Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα - See more at: http://www.grreporter.info/gr/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%E2%80%9C%CE%B7_%CE%B3%CE%B5%CF%86%CF%85%CF%81%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%B2%CE%B7%E2%80%9D_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CF%8C%CF%81%CE%B3%CE%BA%CE%B9_%CE%BC%CE%AF%CF%83%CE%B5%CE%B2/6121#sthash.KloeCoUU.dpuf
Ο Άλεκ Ποπόφ (γεν. 1966) έχει συγγράψει τα μυθιστορήματα „Αοποστολή Λονδίνο“, „Το μαύρο κουτί“, καθώς και μερικές συλλογές διηγημάτων. Έχει γράψει και θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο, τα οποία έχουν μεταδοθεί από την Κρατική Ραδιοφωνία της Βουλγαρίας, σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους και ντοκυματαίρ. Το 2001 η Κρατική Τηλεόραση της Βουλγαρίας γύρισε την ταινία "Τα ξένα βήματα" βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής διηγημάτων του „Βρώμικα όνειρα“. Είναι αντεπιστέλλων μέλος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Στα ελληνικά το μυθιστόρημά του “Αποστολή Λονδίνο” κυκλοφορεία πό τις εκδ. Κέδρος σε μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη.
Ακόμη κι όταν πετυχαίνουμε γιγάντιους άθλους στη δουλειά μας, δεν έχουμε κανένα λόγο να είμαστε αυτάρεσκοι και αλαζόνες. Η ταπεινότητα βοηθά τον άνθρωπο να προχωρήσει μπροστά, ενώ η ματαιοδοξία τον τραβά προς τα πίσω. Eίναι μια αλήθεια που πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη μας.
Μάο Τσε Τουνγκ
Χαιρετισμός προς τους αντιπροσώπους
της Όγδοης Εθνικής Συνδιάσκεψης
του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας
(15 Σεπτεμβρίου 1956)
1.
O Κόστα Μπανιτσάροφ καθόταν στην εσωτερική αυλή του σπιτιού στο Χάιντ Παρκ Γκέιτ και μετρούσε τα αεροπλάνα που περνούσαν πάνω από το Σάουθ Κένσινγκτον. Ήταν ένα ήπιο ανοιξιάτικο πρωινό με μεταβλητές νεφώσεις. Η μπιγκόνια στην άκρη της αυλής βρισκόταν σε έντονη ανθοφορία. Ο Κόστα Μπανιτσάροφ καθόταν στα σκαλοπάτια, ξυπόλητος, με το μπλουτζίν κι ένα φανελάκι. Δίπλα στα πόδια του βρισκόταν ένα μισοάδειο μπουκάλι Μπεκς κι ανάμεσα στα δάχτυλά του καιγόταν ένα ξεχασμένο τσιγάρο. Τα αεροπλάνα περνούσαν κάθε δύο λεπτά περίπου. Ο ήχος των κινητήρων τους σερνόταν για αρκετή ώρα πίσω τους, μέχρι να σμίξει με τον ήχο νέων αεροπλάνων. Είχε μετρήσει πάνω από είκοσι. Ο ήχος τους του θύμιζε τον παφλασμό των κυμάτων. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτα. Τα ρεύματα του αέρα έφερναν μυρωδιές παλιών αποτσίγαρων. Οι λεπτές κουρτίνες ανέμιζαν σαν πέπλα μεθυσμένης ηθοποιού. Στην τραπεζαρία του πρώτου ορόφου υπήρχαν ακόμα τα απομεινάρια από το φαγοπότι της προηγούμενης βραδιάς. Η ώρα πλησίαζε έντεκα, αλλά ο Κόστα δε βιαζόταν να συγυρίσει. Είχε ολόκληρο το απόγευμα στη διάθεσή του.
Εν τω μεταξύ πέρασαν τρία ακόμη αεροπλάνα.
Ένα επίμονο κουδούνισμα τον έβγαλε από τη μακάρια ηρεμία του. Στην αρχή ο Κόστα σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε δύναμη σ’ αυτό τον κόσμο ικανή να τον κάνει να πάει να ανοίξει. Κατόπιν μαλάκωσε, συνειδητοποιώντας ότι παρόμοιες διαθέσεις ήταν λανθασμένες και επιζήμιες για το βιογραφικό του. Έσβησε το αποτσίγαρο στη σχισμή ανάμεσα στα πλακάκια και σηκώθηκε άκεφα. Διέσχισε ξυπόλητος το διάδρομο. Ο τεράστιος κρυστάλλινος καθρέφτης κατέγραψε με εμφανή αντιπάθεια την αδύνατη φιγούρα του και βιάστηκε να τη βγάλει έξω από τα πλαίσια της επίχρυσης κορνίζας του. Ακολούθησαν νέοι, σύντομοι και απότομοι, ήχοι του κουδουνιού.
«Τώρα, τώρα», μουρμούρισε ο Κόστα και πρόσθεσε από μέσα του: «Βρε, βιασύνες! Που να του τον καρφώσω από πίσω, να μάθει!»
Στο κατώφλι στεκόταν ένας ψηλός συνοφρυωμένος κύριος με πρασινωπό πανωφόρι και μια βαλίτσα στο χέρι. Πίσω του ένα μαύρο λονδρέζικο ταξί έκανε μανούβρες για να βγει από το στενό δρομάκι. Για δευτερόλεπτα κοίταξαν ο ένας τον άλλο καχύποπτα.
«Ποιον θέλετε;» ρώτησε ο Μπανιτσάροφ στα βουλγαρικά.
Το μαραμένο πρόσωπο του κυρίου απέναντί του ζωήρεψε από ένα ξινό χαμόγελο.
