται. Σχεδόν δεν τα δίνει σημασία. Οι χαυλιόδοντες του λάμπουν τροπαιοφόροι. Ο Βίλχελμ φωνάζει με όλη του την φωνή. Κραδαίνει το όπλο με το μολύβι να προβάλει. Ο κάπρος του ρίχνει μια ματιά. Σταματάει. Τι κάνει άραγε ο Βίλχελμ; Με αυτόν τον τρόπο τον χαιρετάει. Θα τον προσπεράσει και ποτέ τους πια δεν θα συναντηθούνε. Έτσι νομίζει.
Ο κάπρος συνεχίζει κατευθείαν πάνω του. Σαν να ακολουθεί τα χνάρια της αλεπούς. Ο κυνηγός κρύβεται πίσω απ’ το δέντρο. Το βάζει στα πόδια. Ακόμη κάνει κύκλους όταν ακούει:
- Τράβα φρένο, άνθρωπε! είχαν έρθει οι οδηγοί των σκύλων.
Τα σκυλιά παρεξηγημένα τον κοιτάζουν από πάνω ως κάτω.
- Γιατί τρέχαμε; Γιατί χωθήκαμε κάτω απ’ τα δόντια του κάπρου; Εμένα τα έντερά μου σέρνονται κι αυτός χαιρετάει. - σαν να τσίριξε το χτυπημένο σκυλί.
Ο Βίλχελμ τρίβει τα μάτια. Έτσι ήταν. Σέρνονταν.
6.
Ένας πελαργός καταδιώκει τον Χάντερ ακόμη απ’ τα παιδικά του χρόνια. Είναι με δεμένο το φτερό. Το ράμφος του προβάλει απ’ το περβάζι του παραθύρου. Το άλλο φτερό είναι άγαρμπα απλωμένο πάνω στο τραπέζι. Εκεί έχει ακουμπήσει και άντρας με τα γυαλιά. Γράφει. Παίρνει δουλειά για το σπίτι. Συμπληρώνει χαρτιά. Είναι υπάλληλος. Η γυναίκα του πρόσφατα πέθανε από καρκίνο. Δυο μοναχικοί άνθρωποι σε άδειο σπίτι.
Ο θείος επιτρέπει στα πιτσιρίκια να αγγίξουν τον πελαργό. Είναι ευτυχισμένα. Με τσιμπημένα από το κρύο τα μάγουλα πέφτουν στο χιόνι σαν πυροβολημένα. Ο πελαργός τα κοιτάζει μυστηριωδώς. Ο θείος ακούραστος συμπληρώνει τα τεφτέρια γερμένος πάνω στο τραπέζι. Με τον ίδιο τρόπο τρώει. Μαζεύει τα ψίχουλα στη χούφτα. Τα καταπίνει με το κεφάλι προς τα πίσω.
Την άνοιξη ο πελαργός του γείτονα ψόφησε. Τον πέταξε στους κάδους σκουπιδιών. Ο Χάντερ θυμάται τα υψωμένα προς τον ουρανό πόδια του. Η εμφάνιση πελαργών τον θλίβει. Κάτι ωραίο έχει έρθει. Όπως ήρθε, έτσι χωρίς να το καταλάβουν θα φύγει.
Οι πελαργοί πάντοτε φεύγουν.
Ο Χάντερ οδηγεί προς την θάλασσα. Άραγε θα συναντήσει το κορίτσι με το καπέλο; Υπάρχει τέτοιο κορίτσι; Όταν πνίγεσαι πιάνεσαι και για το άχυρο.
Καίνε τις καλαμιές. Οι πελαργοί με τη σειρά ακολουθούν κατά πόδα την φωτιά. Ράμφη λαβίδες ξετρυπώνουν ζωντανά πλάσματα. Απροετοίμαστα και πανικόβλητα σκουλήκια, ποντίκια, ακρίδες… Τα πουλιά μοιάζουν με πυροσβέστες με ασπρόμαυρες στολές.
Άλλη φορά τα βλέπει έτοιμα για το ταξίδι. Είναι αφηρημένος. Χαζεύει γύρω. Ο μπροστινός τροχός του πέφτει σε λακκούβα. Γρήγορα προσγειώνεται. Δεν έχει καιρό να αντιδράσει. Τυφλίτης έχει διασχίσει την άσφαλτο. Τον βλέπει στο καθρέφτη. Το σώμα του ακόμη συσπάται.
Οι πελαργοί τον κάνανε αφηρημένο. Για πρώτη φορά τους βλέπει έτσι. Του φάνηκαν σαν απ’ το υπερπέραν. Εκατοντάδες βυθισμένοι στα ψηλά και αποξηραμένα χόρτα. Φαίνονται μόνο λαιμοί και ράμφη. Μια απίστευτη φάλαγγα. Συγκεντρωμένοι και σιωπηλοί. Ένας πλάι στον άλλον, ένας πλάι στον άλλον. Τίποτα δεν τους κάνει να διστάζουν. Τίποτα δεν θα τους σταματήσει.
Ξαποσταίνουν λιγάκι πριν το ταξίδι. Ο Χάντερ δεν βιάζεται να απομακρυνθεί. Τόσο σοβαρά πουλιά δεν έχει συναντήσει.
Σε άλλους καιρούς στις ίδιες κυνηγητικές πεδιάδες, πάλι το φθινόπωρο αντίκρισε δεκάδες λαγούς. Κάποια πανήγυρη των λαγών. Αυτοί πάλι τι μελετάνε. Ζωντανή σφαίρα στο χωράφι.
Ξέφυγε για να μην τους ενοχλεί.
Περπατάει κάτω απ’ τον αγωγό ηλεκτρικού ρεύματος. Τα καλώδια ζουζουνίζουν σαν μελίσσι. Δίπλα σε μια κολόνα βρίσκει δύο νεκρούς πελαργούς. Ήταν πριν από καιρό.
Έχουν θερίσει το σιτάρι απ’ το χωράφι. Τα άχυρα τα έχουν αφήσει στις βροχές. Συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Τώρα είναι υγρά. Με το που σηκώνεται ο ήλιος, στεγνώνουν ηχηρά. Σαν κάποιος να τα πατάει. Οι νεκροί πελαργοί του δημιουργούν μυστηριώδης διάθεση. Κοιτάζει γύρω του. Είναι μόνος. Και δεν είναι.
Στην άκρη του δάσους βόσκει νεαρή ελαφίνα. Έχει μείνει χωρίς την μητέρα της. Είναι άπειρη κι απρόσεκτη. Βρίσκεται στην εμβέλεια του όπλου. Βόσκει ακίνητη και δεν κοιτάζει γύρω της. Απ’ όλα φαίνεται πως δεν έχουν πυροβολήσει εναντίον της μέχρι τώρα.
Ο αέρας ζεσταίνεται ακόμη. Κάποιος βηματίζει πίσω απ’ την πλάτη του Χάντερ. Περπατάει δίπλα του. Σαν να πατάνε οι πελαργοί με τα λεπτά τους πόδια. Χώνουν τα ράμφη τους. Κάνουν αναλύσεις πραγμάτων που οι άνθρωποι αψηφούν.
Ο Χάντερ πιστεύει πως δεν είναι μόνος. Κάποιος συνέχεια τον παρακολουθεί. Αυτό τον εκνευρίζει. Βλέπει τεντωμένους λαιμούς μέσα στα κίτρινα χορτάρια. Ακόμη τους υποπτεύεται. Εκείνον περιμένανε. Εκείνον παρακολουθούσαν με την άκρη των ματιών τους. Τάχα μεταξύ των άλλων, συγκρατημένα και απρόσιτα.
Είναι χλομό το πρωινό πάνω από τις καλαμιές. Τα σύννεφα είναι ξεπλυμένα. Ο ήλιος μόλις ροδίζει. Ο Χάντερ υποδέχεται το ξημέρωμα με τα πόδια παγωμένα μέσα στις μπότες. Βγαίνει ένα ποντίκι. Πλησιάζει το παπούτσι του. Το μελετάει. Αυτό τον κάνει αφηρημένο. Πέρα από τις καλαμιές η λίμνη βράζει. Πρώτα ξεφεύγουν μαύρα σμήνη κάργες.
Σηκώνονται κορμοράνοι. Εδώ και μερικές μέρες ο καιρός είναι ζεστός και καθαρός. Ασυνήθιστο για κυνηγητική περίοδος. Χήνες πετάνε σαν αεροπλάνα. Δεν τις φτάνουνε τα σκάγια.
Ο κυνηγός παρακολουθεί τον ουρανό. Το ποντικάκι ροκανίζει κάτι δίπλα στα πόδια του. Που και που του ρίχνει μια ματιά. Γιατί είναι τόσο απρόσεκτο. Πιο πέρα είναι κι άλλοι κυνηγοί. Ένας απ’ αυτούς με σφυρίχτρα. Μιμείται φωνές από πάπιες και χήνες.
Κάμποσοι ιπτάμενοι συνδυασμοί ξεφεύγουν. Κάποιος ανυπόμονος αδειάζει το αυτόματο όπλο του χωρίς λόγο. Τα πουλιά ξαφνιάζονται. Δεν αλλάζουν πορεία. Το πρωινό φωτίζει ακόμη περισσότερο. Ο ουρανός τρυφερά βάφεται γαλάζιος. Ο άντρας κοιτάζει γύρω του σαν αρπακτικό πουλί. Το ποντικάκι έχει χαθεί στη γη.
Κύματα, κύματα φεύγουν οι χήνες. Από μακριά το περίπλοκο σχήμα τους μοιάζει σαν σχεδιασμένο στα γρήγορα καμουτσίκι, ομόκεντροι κύκλοι ή ατελή κυματοειδή καμπύλη. Στην άλλη όχθη το τουφεκίδι είναι πιο συχνό, μα ανώφελο. Ο άνεμος των σκαγιών περνάει. Τα πουλιά και πάλι στοιχίζουν τον τέλειο συνδυασμό τους. Αραδιάζονται ιεραρχικά μετά τον αρχηγό τους. Ταξιδεύουν μαζί. Οι μακροί λαιμοί τους τεντώνονται από κάτι ασύλληπτο, που τα έλκει μπροστά και μακριά.
Ο κυνηγός είναι μόνος με το όπλο του. Είναι παγωμένο και επάργυρο από την πάχνη. Τα πουλιά φλυαρούν και χρονοτριβούν πριν να πετάξουν. Αυτοί οι ήχοι είναι μουσική για τα αυτιά του.
Απ τις ενέδρες των κυνηγών ξεφεύγουν πέντε μεγάλες χήνες. Περνάνε χαμηλά πάνω απ τις καλαμιές σε συνδυασμό μάχης. Το σμήνος αυξάνει την ταχύτητα. Τώρα είναι ευάλωτο Ο ξένος πυροβολεί βιαστικά από μακριά. Ο Χάντερ κατεβάζει το όπλο του αναστενάζοντας. Το πέρασμα των πουλιών πάει να τελειώσει.
Πια δεν υπάρχει νόημα να κρύβονται. Μαζεύονται γύρω απ’ το τζιπ. Τρώνε ψωμί, λαρδί καρύδια και κρασί. Ρίχνουν στον αέρα άδειο μπουκάλι. Δεν μπορούν να το πετύχουν. Αρχίζουν και παίζουν. Τους αρέσει το ρώσικο μονόκαννο μάγκνουμ. Ο Χάντερ τους το δίνει. Οι ξένοι έχουν αφήσει τα όπλα τους στο αμάξι.
Κάποιος πετυχαίνει το μπουκάλι και το σκορπάει.
Άλλος απ’ την ομάδα παρατηρεί μοναχική χήνα που έρχεται καταπάνω τους. Οι κυνηγοί φωνάζουν. Αρπάζουν τα τουφέκια. Το μονόκαννο αμέσως είναι οπλισμένο. Η Χήνα είναι πάνω τους. Συνεχίζει ατάραχη να κωπηλατεί. Οι κινήσεις τις είναι ρυθμικές και κάπως επιβραδυμένες. Δεν βγάζει ήχους. Δεν ελπίζει κάποιος να την ακούσει ή να την φτάσει.
Για πού ταξιδεύει η μοναχική χήνα; Κάποιος γελάει. Μπορεί αυτή να είναι η γιαγιά των πέντε υπερηχητικών, που βούιξαν πριν λίγο. Μ’ αυτή την αφορμή κουνάνε τα κεφάλια. Οι χήνες ζούνε μέχρι ενενήντα και περισσότερο χρόνια.
Στον ακουαρελένιο ουρανό η χήνα είναι συμπαθέστατη. Είναι μοναχικός δρομέας. Μπροστά της είναι ο ορίζοντας άλλης μιας μακράς ημέρας.
Τα όπλα βροντάνε σχεδόν ταυτόχρονα. Το πουλί κυματίζει μια δυο φορές. Μοιάζει με άνθρωπο με μουδιασμένο πόδι. Μόλις έχει σηκωθεί απ’ το τραπέζι και είναι ασταθής. Πολύ παλιά έχει μάθει να περπατάει. Η χήνα γρήγορα ξαναμπαίνει στο ρυθμό της και φεύγει.
Ντροπιασμένοι οι σκοπευτές παραμονεύουν άλλες χήνες στα χωράφια. Μετά από δυο χωριά βρίσκουν ένα σμήνος που βόσκει. Το αμάξι πλησιάζει. Ρίχνουν απ’ τα παράθυρα χωρίς να κατέβουν. Οι χήνες είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές.
