Ο Ιππέας της Μάνταρα αποτελεί ένα από τα πρώτα ιστορικά σύμβολα που μαθαίνουν τα παιδιά στη Βουλγαρία, από πολύ μικρή ηλικία. Το χωριό Μάνταρα στη βορειοανατολική Βουλγαρία έγινε γνωστό κυρίως χάρη στο πασίγνωστο και μοναδικό στην Ευρώπη πέτρινο ανάγλυφο – τον Ιππέα της Μάνταρα – το σύμβολο του νέου βουλγαρικού κράτους. Το ανάγλυφο ο Ιππέας της Μάνταρα λαξευμένο πάνω σε έναν βράχο σε ύψος 23 μέτρων από τη βάση του, αποτελεί μια ενιαία σύνθεση με έναν ιππέα στο κέντρο, ένα σκύλο που τρέχει, ένα λιοντάρι και τρεις ομάδες επιγραφών. Ο ιππέας, σε φυσικό μέγεθος, έχει στραφεί προς τα δεξιά, η στάση του είναι θριαμβευτική. Σκοτώνει με το δόρυ του το λιοντάρι το οποίο κείτεται κάτω από τα μπροστινά πόδια του αλόγου.
Η σκηνή παρουσιάζεται με μεγαλοπρέπεια, χωρίς δραματικότητα και περιττές λεπτομέρειες. Απεικονίζει σημαντικά ιστορικά γεγονότα και μας αποκαλύπτει την κατάσταση της πρώιμης μεσαιωνικής βουλγαρικής πλαστικής τέχνης. Η σύνθεση του αναγλύφου της Μάνταρα συμπληρώνεται με τρεις ομάδες επιγραφών. Η μία βρίσκεται επάνω και ανήκει στον χάνο Τέρβελ (τον 8ο αιώνα), ενώ οι άλλες δυο βρίσκονται κάτω – η αριστερή ανήκει στον χάνο Κορμεσίη (τον 8ο αιώνα), και η δεξιά – στον χάνο Ομουρτάγκ (τον 9ο αιώνα). Ο χρόνος και η διάβρωση έχουν βλάψει αρκετά τις επιγραφές, αυτά όμως που έχουν μείνει από το κείμενο μάς αποκαλύπτουν το περιεχόμενο του αναγλύφου. Στο επάνω κείμενο υποδηλώνεται πως ο ιππέας είναι ο χάνος Τέρβελ, οι ερευνητές όμως δέχονται πως σχετίζεται με την απεικόνιση μια ανακεφαλαιωτικής μορφής Βουλγάρου ηγεμόνα της περίοδου από το 701 ως το 831. Οι επιγραφές της Μάνταρα, αν και στα ελληνικά, περιγράφουν πολύ σημαντικά γεγονότα από την ιστορία του νέου βουλγαρικού κράτους το οποίο εγκαταστάθηκε μονίμως στη Βαλκανική Χερσόνησο. Η εικόνα αποπνέει αυτοπεποίθηση και ασφάλεια που απεικονίζουν την δύναμη του βουλγαρικού κράτους.
Επιπλέον, το ανάγλυφο και οι επιγραφές αποτελούν μαρτυρίες για την εισερχόμενη επιρροή του Βυζαντίου ανάμεσα στην ηγεσία της βουλγαρικής κοινωνίας. Ο Ιππέας της Μάνταρα αποτελεί ένα από τα πέντε βουλγαρικά μνημεία που βρίσκονται υπό την αιγίδα της Οργάνωσης του ΟΗΕ για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό UNESCO. Ο αρχαιολογικός χώρος «Μάνταρα» δίκαια ονομάζεται «λίκνο αρχαίου πολιτισμού». Παντού υπάρχουν αξιόλογες αποδείξεις οργανωμένης ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή από πολύ πρώιμη εποχή (4000 π. Χ. – 15ο ιαώνα). Οι γεωγραφικές συνθήκες είναι μια από τις αιτίες η Μάνταρα να κατοικηθεί ακόμη στην αρχαιότητα. Ψηλά και απροσπέλαστα βράχια περικυκλώνουν από τις δύο πλευρές μικρό και εύκολο προς φύλαξη οροπέδιο. Μικρές και μεγάλες σπηλιές, υπόστεγα και όγκοι βράχων, ρυάκια, άφθονη βλάστηση – όλα αυτά προσελκύουν τον άνθρωπο. Οι πρώτες μελέτες του χώρου ξεκινούν ακόμη το 1892 και επιβεβαιώνουν τις εικασίες των οδοιπόρων για την ύπαρξη αδιάκοπης ζωής ακόμη από την νεολιθική και την χάλκινη εποχή, κατά τους θρακικούς, ρωμαϊκούς, βυζαντινούς, πρωτοβουλγαρικούς και οθωμανικούς χρόνους.