«Είμαι ο νέος πρέσβης», είπε και κάρφωσε το βλέμμα του στα ξυπόλητα πόδια του συνομιλητή του. «Εσείς ποιος είστε;»
«Χμ, εγώ...» ψέλλισε ο Κόστα. «Είμαι ο μάγειρας». – «Ο πρώην μάγειρας;!» τον διαπέρασε ένα οδυνηρό προαίσθημα.
«Πολύ καλά», κούνησε το κεφάλι του ο πρέσβης. «Μπορώ να μπω;»
Ο Κόστα αποτραβήχτηκε μηχανικά· αισθάνθηκε ένα ρεύμα ψυχρού αέρα όταν ο άντρας πέρασε δίπλα του. Η δειλή ελπίδα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν απλώς ένα χοντρό αστείο που του είχαν σκαρώσει οι Bούλγαροι μετανάστες με τους οποίους έκανε παρέα τον τελευταίο καιρό άρχισε να εξανεμίζεται. Ο άντρας άφησε τη βαλίτσα του στο πάτωμα και σήκωσε τα φρύδια του με αηδία. Ο μάγειρας αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει κάτι πριν προλάβει να το πει ο άλλος.
«Σας περιμέναμε ύστερα από δύο μέρες», είπε με έναν τόνο ελαφριάς επίπληξης.
«Αυτό φαίνεται», πέταξε δηκτικά ο πρέσβης, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στην τραπεζαρία.
«Αν ξέραμε ότι θα ερχόσαστε σήμερα...» άρχισε να λέει ο μάγειρας.
«Άλλαξα τα σχέδιά μου», τον διέκοψε ο άλλος.
«Τότε να θυμώνεις με τον εαυτό σου, μαλάκα», είπε από μέσα του ο Κόστα Μπανιτσάροφ.
Ο μάγειρας είχε αναπτύξει μια πολύ ιδιαίτερη ψυχολογική όσφρηση κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που είχε περάσει δίπλα στα τραπέζια των υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων. Μυρίστηκε αμέσως ότι το καινούργιο του αφεντικό ανήκε στη μεγάλη και πολυπλόκαμη οικογένεια των ηλίθιων της διοίκησης. Ωστόσο υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι πέρα από το γυάλινο και βλακώδες βλέμμα του, που τον έκανε απρόβλεπτο και επικίνδυνο. Ξαφνικά ο Κόστα συνειδητοποίησε ότι ο τύπος επρόκειτο να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Και όχι μόνο αυτό, μα τώρα πια το σπίτι ήταν δική του κατοικία κι εκείνος, ο Μπανιτσάροφ, έπρεπε να τον υπηρετεί. Αυτό του φάνηκε μεγάλη αδικία.
Ο μικρός γιος του Μπανιτσάροφ ανέβηκε μπουσουλώντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο, όπου έμενε η οικογένεια του μάγειρα. Το πιτσιρίκι είχε καταφέρει να ξεφύγει από την προσοχή της μητέρας του, γεγονός που το έκανε πολύ ευτυχισμένο. Το παιδί, μουρμουρίζοντας κάτι ακατανόητα δικά του, σηκώθηκε στα δυο του πόδια κι έτρεξε προς το τραπεζάκι που βρισκόταν κάτω από τον μεγάλο καθρέφτη. Πάνω του υπήρχε ένα πολύ εύθραυστο αντικείμενο, που εδώ και καιρό ενοχλούσε τα πρωτόγονα ένστικτά του. Ο Μπανιτσάροφ στα νιάτα του είχε ασχοληθεί με διάφορα αθλήματα, αλλά με τον καιρό είχε χάσει την παλιά του σβελτάδα. Ο μικρός πιάστηκε από την άκρη του τραπεζιού και το έγειρε απότομα. Το πορσελάνινο καλαθάκι που έφερε τον αριθμό 73 στον κατάλογο εξοπλισμού της πρεσβείας έγινε κομμάτια στο πάτωμα με έναν εκκωφαντικό ήχο.
«Τακ-τακ!» είπε χαρούμενος ο μικρός.
«Εσένα θα σου δείξω μετά τι θα πει “τακ-τακ”!» βρυχήθηκε ο Κόστα Μπανιτσάροφ καταφέρνοντας με μεγάλη δυσκολία να συγκρατηθεί και να μην το σφαλιαρίσει.
Ο πρέσβης τον κοίταζε μ’ ένα βλέμμα που έσταζε φαρμάκι.
«Παιδί είναι», είπε χωρίς ιδιαίτερη πειστικότητα ο μάγειρας. Πήρε το παιδί παραμάσχαλα κι έσκυψε πάνω από το κιγκλίδωμα της σκάλας που οδηγούσε στο υπόγειο.
«Νόρκα!» φώναξε.
Δεν πήρε απάντηση.
«Νόρκα!» επανέλαβε. «Έλα να πάρεις το παιδί!»
«Βάλ’ το στον κώλο σου!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή.
2.
