Μια μέρα, γύρω στις εννιά το πρωί, ο Χραντ πήγε στο γραφείο του πατέρα του. Ήταν εκεί και άλλοι άνθρωποι, από κάποια γειτονική πόλη. Ο δικηγόρος Χραντιάν μιλούσε, τους καθησύχαζε, προσπαθούσε να τους πείσει να τα βρουν μεταξύ τους, ενώ ο γιος του έξυνε με το νύχι το λούστρο από το γραφείο του πατέρα του. Σκεφτόταν πώς να αρχίσει. Ο Χραντιάν ο πρεσβύτερος ήταν αξιοσέβαστο πρόσωπο, δεν υπήρχε οικογένεια στην πόλη που θα του αρνιόταν τη θυγατέρα της. Αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε τεθεί τέτοιο θέμα. Ο Χραντ είχε σπουδάσει κάμποσα χρόνια στην Πόλη και είχε επιστρέψει στη Ραιδεστό δεκαεννιά χρόνων, ψηλός, με τρυφερά κοκκινωπά μουστάκια και μακριά κάτασπρα χέρια. Eίχε πιάσει αμέσως δουλειά ως δάσκαλος αριθμητικής στο σχολείο αρρένων. Τον σέβονταν όχι μόνο εξαιτίας του πατέρα του, αλλά και γιατί κάθε δάσκαλος έχαιρε μεγάλου σεβασμού. Θεωρούσαν ότι είχε λαμπρό μέλλον, αν και κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια τι ακριβώς σήμαινε εκείνο το «λαμπρό μέλλον». Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που κανείς, ούτε στο σπίτι ούτε έξω, δεν μιλούσε για γάμο, γιατί αν παντρευόταν θα έμενε για πάντα στην πόλη και μέχρι να πεθάνει θα έκανε την ίδια δουλειά.
Οι πελάτες έφυγαν.
Ο Χραντιάν ο πρεσβύτερος παράγγειλε καφέ _ κατάλαβε ότι το αγόρι ήθελε να του μιλήσει για κάτι σοβαρό. Και στην ηλικία που βρισκόταν, αυτό το «σοβαρό» δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο πέρα από καμιά γυναικοδουλειά. Οι περισσότεροι γάμοι στην πόλη γίνονταν χωρίς καν να ρωτιούνται οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Όμως ο Χραντιάν δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο και με το γιο του. Είχε επισκεφτεί την Ευρώπη, είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, είχε δει κάμποσους γυναικείους ποδόγυρους και ήξερε ότι συχνά κάτω απ’ τα φουστάνια κρύβονται στραβοί αστράγαλοι. Κι από τα βιβλία αλλά και από τη ζωή είχε μάθει ότι μόνο η αγάπη μπορεί να ζεστάνει τις καρδιές και να ισιώσει τις στραβές ψυχές...
Τρεις βδομάδες ύστερα από το «λογοδόσιμο», έτρεξαν οι βρύσες. Τέτοιο ήταν το έθιμο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης γαμήλιας νύχτας, σ’ όλο το δρόμο από το σπίτι της νύφης μέχρι το σπίτι του γαμπρού, ο κόσμος «άνοιγε τις βρύσες να τραγουδήσει το νερό» και να φέρει αφθονία στο καινούργιο σπιτικό.
Ύστερα από ένα μήνα η Σουρπίγκ γέννησε.
Tο παιδί γεννήθηκε νεκρό.
