Ο Τόντορ Τόντοροβ γεννήθηκε το 1977 στη Σόφια, είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, διδάσκει και Ισλαμική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Κλήμεντ Όχριντσκι». Διδάσκει επίσης μαθήματα φωτογραφίας στο Τμήμα πολιτισμικών σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει δεκάδες επιστημονικές μελέτες, δοκίμια, άρθρα δημοσιολογικού περιεχομένου, διηγήματα, ποιήματα και φωτογραφίες. Έχει δημοσιεύσει λέξεις και εικόνες σε σειρά καθημερινών εφημερίδων, σε λογοτεχνικά περιοδικά και άλλες εξειδικευμένες εκδόσεις.
Ο Τόντοροβ είναι λάτρης και ιδεολόγος της νυχτερινής ανάγνωσης. Κρίνοντας από τη γραφή του δεύτερου βιβλίου του "Πάντα η Νύχτα“ (2012) μετά την πρώτη συλλογή διηγημάτων του „Παραμύθια για μελαγχολικά παιδιά» (2010), όπου και πάλι αφήνεται στη φαντασία να τον οδηγεί στα ίχνη ιστοριών της νύχτας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Τόντοροβ είναι και δεξιοτέχνης της νυχτερινής αφήγησης.
Τη βουλγάρικη λογοτεχνία σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Ο Θέος της Νύχτας
Εδώ και τρεις νύχτες είμαι εδώ. Δεν πιστεύω να υπάρχει διέξοδος. Και αυτό δεν έχει πιά σημασία. Το μόνο που με ενδιαφέρει τώρα είναι οι νύχτες. Πάντα οι νύχτες.
Δεν θυμάμαι γιατί είμαι εδώ, ανάμεσα σε αυτές τις άγριες φυλές. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι να τελειώνω ένα ποτήρι μαλτ ουίσκι. Boing 747. Πέρα από το τζάμι βρίσκεται μόνο ο απέραντος γαλάζιος ουρανός. Τα παγάκια χτυπάνε στο ποτήρι. Με πιάνει μια νύστα.
Όταν ξυπνάω, βλέπω τον ήλιο να βυθίζεται σε πυκνά δάση φουσκωμένα από την καταιγίδα. Ναι, δάση φουσκωμένα από καταιγίδα. Αυτές οι συνοφρυωμένες συμπαγείς εκτάσεις πράσινου που αγρίεψαν σαν να είναι έτοιμες από στιγμή σε στιγμή να εκραγούν, εκτοξεύοντας από τα ανήσυχα έγκατά τους αέρα, χάος και φρίκη πάνω σε όλο τον κόσμο. Ο ουρανός δείχνει σκοτεινός, βαρύς. Χαλύβδινος. Κάνει κρύο.
Ζω ανάμεσα σε πρωτόγονα αρώματα. Μπόχα περιττωμάτων, σαπισμένων φρούτων, ιδρώτα. Φρέσκου αίματος. Η ζωή στην ωμή της εκδοχή. Στο πρωτότυπο.
Το πρώτο βράδι μου φέρνουν, τυλιγμένα σε ρολό, πολύχρωμα αποξηραμένα φύλλα. Το ρολό είναι γεμάτο παχύρρευστο καφέ μείγμα, που μοιάζει με ζάχαρη. Αφού το ανάψουν, τραβάω μια τζούρα και το κεφάλι μου γεμίζει καπνό. Παρακολουθώ τα γυμνά βρώμικα κορμιά των ιθαγενών και μου φαίνονται όλο και πιο έκφυλα. Ακούω τον υπόκωφο γδούπο της γης, ενώ εκείνοι χοροπηδούν τριγύρω, και ύστερα με ευκολία αρχίζω να ανυψώνομαι. Η πτήση μου είναι ήσυχη, νυχτερινός κύκλος στον ουρανό, αργά βουτάω το κορμί μου στα δροσερά σύννεφα. Βλέπω τη σχάση των κυττάρων, την ηλεκτρική αύρα των μορίων, τη ζωή, τις αρτηρίες στις οποίες βράζει το αίμα, την οργή, την επιθυμία, τα κοιμισμένα, κρυμμένα μες στη γη μυαλά, από τα οποία την άνοιξη φυτρώνουν γάλανθοι, θάνατος στην καρδιά του ήλιου, μάτια που κλέβουν, βλέπω την ταχύτητα του σπέρματος, τον άγγελο του θανάτου, τη γέννηση της γης και την κρυφή αλχημεία του ύπνου, έρωτα και φρίκη παντού κάτω από τη σκέπη της νύχτας.