Οι άντρες ταξιδεύουν προς το εκτροφείο. Αύριο τους περιμένει κυνήγι μεγάλων θηραμάτων
- Σταμάτα! Μια χήνα στο νερόλακκο. φωνάζει ένας απ’ τους ξένους.
Ο Χάντερ κατεβαίνει. Κλοτσάει λερωμένη με λάσπη εφημερίδα. Μόνο η φαντασία ενός κυνηγού θα την έπαιρνε για λαβωμένη χήνα.
Πιο πέρα συναντάνε άλλο τζιπ σε άλλο χωράφι. Άλλοι άντρες στέκονται και καπνίζουν. Κοιτάνε τον ουρανό. Οι πάπιες και οι χήνες όλο και τους ξεφεύγουν. Οι κυνηγοί θέλουν χιόνι, με ομίχλη και αέρα. Κοντές κι εύστοχες, γρήγορες βολές. Τότε τα πουλιά είναι αναγκασμένα να πετάνε χαμηλά. Τα άστρα πια σβήνουν στο πρωινό.
Η μοναχική χήνα χαμογελάει με την άκρη του ράμφους της. Έχει σμικρυνθεί όσο ένα ψίχουλο. Πετάει πάνω από άσυλο για ψυχοπαθείς. Δυο έχουν βγει μπροστά στο ασπρισμένο τοίχο για να ρουφήξουν μια γουλιά ήλιου. Τα γνωστά στην γιατρό Λίνα Μπίζεβα κρεβάτια λερωμένα με κόπρανα. Γυμνοί τοίχοι, πεσμένος σουβάς. Καρφωμένα με σταυρωτά σανίδια παράθυρα. Σκεπή απ’ την οποία στάζει ο ουρανός. Από κάτω διευθυντής, δημοσιογράφος, στρατηγός, ποιητής… Ένας πεσμένος κλοτσάει. Άλλος έχει καβαλήσει βέργα.
Προβάλουν τα ξεκοκκαλιασμένα πλευρά των κτιρίων του συνεταιρισμού. Δεν έχουν ούτε σκεπή, ούτε τούβλα. Οι λακκούβες του δρόμου, πάνω απ’ τον οποίον πετάει η χήνα είναι μεγάλες, και γεμάτες με νερό που έχει παγώσει. Η κατάσταση είναι σαν σε καιρό πολέμου. Δεν γίνεται να προσπεράσεις το γκρεμισμένο και το καταληστευμένο.
Το πουλί φέρει την κατεύθυνσή, μέσα στο κεφάλι του, σ’ αυτό διαφέρει απ’ τους ανθρώπους. Αυτοί χρειάζονται πινακίδες με οδηγίες. Αλλιώς μπερδεύονται. Η μοναχική χήνα, πράγματι είναι ηλικιωμένη. Στα καλά της τα χρόνια οδηγούσε χιλιάδες αδερφές της. Βαθμιαία, με τα χρόνια, πέρασε κλιμακωτά προς τα πίσω. Αυτό το πρωί, βρέθηκε έξω απ’ την συστοιχία του σμήνους.
Ο ουρανός σκουραίνει. Η Αφροδίτη λάμπει πάνω του. Φυτρώνουν άστρα Οι κυνηγοί κοιτάζουν προς τα πάνω. Περιμένουν το νυχτερινό πέρασμα των πουλιών. Στον ορεινό δρόμο τα φώτα των αυτοκινήτων σκάβουν το κολλώδες σκοτάδι.
Στις όχθες του φράγματος, το νερό έχει παγώσει. Λεπτή λουρίδα, δίπλα στη στεριά λάμπει ξεπαγωμένη. Το βράδυ έρχονται για νερό τα τσακάλια. Οι τρύπες τους μέσα στις πέτρες είναι πολλές. Εκεί πριν ένα μήνα ζούσε λαγός. Δεν έχει μείνει τίποτα απ’ αυτόν, ούτε κομματάκι απ’ το χνουδωτό του δέρμα.
Με τα όπλα στον ώμο, και χωρίς σκυλιά οι κυνηγού αυτοσχεδιάζουν. Τα σκυλιά θα ακούγανε πρώτα το σμήνος. Τώρα αυτοί αφουγκράζονται. Νομίζουν πως το ακούνε. Δεν είναι σίγουροι.
Έρχεται βουητό που δυναμώνει Επιτέλους δυνατό φτερούγισμα διασχίζει τον αέρα. Ξαφνικά απ’ το σκοτάδι βγαίνουν εκατοντάδες χήνες σε μεγαλειώδης παράταξη. Ιδανικά στοιχισμένες σαν το γράμμα ν . Ψάχνουν που να διανυκτερεύσουν. Τα όπλα σκοπεύουν τυχαία. Δεν ελπίζουν να ξεκρεμάσουν χήνα απ’ τον ουρανό. Το σμήνος προσπερνάει.
Περνάει και προσπερνάει. Μερικές πέφτουν δίπλα στη λουρίδα του νερού.
Οι ξένοι έχουν ακριβά όπλα. Ακούγεται κουδούνισμα. Επάνω το τηλέφωνο αρχίζει να λειτουργεί ανήσυχο και λαχανιασμένο. Μοναχικό πουλί έχει περάσει χαμηλά. Το αντιλαμβάνονται απ’ τον ήχο. Το σκοτάδι το καλύπτει. Οι νεοφερμένοι κοιτάνε σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Σαν κάτι να μπουσουλάει στις πλάτες τους. Βλέπουν τον τεντωμένο της λαιμό. Κάτι μακρινό κι ανεξήγητο συνεχίζει να την έλκει προς τον ορίζοντα. Η ίδια, βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη μιας βολής. Ο πιο ψηλός από τους ξένους έχει φυσίγγια με συγκεντροτήρα. Αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του.
Η χήνα ξεκαρφώνεται απ’ το έναστρο θόλο. Πέφτει στο μαύρο χωράφι. Την ημέρα η αδερφές της βόσκουν εδώ.
Έχει περάσει χιλιάδες χιλιόμετρα. Στο δρόμο της οι κυνηγητικές κάνες είναι μόνο ένας απ’ τους κινδύνους, ίσως όχι ο μεγαλύτερος. Τυχαία βολή την ρίχνει δίπλα σε μια Βαλκάνια λιμνούλα. Από ψηλά το νερό της μοιάζει με φτυσιά. Επιτέλους αγκαλιάζει τη γη. Δεν θα την βρούνε. Το φτερό της δεν θα διακοσμεί κανενός το καπέλο.
Την έχουν πυροβολήσει από πάθος, από συνήθεια. Παράλογο κι απρόσμενο τυχαίο γεγονός, που λέγεται ζωή. Το τυφλό σκάγι της μοίρας που την καταδιώκει απ’ τη γέννησή της.
Οι κυνηγοί νιώθουν αμήχανα. Τζάμπα έχουν κατεβάσει το πουλί απ’ τους αιώνιους αεροδιάδρομους. Τα τσακάλια και οι αλεπούδες ίσως το βρουν.
Οι κυνηγοί φεύγουν στενοχωρημένοι. Έχει σκοτεινιάσει εντελώς. Πιάνουν μακρινά συνθηματικά. Στο διπλανό φράγμα από ανία ρίχνουν στον ουρανό. Αισθάνονται καινούργιο φτερούγισμα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δεν αντέχουν και ρίχνουν ξανά.
Ο Χάντερ έχει αγκαλιάσει το όπλο του. Ο Φύλακας δεν τον βλέπει. Ο Ουρανός έχει σκοτεινιάσει Πέφτει πυκνό χιόνι. Ο Χάντερ έχει τυλιχτεί με άσπρο σεντόνι παραλλαγής.
«Ου ου, Χάντερ, εσύ είσαι, ρε; Από πού ξεφύτρωσες;»
«Από την γη! Α-πό- τη –γη! Χα, χα!»
«Σσσς!» ο φύλακας δείχνει το σμήνος στην κάθετη πτήση του. Πέφτει στο νερό.
Χωρίζουν με φιλικά χτυπήματα στον ώμο. Ο Χάντερ – από δω. Ο Φύλακας – από κει.
Κάθεται οκλαδόν στους θάμνους δίπλα στην ακτή. Μοιάζει με στοίβα χιονιού. Σταματάει να υπάρχει. Η πνοή του ξεπαγώνει τους χιονισμένους κρυστάλλους στα μουστάκια του.
Ακούει βουητό. Έρχεται από πίσω Διακρίνονται οι συνηθισμένες κραυγές των πουλιών απ’ το νερό προς το ουρανό και τούμπαλιν. Χαμηλώνουν μπροστά του.
Δυο βολές – δυο πάπιες. Οπλίζει ξανά κι αφουγκράζεται. Πάλι δυο βολές και πάλι επιτυχία. Σκοτεινιάζει και δεν θέλει να φύγει. Το χιόνι φεγγοβολάει. Αύριο θα φέρει εδώ τους ξένους.
Βγάζει την ξύλινη σφυρίχτρα δόλωμα. «Πα! Πα – πα – πα!» Έχει κοκαλιάσει απ’ το κρύο. Τα αριστερό του πόδι έχει μουδιάσει. «Πα πα!»
Βλέπει τη σιλουέτα του φύλακα δίπλα στην όχθη. Θα μαζευτεί στα ζεστά. Τον βασανίζουν ρευματισμοί.
«Πα – πα!»
Αντί τον ουρανό αισθάνεται κίνηση στη γη. Η σφυρίχτρα του τραβάει κάτι σ’ αυτόν. Όπως είναι με μουδιασμένο πόδι και το όπλο στραμμένο στη φυλλωσιά, ρίχνει χωρίς να σηκωθεί.
Ξεμουδιάζει. Τρέμει απ’ το κρύο. Τα θηράματα βαραίνουν. Αύριο θα ψάξει στους θάμνους.
Την άλλη μέρα βρίσκει παγωμένη αλεπού.
Ο φύλακας του ζητάει δανεική την παραλλαγή. Του δωρίζει το σεντόνι. Η νύχτα φωτίζει το χιόνι.
Το φράγμα είναι μάτι που δακρύζει. Τα πουλιά κολυμπάνε μέσα του. Οι κυνηγοί κοιτάζουν. Μόνοι τους καμαρώνουν. Πυροβολούν και τα σκάγια σαν να είναι σκόνη στο μάτι. Η πάπιες συχνά τους ξεφεύγουν.
Ξυρίζει ο παγωμένος αέρας. Πάνω σε έναν θάμνο έχουν ξαποστάσει μικρά φτερωτά πλάσματα. Πεινασμένα σπουργίτια. Ο άνεμος τα θερίζει. Έχουν σμικρυνθεί σαν κέρματα. Πέρα, μακριά το δειλινό φαίνεται κόκκινο και ζεστό. Όλα τα υπόλοιπα είναι γκρίζο μπλε.
Τα κέρματα δεν σαλεύουν. Ο Χάντερ άμα θέλει μπορεί να γεμίσει την τσέπη του μ’ αυτά. Κι αυτά άραγε παρακολουθούν αδιάφορα, πως ο θάνατος καταδιώκει τη ζωή;
Δεν είναι ήρωες από βοντεβίλ. Πάπιες που τσιρίζουν και συνέχεια ξεφεύγουν. Κυνηγοί που αποτυχαίνουν και συνέχεια καυχούνται.
Σγουρά κυματάκια κυνηγάνε στο μάτι τις τελευταίες ακτίνες. Είναι έτοιμο σε λίγο να παγώσει τον ήλιο μέσα του.
Ένας λαγός κοιτάζει από ψηλά τον μάταιο δρόμο προς την πόλη, τις καμινάδες του εγκαταλειμμένου τεράστιου εργοστάσιου. Έχει χωθεί μέσα σε αιχμηρά μαύρα αγκάθια. Κρυμμένος στην απανεμιά των χόρτων. Ζεσταίνεται και παρακολουθεί. Κανείς δεν έχει ιδέα, πως ο Λαγός είναι εκεί.
Όταν οι άνθρωποι ξέρουν πως παρακολουθούνται θέλουν να φαίνονται καλοί. Για να παρουσιάσουν μια καλή εικόνα, όλο και κάτι θα κρύψουν από τους άλλους, μα, ακόμη κι από τον εαυτό τους.
Η νύχτα βοηθάει το ανθρώπινο γένος να μείνει απαρατήρητο. Να χαθεί μέσα στο λαβύρινθο των δικών του μυστικών. Την φύση την κυριεύει ελπίδα και πανικός. Μετά από αυτή τη νύχτα ακολουθούν κι άλλες νύχτες. Έρχεται κάτι ωραίο και καλό.
Από πού θα κατέβει; Τι χνάρια θα αφήσει πάνω στο χιόνι;
Ο λαγός τρίβει τα μουστάκια του. Τα μάτια του δακρύζουν απ τον απέναντι αέρα. Για πρώτη φορά από τότε που κατοίκησε αυτό τον λόφο αισθάνεται τόσο μοναχικός.
Από τον δρόμο έρχεται μυρωδιά βενζίνης. Σφυρίζουν λάστιχα στον πάγο. Τρίζουν λαμαρίνες.
Ο Λαγός φοβάται τον εαυτό του. Γίνεται αυθόρμητος και άμυαλος. Η μοναξιά, του απελευθερώνει καινούργιες δυνάμεις. Ο άνεμος αλλάζει κατεύθυνση. Σφυρίζει απάνθρωπα. Ο Λαγός κρύβει τη μουσούδα του μέσα στα ποδαράκια. Μετά τον άνεμο καταφτάνει το ουρλιαχτό από τα τσακάλια. Σκούζουν σκυλιά, κυνηγημένα απ’ τους ανθρώπους. Ακριβώς σαν τα αφεντικά τους σκοτώνουν έξυπνα και ανελέητα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ο Λαγός εντελώς ξυπνάει στο πόστο του. Δεν θα ξεχάσει. Απ’ το παρατηρητήριο επαγρυπνεί για την ζωή του. Αρκετά ζωντανά πλάσματα τρέμουν τώρα μέσα στους θάμνους και στα αγκάθια. Κι αυτά ξέρουν πόσο άσχημο είναι να χάσεις τον αυτοέλεγχο σου. Να βυθιστείς στις δικές σου σκέψεις για τον κόσμο, ξεχνώντας την τιμή του δικού σου τομαριού.
