Eίχε σουρουπώσει για τα καλά και η Οβσάνα ετοιμαζόταν να σταυρώσει το ψωμί, όταν ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Η Μελβίν και η μεγαλύτερη κόρη, η Ταμάρ, έστρωναν το τραπέζι με την επιδεξιότητα και την ταχύτητα που τους είχε διδάξει η μητέρα τους. Σε μια γωνίτσα του τραπεζομάντιλου, κοντά στο στρίφωμα, αχνοφαινόταν ένας μικρός λεκές από λάδι. Το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο, αλλά οι δύο αδερφές κοιτάχτηκαν κι άρχισαν να ξαναμαζεύουν τα πιάτα. Η Ταμάρ άνοιξε το σεντούκι που βρισκόταν κάτω από το παράθυρο κι έβγαλε ένα καινούργιο τραπεζομάντιλο. Τα κορίτσια το έπιασαν από τις άκρες και το έστρωσαν στο τραπέζι, έβαλαν ξανά τα πιάτα στη θέση τους και περίμεναν την Οβσάνα να δώσει την άδεια να αρχίσουν το δείπνο.
Τα χτυπήματα στην πόρτα ακούστηκαν και πάλι, ετούτη τη φορά πιο αβέβαια.
Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα στη Σουρπίγκ. Το βραδινό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα χάιδεψε τη λάμπα πετρελαίου που κρατούσε στο χέρι του, η φλόγα της έγειρε μπροστά και το πρόσωπο της Σουρπίγκ έμεινε στο σκοτάδι. Ύστερα το φως γλίστρησε στα χείλη της που ήταν μισάνοιχτα, με δυο δοντάκια να προβάλλουν ανάμεσά τους _ το πιο ωραίο της χαρακτηριστικό. Στεκόταν μπροστά του με τεντωμένο λαιμό, τον κοιτούσε με τη μικρή της μύτη, με τους φτενούς της ώμους.
Τη γνώρισε αμέσως.
Αργότερα ο Δαβίδ προσπάθησε πολλές φορές να φέρει και πάλι στη μνήμη του εκείνη την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους, αλλά δεν τα κατάφερνε, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναζήσει τα σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή του.
Ο Δαβίδ τότε δεν ήξερε τίποτα για την ανιψιά του χατζή Χατσικιάν. Δεν ήξερε ότι το απόγευμα η μητέρα του της είχε δείξει το σπίτι που έψαχνε· ούτε ότι την είχε αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνη της, όπως ολομόναχη τα είχε βγάλει πέρα μέχρι εκείνη τη στιγμή κι όπως είχε κάνει και η ίδια η Οβσάνα σ’ όλη της τη ζωή· ούτε ακόμα ότι αποχαιρετώντας την της είχε παραγγείλει να μεταφέρει τα χαιρετίσματά της στην κυρία Χατσικιάν και, μόλις τακτοποιηθεί, να πάρει τη θεία της και να της έρθουν επίσκεψη.
Ω, πρώτε ήλιε της αγάπης! Ήταν Αύγουστος και η οικογένεια Χατσικιάν είχε πάει για μερικές μέρες στο αγρόκτημά της. Ω, πρώτη άγνωστη χαρά! Ήταν βράδυ με φεγγάρι και με πολλά τριζόνια στα χορτάρια. Ω, δάχτυλο της μοίρας! Δεν είχε πού να πάει η μικρή Πολίτισσα.
Η πόρτα έκλεισε.
«Παγίδα, παγίδα...», στριφογυρνούσε άγρυπνη η Οβσάνα στο κρεβάτι της κι έστηνε αυτί μπας κι ακούσει πίσω από τους δύο τοίχους τα κόλπα εκείνης της «μαυριδερής», που δεν άφηνε το γιο της να ησυχάσει. «Ένα σκέτο χάλι, σαν σανίδα είναι το στέρνο και η κοιλιά της, μοιάζει με φουρνόξυλο κι όμως μας τον άρπαξε. Ήταν άξια αυτή να μπει στη φαμίλια μας;...»
Το πρωί όμως, όταν κοίταζε την πλάτη του που έσκυβε πάνω από την κρήνη, ωραία, γυαλιστερή και δυνατή, μια σπίθα ελέους άναβε μέσα στη μητρική καρδιά της. «Φαίνεται ευτυχισμένος. Με άλλη δεν θα γελούσε έτσι το πρόσωπό του...» Και συνέχιζε να παλεύει με τον εαυτό της, με τη μαυρισμένη ψυχή της χήρας, με τα τραχιά ξέφτια της μοναξιάς της. Πάλευε με τις γροθιές της, γρατσουνούσε, χτυπιόταν μ’ εκείνη την ανεπιθύμητη τώρα πια ζωή. Το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είχε προσπαθήσει να μεταφέρει και στα παιδιά της, τώρα της ξέφευγε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει και το έκανε _ δεν ξεχώριζε τη νύφη από τις θυγατέρες της ούτε στο τραπέζι, ούτε όταν πήγαιναν στο μαγαζί. Της έδωσε ένα σακουλάκι με γερό κενάρι* με τα απαραίτητα του μπάνιου, για να γίνεται πιο ελαστικό το δέρμα του άντρα της. Της έδειξε τα μωρουδίστικα με τα οποία τον έντυνε όταν ήταν μικρός. Αλλά πίσω από την εμφανή προθυμία της να της δείξει όλα όσα εκείνος αγαπούσε, κρυβόταν η σχεδόν αρρωστημένη ικανοποίηση του «βλέπεις, γλυκιά μου, τι ξέρεις εσύ και τι ξέρω εγώ...»
Και πράγματι, τι ήξερε η Σουρπίγκ για τον Δαβίδ της; Eκείνη είχε γνωρίσει μόνο πατέρα και, ακριβώς όπως και η Οβσάνα, δεν δεχόταν να περάσει σε δεύτερη μοίρα. Μητέρα δεν γνώρισε. Στην αρχή τη φρόντιζε η γιαγιά της. Ο πατέρας της ήταν μπαλωματής κι όλη τη μέρα ήταν στο εργαστήριό του, όπου επιδιόρθωνε τα παπούτσια του κοσμάκη. Και το βράδυ, όταν επέστρεφε στο σπίτι του, η Σουρπίγκ _ το μικρό, θαμπό μαργαριτάρι της ζωής του
_ του έφερνε τη λεκάνη με το νερό, έβαζε το τηγάνι να του τηγανίσει κρέας, του ετοίμαζε τα καπνιστικά του σύνεργα, υπάκουη και υποταγμένη, έτοιμη πάντα να καθίσει στα γόνατά του και να αρωματίσει με την παιδική της μυρωδιά το πρόσωπό του. Εκείνος έχωνε τα μουστάκια του στο ζεστό της λαιμουδάκι και ανάσαινε βαθιά την τρυφερότητα που του είχε στερήσει η μακαρίτισσα η γυναίκα του.
Κι αυτές οι δύο γυναίκες, η Οβσάνα και η Σουρπίγκ, που είχαν τόσα κοινά στη ζωή τους, τώρα πολεμούσαν η μία την άλλη για το μερτικό αγάπης που τους αντιστοιχούσε. Για την αγάπη του Δαβίδ. Τρυπούσαν η μία την άλλη με βελόνια τροχισμένα από την περηφάνια και χρυσωμένα από την υποκρισία. Μισούσαν η μία την άλλη. Είχαν ίση δύναμη. Μπορεί η νέα να ήταν νέα, όμως η μεγαλύτερη ήταν έμπειρη.
Η Σουρπίγκ έμεινε έγκυος.