Τα έργα βουλγάρικης λογοτεχνίας σε ελληνική μετάφραση παρουσιάζει η Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Αγαπητοί αναγνώστες,
Από σήμερα σας παρουσιάζουμε την καινούργια στήλη του GRReporter "Στη βιβλιοθήκη των γειτόνων" στην οποία θα σας παρουσιάζουμε αποσπάσματα έργων λογοτεχνίας Βουλγάρων συγγραφέων που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Καλή ανάγνωση!
Η Σέβντα Σέβαν γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1945 στη Βουλγαρία, όπου κατέφυγαν οι γονείς της μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Σόφια και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το γράψιμο. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας, γίνεται η πρώτη πρέσβειρα της χώρας στη Βουλγαρία. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές, τα μυθιστορήματα και τα ταξιδιωτικά αφηγήματα που έχει κυκλοφορησεί, έχει σκηνοθετήσει και δύο ντοκιμαντέρ: Γενοκτονία (1989) και Σφενδόνα (1998).
Ραιδεστός, 1905. Ένας αέρας δυνατός φυσάει στα παράλια της Προποντίδας. Στο λιμάνι, ένα πλήθος ανθρώπων πηγαινοέρχεται βιαστικά παρασυρμένο από τη δίνη της καινούριας μέρας. Αρμένιοι, Τούρκοι και Έλληνες αφήνουν τα σημάδια τους σ' αυτή την γη που τους τυλίγει με την γενναιοδωρία της, ανύποπτοι για τις αναταραχές που λαμβάνουν χώρα πέρα από το Βόσπορο ως τα βάθη της Ανατολής.
ΣΕΒΝΤΑ ΣΕΒΑΝ
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΡΑΙΔΕΣΤΟΣ, ΡΑΙΔΕΣΤΟΣ
Όταν γεννήθηκε ο παππούς Δαβίδ, εγώ κύλησα από τα μάτια τού ουρανού και είδα. Είδα τα τρυφερά του όργανα. Είδα στο στήθος του δυο αδύναμα φτεράκια να ανοίγουν. Είδα τα δόντια του. Και έβαλα τα γέλια...
Όταν γεννήθηκε η γιαγιά _ η αιωνόβια Οβσάνα, μητέρα τού Δαβίδ που είχε γεννηθεί με δόντια _ εγώ ήμουν το άσπρο αίμα που κυλούσε στις σεντεφένιες φλέβες των βυζιών της. Και ήμουν ευλογημένη.
Όταν γεννήθηκε ο Χαΐγκ _ ο πατέρας εκείνων που γέννησαν εμένα _ εγώ ήμουν οστό. Τεντωνόμουν κι αναστέναζα. Αλλά ακόμα χαιρόμουν. Γιατί έρχονταν άντρες...
Κι όταν γεννήθηκε αυτή που πήρα τ’ όνομά της, δεν με είδε κανείς. Δεν με άγγιξε κανείς. Δεν με γνώρισε κανείς. Ήμουν αγάπη. Kαι φώτιζα απλά...
Έτσι γεννήθηκα εγώ _ από φως, οστά και δάκρυα.
Δεν διάλεξα εγώ τ’ όνομά μου, ούτε επινόησα εγώ τον εαυτό μου.
Αλλά έτσι που έζησα μέχρι σήμερα, κατάλαβα ότι και το όνομα και η σάρκα είναι σαν τα χιόνια που λιώνουν την άνοιξη. Και σαν το φεγγάρι που δεν αφήνει σημάδια στη μέρα. Και μόνο ο άνεμος _ αυτός ο αιώνια τρελός _ πατάει, σηκώνει κι ανακατεύει τη σκόνη μας κάτω από τούτο τον ουρανό. Κατάλαβα ακόμα ότι αυτή η σκόνη τρέφει και τα χωράφια και το δέντρο και την πέτρα και το βάλτο... Και ζει ανάμεσά τους ο άνθρωπος... Σκέφτηκα τι όμορφα που είναι όλα τα έργα των χεριών του. Αλλά έπειτα είδα ότι οι δαντέλες και τα κουρέλια μοιάζουν πολύ.
Κι αναρωτήθηκα: άραγε, με τι να μοιάζει η δικιά μας η ζωή;
Ι
O Δαβίδ γεννήθηκε στη Ραιδεστό, στα παράλια της Προποντίδας _ εκεί που τελειώνει το κράτος των ανθρώπων και αρχίζει η θάλασσα. Γεννήθηκε πλούσιος. Μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα _ κι ακόμα παραπέρα _ η γη ήταν δική του. Δυνατή, σοφή γη, που γεννούσε χωρίς κόπο. Ο Δαβίδ είχε αμπέλια, λιβάδια, ποτάμια. Είχε περιβόλια, μαντριά, αμυγδαλεώνες και τόσο κρασί, που πολλά από τα βαρέλια του κάθε χρόνο έσκαγαν. Όμως, «ό,τι χύνεται, επιστρέφει διπλό», έλεγε ο Δαβίδ, και πράγματι η γη του ήταν γενναιόδωρη. Πουθενά γύρω της δεν υπήρχαν φράχτες. Δεν χρειάζονταν _ στα κτήματά του δούλευε τόσο πολύς κόσμος που από μακριά νόμιζες ότι γινότανε παζάρι. Εκατό άμαξες διασταυρώνονταν στα λιβάδια του, τα πρόβατα και τα άλλα ζωντανά του ήταν αμέτρητα. Κανείς δεν τα μετρούσε
_ πολλαπλασιάζονταν ελεύθερα.
Ο Δαβίδ δεν ήταν όμορφος, ήταν δυνατός σαν τα άλογά του. Πλενόταν έξω στην αυλή όλες τις μέρες του χρόνου. Έβγαζε το λευκό μάλλινο ζωνάρι του, ξεκούμπωνε τα κουμπιά της πουκαμίσας του, που ο όρθιος γιακάς της προστάτευε το σβέρκο του σαν λαιμαριά· έβγαζε τις μπότες του, τις άσπρες κάλτσες του και για μια στιγμή στεκόταν όρθιος, με τα χέρια ανοιχτά μπροστά στο φαρδύ, μπρούντζινο λαιμό της κρήνης που είχε χτίσει ο πατέρας του. Ύστερα έσκυβε πάνω από τη γεμάτη σκάφη και έπλενε πρώτα το στήθος του. Έτριβε το κορμί του αργά με τις γεμάτες σαπουνάδα παλάμες του και μούγκριζε από ευτυχία με την πλάτη γυρισμένη στον πίδακα του νερού, που εδώ και είκοσι πέντε χρόνια δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να τρέχει.
Μέχρι που παντρεύτηκε, δίπλα του στεκόταν η μητέρα του
_ όρθια και με μια πετσέτα στο χέρι, έτσι όπως έκανε και με τον άντρα της. Ο Δαβίδ έπαιρνε το πρόσωπό της στις παλάμες του και ακουμπούσε τα χείλη του στο μέτωπό της... Ύστερα καβαλίκευε το άλογό του κι όλη τη μέρα τριγυρνούσε στα κτήματά του, που τα διαφέντευε μόνος του.
Ποτέ δεν κουβαλούσε όπλο πάνω του, γιατί αγαπούσε όλα τα πλάσματα του Θεού.