Η πείνα στα τσακάλια και στα σκυλιά είναι πράγμα πρακτικό. Αυτή η πείνα εδώ και χιλιετίες δεν σηκώνει συναισθηματισμούς.
Ο Λαγός ζηλεύει τον καλά σχεδιασμένο ανθρώπινο κόσμο. Τον έχουν κυνηγήσει με παγάνες. Η μυρωδιά του μπαρουτιού γι αυτόν δεν είναι λόγια από αλφαβητάρι για πρωτάκια. Κι όμως, τώρα κάτι τον έλκει προς τους ανθρώπους.
Γυρνάει το αυτί του προς τον άνεμο. Αισθάνεται πως η καρδιά του χτυπάει τρελά. Το άσπρο του χιονιού κάνει τον δρόμο του προς την πόλη ελαφρύ και γρήγορο. Δεν μπορεί να κοιμηθεί, μα ούτε και να μείνει στο πόστο του. Στην τρύπα του είναι άπιαστος, αόρατος, άγγιχτος. Άγγιχτος για τον θάνατο. Ο Λαγός ριγεί απ’ αυτή την σκέψη Με την άκρη κάθε τρίχας του, με όλη του την γούνα αισθάνεται την γιορτή της ζωής αυτή την νύχτα.
Ο Λαγός μασουλάει το μουστάκι του. Αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Μαζεύει προς τα πίσω τα αυτιά του. Ρουφάει την μύτη του.
Βγαίνει απ’ τον κρυψώνα του. Περνάει την πλάγιά, μόνο για να ρίξει μια ματιά. Το χιόνι έχει παγώσει. Περνάει στα σίγουρα. Που και που βουλιάζει στο χιόνι. Βυθίζεται μέχρι τα αυτιά. Γρατζουνάει μέχρι να ξετρυπώσει.
Προς τα πού έχει ξεκινήσει και γιατί; Δεν είναι κι αυτός ένας λαγός που τον τρελαίνει η μοναξιά. Δεν είναι απερίσκεπτος; Δεν μετατρέπεται σε εύκολο πλιάτσικο; Την τελευταία πιθανότητα την απεχθάνεται πιο πολύ απ’ όλα στη ζωή του. Ο καθένας μπορεί κάποια μέρα να γίνει πλιάτσικο, μα τουλάχιστον να μην είναι τόσο εύκολο και ηλίθιο.
Έτσι, ενώ ο Λαγός διστάζει στην μέση του δρόμου, τα τσακάλια αρχίζουν να τον κυνηγάνε. Οι άλλες λαγουδίσιες γούνες τον σχολιάζουν: «Καλά να πάθει!» Αυτή την στιγμή απεχθάνονται τους ονειροπόλους. Είναι εκατό τις εκατό σίγουροι πως όχι αυτός, μα οι ίδιες, θα επιβιώσουν λόγω του ρεαλισμού τους, μέχρι το φωτεινό πρωινό.
Τα τσακάλια βγαίνουν ξωπίσω του. Πίσω απ’ τις ισχνές τους γρήγορες πλάτες, πίσω απ’ τον αδυσώπητο εγωισμό τους, μένει το παρατηρητήριο. Η δικιά του ηρεμία, και σοφία, η ακεραιότητά του, η ασφάλεια που προσφέρει, είναι πια απρόσιτα για τον Λαγό.
Έτσι τα τσακάλια τον βοηθάνε να ξεχάσει τους δισταγμούς του. Να ξεπεράσει τον φόβο απ’ τα δικά τους σαγόνια. Τα βαριά τους σώματα, όλο και πιο συχνά βουλιάζανε στο χιόνι. Στις στιγμές του μεγαλύτερου κινδύνου για τη ζωή του, ο Λαγός νιώθει ανεξήγητη σιγουριά. Θα επιβιώσει, δεν θα χαθεί, δεν θα τον φάνε. Όλο και κάπως θα φτάσει τον αιώνιο φράχτη της ανθρώπινης πόλης
Τρέχει βέβαιος για την αθανασία του. Κάνει στροφές, ξεπερνάει, τα σκορπισμένα αγκάθια στον κάμπο. Άθελά του θυμάται εκείνα τα λόγια για το άγριο χειμωνιάτικο τραγούδι[3], για την θύελλα και τους ανέμους που σκορπάνε τα αγκάθια στον κάμπο. Αυτά πια τα έχουν ζήσει και περιγράψει, ε;
Ξαφνιάζεται εντελώς. Δηλαδή από τότε, τίποτα δεν έχει αλλάξει στη μοίρα αυτού του λαού;
Καταλαβαίνει πως έχει βουλιάξει ως τα αυτιά στον χρόνο και ο χρόνος είναι μέσα του[4].Πίσω του είναι οι δήμιοι, μπροστά του όμορφο και ανερμήνευτο μυστικό.
Ενθουσιασμένος γρατζουνάει στο παγωμένο κανάλι δίπλα στο δρόμο. Κάτω απ’ τους πάγους του, έχουν βρει τον θάνατό πολλές σκιές τσακαλιών.
Στο δρόμο ο λαγός βλέπει προσερχόμενα φώτα. Τον καρφώνουν στο έδαφος. Είναι μεγαλόσωμος και γενναίος Λαγός. Με κάποιες λίγες γρατσουνιές απ’ τα αγκάθια και τα κομμάτια πάγου, λαχανιασμένος μα, ενθουσιώδης. Ξαφνικός κι όμορφος με παγωμένες σταγόνες στ’ αυτιά. Τρίζουν τα φρένα. Τα λάστιχα γλιστράνε.
Ο Χάντερ παρά λίγο να αναποδογυρίσει το τζιπ στο χαντάκι.
- Κοίτα τον μάγκα! γελάει γενναιόδωρα πίσω απ τον λαγό που απομακρυνότανε. - Καλή τύχη, φίλε!
Ψίχουλα χιονιού σκορπάνε από τα φρύδια, τα μουστάκια και το γένι του. Σταγόνες χιονιού απορροφούνται στα χείλη. Τις γλύφει.
7.
«Μην αγγίζεις το όπλο, Μαίρη! Μην το αγγίζεις!………….
Η Μαίρη ήταν πίσω απ’ την πλάτη του, απωθημένη απ’ την αρκούδα που είχαν ξαφνιάσει στη πυκνή βλάστηση. Κι όμως η γυναίκα άπλωνε το χέρι. Καμιά απ’ τις αρκούδες που είχε σκοτώσει μέχρι τότε η ίδια, δεν είχε δείξει τέτοιο θράσος. Περικυκλωμένες απ’ τα σκυλιά, οι αρκούδες σταματούσαν. Καθόντουσαν παραξενεμένες. Κουνούσαν τα μπροστινά τους άκρα. Κοίταγαν γύρω αβοήθητες. Τις περισσότερες τις είχαν τουφεκίσει σ’ αυτή την στάση. Η Μαίρη δεν ήξερε, πως τις είχαν εισάγει για εγκατάσταση. Αργότερα διαπιστώθηκε πως το πείραμα ήταν αποτυχημένο. Τα ζώα που μεγάλωναν στα κλουβιά, δύσκολα αποχωρίζονταν από τον άνθρωπο. Πάντα βρίσκανε αφορμή για να επιστρέψουν στις ταΐστρες. Κυκλοφορούσαν τριγύρω. Δεν φοβόντουσαν ανθρώπους και σκυλιά. Οι ξένοι δεν το γνωρίζανε. Τους έλκυε το πολύτιμο τρόπαιο. Φωτογραφία με αρκούδα. Ο Χάντερ κι οι άνθρωποί του, τους πηγαινοφέρνανε μέρα νύχτα, τάχα ψάχνοντας τα κρησφύγετα τους. Υπήρχαν κι άγριες αρκούδες. Ανεξάρτητες κι απρόβλεπτες. Μια τέτοια τώρα είχε ξαφνιάσει την Μαίρη. Ο Χάντερ δεν είχε καθόλου χρόνο.
- Γιατί όλα που αγγίζω γκρεμίζονται; Γιατί χάνω το κάθε τι που αγαπάω;
- Εσύ κανέναν δεν έχεις γλιτώσει. Δεν έχεις γλιτώσει ούτε ζαρκάδι!
Μετά το ερώτημα που τον καταδίωκε σαν κυνηγόσκυλο όλα αυτά τα χρόνια, ήρθε και η μομφή της Νίας. Γιατί του το είπε; Γιατί ήθελε να τον προκαλέσει;
Μέσα του οι σκέψεις περνούσαν, σαν φύσημα του αέρα, σαν σκιά πουλιού που βιάζεται να σωθεί, όταν το κυνηγάει γεράκι.
Πίσω απ’ τον Χάντερ ήταν όλη του η ζωή. Ξαφνικά αισθάνθηκε το βάρος των χρόνων. Μόλις στάθηκε ανάμεσα στη Μαίρη και την αρκούδα συνειδητοποίησε. Αυτή η ζωή δεν ήταν δικαιολογία για τον επόμενο φόνο αρκούδας, αν και πιο επικίνδυνη απ’ τις προηγούμενες. Μπορούσε στη στιγμή να το κάνει με μαεστρία. Συνειδητά άφησε να του διαφύγει το κατάλληλο δευτερόλεπτο. Παγιδεύτηκε μόνος του. Η αρκούδα δεν είχε που να υποχωρήσει. Θέλει δεν θέλει, έπρεπε να περάσει από πάνω του. Ο Χάντερ νόμιζε πως ήταν κυνηγός άλλης ανώτερης κλάσης. Θα καταβρόχθιζε η αρκούδα την κακιά μας μητριά, την μοίρα; Ήταν η ώρα να το διαπιστώσει. Ήταν ευάλωτος στον ίδιο του τον φόβο; Θα του το έδείχνε η αρκούδα. Αυτή οσφραίνεται τον φόβο. Και τότε επιτίθεται λυσσαλέα. Αν είσαι ήρεμος, υπάρχει ελπίδα. Αυτή η αρκούδα ήταν απρόβλεπτη κι έξυπνη. Σαν να είχε περιμένει χρόνια για να εκδικηθεί για τις άλλες, τις εύκολες. Για τις ακριβοπουλημένες ζωές τους. Μάντευε την τιμωρία. Δεν το έβαζε στα πόδια. Ήθελε επιτέλους να λογαριαστούν.
Ο Χάντερ δεν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του.. Απλώς στάθηκε μπροστά στη Μαίρη και έψαξε τα μάτια της «Φου» Ήταν εξαγριωμένα. Παρ’ όλα αυτά η αρκούδα θα υποχωρούσε, αν είχε που να πάει.
Ο δρόμος της περνούσε από πάνω του. Ήταν έτοιμος. Η Μαίρη έφυγε σιγά, σιγά. Ο Ντάντσο κι ο Αχμέτ την τράβηξαν έξω. Αισθανότανε τα βλέμματά τους στην πλάτη του.
Η αρκούδα στάθηκε όρθια και ούρλιαξε. Κι αυτός ούρλιαξε. Το ουρλιαχτό ερχότανε απ’ το βάθος της γης. Αυτή τον αγκάλιασε. Και αυτός το ίδιο. Άρχισαν να κατρακυλάνε στην κατηφόρα. Δεν είχε υποπτευτεί μέσα του τέτοια πρωτόγονη δύναμη.
Δεν ζύγιζε την τύχη του με τη ζυγαριά. Πολλές φορές φανταζότανε να πεθάνει παλεύοντας με αγρίμι. Την ώρα του κυνηγιού κι όχι από γεράματα και στεναχώριες για τη βρομοζωή του – που θα ζήσει, τι θα φάει.
Θρυμματίζονταν κορμοί. Κατρακύλαγαν πέτρες. Ο Αχμέτ δεν έπαιρνε το μάτι του απ’ την δίοπτρα. Μπορούσε να σκοτώσει την «Φου» και να σώσει τον Χάντερ. Φοβότανε όμως, μήπως η σφαίρα αποδειχτεί κοινή, και για τους δυο τους.
Αυτή ήθελε απλώς να περάσει. Αν περνούσε διαμέσων της Μαίρης – τέρμα η Μαίρη. Αν περνούσε διαμέσων του Χάντερ, όλο και υπήρχε κάποια ελπίδα. Θα πουν σκοτώθηκε στο κυνήγι, για να σώσει την ξένη επισκέπτρια.
Η Μαίρη βιάστηκε. Ξεγελάστηκε από την τυποποιημένη συμπεριφορά των προηγούμενων αρκούδων. Γιατί ο Χάντερ δεν της αποκάλυψε το μυστικό; Γιατί της έλεγε πως την αγαπάει; Ήταν ειλικρινής;
Τους σταμάτησε ο κορμός αιωνόβιου δρυ. Ο δρυς έμεινε ατάραχος. Ζαλισμένη η αρκούδα απώθησε τον άνθρωπο από πάνω της. Κρύφτηκε, με κάποιες κακώσεις και εκδορές. Ο Χάντερ δεν την είδε καθόλου. Αισθάνθηκε το έδαφος με τους αγκώνες. Τα πόδια του είχαν μουδιάσει. Με δυσκολία γύρισε ανάσκελα. Είδε τον στρόγγυλο πισινό της να κρύβεται ανάμεσα στα φύλα. Τον πονούσανε όλα τα οστά ταυτόχρονα. Ανέπνεε με δυσκολία. Έτρεχε αίμα στο μάγουλό του δίπλα στο αυτί. Η αρκούδα τον είχε σημαδέψει με τα νύχια της για να θυμάται την σημερινή μέρα.