Όταν ξυπνάω, νιώθω έναν υπόκωφο πονοκέφαλο, το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος και έχω κορακιάσει. Ευτυχώς ανακαλύπτω δίπλα στο κεφάλι μου ένα πήλινο αγγείο γεμάτο γάργαρο κρύο νερό. Ξεδιψάω και ξαναπέφτω για ύπνο κάτω από τις πυκνές, κίτρινες ακτίνες ενός τροπικού ήλιου.
Την ώρα του δειλινού κάνω την πρώτη μου απόπειρα απόδρασης. Τότε ακόμα δεν ξέρω πως θα είναι και η τελευταία. Ανοίγω δρόμο ανάμεσα σε φτέρες, κοκκινωπούς θάμνους, αγκαθωτά δέντρα και βαλτωμένες λιμνούλες. Μετά από μισή ώρα περίπου το λυκόφως αρχίζει να γίνεται πιο πηχτό. Ακόμα αίσθανομαι σαν κάποιος να με ακολουθεί κατά πόδας. Βυθίζομαι στον ωκεανό της ζούγκλας, με ζώνουν υγρασία και κρύο και αρχίζω με νοσταλγία να αναπολώ τους ασχημομούρηδες ιθαγενείς, τις ζεστές τους φωτιές και τα τυλιγμένα σε ρολά πολύχρωμα φύλλα τους, γεμάτα ζάχαρη και φεγγαρόσκονη, από τα οποία το μυαλό αδειάζει, συνουσιαζόμενο με τη νύχτα. Γύρω μου τεράστιες σαρκοβόρες νυχτοπεταλούδες καταβροχθίζουν πουλιά και με τη σειρά τους τρώγονται από γιγάντια σαρκοβόρα λουλούδια, που ξύπνησαν από το σκοτάδι και τη μυρωδιά της νύχτας. Εξακολουθώ να περπατώ κάτω από τα θέλγητρα του φυσικού καννιβαλισμού που σε τσακίζουν. Παντού τρομαγμένα ζωϊφια με διεσταλμένα από το σκοτάδι μάτια ραμφίζουν με το κεντρί τους τη σάρκα των πλησίων τους. Η φύση αυτοκαταβροχθίζεται. Φυσικά, χάνω κάθε ελπίδα αφού για άλλη μια ώρα ανοίγω δρόμο ανάμεσα στις λόχμες από εφιάλτες και στο τέλος βρίσκομαι και πάλι μπροστά στη φωτιά, με την οποία η φυλή μου ανάβει τα χόρτα της νύχτας. Εξουθενωμένος, αφήνω το κορμί μου να σωριαστεί χάμω και για ώρα πολύ παρατηρώ προσηλωμένος τον μαύρο ουρανό.
Οι άγριοι ιθαγενείς δεν μιλούν. Η ζωή τους μοιάζει πιο πολύ εκείνη των λουλουδιών, των χόρτων, του καπνού των βοτάνων τους, του κρότου της βροντής, τα τυφλά μάτια νυχτοπεταλούδας. Εκείνοι δεν ζουν στη φύση σαν να είναι σε κάποιο νησί. Εκείνοι είναι οτιδήποτε είναι και αυτή. Η κάθε αστροφεγγιά, η κάθε σταγόνα δηλητήριο. Είναι μέσα σε αυτήν, κλεισμένοι σαν σε μήτρα, οργανικά, και η ζωή τους ξεχειλίζει από τα έγκατά της, όπως το αίμα ρέει στις φλέβες. Με σκληρότητα και συνάμα εντελώς αθώα.
