Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Ο Γκεόργκι Γκρόζντεβ (γεν. 1957) έχει σπουδάσει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Από τo 1991 διευθύνει τον εκδοτικό οίκο Balkani, ενώ από το 2002 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Λογοτεχνικά Βαλκάνια. Έχει εκδόσει συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και δύο μυθιστορήματα, Ο άχρηστος και το Πλιάτσικο. Το δέυτερο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Μανδραγόρας (2008), μτφρ. Χρίστου Χαρτοματσίδη. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί επίσης στα σερβικά, αγγλικά, κροατικά, γαλλικά, αρμενικά, γερμανικά, ρουμάνικα.
Tο "Πλιάτσικο" εκδόθηκε στη Bουλγαρία το 2005 και ενώ από μια πρώτη προσέγγιση μπορεί να ενταχθεί στη λεγόμενη ανιμαλιστική λογοτεχνία που έχει πλούσια παράδοση στη Bουλγαρία, μια πιο ουσιαστική ανάγνωση αποκαλύπτει ότι στο μυθιστόρημα του Γκρόζντεβ, η φύση, οι ιστορίες κυνηγιού, τα ζώα είναι μονάχα η καλλιτεχνική μορφή, η φόρμα.
Η λέξη «πλιάτσικο» έχει αιώνια χρήση και βαθιές ρίζες. Το νόημα της είναι το ίδιο σε όλους τους βαλκανικούς λαούς. Και κατά κάποιον τρόπο τους φέρνει πιο κοντά.
«Πλιάτσικο» σημαίνει:
- «χτύπημα», «πληγή», «απώλεια»,
- αρπαγή ή απαγωγή σε καιρό πολέμου,
- κάτι που αποκτάμε με κλοπή,
- ζώο που το έχει επιτεθεί άνθρωπος
- ζώο που το κυνηγάει άλλο ζώο
- κάτι που παίρνουμε φθηνά, χωρίς κόπο.
Η βάση της προέρχεται από το «πιέζω», «συμπιέζω», «επιτίθεμαι ξαφνικά και ύπουλα ». Οι λατινικές ερμηνείες της λέξης παραπέμπουν στην «αιχμαλωσία», «πανώλη», «χολέρα», «θράσος», «να βγάλεις την ψυχή κάποιου», «λοιμός».
Έχει και δεύτερη πιο στενή σημασία της λέξης – με την έννοια του «ρούχου». Αυτό που φοράμε στην πλάτη μας κι αυτό που μας έχουν αρπάξει είναι ένα και τ’ αυτό.
-
«Όποιος φοβάται τις αρκούδες να μην μπαίνει στο δάσος.» Με αυτήν την παροιμία ο Χάντερ υποδέχεται την κυρία από την Αμερική. Η Μαίρη είναι στο παρατηρητήριο. Το φεγγάρι κρύβει το πρόσωπό του πίσω απ’ τα ξεθωριασμένα σύννεφα. Έχουν στήσει ενέδρα για αρκούδα.
Άθελά ακουμπάει το γόνατό της στο δικό του. Αυτός χαμογελάει. Η Μαίρη βγάζει το κυνηγητικό της τζάκετ. Κάνει ζέστη. Σκίζει το εισιτήριο επιστροφής για την Αμερική. (Και να μην είναι αλήθεια, ας μείνει έτσι για να μην χαθεί το αμερικάνικο όνειρο.)
Το παρατηρητήριο είναι φτιαγμένο γερά, με δοκάρια από πεύκο. Έχει μόνωση και γυάλινη πόρτα για να μην μπαίνουν νυφίτσες κι άλλα μικρά ζωάκια. Ο χώρος είναι εμποτισμένος με άρωμα ρετσινιού, καπνού, μπαρουτιού κι αμερικάνικης ορμόνης. Μυρίζει πραγματική ζωή. Λαιφ αγορασμένη για λίγο έναντι καλής πληρωμής. Ταπεινό εισιτήριο για άφιξη στο προσωπικό είναι μας, άγριο και πραγματικό. Η Μαίρη έχει έρθει και πριν εδώ! Κι ακόμη πολλές φορές θα ξανάρθει.
Αποφεύγει τους αδύναμους. Αυτοί αναζητούν στη Μαίρη τα ομοιώματα των μαμάδων τους. Τρέμουν σαν τους αρουραίους για τα λεφτά. Ή για την υγεία τους. Η Μαίρη μισεί τους ανθρώπους που δεν μπορούν να χάνουν. Πολλοί θα ήθελαν να την έχουν. Δεν τους επιτρέπει να νομίζουν, πως όλα είναι εφικτά. Της αρέσουν οι μη συμφέρουσες συναλλαγές. Διψάει για ζωή. Που είναι ο άντρας που θα της επιστρέψει την απεραντοσύνη του κόσμου, που θα την βγάλει έξω απ’ τους λαβύρινθους; Τον αναζητάει ενστικτωδώς.
Ο σιωπηλός κυνηγός την έλκει. Συνέχεια βρίσκεται σε επαφή μαζί του. Δεν χρειάζεται να του εξηγεί τίποτα. Είναι σαν το σκύλο. Όλα τα καταλαβαίνει και πάντα βρίσκεται εκεί που πρέπει. Δεν γίνεται φορτικός. Εκπέμπει φυσικότητα, σιγουριά και ηρεμία. Ότι λέει το κάνει. Δεν δικαιολογείται. Και δεν κάθεται να λυπάται τον εαυτό του. Σαν ο κόσμος όλος να του ανήκει.
Οι καρδιές λιώνουν απ’ το ρακί του Χάντερ κι απ’ το ευωδιαστό κατσαμάκι. Πέρα από ρέμα, εκεί στην πλαγιά, δίπλα στο δάσος έχουν ρίξει σιτάρι και κριθάρι. Τα αγριογούρουνα έρχονται τακτικά. Κάθε χειμώνα στο λευκό ξέφωτο σκοτώνουν πέντε έξι απ’ αυτά με χαυλιόδοντες άξιους για τρόπαια. Το βουνό προσφέρει.
Τα σκυλιά είναι δεμένα. Οι κουρτίνες τραβηγμένες. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Όλοι λουφάζουν. Ήρθε η ώρα να σωπάσουν. Οι κουβέντες δεν έχουν τελειωμό.
Από το παράθυρο – πολεμίστρα ο Χανς παρακολουθεί με τα κιάλια. Κοιτάει και μέσα από τη δίοπτρα της καραμπίνας. Απόψε, απ’ τα μητρώα της ζωής θα διαγραφεί ακόμα ένας κάπρος. Αρσενικό έτοιμο να γονιμοποιήσεί.
Εμφανίζεται η κηλίδα. Κινείται πότε μπρος, πότε πίσω. Αφουγκράζεται. Μυρίζει τον αέρα. Αρχίζει να τρώει. Κάτω απ’ το φεγγάρι και τα σύννεφα, η κηλίδα φαίνεται σαν χνούδι από σκοτεινή ύλη. Σαν εκείνους τους γαλαξίες από την κοιλάδα Γκαμ, που βρίσκονται σε απόσταση δύο χιλιάδες έτη φωτός από μας. Σκέψου ξαφνικά να ορμήξει μέσα από τις σκιές του δάσους ο βιβλικός, μυθικός κάπρος.
Μα κι ο Χανς είναι αταβιστικό ζώο. Αραδιάζει τα φυσίγγια στο γεμιστήρα προσεχτικά με συγκρατημένη την ανάσα.