Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα - See more at: http://www.grreporter.info/gr/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%E2%80%9C%CE%B7_%CE%B3%CE%B5%CF%86%CF%85%CF%81%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%B2%CE%B7%E2%80%9D_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CF%8C%CF%81%CE%B3%CE%BA%CE%B9_%CE%BC%CE%AF%CF%83%CE%B5%CE%B2/6121#sthash.KloeCoUU.dpuf
Ο Άλεκ Ποπόφ (γεν. 1966) έχει συγγράψει τα μυθιστορήματα „Αοποστολή Λονδίνο“, „Το μαύρο κουτί“, καθώς και μερικές συλλογές διηγημάτων. Έχει γράψει και θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο, τα οποία έχουν μεταδοθεί από την Κρατική Ραδιοφωνία της Βουλγαρίας, σενάρια για ταινίες μεγάλου μήκους και ντοκυματαίρ. Το 2001 η Κρατική Τηλεόραση της Βουλγαρίας γύρισε την ταινία "Τα ξένα βήματα" βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής διηγημάτων του „Βρώμικα όνειρα“. Είναι αντεπιστέλλων μέλος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Στα ελληνικά το μυθιστόρημά του “Αποστολή Λονδίνο” κυκλοφορεία πό τις εκδ. Κέδρος σε μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη.
Ακόμη κι όταν πετυχαίνουμε γιγάντιους άθλους στη δουλειά μας, δεν έχουμε κανένα λόγο να είμαστε αυτάρεσκοι και αλαζόνες. Η ταπεινότητα βοηθά τον άνθρωπο να προχωρήσει μπροστά, ενώ η ματαιοδοξία τον τραβά προς τα πίσω. Eίναι μια αλήθεια που πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη μας.
Μάο Τσε Τουνγκ
Χαιρετισμός προς τους αντιπροσώπους
της Όγδοης Εθνικής Συνδιάσκεψης
του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας
(15 Σεπτεμβρίου 1956)
1.
O Κόστα Μπανιτσάροφ καθόταν στην εσωτερική αυλή του σπιτιού στο Χάιντ Παρκ Γκέιτ και μετρούσε τα αεροπλάνα που περνούσαν πάνω από το Σάουθ Κένσινγκτον. Ήταν ένα ήπιο ανοιξιάτικο πρωινό με μεταβλητές νεφώσεις. Η μπιγκόνια στην άκρη της αυλής βρισκόταν σε έντονη ανθοφορία. Ο Κόστα Μπανιτσάροφ καθόταν στα σκαλοπάτια, ξυπόλητος, με το μπλουτζίν κι ένα φανελάκι. Δίπλα στα πόδια του βρισκόταν ένα μισοάδειο μπουκάλι Μπεκς κι ανάμεσα στα δάχτυλά του καιγόταν ένα ξεχασμένο τσιγάρο. Τα αεροπλάνα περνούσαν κάθε δύο λεπτά περίπου. Ο ήχος των κινητήρων τους σερνόταν για αρκετή ώρα πίσω τους, μέχρι να σμίξει με τον ήχο νέων αεροπλάνων. Είχε μετρήσει πάνω από είκοσι. Ο ήχος τους του θύμιζε τον παφλασμό των κυμάτων. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτα. Τα ρεύματα του αέρα έφερναν μυρωδιές παλιών αποτσίγαρων. Οι λεπτές κουρτίνες ανέμιζαν σαν πέπλα μεθυσμένης ηθοποιού. Στην τραπεζαρία του πρώτου ορόφου υπήρχαν ακόμα τα απομεινάρια από το φαγοπότι της προηγούμενης βραδιάς. Η ώρα πλησίαζε έντεκα, αλλά ο Κόστα δε βιαζόταν να συγυρίσει. Είχε ολόκληρο το απόγευμα στη διάθεσή του.
Εν τω μεταξύ πέρασαν τρία ακόμη αεροπλάνα.
Ένα επίμονο κουδούνισμα τον έβγαλε από τη μακάρια ηρεμία του. Στην αρχή ο Κόστα σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε δύναμη σ’ αυτό τον κόσμο ικανή να τον κάνει να πάει να ανοίξει. Κατόπιν μαλάκωσε, συνειδητοποιώντας ότι παρόμοιες διαθέσεις ήταν λανθασμένες και επιζήμιες για το βιογραφικό του. Έσβησε το αποτσίγαρο στη σχισμή ανάμεσα στα πλακάκια και σηκώθηκε άκεφα. Διέσχισε ξυπόλητος το διάδρομο. Ο τεράστιος κρυστάλλινος καθρέφτης κατέγραψε με εμφανή αντιπάθεια την αδύνατη φιγούρα του και βιάστηκε να τη βγάλει έξω από τα πλαίσια της επίχρυσης κορνίζας του. Ακολούθησαν νέοι, σύντομοι και απότομοι, ήχοι του κουδουνιού.
«Τώρα, τώρα», μουρμούρισε ο Κόστα και πρόσθεσε από μέσα του: «Βρε, βιασύνες! Που να του τον καρφώσω από πίσω, να μάθει!»
Στο κατώφλι στεκόταν ένας ψηλός συνοφρυωμένος κύριος με πρασινωπό πανωφόρι και μια βαλίτσα στο χέρι. Πίσω του ένα μαύρο λονδρέζικο ταξί έκανε μανούβρες για να βγει από το στενό δρομάκι. Για δευτερόλεπτα κοίταξαν ο ένας τον άλλο καχύποπτα.
«Ποιον θέλετε;» ρώτησε ο Μπανιτσάροφ στα βουλγαρικά.
Το μαραμένο πρόσωπο του κυρίου απέναντί του ζωήρεψε από ένα ξινό χαμόγελο.
«Είμαι ο νέος πρέσβης», είπε και κάρφωσε το βλέμμα του στα ξυπόλητα πόδια του συνομιλητή του. «Εσείς ποιος είστε;»
«Χμ, εγώ...» ψέλλισε ο Κόστα. «Είμαι ο μάγειρας». – «Ο πρώην μάγειρας;!» τον διαπέρασε ένα οδυνηρό προαίσθημα.
«Πολύ καλά», κούνησε το κεφάλι του ο πρέσβης. «Μπορώ να μπω;»
Ο Κόστα αποτραβήχτηκε μηχανικά· αισθάνθηκε ένα ρεύμα ψυχρού αέρα όταν ο άντρας πέρασε δίπλα του. Η δειλή ελπίδα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν απλώς ένα χοντρό αστείο που του είχαν σκαρώσει οι Bούλγαροι μετανάστες με τους οποίους έκανε παρέα τον τελευταίο καιρό άρχισε να εξανεμίζεται. Ο άντρας άφησε τη βαλίτσα του στο πάτωμα και σήκωσε τα φρύδια του με αηδία. Ο μάγειρας αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει κάτι πριν προλάβει να το πει ο άλλος.
«Σας περιμέναμε ύστερα από δύο μέρες», είπε με έναν τόνο ελαφριάς επίπληξης.
«Αυτό φαίνεται», πέταξε δηκτικά ο πρέσβης, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στην τραπεζαρία.
«Αν ξέραμε ότι θα ερχόσαστε σήμερα...» άρχισε να λέει ο μάγειρας.
«Άλλαξα τα σχέδιά μου», τον διέκοψε ο άλλος.
«Τότε να θυμώνεις με τον εαυτό σου, μαλάκα», είπε από μέσα του ο Κόστα Μπανιτσάροφ.