Ελάχιστοι από αυτούς βγάζουν αρθρωμένες κραυγές, αλλά πρόκειται πιο πολύ για ρυθμό, για μαντάλα επαναλαμβανόμενων τόνων, παρά για αληθινές λέξεις. Αυτοί είναι οι σοφοί γέροντες της φυλής, οι σαμάνοι που ψέλνουν με τις ώρες μόλις νυχτώσει, ενώ καπνίζουν τα έξυπνα χόρτα τους μπροστά στο απολιθωμενο βλέμμα των πρωτόγονων συντρόφων τους.
Και την ημέρα σε γενικές γραμμές δεν συμβαίνει τίποτα. Εκτός από την καυτή ζέστη. Που πυρπολεί, που θερίζει. Και μια προσμονή νύχτας.
Το τρίτο βράδυ μου φέρνουν την πιό όμορφη κοπέλα της φυλής, σκουρομάλλα Ινδιάνα με μελαχροινή επιδερμίδα και μαύρα υγρά μάτια. Οι ιθαγενείς ανάβουν φωτιές, καπνίζουν χόρτα και προφανώς περιμένουν να την κάνω δική μου. Εγώ δεν περιμένω. Αρχίζω να δαγκώνω τα σκουρόχρωμα όμορφα στήθη της, ανοίγω τους μηρούς, τα γόνατα, τα χείλη της. Ενώ της κάνω έρωτα, νιώθω πως ο κόσμος περιστρέφεται γύρω μου, είμαι ο άξονας της γης, το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, ο σταυρός των πάντων, το τοτέμ και το ταμπού. Εκείνη βογκάει και χτυπιέται δεξιά κι αριστερά, ενώ εγώ σπρώχνω ακόμα πιο δυνατά, προϊστορικά. Δε βιάζομαι, αφήνομαι να διαλυθώ μέσα της, στο υγρό εσωτερικό της, βυθισμένος για μια στιγμή στην αιώνια νύχτα της αόρατης κοσμικής μήτρας. Μιάς και πάτησα για λίγο στη στενή νήσο των μακάρων, αναπάντεχα και ταυτόχρονα θυμάμαι πως η θάλασσα πλένει τα πόδια μου, τον ψίθυρο του αφρού της θάλασσας και τη βελούδινη σιωπή της χειμωνιάτικης ορεινής νύχτας. Έκρηξη μικρού μήκους των αισθήσεων. Η εκστατική ανάμνηση κρατάει στιγμιαία. Ύστερα όλα τυλίγοναι σε φλόγες, το μόριό μου σπάργει μέσα της σαν εντελβάις, ενώ χύνω παρατεταμένα και άφθονα.
Την επόμενη την περνώ με ξεκούραση. Μου προσφέρουν ζωμούς, κάτι αρωματικά αφεψήματα και ζουμερά σαρκώδη φρούτα. Μου αρέσει. Το σκέφτομαι να γίνω ο τοπικός θεός. Ο θεός της νύχτας. Τα φύλλα μπλαβίζουν, ενώ ο ήλιος βυθίζεται δυτικά, κατεβαίνει ο μανδύας του σκότους. Ονειρεύομαι ξανά τη νύχτα.