Οι πόνοι άρχισαν το πρωί του Πάσχα. Οι καμπάνες των εκκλησιών του Αγίου Κεβόρκ και του Τίμιου Σταυρού δεν είχαν αρχίσει ακόμα να χτυπούν, όταν η Σουρπίγκ διπλώθηκε στο κρεβάτι από έναν πόνο που κυριολεκτικά την έσφαζε. Κράτησε μόνο δυο τρία λεπτά. Μετά τίποτα. Η Οβσάνα έβαζε σ’ ένα καφάσι το κρέας που προοριζόταν για το κοινό πασχαλιάτικο καζάνι για τους φτωχούς, που στηνόταν πίσω από την εκκλησία. Η Σουρπίγκ μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο και βγήκε πάλι, κάνοντας το ίδιο πράγμα δυο τρεις φορές χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Ο πόνος την έπιασε ξανά στις σκάλες που οδηγούσαν στο δεύτερο όροφο. Ακούμπησε την πλάτη της στο κιγκλίδωμα, αναστέναξε σιγανά και μισολιπόθυμη κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα της. Το κατάλαβε με τη δύναμη της πάνσοφης φύσης, που είχε εγκατασταθεί εντός της χωρίς καν να της ζητήσει την άδεια. Ένιωσε την ανάγκη να σφιχτεί σαν να βρισκόταν στο αποχωρητήριο. Αλλά ήταν κάτι το διαφορετικό. Ένιωθε κάτι μέσα της να μεγαλώνει. Ανασηκώθηκε, κι αυτό το κάτι έγινε ακόμα πιο μεγάλο και πιο δυνατό. Και μαζί του, όλο το μίσος που η Οβσάνα είχε αδειάσει μέσα στο αίμα της χύθηκε ορμητικό προς τα έξω.
Η Σουρπίγκ στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας. Έφερε το χέρι στη μέση της, που την πονούσε αβάσταχτα, και κοίταξε την πλάτη της Οβσάνα.
Η Οβσάνα στράφηκε αργά. Πέρασε ένας αιώνας μέχρι τα μάτια της να συναντήσουν το βλέμμα της νύφης της. Κι άλλος ένας μέχρι να ξεκολλήσει από την ψυχή της όλο εκείνο το μίσος που είχε κολλήσει εκεί, σαν μούχλα πάνω σε ψωμί.
Ω, ουρανέ, που μας βλέπεις όλους! Υπάρχει τίποτα καλύτερο σ’ αυτό τον κόσμο από τη γέννηση ενός ανθρώπου; Ω, πόνε, που ξεπλένεις τα πρόσωπα όλων μας! Η Σουρπίγκ θα γεννούσε και η Οβσάνα ήξερε τι θα πει γέννα. Ω, δύστυχη, θνητή σάρκα! Τι είναι οι γυναικείοι καβγάδες μπροστά στο μυστήριο της γέννησης;...
Η Οβσάνα κινήθηκε σαν αερικό. Έστειλε να φωνάξουν τη γριά Τακουί, που εδώ και χίλια χρόνια ξεγεννούσε όλα τα Αρμενάκια της πόλης. Έσυρε ένα καζάνι από το υπόγειο, άναψε φωτιά
_ γρήγορα, γρήγορα! Δεν είχε χρόνο. Τώρα ούτε που της περνούσαν από το μυαλό όλες εκείνες οι κατηγορίες και τα παράπονα που την τριβέλιζαν. Μόνη της έστρωσε το κρεβάτι στο δωμάτιο με μια χοντρή κουβέρτα από κατσικόμαλλο, γιατί το αίμα βγαίνει ευκολότερα από τα μάλλινα. Έβγαλε έξω τον Δαβίδ _ εκείνος πήγε στην αυλή κι άρχισε να καπνίζει χωρίς να έχει νιφτεί και χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του. Θεέ μου, όλα επαναλαμβάνονται... Να, έτσι είχε κουλουριαστεί στην αυλή τους και τότε που είχε έρθει στον κόσμο η Μελβίν. Τότε ήταν ακόμα μικρός, δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τώρα όμως; Τώρα έπρεπε να κάνει κάτι, αλλά τι ήταν αυτό; Τι; Eκείνη υποφέρει... Άραγε πονάει πολύ; Αχ, να μπορούσαν να αλλάξουν θέσεις!... Καταριόταν τον εαυτό του, γιατί θεωρούσε πως ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την κατάστασή της. Θυμόταν τις νύχτες που εκείνη γλιστρούσε ευκίνητη σαν ψάρι στο δυνατό δίχτυ των επιθυμιών του. Κι εκείνος την τύλιγε με το καυτό του σώμα, αλύπητα, παραδομένος στο ρίγος....
Από το σπίτι ακούστηκε η πρώτη κραυγή της Σουρπίγκ... Παναγία μου! Πού να πάει;... Το άλογο...
«Εράμ, φέρε το άλογο!», φώναξε ο Δαβίδ, και ο νεαρός υπηρέτης του έτρεξε να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Το σέλωσαν γρήγορα, αναστατωμένοι, χωρίς να κοιτάζονται, χωρίς να μιλούν.