O δήμαρχος της Προβάντια* άνοιξε ταυτόχρονα το ζεστό και το κρύο νερό, κι άφησε το ντους να τον μουσκέψει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Το νερό χτυπούσε το πλατύ τατάρικο πρόσωπό του, έδερνε το τεράστιο δασύτριχο στήθος του κι αναπηδούσε χαρούμενα στην τιτάνια κοιλιά του. Ο δήμαρχος της Προβάντια αισθανόταν υπέροχα, αν και η ζαλάδα από το μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς γυρόφερνε ακόμα το μυαλό του. Τον γέμιζε η επίγνωση ότι είχε εκτελέσει την αποστολή του. Είχε επισκεφθεί αυτό το μυστικοπαθές και μακρινό νησί, που κάποτε είχε υπό την κυριαρχία του τη μισή υδρόγειο. Είχε δει τα παλάτια και τα καταστήματα. Είχε βγάλει τα αντίστοιχα συμπεράσματα και μπορούσε να πει θαρρετά ότι είχε πλέον μια σφαιρική αντίληψη της οικονομικής κατάστασης αυτής της ανεπτυγμένης χώρας του Δυτικού κόσμου. Ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του που δεν τα είχε χάσει από τη λάμψη και την αυταρέσκεια της Όξφορντ στριτ. Ήταν όμως ακόμη πιο ικανοποιημένος από το γεγονός ότι σήμερα θα επέστρεφε στη γενέθλια Προβάντια – μια πόλη με ένδοξο παρελθόν και εύφορη γη.
«Ο-λα-λα!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Λα-λα-λαααα!»
Το νερό τον σκέπαζε σαν καταρράκτης και δημιουργούσε στον δήμαρχο μια αίσθηση έλλειψης βαρύτητας και ψυχικής πληρότητας. Υποχωρούσε σταδιακά και η θολούρα του μυαλού του, και η σκέψη του ξαναγινόταν καθαρή σαν κρύσταλλο.
«Λα-λαα-λα-λα-λα-λα-λα-λαα!» συνέχισε να τραγουδά σαπουνίζοντας ενεργητικά το κοντοκουρεμένο κεφάλι του.
Δεν είχε αντιληφθεί (και να ήθελε, δεν μπορούσε) τη λεπτή υγρή γλώσσα που γλίστρησε κάτω από την πόρτα του μπάνιου και άρχισε να απλώνεται αργά στη μοκέτα.
Ο πρέσβης πήρε τη βαλίτσα του και κατευθύνθηκε προς τον δεύτερο όροφο χωρίς να πει κουβέντα. Ο Κόστα Μπανιτσάροφ, κρίνοντας από το γεγονός ότι το πρόσωπό του είχε αποκτήσει μια πρασινωπή απόχρωση, συμπέρανε ότι ανάμεσά τους δεν είχε υπάρξει εκείνη η μαγεία που ονομάζεται «αγάπη με την πρώτη ματιά». Και τα χειρότερα έπονταν.
Είχε φτάσει στη μέση της σκάλας, όταν σταμάτησε κι έστησε αυτί.
«Κάποιος είναι εκεί», είπε ο πρέσβης δείχνοντας με το δάχτυλο προς τα πάνω.
«Α, ο κύριος δήμαρχος...» είπε ο μάγειρας. Από τον τόνο της φωνής του μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι γινόταν λόγος για κάποιον φίλο της πρεσβείας, που είχε εγκατασταθεί εκεί από καιρούς παλιούς και ξεχασμένους.
Το πιτσιρίκι στριφογύριζε στα χέρια του με απίστευτο πείσμα, έγδερνε και δάγκωνε. Εκείνος το έσφιξε ακόμη πιο δυνατά και είπε ψιθυριστά:
«Άχρηστο πλάσμα, ανεπρόκοπο, φτυστό η μάνα του βγήκε!»
«Δήμαρχος;» είπε ανήσυχα ο πρέσβης.
«Ο δήμαρχος της Προβάντια», διευκρίνισε ο μάγειρας με μια χροιά συμπόνιας στη φωνή του.
«Και πώς βρέθηκε εδώ... αυτός ο άνθρωπος από την Προβάντια;» ζήτησε να ενημερωθεί ο πρέσβης με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του.
«Εγώ τον έφερα», είπε ο Μπανιτσάροφ. «Δεν κατάφερε να βρει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Φεύγει σήμερα».
Ο πρέσβης δεν είπε τίποτα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο υγρό μονοπάτι που απλωνόταν στη μοκέτα λες και βρίσκονταν στο κατάστρωμα του Τιτανικού. Από τον πάνω όροφο ακούστηκαν ήχοι από σαγιονάρες και βλαστήμιες. Ο δήμαρχος της Προβάντια εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας τυλιγμένος με μια λεπτή πετσετούλα, κάτω από την οποία κρέμονταν τα ηράκλεια ανδρικά εξαρτήματά του.
«Κοίτα τι ηλίθιοι που είναι αυτοί οι Εγγλέζοι!» φώναξε. «Ούτε μια τρύπα στο μπάνιο δε σκέφτηκαν να ανοίξουν! Μια απλή τρυπούλα. Σιγά το πράγμα! Τρύπα! Αποχέτευση!»
Έσμιξε τα δάχτυλά του φτιάχνοντας έναν κύκλο και μετά κοίταξε μέσα από το άνοιγμα, για να καταδείξει το αυτονόητο αυτής της απίθανης παράλειψης. Ξαφνικά το βλέμμα του εντόπισε τον συννεφιασμένο κύριο που με πονεμένη έκφραση παρατηρούσε το υγρό μονοπάτι.
«Καλημέρα», είπε ο δήμαρχος και κοίταξε τον Μπανιτσάροφ. «Καινούργιος μουσαφίρης, ε;»
«Είναι ο νέος πρέσβης», είπε ο μάγειρας χωρίς περιττούς ενθουσιασμούς.
«Επιτέλους!» φώναξε δυνατά ο δήμαρχος της Προβάντια. «Συγχαρητήρια!»
Ο κύριος απέναντι έμοιαζε να τα έχει κυριολεκτικά χαμένα.