Τέταρτο βράδι. Οι ιθαγενείς μαζεύονται γύρω από την τελετουργική φωτιά, εισπνέουν αναθυμιάσεις φιδίσιων μανιταριών και μωβ φλοιούς δέντρων, που σιγοσβήνουν στις φλόγες. Τα μάτια τους πάλλονται, το βλέμμα τους βουβαίνεται, ωχρά πρόσωπα μες στο σκοτάδι, μακριά κοκκαλιάρικα δάχτυλα, ινδιάνικη μαγεία, μαύροι ίσκιοι, μαύρη νύχτα, μαύρα μυαλά. Με δένουν σε κάτι ξύλινα σανίδια, τα οποία σηκώνουν προς τις εκμαυλιστικές γλώσσες της φωτιάς. Για μένα έχουν ετοιμάσει φαρδιά σχεδία την οποία χαμηλώνουν πάνω στις φλόγες. Για μια στιγμή το μάτι μου παίρνει την κοπέλα της προηγούμενης νύχτας – τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω, το δέρμα της καθαρό, тα μάτια λάμπουν μέσα στο σκοτάδι. Στη μήτρα της κουβαλάει θεότητα.
Ναι, εγώ είμαι ο θεός της νύχτας. Αφήνομαι στα χέρια εκείνων των ζώων.
Είναι ώρα για το δείπνο.
Food Drop[1]
Ο Θρύλος του Σεν Μπρε
Τη νύχτα της 14ης Απριλίου του 1944 πάνω από τη μικρή νότια πόλη του Σεν Μπρε, που κοιμόταν στις σκιές των βουνών, άρχισαν να βρέχουν βαλίτσες. Όλες, ουδεμιάς εξαιρουμένης, ήταν χρώματος πορτοκαλί, με γκρι σιδερένια επένδυση, χωρίς επιγραφή, αριθμό ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό. Η εμφάνισή τους προκάλεσε μια σειρά από αινιγματικά και ανεξήγητα γεγονότα για τα οποία οι κάτοικοι, πάνω από ένα φλιτζάνι τσάι ή μια κρύα λεμονάδα, αφηγούνται μέχρι και σήμερα. Τα αεροπλάνα από τα οποία ρίχτηκαν οι προαναφερόμενες βαλίτσες, πέταξαν γρήγορα και ψηλά πάνω από τα νυσταγμένα σπίτια, δίχως να γίνουν καν αντιληπτά μες στη νυχτερινή ομίχλη.
Η τοπική εφημερίδα Le Telegram de Saint Bre ενημέρωνε σχετικά με τις ρίψεις τροφίμων. Έτσι οι Άγγλοι αξιωματικοί αποκαλούσαν τα κουτιά με τρόφιμα και την ανθρωπιστική βοήθεια που έριχναν τα αεροπλάνα. Στην προκειμένη περίπτωση του φανταστικού και απομονωμένου από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τα κατσάβραχα και την ιστορία Σεν Μπρε, όπου στη διάρκεια του πολέμου η ζωή δεν είχε καν κουνήσει το δαχτυλάκι της. Ως συνήθως. Το ανώμαλο του εδάφους έκανε αδύνατο το συναπάντημα αέρηδων.
Ο χρόνος ποτέ δεν χόρευε στο Σεν Μπρέ.
Οι άνθρωποι ζούσαν ευθυγραμμισμένα, σε μια γεωμετρική αποχαύνωση, τακτοποιώντας τη ζωή τους σε κουτιά, στα οποία επιμελώς βάζανε επιγραφές, τα συγκέντρωναν και ύστερα τα τοποθετούσαν σε ντουλάπια, συρτάρια ή τα φύλαγαν σε σοφίτες και σκοτεινά υπόγεια. Μερικά από τα κουτιά ποτέ δεν έβλεπαν το φως της ημέρας επειδή οι ιδιοκτήτες τους κρυφά και μετά τα μεσάνυχτα τα πετούσαν στο βάλτο ή τα θάβανε στη γη, είτε από φόβο, είτε από ντροπή. Άλλα, με προσεκτικά γραμμένες ετικέτες, διακοσμούσαν τα σαλόνια και ανοίγονταν και επιδεικνύονταν με την κάθε δοθείσα ευκαιρία. Σε παλιές κιτρινιασμένες κούτες έως και μικρά σκουριασμένα κουτάκια, που έμοιαζαν με ταμπακέρες – η ζωή συσσωρεύονταν παντού. Οι μέρες εδώ θύμιζαν δρομολόγια τρένου – ακριβή, γνωστά σαν μια επαναληπτική ηχώ και με προαγγελθέντες σταθμούς, πριν ακόμα να έχει πουληθεί το πρώτο εισιτήριο.
