φωτογραφίες www.novini.bg, www.dnevnik.bg
Φέτος παρατηρείται το υψηλότερο επίπεδο της διοικητικής διαφθοράς και της πίεσης της διοικητικής διαφθοράς από το 1999 και μετά, σύμφωνα με την παραδοσιακή έκθεση του Κέντρου για τη Μελέτη της Δημοκρατίας. Η μελέτη έδειξε ότι το 29,3% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας, ή 1,9 εκατομμύρια πολίτες έδωσαν χρήματα, δώρα ή χάρες σε διάφορες συναλλαγές που είχαν με τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα κατά το τελευταίο έτος.
Κύριος εμπνευστής των διεφθαρμένων συναλλαγών στις οποίες οι πολίτες ομολογούν ότι συμμετείχαν, είναι η διοίκηση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι πολίτες δίνουν «κάτι», αν αυτό ζητηθεί.
Σύμφωνα με την έρευνα, μέχρι στιγμής η περίοδος της σχετικά ταχείας πτώσης του δείκτη αυτού ήταν το 2000-2004. Μεταξύ 2009-2012, ως αποτέλεσμα της αύξησης των διοικητικών και ποινικών κατασταλτικών μέτρων η διοικητική διαφθορά έφτασε τα χαμηλότερα παρατηρούμενα επίπεδα. Μετά το 2012 υπήρξε μια αύξηση, και το επίπεδο του 2014 είναι το υψηλότερο για όλη την περίοδο παρακολούθησης των 15 ετών της μελέτης, συμπεραίνουν οι συγγραφείς.
Το επίπεδο της διαφθοράς υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο που παρατηρείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θέσει τη Βουλγαρία στην ομάδα των χωρών που έχουν σοβαρό πρόβλημα με τη διαφθορά, τονίζεται στην έκθεση.
Οι κυβερνήσεις καταπολεμούν τη διαφθορά ένα-δύο χρόνια
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, στο σύστημα και το μοντέλο διαχείρισης του κράτους λείπουν βιώσιμοι μηχανισμοί για την καταπολέμηση της διαφθοράς μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. "Κάθε διαδοχική κυβέρνηση χρησιμοποιεί ρητορική εναντίον της διαφθοράς και πίεση κατά την έναρξη της θητείας της, η οποία για μια περίοδο 1-2 ετών υποχωρεί στις παλιά καθιερωμένες μορφές διεφθαρμένης συμπεριφοράς, πολιτικής ευνοιοκρατίας και πελατειακών σχέσεων" δείχνει η ανάλυση.
Ηθική εναντίον της λογικής
Οι πολίτες απορρίπτουν ηθικά τη διαφθορά, αλλά η πραγματική συμπεριφορά τους είναι υπέρ της διαφθοράς, δηλώνουν από το Κέντρο για τη Μελέτη της Δημοκρατίας. Σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από διεφθαρμένες σχέσεις η πλειοψηφία των πολιτών (70%) παρουσίασαν υψηλή και μέτρια τάση να συμμετάσχουν σε διεφθαρμένες συναλλαγές. Κατά την περίοδο μετά το 2001 το ποσοστό των ανθρώπων που δεν είναι επιρρεπείς σε κανένα συμβιβασμό με τη διαφθορά αυξάνεται από το 25% έως το 33% του πληθυσμού της χώρας.
Το 94% των Βουλγάρων αναμένουν να τους ζητήσουν «κάτι»
Ο βασικός λόγος για τη συμπεριφορά των πολιτών υπέρ της διαφθοράς είναι ότι η διαφθορά διαπερνά όλους τους θεσμικούς τομείς, όπου οι σχέσεις αυτές έχουν πρακτικό νόημα. Οι διαστάσεις της είναι αρκετά μεγάλες για να είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της σχέσης μεταξύ των πολιτών και της διοίκησης, λέει η ανάλυση.
Η άποψη πως η διοίκηση αναμένει να λάβει πρόσθετα οφέλη για τις υπηρεσίες της αλλάζει προς το χειρότερο με την πάροδο του χρόνου - αν το 2001 περίπου το 79% των πολιτών πίστευαν ότι είναι πιθανό να ασκηθεί πίεση διαφθοράς εναντίον τους, στη συνέχεια, το 2014, σχεδόν όλοι (94%) αναμένουν να τους ζητήσουν «κάτι».
Εκατό άτομα καταδικάζονται ετησίως, έναντι εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεις διεφθαρμένων συναλλαγών μηνιαίως
Τα επίπεδα της διαφθοράς στη Βουλγαρία καθιστούν λιγότερο αποτελεσματική την ποινική προσέγγιση, αναδεικνύει η μελέτη. Οι πόροι του συστήματος επιβολής του νόμου είναι σαφώς ανεπαρκείς, και μετά το 1989 ο αριθμός των καταδικασθέντων κυμαίνεται μεταξύ 100-150 ετησίως, ενώ οι περιπτώσεις διαφθοράς που ομολογούνται από τους πολίτες ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες το μήνα.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι απορρίπτουν ηθικά τη διαφθορά, αλλά τείνουν να συμμετέχουν σε τέτοιες σχέσεις δείχνει ότι η βουλγαρική κοινωνία έχει ένα διαρθρωτικό πρόβλημα. Η διαφθορά έχει γίνει κανόνας και τιμή ενός σημαντικού μέρους των διοικητικών υπηρεσιών. Ο βαθμός της αποτελεσματικότητάς της ως εργαλείο για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων στον τομέα των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά την περίοδο μετά το 2008.
Τα εποπτικά όργανα είναι τα θύματα της πίεσης
Η εφαρμογή των υφιστάμενων νόμων για την καταπολέμηση της διαφθοράς συναντά σημαντικές δυσκολίες. Υπάρχουν συνεχείς προσπάθειες για πολιτική και οικονομική επίδραση πάνω στα εποπτικά όργανα, καθιστώντας τις δράσεις τους επιλεκτικές και συχνά επιδεικτικές. Αυτό υπονομεύει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των ενεργειών του δικαστικού συστήματος και της αστυνομίας, επειδή και οι δύο αγωνίζονται ταυτόχρονα και για την επίτευξη μεγαλύτερης διαδικαστικής αποτελεσματικότητας στην ανίχνευση των διεφθαρμένων αδικημάτων και για την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσα στις ίδιες τις τάξεις τους, τονίζουν οι συγγραφείς.
Σύμφωνα με αυτούς, παρόλο που η διαφθορά αφορά κυρίως θεσμούς που διαθέτουν σημαντικούς πόρους και διακριτική ευχέρεια, μετά την ανάληψη της εξουσίας κάθε καινούρια κυβέρνηση ξεκινάει με αλλαγές των διοικήσεων ακριβώς σε αυτούς τους θεσμούς. Σκοπός των αλλαγών δεν είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος και η μείωση της πίεσης της διαφθοράς, αλλά η επιβολή πολιτικού ελέγχου επί ορισμένων δραστηριοτήτων και τομέων. Οι προσπάθειες των διαφόρων μερών του συστήματος ελέγχου της κοινωνίας υπονομεύονται συνεχώς από την πίεση διαφθοράς από κάτω (πολίτες και επιχειρήσεις) και πάνω (πολιτική τάξη).