Έβγαλε το μαχαίρι του κι έκοψε τα κουμπιά απ’ το γιλέκο κι απ’ το πουκάμισό του. Σαν να ξεκοίλιαζε τον εαυτό του. Οι άλλοι τρέξανε παραξενεμένοι απ’ αυτή του την ενέργεια. Πάλι ξάπλωσε ανάσκελα. Ήθελε να αναπνεύσει βαθιά. Δεν του έφτανε ο αέρας. Προσπάθησε , άνοιξε το στόμα. Λιποθύμησε.
Αισθανότανε πόνο και βάρος. Δεν υπήρχε πανικός. Δεν υπήρχε φόβος. Κάποιος βράχος τον είχε πλακώσει. Ήξερε πως θα αντέξει και το κακό δεν θα συμβεί. Αρκεί να αποτίναζε τον βράχο. Αυτό ήταν «φεαρ πλέϊ’, αυτό ήταν «τίμιο παιχνίδι».
Μερικοί επιβιώνουν μετά από μονομαχία με αρκούδα, πεθαίνουν όμως μετά. Στεγνώνουν, λιώνουν. Ο εσωτερικός τους φόβους τους ροκανίζει.
- Η αρκούδα τον λυπήθηκε ή μήπως αυτός την νίκησε; λέει φωναχτά ο Αχμέτ.
Δεν τον ακούει κανείς. Τριγύρναγε πλάι στο αιωνόβιο δρυ κι έψαχνε την μπότα του Χάντερ. «Ο Αλλάχ παρέλειψε να του μετρήσει άλλη μια μέρα. Δεν την πρόσθεσε στο λογαριασμό του.»
Η Νια βάζει κομπρέσες στο μέτωπό του. Κάνει απαλούς κύκλους με την παλάμη της προς το στομάχι του. Δεν τον αγγίζει. Γύρω από τον αφαλό είναι η δίνη όλων των σκοτεινών δυνάμεων του σώματος.
- Φοβάμαι για την ψυχή του, γιατρέ Λίνα της λέει. - Ο άνθρωπος αυτός είναι δυνατός μα, με βασανισμένη ψυχή. Το παιχνίδι του κυνηγιού, το παιχνίδι της ζωής με τον θάνατο, γι’ αυτόν δεν παρουσιάζει πια ενδιαφέρον.
- Αυτό ονομάζεται κατάθλιψη, απελπισία. Απλή χημεία. Έλλειψη κάποιων στοιχείων και πλεόνασμα άλλων. απαντάει σαν απόηχος η γιατρός.
- Όχι. Αυτός θέλει να πεθάνει. Να φτάσει το γρηγορότερο στην κόρη του. Μα αυτή δεν είναι εκεί που την ψάχνει.
- Και τότε που είναι;
- Την βλέπω. Η Νάσα είναι ζωντανή. Ζωντανή!
- Εσύ τον σκοτώνεις, χρυσή μου. Αφού το είχε αποδεχτεί. Τώρα τον αναστατώνεις.
- Θα αντέξει. Χα- χα. Ήταν κυνηγός, τώρα είναι θήραμα. Η φωνή της παίρνει μεταλλικές αποχρώσεις .
- Πάλι τα σκυλιά του σκότους; ρωτάει σκεφτική η γιατρός Λίνα.
- Το μάντεψες! φωνάζει η Αναστενάρισσα. - Και τώρα φύγε! Άσε μας μόνους!
Αυτά τα ξεσπάσματα της Αναστενάρισσας τρομάζουνε την γιατρό. Η Αναστενάρισσα χλομιάζει. Ισχυρίζεται πως την επισκέπτονται πνεύματα νεκρών. Οι νεκροί δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον για της γήινες υποθέσεις.
Μερικές φορές την βοηθάνε. Άλλες την παρεμποδίζουν. Συνομιλεί μαζί τους. Εκπληρώνει τις επιθυμίες τους. Της προστάζουν τι πρέπει να κάνουν οι ζωντανοί για να εξευμενίσουν τους νεκρούς.
Δυο τάχα απόλυτα ξεχωριστοί κόσμοι. Επικοινωνούν μέσω αυτήν. Κι αυτή να βρίσκεται στη σκιά των δύο κόσμων.
Η Νία έγινε αναστενάρισσα, όταν έβαλε φωτιά στο σπίτι των γωνιών της. Ζούσανε στο χωριό. Ήταν δεκαεφτά χρονών. Γλίστρησε. Έπεσε σε άδειο ασβεστόλακκο, σκεπασμένο με νάιλον και κλαδιά. Χτύπησε το κεφάλι της σε πέτρα. Βδομάδες ολόκληρες ήταν αναίσθητη. Μετά την κυρίεψε η φωτιά. Η ίδια και μέχρι τώρα δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ούτε οι διπλανοί της. Σαν υπνωτισμένη σκορπάει τη θράκα πάνω σε κουρελούδες. Πετάει τις κάλτσες της. Ορμάει.
Η μάνα της τσιρίζει σαν στραπατσαρισμένο μες στην παλάμη πουλάκι. Ο μπαμπάς την γονυπετής κάνει τον σταυρό του μέχρι να λιποθυμήσει. Η Νια παίρνει το δικό της δρόμο, ένα άγνωστο για τους ανθρώπους μονοπάτι. Πολλές φορές την φέρνανε πίσω στο σπίτι. Πολλές φορές αυτή ξέφευγε. Και ριχνότανε στην φωτιά. Την τελευταία φορά την κράτησαν για πολύ. Η φωτιά συνέχιζε να την έλκει. Την δένανε. Η δύναμή της φλόγας έγινε δική της δύναμη. Αν κάτι την σταματούσε, το έσπαζε και το γκρέμιζε.
Η επιστήμη δεν ξέρει που να την κατατάξει. Η γιατρός Λίνα δεν συμφωνεί με τους περισσότερους συναδέλφους της. Η Νία είναι νευρική, σε διέγερση. Η υπερένταση τσακίζει το λεπτό της κορμί . Κοιμάται μια - δυο ώρες. Σε άλλες εποχές θα ήτανε ιέρεια, μάντισσα. Στην σημερινή με προορισμό για το ψυχιατρείο. Καταστρεμμένη με τον ηλίθιο κι όμως, νόμιμο τρόπο. Ο Χανς της είχε υποσχεθεί να την πάει στη Γερμανία. Του είχε προβλέψει, πως θα παντρευτεί με νέα γυναίκα που θα του γεννήσει γιο. «Πως θα την βρω όμως;» γελάει ο Χανς
Οι γιατροί το επιβεβαιώνουν. Η Νία βάζει διαγνώσεις. Θεραπεύει με βιολογικό πεδίο. Κι όμως είναι ανήμπορη, να βοηθήσει τον εαυτό της. Δεν προβλέπει το δικό της μέλλον. Είναι πεπεισμένη. Αν πάρει λεφτά θα χάσει τη διαίσθηση της. Δεν προφητεύει σ’ όλους. Στην Μαίρη παραδείγματος χάριν είχε αρνηθεί.
Ο Χάντερ δεν αρρώσταινε ποτέ. Πάνω του δεν υπήρχαν ορατές πληγές. Η Νία δεν επέτρεψε να του δώσουν φάρμακα. Μάζεψε βότανα. Έβρασε αφεψήματα Τον κράταγε νηστικό.
Μετά από μια βδομάδα συνήρθε. Εντελώς ξεκάρφωτα είπε:
- Τα καταλαβαίνω όλα με μια περίεργη διαύγεια.
- Πεινάς; δέχεται την κουβέντα η γιατρός Λίνα.
- Που βρίσκομαι; ρωτάει.
- Σε κρύψαμε. του απαντάει η γιατρός.
- Πια δεν είναι ο ίδιος. διευκρινίζει η Νία. Δεν θα τον αναγνωρίσουν.
- Πως έχει γίνει; ενδιαφέρεται η Λίνα.
- Χωρίς τύψεις. Ελεύθερος!
- Σοβαρά;
- Τώρα να φυλάγεσαι απ’ αυτόν. Έχει το σπάνιο χάρισμα να εξημερώνει. Είναι καταπιεσμένο χάρισμα, ξεχασμένο. Θα τον ερωτευτείς. Δεν είναι απλή συμπάθεια όπως μέχρι τώρα.
Η γιατρός Λίνα κοκκινίζει:
- Το παρακάνεις. λέει. Ω, Θεέ μου! δεν αντέχει η γιατρός.
Μόνη θα αντιμετωπίσει τον αναπόφευκτο καημό. Θα διαρκέσει πολύ. Η Νία λέει: «Η Σιωπηλή, ο Μομόγερος κι ο Στρατηγός θα γίνουν καλά. Εννιά χρόνια δεν θα έχουν πραγματικούς φίλους.»
Μπροστά της ήταν εννιά ολόκληρα χρόνια. Πως θα αντέξουν τον πόνο; Οι μέρες στο χωριό της μητέρας της περνάνε. Αρχίζει και κάνει κρύο. Ο Μομόγερος αντί για μανδύα, τυλίγεται με φθαρμένη κόκκινη κουρτίνα. Η γιατρός Λίνα δεν είναι σαν τον Χάντερ. Αυτός αντλεί τη δύναμή του, απ’ την αδυναμία των άλλων – ανθρώπων και ζώων. Δεν μπορούν να είναι σαν κι αυτόν. Αυτός τους εξουσιάζει. Η πορεία του είναι θριαμβευτική και περήφανη. Τώρα σκέφτεται πώς να τον γλιτώσει απ’ την ταπείνωση. Τον σώζουν δυο γυναίκες, που οι ίδιες δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.
Η Νία ξέρει. Ο Χάντερ είναι πολύ προικισμένος γι αυτό έχει χρέος για όλα που έχει λάβει. Κι η Μαίρη το έχει αντιληφτεί. Κάθε φορά καταφτάνει απ’ την δικιά της τη μεγαλούπολη ηλεκτρισμένη, φορτωμένη με ελπίδες. Θέλει την δύναμή του μόνο για τον εαυτό της. Η γιατρός Λίνα τον δέχεται άνευ όρων. Ξεπεσμένος άντρας ή ήρωας, είναι απλώς άνθρωπος. Για εκείνη όλοι οι υγιείς είναι ίδιοι. Οι ασθενείς διαφέρουν. Μέσα στην αρρώστιά του κι ο κυνηγός είναι διαφορετικός. Τώρα κι η Αρχυρό θα τον είχε λυπηθεί. Ο Χάντερ ποτέ δεν ήταν απ’ τους άντρες που τους λυπούνται.
Απώθησαν ο ένας τον άλλον. Αυτή του γύρισε την πλάτη. Είπε μέσα της:
«Εσύ πάλι από πού ξεφύτρωσες;» με την έννοια: «Τι σχέση έχω εγώ μαζί σου;» Ενώ κυλιόντουσαν αισθανότανε πως χτυπάει η καρδιά της. Κι αυτή άκουγε τη δικιά του. Η αρκούδα τον θεώρησε σαν φορτίο που πρέπει να αποβάλει.
Τον έσπρωξε για να περάσει. Αυτός την αγκάλιασε. Αυτό πράγματι την τρόμαξε. Μόλις την αγκάλιασε, ο άνθρωπος έγειρε. Πέτρες και χώμα κάτω απ’ τα πόδια τους γκρεμίστηκαν. Κύλησαν σαν ένα κουβάρι – άνθρωπος κι αρκούδα. Το βάρος τους, τους πέταξε κάτω στα χαμηλά.
Εκεί η «Φου» πήδηξε ξαφνιασμένη. Βιάστηκε να απομακρυνθεί απ’ τον κυνηγό.
- Μην αγγίζεις το όπλο, Μαίρη! Μην αγγίζεις το όπλο!
- Δεν μπόρεσες να γλιτώσεις κανέναν! Δεν έχεις γλιτώσει ούτε ζαρκάδι!
Τον έχουν τυλίξει σε δέρματα που έγδαρε ο Αχμέτ. Ο Χάντερ κοιμάται μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, μια βδομάδα πια. Η καρδιά του χτυπάει. Τα γένια του μεγαλώνουν. Δεν τρώει τίποτα. Δεν έχει αισθήσεις. Ιδρώνει.
Η Μαίρη κλαίει δίπλα του. Ο άνθρωπος χρειάζεται ακτίνες. Μπορεί να έχει εσωτερική αιμορραγία. Είναι όλο κακώσεις κι εκδορές. Η Μαίρη επιμένει για εξετάσεις. Αυτός αρνείται κάθε ιατρική περίθαλψη. Ας μείνει εδώ, κάτω απ’ τον ουρανό. Εδώ, μόλις γεννηθεί το έντελβαϊς, ακουμπάει το μέτωπό του στα σύννεφα. Το σκουλήκι κι εκατό χρόνια να σέρνεται, πάλι δεν θα περάσει το δρόμο ως την κορυφή. Τα πράσινα, γατίσια μάτια της Μαίρης τον καταπίνουν. Άνθρωπος της τιμής! Πώς να της πει την αλήθεια για τις αρκούδες; Θα έπρεπε;
Ο Χάντερ θαυμάζει την τελειότητα της φύσης. Το έχει μελετήσει το θέμα – δεν μπορεί να της μοιάσει. Είναι ατάραχη. Αυστηρή. Στον καθέναν πρόθημα επιρρίπτει τις ευθύνες του. Δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία. Δεν υπάρχει έλεος.