Όμως, το κρύο ανοιξιάτικο πρωϊνό της 15ης Απριλίου, εντελώς απρόσμενα, το Σεν Μπρέ ξημέρωσε περιλουσμένο με πορτοκαλί βαλίτσες, οι οποίες θα άλλαζαν ανεξήγητα και απότομα τα πάντα. Λεία μεταλλική επιφάνεια. Τρόφιμα. Χωρίς ετικέτες. Είχαν πέσει σχεδόν παντού – μπροστά στο δημαρχείο, στους δρόμους, στις πίσω αυλές, στα στουπιά και στα λιβάδια. Μερικές βαλίτσες βρέθηκαν στο κοιμητήριο και στους σιδερένιους πυργίσκους του καμπαναριού.
Όταν ο ιερέας της Νοτρ Νταμ ντε Σεν Μπρε ξύπνησε με μια πορτοκαλί βαλίτσα και πήρε το πρωϊνό του, δεν μπορούσε καν να υποψιαστεί τα απρόβλεπτα γεγονότα που θα συνέβαιναν, σαν από μια αποφασιστική τροπή της τύχης μόνο μια ώρα αργότερα. Δεν μπορούσε να ξέρει πως με φυσιολογικές και μετρημένες κινήσεις θα έκοβε με τσεκούρι ένα κομμάτι ξύλο από τον επικίνδυνα υψηλό σταυρό στην παλιά εκκλησιά του χωριού για να σκαρφαλώσει ως το παράθυρο του μικρού δίπατου σπιτιού, όπου ζούσε η γαλατού, και με δάχτυλα πασαλειμμένα με μαρμελάδα από μαύρα σύκα θα της πρόσφερε τη ζωή του. Όχι μέσα σε κουτί.
Ο γέρος δικαστής του Σεν Μπρε αναγκάστηκε να ακούσει τη μαρτυρία ενός άξεστου μουστακαλί εργάτη στα χωράφια, που είχε πνίξει το μυαλό του σε πιπεράτο γιαχνί, το οποίο είχε βρει σε μία από τις βαλίτσες και για το οποίο ισχυριζόταν πως ήταν γκούλας από πατούσα αρκούδας, από το οποίο η τρέλα φυτρώνει σαν λεπτή τρίχα πάνω σε φαλακρό κεφάλι. Για τον γέρο άνδρα, που μοίραζε δικαιοσύνη, αυτό δεν ήταν το μόνο συναπάντημα με την παραφροσύνη εκείνο το πρωί – ο ίδιος ο γείτονάς του, ο αξιοσέβαστος γιατρός, αναμαλλιασμένος και μπερδεμένος, όπως είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, εγκατέλειψε άρον-άρον την πόλη αφού, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, είχε φάει μέχρι σκασμού πιπέρι από συκώτι χελώνας που βρήκε στην πορτοκαλί βαλίτσα μπροστά στην πόρτα του. Ο δικαστής, όμως, δεν εντυπωσιάστηκε πολύ από αυτό και από άλλα παρόμοια περιστατικά. Γρήγορα έκλεισε τις υποθέσεις του, ήπιε ένα ποτήρι κρασί από αχλάδι και βυθίστηκε σε μεσημεριάτικο καλοκαιρινό ύπνο. Από τότε που είχαν φτάσει μες στις βαλίτσες, εκείνος φύλαγε τα μεταλλικά μπουκαλάκια με το υπόξινο κεχριμπαρένιο υγρό στο ψυγείο, το μεσημέρι κλείδωνε την πόρτα, διέκοπτε τις ακροάσεις, έπινε ένα ποτήρι από το ελαφρύ κρασί και νανουριζόταν με έναν ελαφρύ και συνεχή ύπνο.
