Φωτογραφία: Πολίνα Σπαρτιάνοβα
Πολίνα Σπαρτιάνοβα
Για την αρχιτεκτονική αξία των κτηρίων που χτίστηκαν στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία μιλάμε με τον αρχιτέκτονα Τόντορ Τσίγκοφ, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικής και Γεωδαισίας στη Σόφια. Αυτή τη στιγμή ο Τόντορ Τσίγκοφ διδάσκει έναν κύκλο μαθημάτων Αρχιτεκτονικής Ανθρωπολογίας για τους κανόνες επίδρασης της αρχιτεκτονικής πάνω στον άνθρωπο. Πριν γίνει καθηγητής δούλεψε στην οργάνωση σχεδιασμού της Πολεμικής Αεροπορίας, για έναν χρόνο υπήρξε γενικός αρχιτέκτονας της πόλης Βέλινγκραντ, και επί τρία χρόνια δούλεψε στην Περιφερειακή Οργάνωση Σχεδιασμού – Πάζαρτζικ.
Ποιος ήταν ο βασικός στόχος ενός αρχιτέκτονα κατά τον σχεδιασμό αντιπροσωπευτικών κτηρίων για τους σοσιαλιστικούς θεσμούς και φορείς – το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο, το κτήριο του Υπουργικού Συμβουλίου και το πρώην Μέγαρο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος;
Ο βασικός στόχος ήταν εκείνος που του έθεταν τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, εκτός από αυτό όμως ο αρχιτέκτονας πάντα είχε και δικό του στόχο: παρουσιάζοντας τη δική του δημιουργική νοοτροπία, την δική του κοινωνική στάση.
Ο προσωπικός αυτός στόχος εξαρτάται κυρίως από την στάση του αρχιτέκτονα και τον προορισμό του κτηρίου που θα σχεδιάσει.
Τι ακριβώς ήταν η αντιπροσωπευτική οικοδόμηση εκείνης της εποχής και ποιος ήταν ο προορισμός της;
Αν κρίνω από τα αντιπροσωπευτικά κτήρια στο κέντρο της Σόφιας από τη δεκαετία του ’50 του 20ού αιώνα, μπορώ να υποθέσω πως οι αρχιτέκτονες είχαν βάλει προσωπικό στόχο που δεν ήταν απολύτως συμβατός με το στόχο της παραγγελίας που τους είχαν αναθέσει. Οι αρχιτέκτονες αυτοί ήταν σοβαροί άνθρωποι με ευρωπαϊκή νοοτρπία, που είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στην Ευρώπη. Για το λόγο αυτό δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι είχαν υποστεί «πλύση εγκεφάλου» μόλις λίγα χρόνια μετά από τις 9 Σεπτεμβρίου του 1944 (όταν στη Βουλγαρία εγκαταστάθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς). Το λεγόμενο σοσιαλιστικό μπαρόκ της εποχής εκείνης προέτρεπε την εφαρμογή μοτίβων από την ντόπια αρχιτεκτονική παράδοση. Σύμφωνα με αυτά, στα συγκεκριμένα κτήρια χρησιμοποιήθηκαν μοτίβα από το Πρώτο και το Δεύτερο Βουλγαρικό Βασίλειο. Η εξωτερική όψη των κτηρίων πάλι είναι σε ρυθμό καθαρής Νεο-Αναγέννησης.
Το ίδιο το συγκρότημα είναι ίσως το μοναδικό «εσωτερικό» πολεοδομικό σύνολο στη Βουλγαρία.
Τα κτήρια σχηματίζουν κάτι σαν «αίθουσα» χωρίς στέγη και με τον τρόπο αυτό το συγκρότημα σαν να κλείνεται μόνο του. Για τη Βουλγαρία το αντίθετο – είναι χαρακτηριστικά τα ανοιχτά αστικά σύνολα με ελεύθερο χώρο ανάμεσα στα κτήρια. Έτσι η ιδέα για το αντιπροσωπευτικό κέντρο της Σόφιας αποκαλύπτεται ως μια συνθετική αυτοαπομόνωση των κτηρίων της εξουσίας και περιέχει διακριτικές υποδείξεις, που ο εντολοδότης μάλλον δεν επιθυμούσε. Παρά τους εκλεκτικούς συνδυασμούς αρχιτεκτονικών μοτίβων τα κτήρια αυτά αποτελούν υπόδειγμα υψηλού αρχιτεκτονικού επαγγελματισμού.