Ο άνθρωπος έχει την τάση να συγχωρεί. Στον μικρό του κόσμο, υπάρχει θέση και για κάποιες δικαιολογίες. Για υποσημειώσεις κάτω απ’ την γραμμή. Του ανθρώπου όλο δεν του φτάνει ο χρόνος να εξηγηθεί.
Φαίνεται πως δεν είμαστε παιδιά της φύσης. Έχουμε μέσα μας κάτι περισσότερο ή κάτι το διαφορετικό. Θυμάται τον Βίλχελμ. Τον βασάνιζαν τύψεις όταν είχε πυροβολήσει τη Γρήγορη κι όμορφη Ελαφίνα. Διηγιόταν στον Χάντερ παλαιό, γερμανικό θρύλο για ένα ελάφι που το καταδίωκαν πολύ καιρό. Προσπαθώντας να σωθεί, το ελάφι είχε σκαρφαλώσει σε ψηλό βράχο. Ο Κυνηγός του ήταν έμπειρος κι ανελέητος. Ήταν αδύνατον να του ξεφύγει το ζώο. Ο θύτης και το θύμα είχαν σταθεί ο ένας, απέναντι στον άλλον. Τότε, ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού, άρχισε να λάμπει σταυρός. Και στο σταυρό – ομοίωμα του εσταυρωμένου για τους ανθρώπους Χριστού. Έκθαμβος ο κυνηγός είχε πετάξει το όπλο του. Ποτέ του πια δεν επρόκειτο να το αγγίξει. «Κι εμείς έχουμε παρόμοιο θρύλο.» θυμήθηκε ο Χάντερ. Τα χέρια του Βίλχελμ έτρεμαν. «Αν συναντήσω το Ελάφι που έρχεται πάντα, τι θα του εξηγήσω; Γιατί το έκανα;»
Ο Χάντερ ονειρεύεται να παρουσιαστεί στον Θεό, μαζί με την κόρη του, κρατώντας την απ’ το χέρι. Δεν θα την άφηνε, ότι κι αν θα του στοίχιζε. Γιατί στράβωσαν τα πράγματα μαζί της; Γιατί κάθε τι που αγαπάει διαλυότανε σε σκόνη; Γιατί; Ήθελε την Αναστασία κοντά του κι όχι μακριά απ’ την καρδιά του, απ το σπίτι του, απ’ τον κόσμο των ζωντανών…
Είναι ασταθής ο κόσμος των ζωντανών Φυσάει ξαφνικός αέρας και πετάς προς την ανυπαρξία σαν χνουδάτος σπόρος. Ούτε η θέση σου δεν σε θυμάται. Υπήρχες, ή όχι; Και για πιο λόγο υπήρχες. Ολόκληρο το Σύμπαν χωράει πίσω απ’ το μέτωπό μας. Για τα μυστικά της Οικουμένης, το κλειδί είναι μέσα μας. Θα γνωρίσουμε άραγε τον εαυτό μας; Θα ανακαλύψουμε κάποτε τα όρια της ψυχής μας. Θα βρούμε τα μονοπάτια που οδηγούνε προς τα εκεί;
Γιατί με την Αρχυρό ακολουθούσανε διαφορετικές κατευθύνσεις; Αυτή δεν καταλάβαινε αυτό που πήγαζε από μέσα του. Που τον έκανε χαρούμενο και με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Μπροστά στα μάτια του ξεπρόβαλε η Νάσα κλαμένη. Κι αυτή δεν ήθελε να χαθούν εκείνα τα άγρια περιστέρια. Ήταν γρήγορα και επιφυλακτικά. Στην στιγμή πέφτανε κατακόρυφα. Ήταν σπάνια μαεστρία να κλέψεις αυτό το στιγμιότυπο. Για το παιδί λόγω κάποιας κακιάς μαγεία, τα πουλιά πέφτανε αιμόφυρτα από τον ουρανό. Εξ αιτίας του μπαμπά του.
Τα μάτια της είναι τρομαγμένα. Συνειδητοποιούσε το ανεπανόρθωτο.
- Έλα, χάιδεψε τα! της έδινε το ακόμα ζεστό περιστέρι.
- Τα θέλω ζωντανά! Γιατί τα στέρησες τον ουρανό;»
Στο κυνήγι είχε περάσει μέσα από διαφορετικούς περιόδους. Αυτήν την θυμόταν ακόμη.
Πια δεν σηκώνει το όπλο από υποχρέωση. Προσπαθεί να το αποφύγει. Να το φορτώσει στον Αχμέτ η στον Ντάντσο… Τους δείχνει τα ζώα που πρέπει να πυροβοληθούν. Στο επιλεκτικό κυνήγι καθαρίζουν τα κοπάδια από αλμπίνους, από ελάφια με υπανάπτυκτα κέρατα. Τα ακατάλληλα καταδικάζονται σε θάνατο. Αυτός τα καταδικάζει. Το κάνει σχολαστικά, επαγγελματικά. Μόνο αυτοί που τα γονίδιά τους προσφέρονται για ωραία τρόπαια, μόνο αυτοί θα έχουν το προνόμιο να ζευγαρώσουν και να πολλαπλασιαστούν. Είναι μακρύς ο δρόμος. Μετά από τουλάχιστον τρεις γενιές θα εμφανιστεί ο πρωταθλητής, το πολύτιμο τρόπαιο. Για πολύ ώρα περιεργάζεται τα κοπάδια με το κιάλι. Έτσι παρατείνει την ζωή τον καταδικασμένων. Σύμφωνα με ποιον νόμο οι άσχημοι πρέπει να πεθαίνουν; Να επιζήσουν οι ωραίοι – αυτή είναι η ανθρώπινη αισθητική. Η φύση δίνει ευκαιρία μόνο στο λειτουργικό, στο βιώσιμο. Εντελώς άλλη ομορφιά! Δεν μετατρέπεται το εκτροφείο θηραμάτων, που οι ντόπιοι, έχουν συνηθίσει να αποκαλούν «ρεζέρβα», σε ορφανοτροφείο, οίκο ευγηρίας, παιδικό σταθμό, πρόνοια;
Παντού στο κόσμο, στις ρεζέρβες τα άγρια ζώα είναι ανεξάρτητα. Ο άνθρωπος τα προστατεύει μόνο απ’ τους ομοειδούς του, απ’ τους λαθροκυνηγούς.
Οι άνθρωποι ονειρεύονται έναν κόσμο δίχως θύματα. Θέλουν όλοι να είναι φίλοι. Είναι πρόθυμος να κατανοήσει και να συγχωρέσει τα αγρίμια, μα όχι και τον εαυτό του.
Ο Χάντερ δεν δείχνει πιο ζώο να σκοτώσουν. Ποιος είναι αυτός για να καλεί τον θάνατο; Από μια ηλικία και μετά οι ερωτήσεις που θέτει στον εαυτό του είναι περισσότερες από τις απαντήσεις που βρίσκει.
Ο Αχμέτ κι ο Ντάντσο είναι πιο νέοι κι άπληστοι για βολές. Έτσι ήταν κι αυτός. Έχει μπουχτίσει πια. Έχει καταλάβει πως εκτός απ’ τη πώρωση του τζόγου υπάρχει κι άλλο.
Θα αγοράσει τηλεφακό. Είναι πιο δύσκολο να φωτογραφίζεις παρά να πυροβολείς. Η εστίαση θέλει σωστό χέρι. Δεν είναι εύκολη η καλή φωτογραφία. Η δυνατή διόπτρα της καραμπίνας κάνει τον κυνηγό τεμπέλη. Ο φωτογραφικός φακός έχει μικρότερη εμβέλεια. Τα δικά σου τα αισθητήρια έναντι αυτά του ζώου. Έγινε μόδα και το κυνήγι με τόξο. Ακόμη πιο έντιμη και δύσκολη μονομαχία. Φαίνεται η πρωτόγονη βάση της ζωής είναι πιο σταθερή από τη σύγχρονη.
Μετά από την άυπνη νύχτα, όταν γύριζε με την Μπέρτα, άραγε θα πετούσε το όπλο του στην κουφάλα του αιωνόβιου δέντρου; Άραγε θα σταματούσε να είναι το χέρι του θανάτου, όπως τον αποκαλούσε η Αρχυρό; Άραγε, θα τον συγχωρούσε κάποια μέρα; Εκεί έκρυβαν τα όπλα τους αρματολοί και κλέφτες. Παραμονεύανε καραβάνια. Σίγουρα στο βυθό της κουφάλας λαμπίριζαν και χρυσές λύρες. Θα έλεγε πως τάχα γλίστρησε… Το όπλο θα έπεφτε στο πέτρινο λαρύγγι. Μια απροσπέλαστη είσοδος προς την σπηλιά του τάματος. Ή πάλι θα γύριζε πίσω σιωπηλός, με κατεβασμένο το κεφάλι;
… Η Νάσα είναι στην ακτή. Πίσω της η θάλασσα σηκώνει καμπουρωτά κύματα. Ο Χάντερ είναι όρθιος. Ψηλός μέχρι το φεγγάρι. Έχει ανοίξει τα χέρια έτοιμος να σταματήσει το κακό. Εκεί που ετοιμάζεται να το αντιμετωπίσει, η Νάσα σκοντάφτει και πέφτει. Τα κύματα την φτάνουν.
- Γιατί τα στέρησες τον ουρανό; παραμιλάει.
Η Αναστενάρισσα βάζει κομπρέσες στο μέτωπό του. Κάνει απαλούς κύκλους με τις παλάμες.
Είχε ονειρευτεί. Γρήγορη ελαφίνα τρέχει στα κυνηγητικά πεδία. Το πεπειραμένο μάτι του πιάνει το ζώο. Το συννεφάκι του καπνού και η μυρωδιά μπαρουτιού είναι αληθινά, μα το θήραμα δεν πέφτει. Απ’ το κακό του ο Χάντερ πετάει το όπλο του. Το έκανε στους παλιούς, καλούς καιρούς, στο κυνήγι της πέρδικας τον Αύγουστο. Επιστρέφανε με σωρούς τις πέρδικες να κρέμονται στους γοφούς τους. Πέρναγαν απ’ το νερόμυλο του παππού Κάμεν για να ξεκουραστούν και να δροσιστεί η ψυχή τους. Μες’ το νερό του φράγματος, είχε τουρλώσει την κοιλιά του το καρπούζι. Όταν το κόβανε με το μαχαίρι – έσκαγε. Αιματηρό και γλυκό. Ο παππούς Κάμεν ξεπουπούλιαζε τις πέρδικες και τις τηγάνιζε. Είχε στήσει την φωτιά ανάμεσα στις πέτρες. Οι κυνηγοί λέγανε ο καθένας τις ιστορίες του. Ακούγανε προσεκτικά ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν διακόπτανε. Παραξενεύονταν πως την άλλη μέρα ο Χάντερ θα έβρισκε το όπλο του. Το είχε πέταξε, όταν αστόχησε σε δυο πέρδικες. Όταν τις πετυχαίνει κι αυτό συνέβαινε στις ενενήντα εννιά τις εκατό των περιπτώσεων, προλάβαινε να τις πιάσει με το χέρι, πριν πέσουν κάτω. Που πάει να πει – ήταν πιο γρήγορος κι από την σκυλίτσα του.
Γύρναγαν κεφάτοι το απόβραδο. Η Αρχυρό σηκώνει τα άσπρα της τα χέρια: «Πω! Πω! Πάλι πούπουλα μου φέρνεις;» Αυτός την σκούνταγε ελαφρά:
«Κοίτα, κοίτα!» και σκέπαζε το τραπέζι κάτω απ’ την κληματαριά με πέρδικες.
Της Αρχυρός δεν της αρέσει να βλέπει σκοτωμένα πουλιά. Είναι θρήσκα. Είναι γνωστό πως ο Θεός τάισε τους πιστούς με ψωμί και ψάρι. Ο κυνηγετικός πυρετός είναι ακατανόητος γι αυτήν. Ο Χάντερ είναι ο μεγαλύτερος κυνηγός στην περιοχή, κι αυτή ωραία γυναίκα σε μια πόλη με μερικές εκκλησίες κι ένα τζαμί.
…Ο Χάντερ ξυπνάει λουσμένος στον ιδρώτα. Η Ελαφίνα του είχε ξεφύγει, όπως και η Αρχυρό.
Μήνες πριν εξαφανιστεί η Νάσα είχε βρει άλλον άντρα. Κάποιον με τον οποίο να μιλάει. Ο Χάντερ δεν ανεχότανε το κλάμα της. Η σύζυγός του αγαπούσε να γκρινιάζει και να κλαψουρίζει. Να κατηγορεί τον εαυτό της.. Τον ενοχλούσε περισσότερο ο αδύναμος της χαρακτήρας, παρά που είχε προτιμήσει κάποιον άλλον. Κι εκείνον τον κατηγορούσε. «Κανείς δεν φταίει που έχει γεννηθεί!» θεωρεί ο Χάντερ
- Μόνο να ξανασμίξουμε κι όλα θα πάνε καλά! τον παρακάλαγε μετά.
- Δεν θα είναι το ίδιο, Αρχυρό, δεν θα είναι το ίδιο. Θέλω γυναίκα που να τη σέβομαι. Τι θα λένε: «Ο Χάντερ ξαναμάζεψε τη τσούλα του!» Δεν υπάρχει συγχώρεση σ’ αυτήν την ζωή!»