Στα όνειρά του έβλεπε γυναίκες – με κοντά καλοκαιρινά φορέματα, με πτυχωτές παλιομοδίτικες φούστες, με τα εσώρουχά τους μόνο, αλλά πιο συχνά γυμνές. Γυμνές και ανατριχιασμένες. Λεπτές ή με καμπυλωτούς γοφούς, με λευκή ή μελαχρινή, τσιγγάνικη, επιδερμίδα, κορμιά με γεύση που ξεραίνει το στόμα. Στην αρχή έβλεπε στον ύπνο του όλες τις ερωμένες που είχε κάποτε στη ζωή του, και έκανε έρωτα παθιασμένα και αχόρταγα μαζί τους – ξανά και ξανά. Ύστερα άρχισε να επισκέπτεται στον ύπνο του τις γυναίκες στο Σεν Μπρε. Τη στιγμή που τελείωνε το τελευταίο μπουκάλι κρασί, είχε ήδη αποκτήσει άγνωστες ερωμένες σε όλη τη Γαλλία, στις οποίες αφιέρωνε τα ατελείωτα ζεστά του απογεύματα.
Όλη η πόλη είχε καταληφθεί από ένα φανταστικό πυρετό, ανεξήγητη διέγερση εισέρρεε ανεπαίσθητα σαν ζωοδόχος αέρας στις αρτηρίες και όλα έμοιαζαν ασυνήθιστα, σαν να είχαν πάρει το σχήμα και την αίσθηση πτήσης. Οι άνθρωποι αιωρούνταν σαν να ήταν σε ενύπνια κατάσταση, καταλημμένοι από μια ευτυχή τρέλα και κάποια απόλυτα ξεκάθαρη, όμορφη και στερούμενη κάθε σκοπού παραφροσύνη.
Πηδιόντουσαν. Πηδιόντουσαν παντού και με όλους. Όλοι. Εκατοντάδες, χιλιάδες κορμιά ανακατεύονταν, μπλέκονταν, διείσδυαν το ένα στο άλλο – στην πλατεία, μπροστά στη μονή του «Αγίου Αναστασίου», στα ήσυχα πίσω δρομάκια, ανάμεσα στη μυρωδιά στενών κουζινών και πάνω από τον πάγκο του κρεοπωλείου που έσταζε αίμα. Πηδιόντουσαν με αχόρταγη σκληρότητα και σε οδυνηρή παραζάλη που κρατούσε μέρες. Ήταν ελεύθεροι. Και όλα ήταν αλήθεια. Για πρώτη φορά. Έτρωγαν τον αγλέορα και πηδιόντουσαν.
Ο θάνατος δεν επισκέφτηκε το Σεν Μπρε ούτε μία από αυτές τις μέρες.
Κανενός δεν του κάηκε καρφάκι και όταν τα δύο αδέρφια, γιοι του Έλληνα γαιοκτήμονα Ιγνάτιου, κορεσμένοι από τα ζουμερά φρούτα τα οποίο ο ουρανός τους χάρισε εκείνη τη σκοτεινή ανοιξιάτικη νύχτα, άρχισαν να κάνουν έρωτα άγρια και με εγκληματική λύσσα (настървение) χάμω στη γη, στο στάβλο, δίπλα στα ζώα, ανάμεσα στη μυρωδιά γάλακτος, κοπριάς και σανού. Προσωπικά ο ιερέας τους ευλόγησε και πασάλειψε τα κορμιά τους με γλυκό από μαύρα σύκα.
Ούτε μίλησε κανείς, όταν άφησαν τους φυλακισμένους ελεύθερους και εκείνοι έβαψαν όλη την πόλη, σπίτι-σπίτι, με νέα χρώματα – με χρώματα που κάνουν τα μάτια να ξυπνήσουν. Στην πολύχρωμη και διαπεραστική αίγλη του αδύνατου.