«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω!» φώναξε ο γυμνός άντρακλας με το τατάρικο πρόσωπο. «Με συγχωρείτε για την περιβολή. Πάντως είναι καλό που ήρθαν έτσι τα πράγματα και γνωριστήκαμε. Φεύγω σήμερα, δυστυχώς, αλλιώς θα σας έλεγα κι άλλα γι’ αυτούς τους υποκριτές. Μόνο ένα θα σας πω, να το θυμάστε. Δεν υπάρχει δημοκρατία στην Αγγλία! Αυτό εδώ δεν είναι πραγματική δημοκρατία!»
Στο πρόσωπο του πρέσβη εμφανίστηκαν ίχνη πανικού.
«Δε χρειάζεται να κάθομαι να σας εξηγώ», συνέχισε ο δήμαρχος. «Θα το δείτε και μόνος σας. Και μην ξεχάσετε να τους πείτε για το μπάνιο! Έβαλαν μοκέτα, αλλά ξέχασαν να βάλουν αποχέτευση! Και λεκάνη! Οι αρχαίοι Βούλγαροι είχαν ανακαλύψει τη λεκάνη τουαλέτας – το ξέρατε αυτό; Ούτε εγώ το ήξερα, αλλά μου το είπαν κάτι αρχαιολόγοι που ήρθαν να με βρουν. Το ανακάλυψαν στις ανασκαφές τους. Εξακόσια ολόκληρα χρόνια νωρίτερα από τους Ευρωπαίους! Στην Προβάντια!»
Ο δήμαρχος της Προβάντια, ικανοποιημένος από την εντύπωση που εμφανέστατα είχαν προκαλέσει τα λόγια του στον σημαντικότατο αυτό κύριο, έσκυψε πάνω από το κιγκλίδωμα και φώναξε προς το μέρος του Mπανιτσάροφ:
«Αδελφέ, μήπως έχει μείνει καθόλου από εκείνον τον πεντανόστιμο πατσά;»
«Έχει μείνει», είπε ο μάγειρας. «Να τον ζεστάνω;»
«Τι θα λέγατε για λίγο πατσά; Μαζί με μια παγωμένη μπίρα; Είναι το πιο υγιεινό πρωινό», απευθύνθηκε ευγενικά στον πρέσβη ο δήμαρχος.
«Δε θα το έλεγα», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του εκείνος. Οι άκρες των χειλιών του έτρεμαν. «Σκοπεύω να βγω λίγο έξω να περπατήσω. Μη με περιμένετε για το δείπνο. Συγυρίστε αυτό το κοτέτσι!» Τα τελευταία λόγια του προορίζονταν για τον Μπανιτσάροφ.
Στράφηκε απότομα και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την έξοδο, αφήνοντας τη βαλίτσα του στη σκάλα. Προτού διασχίσει το κατώφλι, κοντοστάθηκε και στρίγκλισε:
«Eνενήντα τρία!»
«Τι έπαθε αυτός ο τύπος;...» σήκωσε τους ώμους του ο δήμαρχος της Προβάντια.
3.
Όταν ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ εγκατέλειψε την πρεσβευτική κατοικία βρισκόταν υπό την επήρεια ενός μίγματος αντιφατικών συναισθημάτων – οργής, ενθουσιασμού, περιφρόνησης, ντροπής... Διέσχισε ζαλισμένος την απόσταση των περίπου διακοσίων μέτρων που τον χώριζαν από τη γεμάτη κίνηση Χάι Κένσινγκτον στριτ και σταμάτησε μπροστά στο μεγάλο ποτάμι αυτοκινήτων και λεωφορείων που έτρεχε και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο φανάρι. Μια ηλικιωμένη Aγγλίδα περίμενε εκεί, γερμένη στο μεταλλικό παραπέτο. Χωρίς να την κοιτάξει, σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του:
«Eβδομήντα τέσσερα!»
Η γυναίκα του έριξε ένα απορημένο βλέμμα και βιάστηκε να παραστήσει την αφηρημένη, ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του δημοφιλέστατου εγχειριδίου τσέπης How to shun upsetting acquaintances*. Εκείνη τη στιγμή άναψε το πράσινο. Η κίνηση τον τροχοφόρων σταμάτησε και ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ διέσχισε το δρόμο με μεγάλες, αργές δρασκελιές, σαν διαβήτης. Η ηλικιωμένη κυρία τον ακολούθησε κρατώντας μια λογική απόσταση.
Στο πάρκο έτρεχαν σκυλιά και μικρά παιδιά. Η μέρα ήταν ξηρή, στο γρασίδι κάθονταν άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου· κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα είχαν αρχίσει να ξετυλίγουν το μεσημεριανό τους σάντουιτς. Ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ μπήκε στην κεντρική αλέα, δίπλα από το Κένσινγκτον Πάλας – την οικία της μακαρίτισσας Νταϊάνα Σπένσερ. Εδώ κι εκεί στο φράχτη κρέμονταν μπουκέτα λουλουδιών ή ανέμιζαν σημειώματα με ευχές αφημένα από τους ανεξάντλητους θαυμαστές της πριγκίπισσας. Πέρασε αδιάφορα δίπλα απ’ αυτά τα συγκινητικά σημάδια λαϊκής αγάπης και σταμάτησε για λίγο μπροστά από το μνημείο της βασίλισσας Βικτωρίας. Έμοιαζε καταπληκτικά με κάποια συγγενή του, που τον τσάκιζε στο ξύλο όταν ήταν μικρός. Κατόπιν έστριψε προς τη Στρογγυλή Λίμνη και βημάτισε δίπλα στην όχθη της, που ήταν γεμάτη ακαθαρσίες πουλιών. Βρήκε ελεύθερο παγκάκι και κάθισε. Μια χήνα που έβοσκε εκεί γύρω τέντωσε το λαιμό της προς τα πόδια του βγάζοντας μια διαπεραστική στριγκλιά.
«Πενήντα πέντε», είπε εκείνος.
Ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ έμεινε στο παγκάκι κοντά μισή ώρα, χωρίς συγκεκριμένες σκέψεις στο μυαλό του, με το βλέμμα καρφωμένο στην ακύμαντη επιφάνεια της λίμνης, όπου επέπλεαν κάτασπρα πούπουλα. Σύντομα οι πάπιες και οι χήνες έχασαν το ενδιαφέρον τους για το άτομό του. Τότε, εντελώς απρόσμενα, ψιθύρισε:
«Ένα».
Και χαμογέλασε με ανακούφιση.
Η αριθμοθεραπεία του δρα Πέπολεν είχε πράγματι εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ, ως άνθρωπος που βρισκόταν διαρκώς κάτω από την απειλή διάφορων στρες, μπορούσε να το εκτιμήσει αυτό. Το σύστημα του Πέπολεν βασιζόταν σε μερικές πολύ απλές αρχές. Θεωρούσε ότι τα ανθρώπινα αισθήματα (όπως και οι σεισμοί) μπορούν να τοποθετηθούν σε μια κλίμακα από το ένα μέχρι το εκατό, με κριτήριο την έντασή τους. Η μέτρηση των συναισθημάτων, δίδασκε ο Πέπολεν, ήταν ένα βήμα προς τον έλεγχό τους. Ήταν υπεύθυνος ενός εργαστηρίου με ασταθή και ευαίσθητα κοινωνικά υποκείμενα, στα οποία μάθαινε να υπολογίζουν την ένταση των συναισθημάτων τους. Αυτό γινόταν ως εξής: μόλις ο ασθενής ένιωθε ότι έχανε τον έλεγχο των νεύρων του, έπρεπε να φωνάξει τον πρώτο αριθμό από το ένα μέχρι το εκατό που του ερχόταν στο μυαλό. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα έπρεπε να φωνάξει κάποιον άλλο αριθμό, με τον όρο ότι θα ήταν μικρότερος από τον προηγούμενο. Την επόμενη φορά ο αριθμός γινόταν ακόμη πιο μικρός, μέχρι να φτάσει στον αριθμό «ένα». Εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με τον δρα Πέπολεν, το συναίσθημα ήταν απολύτως ελεγχόμενο, εγκλωβισμένο και ουδετεροποιημένο, και το κοινωνικό υποκείμενο είχε ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία.
Ο Βαραντίν Ντιμιτρόφ είχε την ευτυχία να συναντήσει τον δρα Πέπολεν κατά τη διάρκεια της θητείας του σε κάποια σκανδιναβική χώρα. Κάτω από την πίεση φίλων που ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν είχε γραφτεί στο εργαστήριο και πήγαιναν πλέον τρία χρόνια που εξασκούσε τη μέθοδο της αριθμοθεραπείας. «Κάτι κάνει», ήταν το μόνο που μπορούσε να πει γι’ αυτήν. Απόδειξη ότι τώρα βρισκόταν εδώ και δεν ψηνόταν, ας πούμε, στο προξενικό γραφείο της Λουσάκα. Για να κάνει κανείς καριέρα, τα γερά νεύρα είναι ό,τι τα σκοινιά για τον ορειβάτη. Αν το σκοινί δεν αντέξει, πέφτεις και μετά σε μαζεύουν με το κουταλάκι. Ήταν κι ίδιος μάρτυρας παρόμοιων περιστατικών. Δεν είχε καμία διάθεση να συμβεί και σ’ εκείνον κάτι τέτοιο. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος – προς τα πάνω.
Τώρα που το θολό ρεύμα των συναισθημάτων είχε αποσυρθεί, στην ψυχή του άστραφτε μόνο μια πεντακάθαρη και διαυγής χαρά σαν βουνίσιο ρυάκι. Είχε πετύχει το σκοπό του. Έκπληξη. Η συνηθισμένη σαβούρα που στελέχωνε τις πρεσβείες σ’ όλο τον κόσμο είχε πάθει την πλάκα της ζωής της. Με ανείπωτη ικανοποίηση φανταζόταν την αναστάτωση στην πρεσβεία. Τα υστερικά τηλεφωνήματα. Τον πανικό. Θα πρέπει να περίμεναν την εμφάνισή του από στιγμή σε στιγμή. Θα ανέβαλλαν συναντήσεις. Θα καθάριζαν τα γραφεία τους. Είχε μπερδέψει τα σχέδια όλων.
«Επιτρέψτε μου να αναφέρω», είπε συριστικά, «ότι το πρώτο στάδιο της επιχείρησης “Άφιξη του αφεντικού” ολοκληρώθηκε επιτυχώς!»
4.
Nα ζει κανείς ή να μη ζει;
Αυτό το ερώτημα απασχολούσε τον Κίσεφ, τον δεύτερο γραμματέα, καθώς κοιτούσε την επιστολή πάνω στο γραφείο του. Πάνω στο φάκελο φιγουράριζε η σφραγίδα του γραφείου των ανακτόρων. Η επιστολή είχε φτάσει εκείνο το πρωί και είχε βρεθεί αμέσως στο συρτάρι με την υπηρεσιακή αλληλογραφία. Δε χρειαζόταν να την ανοίξει για να καταλάβει ποιο ήταν το περιεχόμενό της. Είχε μόνο δύο δυνατότητες. Η μία ήταν να τη θάψει. Η άλλη – να παραστήσει τον ήρωα. Δεν ανήκε στον τύπο των τζογαδόρων, γι’ αυτό και από μέσα του βλαστημούσε τον εαυτό του που είχε αναλάβει αυτή την υποχρέωση. Αυτό το κουτάλι ήταν πολύ μεγάλο για το στόμα του.