- Στην άλλη τουλάχιστον θα υπάρχει;
- Ούτε και στην άλλη! Ούτε και στην άλλη!
Όταν η Αρχυρό τον είχε εγκαταλείψει, αυτός πέρασε ένα μήνα μόνο με καφέδες και κονιάκ. Στο τέλος, μέχρι κι ο προϊστάμενος του φοβήθηκε για την κατάστασή του:
- Σου απαγορεύω να καταντάς έτσι για μια γυναίκα! του είχε πει.
Λίγο καιρό μετά, ο ίδιος του ανακοίνωσε για την κενή θέση στο εκτροφείο.
Έπρεπε ακόμη τότε να καταλάβει το δίδαγμα της ζωής; Η αγάπη τιμωρείται σκληρά.
8.
Ο Δράκος που άρπαζε τις κοπέλες για να τις πουλάει εμφανίστηκε στη ρεζέρβα Τον φρουρούσανε δέκα άτομα με τζιπ. Ολόκληρη αγέλη.
- Εδώ υπάρχει κάτι δικό μου!
Αυτά τα λόγια είπε. Δεν χρειάστηκε να συστηθεί. Ήταν πασίγνωστός σε εθνικό επίπεδο.
- Και τι είναι αυτό; στάθηκε μπροστά του ο Χάντερ.
Σύρθηκαν όπλα και πιστόλια. Ο Δράκος ούτε καν γύρισε να δει. Σήκωσε το χέρι. Σαν να τους έλεγε: «Βλάκες, μέχρι πότε θα σας μαθαίνω! Δεν κραδαίνουμε οπλισμένα σιδερικά. Αν τα τραβήξεις- αμέσως ρίχνεις!»
- Εσύ πάλι ποιος είσαι;
- Με φωνάζουν Χάντερ. Υποδέχομαι κι ξαποστέλνω κυνηγούς.
- Μήπως θα μου πεις πως δεν είδες τη ρωσίδα μου τη Λιουντμίλα; Κάποιος απ’ τους δικούς σου μου την πείρε.
- Κι εσύ ποιος είσαι; του επέστρεψε την ερώτηση ο Χάντερ.
- Και ρωτάς!;
- Δεν σε ξέρω.
- Χα – χα! ο Δράκος ξεκίνησε μοχθηρά σφίγγοντας τη γροθιά. Προτιμούσε τις μάχες σώμα με σώμα.
Οι άνθρωποι ξεχωρίζουν από μακριά, σχολιάζει ο κυνηγός. Σαν τα ζώα. Πώς να μπερδέψεις το αγριογούρουνο με την αλεπού; Μόνο του έρχεται καταπάνω σου. Φέρνει τον ίδιο του τον εαυτό. Τα λόγια, τα ρούχα, οι χειρονομίες τι μπορούν να κρύψουν; Ο Χάντερ αισθάνεται τον Δράκο με την πρώτη ματιά. Ακόμη πριν κατέβει. Συγκράτησε το προφίλ του πίσω απ’ το κατεβασμένο τζάμι. Όλα είναι καταγραμμένα επάνω του. Το πρόσωπό του είναι σαν καταδίκη, αν υπάρχει ποιος να την διαβάσει. Είναι κοντά στο νου, συλλογίζεται ο Χάντερ. Τέτοια εγκληματικότητα δημιουργείται με κοινή προσπάθεια. Υπάρχει κάποιο άλλοθι, κάποια δικαιολογία γι αυτό που μας συμβαίνει;
Ο Χάντερ τον ξαφνιάζει. Με μια απότομη κίνηση βρίσκεται πίσω απ’ την πλάτη του. Χώνει το χέρι του κάτω απ’ το πιγούνι του. Τον σφίγγει. Ο άλλος βγάζει μερικούς ρόγχους. Με το γόνατο τον ακουμπάει στην μέση. Τραβάει το ρεβόλβερ του. Δεν το αποχωρίζεται. Αμέσως πυροβολεί. Οι άλλοι αιφνιδιάζονται. Το σπασμένο κλαρί πέφτει πάνω στο τζιπ.
- Ο δικός σας, είναι καλεσμένος μου. Πες τους να φύγουν! λέει στο αυτί του Δράκου.
- Μεγάλου διαμετρήματος … ξεφυσάει ρέγχοντας ο Δράκος. - Κι εγώ θέλω τέτοιο. Θα σας φωνάξω. κάνει νόημα στους φρουρούς του. - Περιμένετε στο δρόμο!
Μπαίνουνε μέσα. Δεν βρίσκουν κανέναν. Κάθονται να συζητήσουν. Ο Χάντερ καταλαβαίνει. Το κορίτσι που είχε φέρει ο Χανς, είναι πόρνη. Τις
μαζεύει ο Δράκος. Από κει και το παρατσούκλι του. Επειδή το γραφείο του είναι στο δάσος.
Το καταφύγιο φέγγει. Μέχρι αργά βουίζουν αυτοκίνητα, ημιφορτηγά. Κάνει εμπόριο λευκής σαρκός.
- Δεν ξέρω που είναι η Λιουντμίλα. λέει ξαφνικά ο Χάντερ.- Όμως εσένα σε χρειάζομαι.
- Μπα; ξαφνιάζεται ο Δράκος.
- Πριν από καιρό εξαφανίστηκε η κόρη μου η Αναστασία. Μερικοί λένε πως δεν είναι νεκρή μα, βρίσκεται κάπου στο εξωτερικό. Τώρα θα σε αφήσω για να την βρεις.
- Και τι θα γίνει αν την βρω;
- Εδώ και μήνες παρακολουθώ το σπιτάκι σου. Μπορεί εγώ να σε επισκεφτώ. Από μένα όλα να τα περιμένεις! Δεν είμαι κίλερ, μα άνθρωπος που του έχουν καταστρέψει τη ζωή.
- Κοίτα πράμα! Τέτοιον θέλω για σωματοφύλακα, όχι σαν τους δικούς μου, τους χέστες! Εγώ, όμως, ήρθα για την Λιουντμίλα. Που βρίσκεται;
- Έφυγε. Ο άλλος την πήρε στο εξωτερικό.
- Κοίτα πράμα! Κοίτα πράμα!
Μετά από σύντομη περισυλλογή ο Δράκος λέει:
- Όπως φαίνεται θα σου λείψω.
- Σαφώς. απαντάει ο Χάντερ.
- Αυτό θα το δούμε! γελάει ο Δράκος. - Και πότε να ‘ρθω εδώ για κυνήγι;
- Όταν πληρώσεις.
- Δηλαδή αμέσως.
- Σε περιμένουν.
Ο επισκέπτης δεν βλέπει την Νία. Όταν μένουν μόνοι τους, η Νία προφητεύει:
- Τον Δράκο θα τον ξεπαρθενέψουν. Κι αυτό θα γίνει μπροστά στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων.
Τι να σημαίνει αυτό, δεν καταλαβαίνει ο Χάντερ.
Έρχεται βροχή. Η Μυρωδιά της είναι αισθητή. Σκοτεινιάζει. Ο άνεμος είναι λυσσαλέος. Ο Χανς οδηγεί στο μονότονο αυτοκινητόδρομο. Σκέφτεται τον Χάντερ. Η σκέψη του μοσχοβολάει σπιτικό ρακί.
Την πρώτη στιγμή ξαφνιάζεται. Του φαίνεται πως βλέπει φάντασμα. Βλέπει σιλουέτα γυναίκας – νεαρή με σμιλευτό κορμί. Χωρίς πανωφόρι. Ο άνεμος την φλερτάρει. Της σηκώνει την φούστα. Της σηκώνει τα μαλλιά. Τα μαλλιά της είναι μακριά. Ενστικτωδώς αμύνεται.
Λιγάκι ηρεμεί. Μετά ξανατρέχει. Ο Χανς ξυπνάει εντελώς. Φαίνεται πως η γυναίκα δεν ανήκει κανενός. Αποφασίζει να την βοηθήσει.
Η βροχή αρχίζει να μαστιγώνει. Ο άνεμος κρύβεται. Το αμάξι σχεδόν σταματάει. Αυτή ούτε που τον προσέχει. Ο Χανς κατεβαίνει. Την φτάνει. Είναι σχεδόν παιδί.
Από την βροχή ή από τα δάκρια το βάψιμό της έχει χαλάσει. Την σκεπάζει με το μπουφάν. Αυτή μπαίνει στο αυτοκίνητο.
Κοιμάται. Μαθαίνει μονάχα το όνομά της. Απολαμβάνει την αναπνοή της. Η βροχή είναι άγρια. Ο Γερμανός – σκυθρωπός.
Σταματάει σε κάποια πόλη δίπλα στο δρόμο. Της αγοράζει παπούτσια, ρούχα, καμπαρτίνα. Ξανά κοιμάται. Πόσο άραγε έχει περπατήσει; Για πού πηγαίνει. Ο Χανς δεν ξέρει τι να την κάνει. Αφού την βρίσκει, πάει να πει πως είναι δικιά του. Στο εκτροφείο απλώς λέει στον Χάντερ:
«Η Λιουντμίλα είναι μαζί μου.»
Κάτι συνηθισμένο για τον Χανς.
Άραγε την ώρα που πετούσε καταπάνω του η σφαίρα, αν το ήξερε κι αν είχε την επιλογή, θα γύρναγε πίσω τον χρόνο για να ξαναγίνει φτωχός;
Πιστεύω στο αμερικάνικο όνειρο, λέει ο Δράκος σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη. Ο Χάντερ είναι στο καταφύγιο, μπροστά στην τηλεόραση. Τα λόγια το Δράκου ορμάνε πάνω του. «Κανείς δεν πρόκειται να σου προσφέρει, γι αυτό άρπαξε μόνος σου.» Οι απρόσιτοι μειώνονται με έναν. Ο Δράκος έχει σπίτι στην Αμερική. Θα αρχίσει να φαίνεται φυσιολογικό να κατάγεσαι από χωριουδάκι, κάπου στα Βαλκάνια και να ζεις στην Αμερική. Στο κράτος μου (εννοεί στην εταιρεία μου ) δεν υπάρχουν φτωχοί.
Ποιος θα ήθελε τον θάνατό του; Με την αλλαγή του ως αχυράνθρωπό θα άλλαζε κάτι;
Κάποιος αρνήθηκε να συνεννοηθεί μαζί του. Ο Δράκος δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να υποχωρήσει. Σίγουρα τσαλαπάτησε κάποιον πάνω σε τοίχο, χωρίς να τον αποτελειώσει. Μετά ο άλλος έκανε ότι μπόρεσε.
Καλύτερα νέος και πλούσιος, παρά γέρος και φτωχός. (από το σόου για τον Δράκο) Γιατί οι πλούσιοι πεθαίνουν νέοι; Γιατί τους σκοτώνουν; Φαίνεται ο χώρος δεν αρκεί παρά μόνο για έναν. Είναι μοναχικοί. Δεν διαβάζουν βιβλία. Τα βιβλία θα τους βοηθούσανε, ψάχνει εξήγηση ο Χάντερ.
Μήπως υπογράφουν την θανατική τους καταδίκη με τις επιτυχίες τους; Ο πιο δυνατός τρώει τον αδύναμο. Αλληλοτρώγονται.
Εκατομμύρια αουτσάιντερ νιώθουν προσωπικά θιγμένοι από τον φόνο του πλουσιότερου. Γιατί; Αφού εκείνον τόσο άνετα τον σκοτώσανε, σκέψου εμάς;
Εμάς για ποιο λόγο; Όμως κανείς δεν ξέρει. Πρόσφατα ένας ρακοσυλλέκτης σκοτώνει άλλον δίπλα στον κάδο για τα σκουπίδια. «Είναι δικός μου ο κάδος!» φωνάζει ο φονιάς. Δεν γίνεται όλοι να ψάχνουν στους κάδους. Δεν θα έφτανε για όλους.
Να ζήσουν οι αουτσάιντερ! Το σόου να συνεχίζεται!
Ο Δράκος πια δεν υπάρχει. Μια αιωνιότητα δεν θα υπάρχει. Όλα όσα έχει αρπάξει τα άφησε πίσω του. Μην παίρνεις τη ζωή στα σοβαρά – ζωντανός και πλούσιος δεν πρόκειται να φύγεις! Γιατί δεν του ‘δωσα αυτή την συμβολή; Κατηγορεί τον εαυτό του ο Χάντερ.
Αν θα μπορούσε, με όλα του τα υπάρχοντα, άραγε θα αγόραζε μερικά χρονάκια ζωής; Ο Δράκος είναι πατέρας τριών παιδιών. Δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Άραγε θα τα θυσίαζε όλα , μόνο και μόνο για να αρπάξει χρόνο;
Εξαπατούσε τον εαυτό του, πως έχει αρκετό, πως η προθεσμία του είναι μεγάλη.
Όταν καταλαβαίνεις πως πεθαίνεις, αν μπορέσεις και το καταλάβεις, το χωνί πια σε έχει απορροφήσει.
Έχεις μόνο τη στιγμή. Αυτή την στιγμή.
Πάντα, μόνο αυτό είχες, Δράκε! Το υπόλοιπο ήταν μονάχα στην συνείδησή σου. Στην δική σου τη συνείδηση.
Το απόλυτο παρελθόν είναι απρόσιτο. Εκεί όλα είναι ταχτοποιημένα κι ακλόνητα.
Είναι αδύνατον να υπάρχει απόλυτο μέλλον. Στην πύλη του στέκει η στιγμή στην οποία βρίσκεσαι τώρα. Αυτή είναι η πύλη.