Μάλιστα, τώρα το Σεν Μπρε έλαβε ανθρωπιστική βοήθεια. Ύστερα απόμειναν μόνο οι άδειες πορτοκαλί βαλίτσες, μερικές από τις οποίες μπορείτε να βρείτε και σήμερα στα πατάρια των παλιών σπιτιών. Φύλλα της τοπικής εφημερίδας της εν λόγω εβδομάδας λείπουν.
Κανείς δεν κατάλαβε από πού είχαν έρθει, ούτε ποτέ είδε τα μυστηριώδη αεροπλάνα που πέρασαν σαν άγγελοι από τον νυχτερινό ουρανό του Σεν Μπρε στις 14 Απριλίου του 1944.
Για τη Νυχτερινή Ανάγνωση
Η νυχτερινή ανάγνωση. Εκείνη που συντελείται τη νύχτα. Τις νυχτερινές ώρες. Όταν όλοι κοιμούνται. Ή όχι εντελώς. Θα βρω καταφύγιο στις ώρες αυτές, θα τις κλέψω από τα ονειρικά μου φαντάσματα, από το χαλαρωμένο και μαλακό ιδρωμένο σώμα μου στο οποίο δήθεν ανήκουν οι ώρες αυτές, θα του τις αφαιρέσω, θα καταστρατηγήσω αυτό του το δικαίωμα… Μάλιστα, ο νυχτερινός αναγνώστης μοιάζει με εγκληματία, σιωπηλός, ύποπτα σιωπηλός και προσεκτικός. Μοιάζει με τον κλέφτη και με εκείνο που δεν τον πιάνει ύπνο και ρουφάει το λόγο σαν αίμα στον ίδιο του το σπίτι, στην ίδιά του τη νύχτα. Η δικιά μου η νύχτα είναι ο χρόνος όπου συντελείται η νυχτερινή ανάγνωση, σαν κάποια άκρως προσωπική υπόθεση. Το προϋποθέτει η ίδια νυχερινότητα – τόσο νυχτερινό είναι αυτό που κάνω – αλλά και ο χαρακτηριστικός τόπος – το κρεβάτι. Το διάβασμα την ημέρα είναι κάπως λιγότερο δεσμευτικό, μπορεί να είναι και δημόσια πράξη,να γίνεται σε διάφορα μέρη, ενώ τρως, ενώ περιμένεις, ενώ ταξιδεύεις… Η νυχτερινή ανάγνωση είναι γεγονός από μόνη της. Εδώ δεν υπάρχει «ενώ κάνεις κάτι άλλο“. Θέλω να παραμείνω στην ίδια την ανάγνωση, στο φως της λάμπας της νύχτας, το οποίο δεν με αφήνει μόνο. Με το βιβλίο. Και αυτό είναι όλο. Τα υπόλοιπα είναι σκότος. Ησυχία. Όνειρο. Όμως εγώ είμαι συνεπαρμένος από το γεγονός αυτό, είμαι συνεπαρμένος από την ίδια τη νυχτερινότητα των πραγμάτων, του βιβλίου, του εαυτού μου! Επειδή στην περίπτωση αυτή, στον χρόνο που έχω οικειοποιηθεί, που έχω παραβιάσει όμοια με αλλόκοτο κλέφτη, εγώ δεν είμαι απλώς ένας αναγνώστης. Είμαι ένας νυχτόβιος. Κατοικώ σε αυτό το χρόνο και σ’ αυτό το χώρο, γνωρίζω τα κατατόπια του. Είμαι συνεπαρμένος από την τελετουργικότητα των μικρών ωρών, από τα πράγματα και τις πράξεις που συνοδεύουν τη νυχτερινή ανάγνωση. Το ρολόι δίπλα στο κεφάλι μου, που μετράει τον αόρατο αυτό ρυθμό (κάθε νυχτόβιος γνωρίζει πόσο διαφορετικός είναι), το κομοδίνο, η γεωγραφία του κομοδίνου, το υποχρεωτικό μικρό πορτατίφ, οι σκιές που τρεμοπαίζουν εδώ και εκεί… Ένα ποτήρι με ζεστό τσάι ή σοκολάτα συνιστώνται επίσης.