«Κάτσε στ’ αυγά σου», έλεγε πολύ σοφά ο λαός. Ναι, αλλά πώς, πώς να κάτσει στ’ αυγά του τη στιγμή που η θητεία του εδώ πλησίαζε στο τέλος της; Οι μέρες εξαφανίζονταν η μία πίσω από την άλλη σαν τους κόκκους της άμμου στην κλεψύδρα. Ίσως γι’ αυτό να πιάστηκε απ’ αυτό το αχυράκι, με την ελπίδα να κερδίσει πόντους, να κάνει καλή εντύπωση στους ισχυρούς της ημέρας. Η ζωή στο Νησί του άρεσε πολύ. Είχε περάσει εδώ πάνω από δύο χρόνια και πίστευε ότι ήταν μεγάλη αδικία να μαζέψει τα μπογαλάκια του τώρα, που άρχισε να αισθάνεται ότι ανήκε εδώ. Τι τον περίμενε πίσω στην πατρίδα; Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει. Είχε κυλήσει πολύ νερό μέσα σ’ αυτά τα δυο χρονάκια. Η κυβέρνηση είχε αλλάξει· εκείνους που παλιότερα έγλειφε και τον στήριζαν τώρα τους είχαν πετάξει από το υπουργείο – στη θέση τους είχαν εμφανιστεί άλλοι, καινούργιοι, που είχαν αρχίσει ήδη να του παίρνουν μέτρα για σώβρακο. Πανικόβλητος από το άδοξο τέλος που διαφαινόταν στον ορίζοντα, παραβίασε τον χρυσό κανόνα της γραφειοκρατίας («όποιος δεν κάνει τίποτα αποκλείεται να κάνει λάθος») και άρχισε να δραστηριοποιείται πυρετωδώς, να παράγει έργο, κάνοντας πράγματα που τον ξεπερνούσαν. Φανταζόταν ότι έτσι θα τον επιβράβευαν αφήνοντάς τον στο Λονδίνο για μια ακόμη θητεία. Ή για ένα χρόνο. Έστω έξι μήνες, βρε παιδί μου, κάτι ήταν κι αυτό. Όμως τι μπορούσε να κάνει ένας μικρότατος δεύτερος γραμματέας όταν είχε απέναντί του την αιωνόβια καθεστηκυία τάξη μιας αυτοκρατορίας; Πώς μπορούσε να αποκτήσει μια κάποια πρόσβαση εκεί; Από ποια θέση; Με τι μέσα; Στο τέλος θα έβγαινε και φταίχτης, θα τον έλιωναν στο χώμα σαν σκουλήκι.
«Την πάτησες, Κίσεφ, μόνος σου το ’φαγες το κεφάλι σου!» σκεφτόταν κοιτάζοντας βλοσυρά την επιστολή. Αν όμως έκανε λάθος; Έπρεπε να σκέφτεται θετικά. Η θετική σκέψη είναι η βάση κάθε επιτυχίας. Η θετική σκέψη είναι κληρονομιά του σοσιαλισμού. Άνοιξε προσεκτικά το φάκελο κι έβγαλε το επιστολόχαρτο με τρεμάμενα χέρια.
Αγαπητέ μίστερ Κίσεφ,
Η Αυτής Μεγαλειότης σας ευχαριστεί εκ βάθους καρδίας για την ευγενική πρόσκληση να παραστεί στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει η πρεσβεία σας. Δυστυχώς το επίσημο πρόγραμμα της Αυτής Μεγαλειότητος είναι ήδη ιδιαίτερα φορτωμένο, ως εκ τούτου αδυνατεί να παραστεί στις εκδηλώσεις.
Ειλικρινώς δική σας,
Μιούριελ Σπαρκ,
Δημόσιες Σχέσεις
Ο Κίσεφ διάβασε την επιστολή άλλες δέκα φορές. Και έτσι και αλλιώς, και κανονικά και ανάποδα. Το περιεχόμενο παρέμενε το ίδιο. Σήκωσε το επιστολόχαρτο στο φως και κοίταξε το υδατογράφημα στο πάνω μέρος του χαρτιού. Το μύρισε. Ένιωσε στα ρουθούνια του το λεπτό άρωμα πλούτου και εξουσίας που ανέδιδαν όλα τα αντικείμενα που έρχονταν από τον κόσμο της υψηλής κοινωνίας. Ένας βαθύς μεταφυσικός φόβος του πάγωσε την ψυχή.
Τους άγγελους κακών τους σκοτώνουν, έτσι δεν είναι;
Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ένα σγουρόμαλλο κεφάλι εμφανίστηκε για στιγμή και με την ακρίβεια επαγγελματία δολοφόνου εκτόξευσε την είδηση:
«Ήρθε ο καινούργιος πρέσβης!»
Αντίθετα με τις προσδοκίες του Βαραντίν Ντιμιτρόφ, ο οποίος αποδεικνυόταν κακός ψυχολόγος, η είδηση της άφιξής του δεν έπεσε στην πρεσβεία σαν κεραυνός εν αιθρία, αλλά πήρε άλλους δρόμους, πιο μακρινούς, ακολουθώντας περισσότερο τους ανθρώπινους νόμους παρά τους νόμους της φύσης.
Ο Κόστα Μπανιτσάροφ ήταν μια μοναχική και απελπισμένη ψυχή, απολύτως ξένη προς την ιδέα της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό να σηκώσει το ακουστικό και να ειδοποιήσει τους συναδέλφους του για τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Στην πραγματικότητα, ένας μάγειρας δεν έχει συναδέλφους. Δεν υπάρχει πιο μοναχική θέση εργασίας από τη δική του. Κάτω απ’ αυτόν δε βρισκόταν κάποιος βοηθός μάγειρα. Πάνω απ’ αυτόν βρισκόταν ο Θεός ή, ακόμη πιο φοβερό, το Τίποτα – εξαρτάται από τις πεποιθήσεις του καθενός – και ο Μπανιτσάροφ ήταν άθεος.
