Η νυχτερινή ανάγνωση. Εκείνη που συντελείται τη νύχτα. Τις νυχτερινές ώρες. Όταν όλοι κοιμούνται. Ή όχι εντελώς. Θα βρω καταφύγιο στις ώρες αυτές, θα τις κλέψω από τα ονειρικά μου φαντάσματα, από το χαλαρωμένο και μαλακό ιδρωμένο σώμα μου στο οποίο δήθεν ανήκουν οι ώρες αυτές, θα του τις αφαιρέσω, θα καταστρατηγήσω αυτό του το δικαίωμα… Μάλιστα, ο νυχτερινός αναγνώστης μοιάζει με εγκληματία, σιωπηλός, ύποπτα σιωπηλός και προσεκτικός. Μοιάζει με τον κλέφτη και με εκείνο που δεν τον πιάνει ύπνο και ρουφάει το λόγο σαν αίμα στον ίδιο του το σπίτι, στην ίδιά του τη νύχτα. Η δικιά μου η νύχτα είναι ο χρόνος όπου συντελείται η νυχτερινή ανάγνωση, σαν κάποια άκρως προσωπική υπόθεση. Το προϋποθέτει η ίδια νυχερινότητα – τόσο νυχτερινό είναι αυτό που κάνω – αλλά και ο χαρακτηριστικός τόπος – το κρεβάτι. Το διάβασμα την ημέρα είναι κάπως λιγότερο δεσμευτικό, μπορεί να είναι και δημόσια πράξη,να γίνεται σε διάφορα μέρη, ενώ τρως, ενώ περιμένεις, ενώ ταξιδεύεις… Η νυχτερινή ανάγνωση είναι γεγονός από μόνη της. Εδώ δεν υπάρχει «ενώ κάνεις κάτι άλλο“. Θέλω να παραμείνω στην ίδια την ανάγνωση, στο φως της λάμπας της νύχτας, το οποίο δεν με αφήνει μόνο. Με το βιβλίο. Και αυτό είναι όλο. Τα υπόλοιπα είναι σκότος. Ησυχία. Όνειρο. Όμως εγώ είμαι συνεπαρμένος από το γεγονός αυτό, είμαι συνεπαρμένος από την ίδια τη νυχτερινότητα των πραγμάτων, του βιβλίου, του εαυτού μου! Επειδή στην περίπτωση αυτή, στον χρόνο που έχω οικειοποιηθεί, που έχω παραβιάσει όμοια με αλλόκοτο κλέφτη, εγώ δεν είμαι απλώς ένας αναγνώστης. Είμαι ένας νυχτόβιος. Κατοικώ σε αυτό το χρόνο και σ’ αυτό το χώρο, γνωρίζω τα κατατόπια του. Είμαι συνεπαρμένος από την τελετουργικότητα των μικρών ωρών, από τα πράγματα και τις πράξεις που συνοδεύουν τη νυχτερινή ανάγνωση. Το ρολόι δίπλα στο κεφάλι μου, που μετράει τον αόρατο αυτό ρυθμό (κάθε νυχτόβιος γνωρίζει πόσο διαφορετικός είναι), το κομοδίνο, η γεωγραφία του κομοδίνου, το υποχρεωτικό μικρό πορτατίφ, οι σκιές που τρεμοπαίζουν εδώ και εκεί… Ένα ποτήρι με ζεστό τσάι ή σοκολάτα συνιστώνται επίσης.
Η ίδια η παρουσία του βιβλίου τη νύχτα είναι πιό μαγική. Η νυχτερινή ύπαρξη του βιβλίου είναι ασυνήθιστη. Διεκδικώντας τον από το σκοτάδι του ύπνου, η ανάγνωση κατακτά το μικρό μας χώρο. Ο χώρος το αποδέχεται. Μαζί με την κούραση της ημέρας, τη θλίψη ή την ανησυχία, τους φόβους – όλα όσα είμαστε πρόθυμοι να ανταλλάξουμε έναντι των δώρων της νυχτερινής ανάγνωσης.
Την ημέρα αλλάζει τσάντες, αλλάζει χέρια, ελαφρώς τσαλακωμένο, με τις σελίδες τσακισμένες, εκτεθειμένο, το βιβλίο είναι αντικείμενο. Και βρίσκεται στην εμπράγματη ύπαρξή του. Τη νύχτα κουρνιάζει βολικά, του έχει επιτραπεί η πρόσβαση στον εντελώς ιδιωτικό μου χώρο, στο κρεβάτι μου, στην ίδια μου τη νύχτα, κρυμμένο από τα βλέμματα, κρυφό, φανερώνεται σε μένα όπως οι μάγισσες που εμφανίζονται τη νύχτα – κρυφές, αλλά ορατές- τόσο απίθανες και αληθινές. Φωτισμένο απαλά, προσεκτικά από το μειλίχιο φως του πορτατίφ, εκείνο βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, η νύχτα περπατάει γύρω του στις μύτες των ποδιών. Υπάρχουν βιβλία που πρέπει να διαβάζονται μόνο στο φως του πορτατίφ, μόνο τη νύχτα, ειδάλλως δεν θα τα κατανοήσουμε, δεν θα μας αφήσουν να τα προσεγγίσουμε. Ενώ υπάρχουν και άλλα, τα οποία ποτέ, μα ποτέ δεν πρέπει να διαβάζετε τη νύχτα, θα σας καταβροχθίσουν, θα σας στερήσουν τον ύπνο, αφήνοντάς σας καταπονημένους και κουρασμένους κάπου ανάμεσα στις αράδες τους. Έτσι το διάβασμα θα φαινόταν σαν κουραστικό και εφιαλτικό παραλήρημα. Υποθέτω, πως είναι δυνατή μια τέτοια «αλά μπόρχες» τυπολογία των βιβλίων, ανάλογα με τη „νυχτερινότητά τους”. Εικάζω επίσης, πως πρέπει να είσαι σε ένα βαθμό φετιχιστής, για να „αφεθείς” στο βιβλίο με την έννοια αυτή για την οποία γίνεται λόγος. Να έχεις τη συναίσθηση του βιβλίου. Όλο σκέφτομαι, πως στη νυχτερινή ανάγνωση υπάρχει κάτι παραπάνω από ανάγνωση – πως συμβαίνει κάποια μύηση, κάποια παράδοση, αφοσίωση σε χρόνο, τόπους, συνήθειες, κάτι που θυμίζει τους κανόνες μιας τελετουργίας. Η ανάγνωση σαν τελετουργική μύηση.
Η ανάγνωση τη νύχτα είναι αφύπνιση, είναι παραλήρημα, είναι έκσταση έξω από την ομαλότητα των ωρών και από τις πρακτικές της ομαλότητας, βίωμα εκείνου του αλλιώτικου που έχει το βιβλίο, και που συμβαίνει μόνο τη νύχτα. Επειδή την ημέρα απλά δεν είναι ορατό.
Η νυχτερινή ανάγνωση είναι γεγονός.
Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
[1] Ο τίτλος του διηγήματος στο πρωτότυπο είναι Food Drop και παραπέμπει στις ανθρωπιστικές αποστολές ρίψης τροφίμων των Συμμάχων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. - ΣτΜ