Νόμιζες πως το μέλλον σου, σου ανήκει, όπως και τα πλούτη σου. Τότε που τα αφήνεις; Στο παρελθόν. Στην τελευταία στιγμή. Δεν υπάρχουν διευκρινήσεις και διορθώσεις. Όλα είναι οριστικά.
Τώρα είσαι πραγματικός. Χωρίς την φρουρά και τους κρυμμένους άσσους στο μανίκι. Μιλάνε τα έργα. Όχι οι εφημερίδες και τα κανάλια σου γεννημένα στην εγκληματική ελευθερία. Το σόου, αυτή την φορά συνεχίζει χωρίς εσένα. Χασκογελάς εξωτικά. Τα κάδρα είναι τρυφερή ανάμνηση. Ο κάθε ηλίθιος θεατής σε υπερέχει. Αυτός είναι ζωντανός κι εσύ νεκρός.
Οι αουτσάιντερ θα θέλανε τουλάχιστον εσύ να είσαι αθάνατος. Πρέπει να πιστεύουν σε κάτι την ώρα που σκαλίζουν στους κάδους. Γιατί ακριβώς εσύ τους στέρησες το αμερικάνικο όνειρο; Ζητάει απάντηση ο Χάντερ.
Τώρα προτιμάνε να είναι φτωχοί, μα ζωντανοί!
Το καινούργιο αφεντικό θα έχει πλούσια αλώνια. Δεν θα είσαι πια στο δρόμο του. Κι αυτός θα εκπνεύσει κάποια μέρα – ευπαθής, προσωρινός, ευάλωτος.
Ο θάνατος από σφαίρα είναι σαν ελαφρύ κάψιμο. Ούτε καν πονάς.
Το παιχνίδι σου, μετατρέπει σε όμηρους τους σεναριογράφους του. Για να συνεχίζεται το σόου χρειάζονται σεναριογράφοι. Ο παρουσιαστής δεν προλαβαίνει να σκαρώνει τις ατάκες του. Κάθε μέρα είναι στον αέρα. Για να μας υπενθυμίζει για τον εαυτό του. Αν κάποια μέρα του ξεφύγει, τον ξεχνάμε.
Οι πλούσιοι είναι οι δικοί μας θεοί. Εμείς είμαστε τα δικά τους βοσκοτόπια. Όπως οι άγριοι όνοι στην βίβλο, είναι βοσκοτόπια για τους λέοντες. Κάποιος κάποιον θα φάει.
Τον Δράκο τον έχουν καταληστέψει. Πόσο εύκολα πεθαίνεις αν δεν έχεις τίποτα εκτός από μια ζωούλα.
Άραγε αν μπορούσε να διαλέξει θα τα έδινε όλα για να γλιτώσει;
Δώσε και θα ζήσεις!
Λες;
Ψάχνουν τον κίλερ για να κλείσουν την υπόθεση. Η τηλεόραση ενημερώνει τους θεατές. Πρέπει να το κατανοήσουν όλοι. Δεν είναι καλό να σκοτώνονται άνθρωποι, ιδίως οι επώνυμοι.
Μήπως ονειρευόμαστε την ζωή μας, την οποία γραμμένη από πριν την εκπέμπουν στο σόου; - απορεί ο Χάντερ.
Μήπως έχει σκηνοθετήσει τον θάνατό του. Βγαίνει με έξυπνο τρόπο απ’ το προσκήνιο των μαχών. Εκεί τώρα παίζονται πολλά. Αποφασίζεται ποιος να κατέχει και ποιος όχι. Η σκηνή είναι λουτρό αίματος και βρωμάει.
Η άνοδός του είναι φανταστική, η πτώση του – επίσης. Η βαρύτητα του χρήματος τον έλκει προς τα πάνω. Το απέκτησε αστραπιαία και σε τεράστιες ποσότητες. Τι να το κάνει. Δεν υπάρχει άλλη νομιμότητα, εκτός αυτή της δύναμης. Όλα του τα «προοδευτικά σχέδια» είναι φρουρούμενα.
Ανέπτυξε ταχύτητα. Του άνοιξαν δρόμο. Χάθηκε με τους ίδιους κανόνες της επιτάχυνσης, με τους οποίους εμφανίστηκε.
Ο Δράκος, αν δεν είσαι θύμα του, μέχρι και συμπαθητικός μπορεί να σου φανεί, σκέφτεται ο Χάντερ. Ήταν η υλοποίηση του ονείρου για πολλούς. Μέσα σε ένα προδομένο και ξεπουλημένο λαό, ο Δράκος ήταν απ’ τους λίγους που το γλένταγαν. Κανείς δεν ήθελε το χάος, μα έπρεπε όλοι να το αποδεχτούν σαν δική τους μοίρα. Από τη Βαλτική, μέχρι τη Μαύρη θάλασσα. Στο τέλος το γλέντι ολοκληρώνεται με την τη θυσία του ίδιου του Δράκου.
Αν ήταν έξυπνος δεν θα συμπεριφερόταν σαν νεόπλουτος, άρα δεν θα ήταν ο εαυτός του.
Οι νεόπλουτοι είναι συμπαθείς με αυτό, πως τους έλκει η λάμψη όπως η πυρακτωμένη λάμπα τις πεταλούδες.
Το όνειρό τους είναι να μην κατέβουν απ’ την κορυφή. Έτσι και γίνεται. Εκεί πεθαίνουν.
Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον Δράκο;
«Δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω με τίποτα.» αναστενάζει ο Χάντερ.
Ο Δράκος πιτσίλισε το πεζοδρόμιο με αίμα. Κλασική εκτέλεση. Μια σφαίρα στο μέτωπο. Την ώρα που περιτριγυρισμένος από γορίλες, κάμερες, ρεπόρτερ, κοινό, επιδεικνύεται ως ευεργέτης. Το δείχνουν ζωντανά. Όλα είναι αληθινά..
Το αγαπημένο του ρητό:
«Δεν υπάρχει κάτι, που να μην μπορώ να πληρώσω!»
Όλοι σκίζονται για την ελευθερία. Στις δικές του εφημερίδες και κανάλια ξεφούρνιζαν κάθε είδος ψέματα. Ο χώρος όπου θα μπορούσε κανείς να εκφραστεί έντιμα δημοσίως, στένεψε. Παρουσιάστηκε έλλειψη, δίψα. Ο Δράκος είναι επιδέξιος. Αφού υπάρχει δίψα – χρειάζεται αλήθεια. Η μυωπία του τον καταδικάζει. Βλέπει να πουλήσει περισσότερο, μα δεν πρόσεχε τι ακριβώς.
Έτσι πούλησε και την Αναστασία. Σαν καρπό που έκλεψε από ξένο κήπο. Τον αρπάζεις και το σκας.
Ο Χάντερ αποσυναρμολογεί το χειροποίητο όπλο του Κέμπο. Πετάει τα κομμάτια του σε διαφορετικά μέρη. Καταστρέφει το μοναδικό στοιχείο εναντίον του. Σκότωσε τον Δράκο με δύσκολη βολή από μια σκεπή. Την ώρα που έπαιρνε θέση ο Χάντερ υποσυνείδητα επέστρεψε σε ένα γέρικο ελάφι. Φαινότανε ξεκάθαρα - το ζωντανό ήταν άρρωστο. Μετά την πρώτη, μακρινή βολή, το ελάφι σαν να καρφώθηκε στη θέση του. Ακολούθησε δεύτερη. Δεν έπεσε και με την τρίτη, ενώ οι σφαίρες βρίσκανε τον στόχο. Στεκότανε όρθιο κι αποσβολωμένο. Τότε ο Χάντερ άφησε το όπλο και πλησίασε το ζώο. Φαινότανε πως είχε πεθάνει αμέσως. Από το σοκ οι μύες του είχαν ξυλιάσει. Το άγγιξε με το δάχτυλο. Τότε σωριάστηκε κάτω. Από τότε συλλέγει τις πιο δύσκολες βολές του. Το γέρικο ελάφι κρατάει την πρώτη θέση.
Ο Δράκος τελείωσε στιγμιαία. Ακόμη πριν πατήσει τη σκανδάλη ο Χάντερ αισθάνεται αν θα ευστοχήσει ή όχι. Έχει ταλέντο να βρίσκει απίθανες δυνατότητες και τροχιές. Να τις χρησιμοποιεί, για να στείλει με τον πιο πιστικό τρόπο το μήνυμά του. Είναι σπάνιο χάρισμα – να βολευτείς μέσα στο στιγμιότυπο, να το αισθανθείς, και μέσα στα δευτερόλεπτα που για τους άλλους θα είναι μόνο μια εισπνοή, να αποφασίσεις για τη ζωή κάποιου. Ελαφρύς ήχος, κίτρινη γλωσσίτσα μπροστά απ’ την κάνη και τέλος.
«Δεν υπάρχουν εύκολα πράγματα. Μήπως για τα χόρτα είναι εύκολο να μεγαλώνουν;» λέει ο Χάντερ.
Ο Δράκος του είχε στείλει γράμμα με φωτογραφία της Αναστασίας. Το όνομά της το είχε επιλέξει η μητέρα της. Στα ελληνικά σημαίνει «ανάσταση». Στην φωτογραφία η κόρη του με τρεις άλλους στο κρεβάτι. Από πίσω κάποιος έχει γράψει με το χέρι. «Δεν θέλω πια στον μπαμπά.» Πρόσφατη ημερομηνία.
Του φαινότανε περίεργο και προσβλητικό, πως έστω και για λίγο καιρό είχε την ελπίδα. Δεν θα μάθαινε ποτέ κάτι περισσότερο για την εξαφανισμένη κόρη του;
Γιατί η ελπίδα στηρίζεται στην πίστη στην απίθανη εξαίρεση; Το αγρίμι και το θύμα έλκονται. Η προέκταση του φόβου είναι η επιθετικότητα.
Θα ήταν τρομερό, αν όλα είναι από πριν προκαθορισμένα. Και χωρίς νόημα. Στο κρανίο του Χάντερ έχει κάτσει μία μύγα. Το χέρι του βαραίνει. Ακόμη λίγο και θα ακουμπήσει την κάνη μεγάλου διαμετρήματος πάνω στον κρόταφο. Να διαλύσει τη μύγα.
Αυτό το τελευταίο του φαίνεται προδοσία. Γιατί να παραδίνεται; Και σε ποιον;
Δεν είναι απ’ τους ανθρώπους που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα από πριν. Φαντασμένοι, αλαζονικοί – τίποτα δεν τους εκπλήσσει.
Στο κυνήγι δεν ελέγχεις το μέλλων. Παλεύεις για την στιγμή. Το παρελθόν κι αυτό δεν υπάρχει. Μην λυπάσαι για κάτι που έχει πια περάσει.
Μην είσαι θρασύς, μην σφετερίζεσαι το μέλλον. Το μέλλον δεν μας παρέχεται δωρεάν. ( Ο Χάντερ σαν να λογομαχεί με τον Δράκο.) Τρομερή, αδυσώπητη τιμή πληρώνουμε για το μέλλον.
Συλλαβίζει τις λέξεις. Μιλάει με την τηλεόραση.
«Παίζοντας κορόνα – γράμματα τη ζωή μας» σκέφτεται ο Χάντερ «Το παιχνίδι αποκτά νόημα, μόνο αν στον τζόγο συμμετάσχει κι ο θάνατος. Μέσω του θανάτου, γνωρίζουμε την αιωνιότητα.»
Μονάχα σ’ αυτήν την εφικτή παρηγοριά μπόρεσε να καταλήξει εκείνη τη στιγμή.
9.
Η Μαίρη είναι ερωτευμένη με τον Χάντερ. Αυτός είναι η εξωτική της ανακάλυψη. Και σ’ εκείνον αρέσει – όμορφη, γενναία, άγρια. Του είναι περίεργο. Μέχρι τώρα δεν είχε βγει για κυνήγι μαζί με γυναίκα. Δεν εμπιστεύεται το κυνηγητικό ένστικτο στις γυναίκες. Μερικές φορές η Μαίρη τον διαψεύδει.
Ο Αχμέτ κι ο Ντάντσο την φθονούν που είναι αμερικανίδα. Ολόκληρος ο κόσμος μάλλον φθονεί την Μαίρη κι αυτή φθονεί τον Χάντερ.
Στα μάτια της αυτός είναι φυσικός και παραμυθένιος. Αυτή τον αντιλαμβάνεται πέρα απ’ τα συμφραζόμενα για την χώρα του. Χωρίς τα κόμπλεξ του λαού του. Είναι άνδρας στην καλύτερη του ηλικία, μέσα στο δάσος ανάμεσα σε αγρίμια. Ο κόσμος της ματαιοδοξίας δεν τον ενδιαφέρει. Έτσι σκέφτεται αυτή.
Ποιος δημιούργησε τον Χάντερ; Ποιος – τη Μαίρη; Ανάμεσα τους υπάρχει περιέργεια, μα και συμπάθεια. Αυτή είναι η προϋπόθεση για όλα που θα συμβούν.
Αυτή είναι έτοιμη να του υποταχτεί. Αυτός φοβάται μήπως και δεν θα του αρέσει το πρωί. Έτσι επιλέγει τις γυναίκες. Αν το ξημέρωμα του αρέσουν, μένουν μαζί του για πολύ καιρό.
Και για τους δυο τους ήταν απόδραση από κάτι. Χανόντουσαν στο βάθος της γης. Χαίρονταν που είχανε βρεθεί. Απρόσμενα όμοιοι. Τόσο απόμακροι.