Γέμισε ένα πιάτο με ζεστό πατσά για τον δήμαρχο, άνοιξε δύο παγωμένος μπίρες και κάθισε δίπλα του να του κάνει παρέα. Μέχρι την αναχώρηση της πτήσης του απέμεναν λιγότερες από δύο ώρες, ο δήμαρχος όμως δεν ανησυχούσε ή, σωστότερα, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ποτέ δυνατόν να απογειωθεί το αεροπλάνο αφήνοντας πίσω μια τόσο σημαντική προσωπικότητα όπως η αφεντιά του. Συζητούσαν μεταξύ τους διάφορα, στη διάρκεια των σύντομων διαλειμμάτων ανάμεσα στις κουταλιές του δημάρχου. Ο Μπανιτσάροφ δεν αμφέβαλλε ότι ο νέος πρέσβης είχε πάει κατευθείαν στην πρεσβεία, κι αυτή η σκέψη τον έκανε να τραβάει τρυφερά την άκρη του γκρίζου γατίσιου μουστακιού του. Στις 15:30΄ ο οδηγός Μιλαντίν χτύπησε το κουδούνι της εισόδου. Ο δήμαρχος και ο μάγειρας έσφιξαν τα χέρια.
«Αν μείνεις ποτέ χωρίς δουλειά», είπε ο δήμαρχος, «έλα στην Προβάντια να με βρεις. Με τον πατσά που φτιάχνεις, αδελφέ μου, δεν πρόκειται να πεινάσεις ποτέ!»
Ο οδηγός, πάλι, δεν είχε ιδέα για τα δραματικά γεγονότα. Τα πληροφορήθηκε μόνο από τον φλύαρο συνομιλητή του, ο οποίος δεν παρέλειψε να τον συγχαρεί για το καινούργιο του αφεντικό. Και ο Μιλαντίν ήταν ύπαρξη μονόχνοτη, με αμβλυμένα κοινωνικά ένστικτα, γι’ αυτό και αποφάσισε να κρατήσει την είδηση για τον εαυτό του. Έκλεισε προληπτικά και το κινητό του. Αφού άφησε τον δήμαρχο στο Χίθροου, ο Μιλαντίν κατευθύνθηκε προς κάποια από τις αγορές του Λονδίνου.
Όταν ο Κόστα Μπανιτσάροφ έμεινε μόνος του με τον εαυτό του, έβγαλε από το πρόσωπό του τη μάσκα της αδιαφορίας και του θράσους που φορούσε πάντα όταν ερχόταν σε επαφή με άλλους ανθρώπους, κι αμέσως συνοφρυώθηκε σαν χωριάτης που βλέπει σύννεφα με χαλάζι να συγκεντρώνονται πάνω από χωράφι του. Δεν έδωσε καμία σημασία στη μουρμούρα της γυναίκας του, η οποία, ως συνήθως, έβριζε την κακιά της μοίρα.
«Μου κουβαλιούνται εδώ από του διαόλου τη μάνα, άνθρωποι του σκοινιού και του παλουκιού, τρώνε τον αγλέουρα, χέζουν, κι άντε μετά εσύ να καθαρίσεις τις βρωμιές τους!» είπε κουβαλώντας μια θεόρατη στοίβα πιάτα στην κουζίνα. «Μου έγιναν όλοι σπουδαίοι και τρανοί! Κι ο λαός από κάτω υποφέρει!»
Ήταν μια κοντή γεροδεμένη γυναίκα, με μεγάλα εργατικά χέρια και απύλωτο στόμα. Τα μάτια της, μισόκλειστα διαρκώς, κοίταζαν με θυμό και δυσπιστία την πραγματικότητα γύρω τους. Ως σύζυγος διεθνούς μάγειρα είχε γυρίσει πολλές χώρες, αλλά βαθιά μέσα της πίστευε ότι η μόνη υπαρκτή πραγματικότητα ήταν το κομμάτι γης ανάμεσα στον ποταμό Ίσκαρ και στο όρος Βίτοσα, όπου είχε γεννηθεί η ίδια. Ανεξάρτητα από το μέρος όπου βρισκόταν – το Παρίσι, το Βερολίνο ή το Λονδίνο –, εκείνη έστηνε την καθημερινότητα της οικογένειάς της σύμφωνα με αυτή την προκολομβιανή αντίληψη για τον κόσμο, δημιουργώντας πάντα μια νησίδα οικιακού πολιτισμού μέσα στις ζούγκλες της Δύσης.
Το τελευταίο διάστημα ο Μπανιτσάροφ αναρωτιόταν πολύ συχνά: γιατί, που να πάρει ο διάβολος, την είχε παντρευτεί; Ή, ακριβέστερα, γιατί, γαμώ το κέρατό του, συνέχιζε να είναι παντρεμένος μαζί της; Από τεμπελιά, αυτή είναι η αλήθεια. Βαριόταν να ψάξει γυναίκα που να την αγαπάει, γι’ αυτό και άπλωσε το χέρι κι έπιασε την πρώτη τυχούσα. Μετά βαριόταν να χωρίσει, και να που είκοσι χρόνια τώρα σερνόταν δίπλα της. Από σεξ τίποτα. Τσακώνονταν από το πρωί ως το βράδυ. Εκείνη τον περιφρονούσε. Εκείνος την περιφρονούσε. Μέσα στο μεγάλο χρονικό διάστημα που ήταν μαζί έκαναν και δύο παιδιά. Είχαν βάλει πολύ λίγα χρήματα στην άκρη – τόσο λίγα που δεν άξιζε να τα μοιράσουν.