Τι είναι χαρακτηριστικό για την βουλγαρική αντιπροσωπευτική οικοδόμηση της εποχής του σοσιαλισμού;
Την εποχή του σοσιαλισμού υπήρξαν διάφορες αρχιτεκτονικές περίοδοι. Στην αρχή ήταν το λεγόμενο σοσιαλιστικό μπαρόκ που αναφέραμε πιο πάνω. Ακολουθεί η αντιπροσωπευτική οικοδόμηση στο ορθολογικό πνεύμα της δεκαετίας του ’60, όπως για παράδειγμα το Κλειστό Γήπεδο «Ουνιβερσιάντα». Αργότερα έρχεται η περίοδος των αντιπροσωπευτικών κτηρίων όπως το Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού, η προεδρική κατοικία στην Μπογιάνα, μερικά κτήρια υπουργείων, ντόπια δημόσια κτήρια. Για αυτά είναι χαρακτηριστική η αναζήτηση συνδυασμού μεταξύ της αρχιτεκτονικής και των εικαστικών τεχνών. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένα έργο που δεν είναι μόνο αρχιτεκτονική με στοιχεία της γλυπτικής, της τοιχογραφίας, με ανάγλυφα στοιχεία, αλλά μάλλον ένα ολοκληρωμένο έργο στο οποίο η αρχιτεκτονική συμμετέχει ισότιμα με τις υπόλοιπες τέχνες.
Πώς επηρέαζε το τεχνητό αυτό περιβάλλον την ψυχολογία κι την συμπεριφορά των ανθρώπων εκείνης της εποχής;
Αναμφίβολα τα αντιπροσωπευτικά κτήρια της εξουσίας ασκούσαν πολύ ισχυρή επιρροή. Για παράδειγμα το κτήριο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος που υπήρχε σε κάθε μεγάλη πόλη θεωρούνταν σύμβολο της εξουσίας. Η ψυχολογική του επίδραση καθοριζόταν εκτός από τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από την γνώση τι υπάρχει μέσα στο κτήριο αυτό.
Με την συσσώρευση αρνητικών αισθημάτων απέναντι στην εξουσία αυτά μεταφέρονταν αναπόφευκτα, αλλά και άδικα, πάνω στην αρχιτεκτονική του κτηρίου. Κι όμως, αν τώρα συγκρίνουμε την αίσθηση αρμονικότητας και ακεραιότητας του περιβάλλοντος όπως ήταν τότε με την σημερινή – η σημερινή έχει χάσει πάρα πολλά. Εκείνη την εποχή το περιβάλλον ήταν καθαρό και τακτοποιημένο, τα κτήρια με καλύτερες αναλογίες, δεν υπήρχε η υπερδόμηση που υπάρχει σήμερα, οι δρόμοι οποιαδήποτε στιγμή ήταν στην ουσία ασφαλείς. Ενώ σήμερα ακόμη και μόνο η έλλειψη συντήρησης, τα κτήρια με τα άσχημα γκράφιτι στους τοίχους τους, τα ίχνη του βανδαλισμού καταστρέφουν την ισορροπία του αστικού περιβάλλοντος. Τι ψυχολογία πρέπει να έχει κανείς, ακόμη και αν θεωρήσουμε τα γκράφιτι ένα είδος τέχνης, για να δημιουργήσει το «έργο» του πάνω σε ένα άλλο, ξένο έργο;
Γιατί τα κτήρια στα οποία στεγάζονται οι διοικήσεις στις διάφορες πόλεις μοιάζουν τόσο πολύ το ένα στο άλλο;