Η Μαίρη είναι εκπαιδευμένος σκοπευτής. Έχει περάσει ειδικά τμήματα πριν ξεκινήσει για κυνηγετικό τουρισμό σε μακρινή κι άγνωστη χώρα. Οι γυναίκες, όταν έχουν αυτήν την φιλοδοξία, γίνονται καλύτεροι σκοπευτές από τους άνδρες. Τους είναι προσιτή η εσωτερική φινέτσα που απαιτεί η βολή. Οι άντρες την βρίσκουν δυσκολότερα.
Περπατούν μέσα στο δάσος. Τρυπώνουν, ανηφορίζουν, γλιστράνε, πέφτουν, ανεβαίνουν. Στριφογυρνάνε, τρέχουν, σέρνονται παραμονεύουν. Αφουγκράζονται, θωρούν, κοιτάζουν με τα κιάλια. Ούτε που καταλαβαίνουν πως περνά η μέρα.
Η Μαίρη είναι μαθημένη να εκτιμά το χρόνο. Τον αισθάνεται με το δέρμα της. Όπως αισθάνεται και τον Χάντερ. Μαζί του ο χρόνος τρέχει απρόβλεπτα. Είναι μια κατακτήτρια, παγιδευμένη στο δικό της ιστό αράχνης.
Δεν την ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, αν και αυτές κυνηγάει κάθε μέρα.
Της έδειξε αδυναμία. Της χάρισε εμπιστοσύνη, που άλλος δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Την οδηγεί σε μέρη που άλλος δεν έχει πατήσει. Ανακαλύπτουν παρθένα ρυάκια, ξέφωτα, δάση. Με τις ώρες χαίρονται με το Ελάφι και τις ελαφίνες.
Υπάρχει σιωπηλή, μυστική ιερότητα στις δικές τους τις περιηγήσεις. Μια ολόκληρη μέρα χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Μόνο της προσφέρει το χέρι του κάποια στιγμή. Ή, της δείχνει με το δάκτυλο την κατεύθυνση. Ή, την παρακαλεί για ησυχία με τον δείκτη στα χείλη. Απαλλαγμένοι απ’ τις λέξεις μεθάνε από τα χρώματα, τους ήχους τις μυρωδιές. Από την πνοή της γης, που πότε τους έλκει και πότε τους απωθεί.
Είναι παιδιά που έχουν χαθεί.
Στην ουσία είναι διώκτες, αποφασισμένοι να σκοτώνουν για το σπάνιο τρόπαιο. Η Μαίρη ψάχνει το θύμα της. Αυτός την βοηθάει. Αυτή είναι η αλήθεια. Ψάχνουν άξιο στόχο για την αταβιστική τους επιθυμία. Μήπως δεν θα θέλανε να εξουσιάζουν τη ζωή κάποιου;
Η Μαίρη φωτογραφίζει με ψηφιακή μηχανή. Με το λάπτοπ μέσω ιντερνέτ στέλνει δόσεις εξωτισμού στην άλλη άκρη της γης. Το περιοδικό που την χρηματοδοτεί θαυμάζει τον άγριο κόσμο. Ελπίζει ο Χάντερ να μην το μάθει ποτέ, αν και χρησιμοποιεί το τηλέφωνο του καταφύγιου.
Ο Χάντερ της διηγείται για τη θεά του κυνηγιού. Είναι αιωνίως νέα. Χαρίζει σε όλα ζωή. Φροντίζει τα άγρια ζώα, τα κοπάδια, τους ανθρώπους, τα χόρτα, τα δέντρα τους ανθούς. Ευλογεί τις γέννες και τις παντρειές. Δίνει ευτυχία στο γάμο. Θεραπεύει και στέλνει αρρώστιες.
Είναι πεντάμορφη σαν ανοιξιάτικη μέρα. Λυγερή και πεταχτή. Με κοντό φόρεμα κυνηγιού. Πλάι της είναι η αρκούδα. Και το δειλό ζαρκάδι κι ο εξαγριωμένος κάπρος. Η θεά αναπαύεται σε καταπράσινες, δροσερές σπηλιές. Γιατί μεταμορφώνει τον μοναδικό κυνηγό που την αντικρίζει σε Ελάφι; Γιατί στέλνει τα δικά του σκυλιά να τον κατασπαράξουν. Μήπως αυτός είναι το Ελάφι που έρχεται πάντα;
Η Μαίρη σπιλώνει τον άβατο κόσμου του Χάντερ. Μοίρασε τον ενθουσιασμό της με παλιούς φίλους. Ας την ζηλέψουν.
Μπήκε σε πειρασμό να πουλήσει τις απρόσμενες, τις καλύτερες, στιγμές της μαζί του, αντί να τις αφήσει για τον εαυτό της. Ήταν αφελής.
Μια βραδιά την ξάφνιασε πάνω στον υπολογιστή. Του τα ομολόγησε όλα.
Αυτός δεν αντέδρασε. Απλά εισήγαγε το πρόγραμμα για τις αρκούδες. Έτσι είτ’ αλλιώς, λόγω της μη σωστής εγκατάστασή τους, πρέπει να εξολοθρευτούν. Η Μαίρη είναι περήφανη που οι αρκούδες της πέφτουν σαν ώριμα φρούτα. Αυτός πάλι βαριεστημένος και ευχαριστημένος από τα καλά κυνηγητικά τέλη. Αυτή πληρώνει ευχαρίστως, χωρίς να το σκεφτεί. Στα φιλμ φαίνεται αυτάρεσκη κι απαστράπτουσα. Κάθε θάνατος αρκούδας έχει το ντοκουμέντο του στο αρχείο της.
Άθελά της τον πρόδωσε πρώτη. Της το ανταπέδωσε όπως μπόρεσε. Το πάθος τους έγινε πιο δυνατό. Η Μαίρη είναι αχόρταγη. Αυτός αντέχει αρκετά. Αν κι έχει βαρεθεί το κυνήγι με τις καταδικασμένες αρκούδες, όπως και το απελευθερωμένο σεξ με τη Μαίρη.
Και σ’ αυτό του δείχνει πως ξέρει περισσότερα. Έχει να μάθει από αυτήν αρκετά. Ο Χάντερ δεν ενοχλείται. Προσπαθεί.
Αυτή είναι κοσμοπολίτης, αυτός – επαρχιώτης. Θα μπορούσαν να υπάρξουν σαν ζευγάρι έξω απ’ το εκτροφείο;
Ο κρυφός ανταγωνισμός τους η συνεχή πρόκληση τους κάνει απόλυτους κι αχαλίνωτους. Την ίδια ώρα αφοσιωμένους, ενεργούς, ζωηρούς.
Αισθανόντουσαν αθάνατοι.
Ειδικά στις μέρες που σκοτώνανε ψύχραιμα κι εύστοχα.
Η δύναμή τους ήταν άφταστη, αδιαφιλονίκητη.
Ποιος θα μπορούσε να τους ξεφύγει;
- Μαίρη, Μαίρη… την χαϊδεύει το πρωί ο Χάντερ. - Από πού βρέθηκες;
- Κι εσύ; του χαμογελάει με τα λακκάκια στα μελαχρινά της μάγουλα. Τον δαγκώνει στον ώμο. Μουγκρίζει. Αυτός δεν κουνιέται. Αυτή θέλει ο άντρας να βογκήξει. Αποτυπώνει τα δόντια της. Μέχρι αίμα. Θα τον καταβροχθίσει, θα τον φάει. Το ανθρώπινο αίμα την διεγείρει.
Η Μαίρη δεν ξέρει τι θα πει να είσαι πολιτισμένος; Αυτή δεν γνωρίζει τον κόσμο; Φέρνει στο υποσυνείδητό της το άγριο. Η άλλη Μαίρη που θέλει να ζήσει την δικιά της ζωή κι όχι το θέατρο του καθωσπρεπισμού. Που στην πολιτισμένη της συνείδηση, έχουν βουλιάξει τόμοι ιστορικές συνεισφορές, συγγραφείς, σχολές , εποχές, χώρες.
Η Μαίρη έχει μπουχτίσει από γνώσεις και πολιτισμό. Την καταπλακώνουν. Η στενή ειδίκευσή της είναι η Αναγέννηση. Βλέπει πώς να ξεφύγει. Ο Χάντερ είναι ο σωτήρας της. Αυτή η σκυλίτσα του.
Ο κόσμος αγριεύει και τρελαίνεται. Αυτή ακολουθεί το γυναικείο ένστικτό της. Ετοιμάζεται για τον προσεχή τρόμο. Ακούει το βουητό του ολέθρου που πλησιάζει.
Η Μαίρη επιλέγει το ρόλο του κυνηγού.
Η αιώνια ερώτηση για τον Κάιν και τον Άβελ. Να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς.
Μια ζωή υπήρξε πλιάτσικο της συμβατικότητας;
Ο άνθρωπος της Ανατολής ξέρει: το πιο επικίνδυνο είναι εκείνο που δεν ξέρεις πως έρχεται. Τουλάχιστο έτσι είναι στο εκτροφείο.
Τα πλάσματα γύρω απ’ τη Μαίρη έχουν μαντέψει τι είναι ωφέλιμο και πώς να το αποκτήσεις. Δεν θυμούνται ποιος πληρώνει τη γη για να περιστρέφεται. Ποια είναι η ταρίφα για τις τζάμπα βόλτες σε κάμποσες τροχιές ταυτοχρόνως;
Η Μαίρη αισθάνεται επαρχιώτισσα. Ο Χάντερ της φαίνεται οικουμενικός. Ο κυνηγός θέτει ερωτήματα. Και οι δυο τους δεν έχουν τις απαντήσεις. Τα ερωτήματα όμως υπάρχουν. Αυτό, έχει για κείνη σημασία.
Όταν τον είχε αγκαλιάσει η αρκούδα η Μαίρη είχε παγώσει από φόβο και θαυμασμό. Δεν φανταζότανε πως είναι δυνατόν τέτοιο πράγμα, μέχρι τη στιγμή που το βίωσε.
Ο Χάντερ της υπέδειξε. Ο ανταγωνισμός τους θα εξαλειφθεί αν αυτή ξεπεράσει τα όρια της διάστασης.
Αν ο φόβος της πέσει σαν σκουλαρίκι. Κι αυτή γίνει τέτοια, που δεν θυμόταν ποτέ να ήταν.
Όταν αυτός ήταν άρρωστος, αυτή έκανε βόλτες κάτω απ’ τους αιωνόβιους δρυς.
Κάθονταν για πολύ ώρα ακουμπώντας στους κορμούς. Η Μαίρη κυνηγάει το μυρμήγκι του δάσους πάνω στο φαρδύ του χέρι. Το μυρμήγκι περιφέρεται ανάμεσα στις τρίχες.
Ο κυνηγός είναι σαν οπτασία μπροστά στα μάτια της: όμορφος, σβέλτος, γενναιόψυχος, ατάραχος. Συνειδητά δεν ενδιαφέρεται για το ιστορικό του. Της αρκεί να τον έχει, όπως τον ξέρει. Γνωρίζει πόσο ανώφελό είναι να τακτοποιείς ξανά το παρελθόν. Αυτό το φορτίο είναι μεγαλύτερο απ’ το φορτίο του μέλλοντος. Γι αυτό οι άνθρωποι επιλέγουν το μέλλον, σκέφτεται η Μαίρη.
Πλάι του αισθάνεται σαν παιδί. Φόρεσε ξαφνικά τα παλιά της ρούχα και συνήθειες. Έγινε πολύπλοκη, μπερδεμένη, συμφεροντολόγα, δειλή. Αισθάνεται μόνη. Αισθάνεται ένοχη.
Θα έχει νόημα ο κόσμος αν φύγει ο Χάντερ;
Η οργή της μεταφέρεται στην αρκούδα. Η Μαίρη αγριεύει. Για την καραμπίνα της που έπεσε έγιναν όλα.
Η Μαίρη θέλησε να είναι αγρίμι. Το πιο αιμοβόρο στο δάσος! Το πιο ανελέητο!
Γυμνοί άνθρωποι πατάνε στις αυλακιές. Αργά το βράδυ, οργώνουν χωράφι. Διώχνουν το κακό, όπως τους παλιούς καιρούς. Προσεύχονται για τη γη του Χάντερ.
Στο ζυγό είναι η Σιωπηλή, ο Μομόγερος, η Αναστενάρισσα. Ο Στρατηγός οδηγεί τ’ αλέτρι. Φωνάζει σιγανά. Κοιτάει γύρω του. Κάτω απ το φεγγάρι πετάνε οι σκιές των μπούφων.
Που να κρύβεται η αρκούδα «Φου»; Που να καλπάζει το Ελάφι που έρχεται πάντα; Τι ονειρεύονται η αδερφές του Φιδιού, στις ρίζες της βαλανιδιάς;
Μέσα στα χόρτα περνάνε ωραίες γυναίκες. Καβάλα στο Ελάφι, με χαλινάρια από φίδια. Χάνονται σαν άστρα στον ουρανό.
«Νεράιδες! Νεράιδες!» φωνάζει ο Στρατηγός.
Μόνο απόηχος του απαντάει.
Οι σιωπηλοί ζευγολάτες περπατούν με σκυμμένα τα κεφάλια.
Λαλεί ο άγριος κόκορας του Μιχάλ, του Λευκού. Τρομάζουν. Φοράνε στα πεταχτά τα κουρέλια τους. Εξαφανίζονται. Σαν να μην υπήρχαν ποτέ και ποτέ δεν θα υπάρχουν.
Μετάφραση από τα βουλγάρικα:
Χρήστος Χαρτοματσίδης