Η ίδια η παρουσία του βιβλίου τη νύχτα είναι πιό μαγική. Η νυχτερινή ύπαρξη του βιβλίου είναι ασυνήθιστη. Διεκδικώντας τον από το σκοτάδι του ύπνου, η ανάγνωση κατακτά το μικρό μας χώρο. Ο χώρος το αποδέχεται. Μαζί με την κούραση της ημέρας, τη θλίψη ή την ανησυχία, τους φόβους – όλα όσα είμαστε πρόθυμοι να ανταλλάξουμε έναντι των δώρων της νυχτερινής ανάγνωσης.
Την ημέρα αλλάζει τσάντες, αλλάζει χέρια, ελαφρώς τσαλακωμένο, με τις σελίδες τσακισμένες, εκτεθειμένο, το βιβλίο είναι αντικείμενο. Και βρίσκεται στην εμπράγματη ύπαρξή του. Τη νύχτα κουρνιάζει βολικά, του έχει επιτραπεί η πρόσβαση στον εντελώς ιδιωτικό μου χώρο, στο κρεβάτι μου, στην ίδια μου τη νύχτα, κρυμμένο από τα βλέμματα, κρυφό, φανερώνεται σε μένα όπως οι μάγισσες που εμφανίζονται τη νύχτα – κρυφές, αλλά ορατές- τόσο απίθανες και αληθινές. Φωτισμένο απαλά, προσεκτικά από το μειλίχιο φως του πορτατίφ, εκείνο βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, η νύχτα περπατάει γύρω του στις μύτες των ποδιών. Υπάρχουν βιβλία που πρέπει να διαβάζονται μόνο στο φως του πορτατίφ, μόνο τη νύχτα, ειδάλλως δεν θα τα κατανοήσουμε, δεν θα μας αφήσουν να τα προσεγγίσουμε. Ενώ υπάρχουν και άλλα, τα οποία ποτέ, μα ποτέ δεν πρέπει να διαβάζετε τη νύχτα, θα σας καταβροχθίσουν, θα σας στερήσουν τον ύπνο, αφήνοντάς σας καταπονημένους και κουρασμένους κάπου ανάμεσα στις αράδες τους. Έτσι το διάβασμα θα φαινόταν σαν κουραστικό και εφιαλτικό παραλήρημα. Υποθέτω, πως είναι δυνατή μια τέτοια «αλά μπόρχες» τυπολογία των βιβλίων, ανάλογα με τη „νυχτερινότητά τους”. Εικάζω επίσης, πως πρέπει να είσαι σε ένα βαθμό φετιχιστής, για να „αφεθείς” στο βιβλίο με την έννοια αυτή για την οποία γίνεται λόγος. Να έχεις τη συναίσθηση του βιβλίου. Όλο σκέφτομαι, πως στη νυχτερινή ανάγνωση υπάρχει κάτι παραπάνω από ανάγνωση – πως συμβαίνει κάποια μύηση, κάποια παράδοση, αφοσίωση σε χρόνο, τόπους, συνήθειες, κάτι που θυμίζει τους κανόνες μιας τελετουργίας. Η ανάγνωση σαν τελετουργική μύηση.
Η ανάγνωση τη νύχτα είναι αφύπνιση, είναι παραλήρημα, είναι έκσταση έξω από την ομαλότητα των ωρών και από τις πρακτικές της ομαλότητας, βίωμα εκείνου του αλλιώτικου που έχει το βιβλίο, και που συμβαίνει μόνο τη νύχτα. Επειδή την ημέρα απλά δεν είναι ορατό.
Η νυχτερινή ανάγνωση είναι γεγονός.
Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
[1] Ο τίτλος του διηγήματος στο πρωτότυπο είναι Food Drop και παραπέμπει στις ανθρωπιστικές αποστολές ρίψης τροφίμων των Συμμάχων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. - ΣτΜ