Στη Μικρή σπηλιά ανακαλύφθηκαν λίθινα και οστέινα εργαλεία, καθώς και εργαλεία από πυρόλιθο, κομμάτια πήλινων αγγειών, φτιαγμένων στο χέρι ή στον τροχό, ψημένων σε ανοιχτή φωτιά, υφαντικά βάρη αργαλειού, αδράχτια. Η Μεγάλη σπηλιά προστατεύεται με τρεις ζώνες εξωτερικών τειχών. Στο εσωτερικό της βρέθηκαν τοίχοι χωριστικών τειχών, βάσεις κολόνων, φωλιές ξύλινων δοκών, και άλλα υλικά και αντικείμενα εισαγόμενα από ξένες χώρες, που δείχνουν όχι μόνο μακροχρόνια κατοίκηση αλλά και ζωηρή εμπορική δραστηριότητα. Στη βόρεια άκρη της σπηλιάς ανακαλύφθηκε θρακικό ιερό αφιερωμένο στις τρεις Νύμφες. Όσο επάνω στο οροπέδιο, τόσο και κάτω στους πρόποδες των βράχων βρέθηκαν θρακικοί ταφικοί τύμβοι και νεκροπόλεις. Από την ρωμαϊκή εποχή βρέθηκε ένα μεγάλο αγρόκτημα, που υπήρχε μέχρι τον 6ο αιώνα. Στην ίδια εποχή χρονολογείται και μια μεγάλη αποθήκη δημητριακών. Ένα μέρος του οροπεδίου πάνω από τη Μεγάλη σπηλιά έχει οχυρωθεί βόρεια και ανατολικά με τείχη, ενώ νότια και δυτικά προστατεύεται από τους απόκρημνους βράχους. Στο οχυρό ανακαλύφθηκαν μια σειρά κτισμάτων και μια πρώιμη χριστιανική εκκλησία, που σχετίζονται με τις ανάγκες του. Το οχυρό υπήρξε από τον 4ο μέχρι τον 15ο αιώνα και είναι στενά συνδεδεμένο με τη ζωή στους πρόποδες των βράχων.
Μεταξύ της Μικρής και της Μεγάλης σπηλιάς στα βράχια υπάρχει ένα κάθετο άνοιγμα το οποίο οι αρχαίοι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν ως δρόμο. Σε δύσκολα χρόνια μέσω του δρόμου αυτού το οχυρό προμηθευόταν τρόφιμα και νερό, ενώ οι κάτοικοι από τους πρόποδες των βράχων έβρισκαν καταφύγιο στο οχυρό. Η σημασία της Μάνταρα αυξάνεται κατά πολύ με την εγκατάσταση των πρωτοβουλγάρων στην περιοχή. Οι πρωτοβούλγαροι χρησιμοποιούν έντεχνα τον υλικό πολιτισμό των προγόνων τους και οι ίδιοι αφήνουν βαθιά ίχνη. Ο Ιππέας της Μάνταρα αποτελεί μία εύγλωττη απόδειξη. Τα πολυάριθμα απομεινάρια που βρέθηκαν δείχνουν πως η Μάνταρα υπήρξε για πολύ καιρό ειδωλολατρική εστία των πρωτοβουλγάρων. Η λατρεία των βράχων στους πρωτοβουλγάρους είναι γνωστή. Η ύπαρξη τόσο κατάλληλων βράχων δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του τόπου ως πνευματικού κέντρου. Αυτό αποτελεί ένα ειδωλολατρικό ιερό σκαλισμένο στο βράχο, ενώ αργότερα εδώ αναπτύσσονται μια χριστιανική βασιλική και μεσαιωνικά μοναστήρια. Η Μάνταρα δεν χάνει την σημασία της ως κέντρο λατρείας και κατά τον ώριμο μεσαίωνα, όταν γίνεται καταφύγιο πνευματικής απομόνωσης των παθητικά διαμαρτυρομένων ενάντια στην βαριά φεουδαρχική καταπίεση.