Κατά το απόγευμα τηλεφώνησε στην πρεσβευτική κατοικία ο Τσαβντάρ Τολομάνοφ. Ζούσε εδώ και κάμποσα χρόνια στο Λονδίνο και συστηνόταν άλλοτε ως έμπορος, άλλοτε ως άνθρωπος της Τέχνης, μα στην πραγματικότητα ζούσε από κάτι άλλο, τρίτο, για το οποίο απέφευγε να μιλά. Κατά διαστήματα ο Μπανιτσάροφ τον προμήθευε φτηνά τσιγάρα, από εκείνα που προορίζονταν για το διπλωματικό σώμα, και σιγά σιγά είχαν γίνει φίλοι. Ο Τσαβντάρ Τολομάνοφ του πρότεινε κάτι που δεν το άντεχε ούτε η κατώτατου επιπέδου αισθητική του μάγειρα.
«Άκου, χτύπησα ένα γκομενάκι που θα πάθεις πλάκα άμα το δεις», τον ενημέρωσε. «Λατινοαμερικάνα! Θέλεις να σου τη δώσω να σου μιλήσει; Τη λένε Ζουλιέτ. Μόνο που δεν ξέρει γρυ βουλγάρικα, χα, χα...»
Ακουγόταν δυνατή μουσική και ο Μπανιτσάροφ υπέθεσε ότι ο Τολομάνοφ του τηλεφωνούσε από κάποιο μπαρ. Είχε πιει και, απ’ ό,τι έδειχνε, θα πρέπει να περνούσε καλά.
«Άκου τώρα, θέλω να μου κάνεις μια χάρη...» συνέχισε ο Τσαβντάρ Τολομάνοφ. «Έφυγε ο δήμαρχος; Εντάξει. Άκου τώρα – έχω πει ψέματα σ’ αυτήν τη Ζουλιέτ ότι είμαι ο πρέσβης της Βουλγαρίας. Γίνεται να τη φέρω στην πρεσβευτική κατοικία; Μόνο για ένα βράδυ, α;»
«Δε γίνεται», του το ξέκοψε ο Μπανιτσάροφ. «Ήρθε ο καινούργιος πρέσβης».
«Άντε, ρε!» απόρησε ο Μπανιτσάροφ. «Πώς κι έτσι;»
«Έτσι, στα καλά καθούμενα. Μου κουβάλησε τον κώλο του εδώ πριν από δύο ώρες», είπε θυμωμένα ο μάγειρας. «Άντε, έχω να καθαρίσω...»
«Θα μου κάνει και τον πρέσβη!» είπε από μέσα του και κατέβασε με δύναμη το ακουστικό.
Έτσι, το νέο κυκλοφόρησε. Ο Τσάβο Τολομάνοφ δεν είχε τη θωράκιση των ανθρώπων της πρεσβείας. Έβγαλε αμέσως το κινητό του – ένα εργαλείο για το οποίο αισθανόταν πολύ περήφανος – και πήρε τον πρώτο αριθμό που είδε στην οθόνη. Από την άλλη άκρη της γραμμής απάντησε μια γυναίκα που άκουγε στο όνομα Νταφίνκα Ζαξ. Η Ζαξ ζούσε από τις προσόδους του μακαρίτη του συζύγου της και είχε φήμη εύθυμης χήρας. Ρούφηξε διψασμένα το φρέσκο κουτσομπολιό και απέφυγε ευγενικά να απαντήσει στην πρόταση του Τολομάνοφ να παραστήσει την υπερήλικη πάμπλουτη θεία, η οποία θα παραχωρούσε κάποιο χώρο για τις ερωτικές περιπέτειες του ανιψιού της. Η Νταφίνκα Ζαξ διέσπειρε την είδηση σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις και η φήμη κίνησε σαν πυρκαγιά προς την πρεσβεία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υποψιαζόταν τίποτα και κοίταζε να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα με τις υποχρεώσεις της.
Στις 16:30΄ το τηλέφωνο της ιδιαιτέρας κουδούνισε και μια γλοιώδης φωνή είπε:
«Μπορείτε, σας παρακαλώ, να με συνδέσετε με τον κύριο πρέσβη;»
Η ιδιαιτέρα, η Τάνια Βάντοβα, τινάχτηκε σαν να την είχαν ζεματίσει. Γνώριζε καλά αυτήν τη φωνούλα και δεν τη συμπαθούσε καθόλου.
«Ο νέος πρέσβης δεν έχει έρθει ακόμα», είπε ψυχρά.
«Μην τον κρύβετε! Μην τον κρύβετε!» είπε γλυκά η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ξέρω από πολύ έγκυρη πηγή ότι έφτασε σήμερα το μεσημέρι. Ήθελα μόνο να τον καλωσορίσω».
«Μάλλον δε σας πληροφόρησε σωστά η έγκυρη πηγή σας», απάντησε ατάραχη η γραμματέας. «Δεν υπάρχει κανένας πρέσβης εδώ. Αντίο σας».
Στην πραγματικότητα, η Τάνια Βάντοβα δεν ήταν και τόσο σίγουρη και αποφάσισε να αφεθεί στο ισχυρό ένστικτο της γραμματέως. Ακολούθησε σύντομη συζήτηση με την πρεσβευτική κατοικία και ο Μπανιτσάροφ υποχρεώθηκε να παραδεχτεί την αλήθεια. (Ακόμη ένα μεγάλο μείον για τον μάγειρα!) Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλα τα γραφεία. Η ώρα ήταν 17:30΄. Αμέσως μετά η πρεσβεία άδειασε σαν να είχε πέσει πανούκλα.