Ο Γιάννης Λιόλιος σπούδασε κοινωνιολογία στη Βουλγαρία, τα τελευταία 20 χρόνια όμως είναι ιδιοκτήτης μιας δικής του εταιρείας αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Με υποδέχεται στο γραφείο του που μοιάζει με ένα συνηθισμένο γραφείο εργασίας. Με μία εξαίρεση – έχει μεγάλη βιβλιοθήκη. Τα βιβλία θα παίξουν κεντρικό ρόλο στην συζήτησή μας.
Ο Γιάννης απεδείχθη ένας συνομιλητής πρόθυμος να μιλάει. Ξεκινάει προς μια κατεύθυνση την οποία σκεφτόμουν ότι θα αναφέραμε προς το τέλος της συζήτησης.
Όταν ο Γιάννης Λιόλιος μιλάει για τον Στέφαν Γκέτσεφ στη φωνή του διακρίνονται πολλά συναισθήματα. Οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν όπως μεταξύ δασκάλου και μαθητή, «όπως στην αρχαία Ελλάδα».
Ο Στέφαν Γκέτσεφ είναι μια σπουδαία, αλλά υποτιμημένη προσωπικότητα της βουλγαρικής πολιτιστικής ζωής. Γεννήθηκε στην παραδουνάβια πόλη Ρούσε, σπούδασε στη Σόφια, το Παρίσι και την Αθήνα. Εργάστηκε σε διπλωματικές αποστολές της Βουλγαρίας στο εξωτερικό και πριν και μετά το 1944 (όταν στην χώρα εγκαταστάθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς). Μαζί με τον σκηνοθέτη Στέφαν Σαρτσατζίεφ και τον ποιητή Βεσελίν Χάντσεφ ίδρυσαν το Κρατικό Θέατρο Σάτιρας. Λόγω της συλλογής ποιήματων του "Σημειωματάριο" κατηγορήθηκε από τους κομματικούς κριτικούς κύκλους για "σουρεαλισμό και ντανταϊσμό" και για πολλά χρόνια κυριολεκτικά διώχθηκε από την λογοτεχνική ζωή της χώρας. Ο Γκέτσεφ έκανε την πρώτη μετάφραση στα βουλγαρικά του αγαπημένου για ολόκληρες γενιές παιδιών βιβλίου του Λούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Ειδική θέση ανάμεσα στις μεταφράσεις του έχει λάβει η ποίηση του Καβάφη και του Σεφέρη. Ο Γκέτσεφ έχει μεταφράσει και συντάξει τα βιβλία "Σύγχρονη ελληνική ποίηση", "Παλατινή ανθολογία", "Ανθολογία της νέας ελληνικής ποίησης", "Η χαρά της ζωής" του Εμίλ Ζολά, "Γάλλοι ποιητές σουρεαλιστές" κ.ά.
Ο Στέφαν Γκέτσεφ
Για τον Γιάννη Λιόλιο ο Γκέτσεφ ήταν φίλος, μέντορας, παράδειγμα προς μίμηση. Και κάτι πολύ σημαντικό: ο Στέφαν Γκέτσεφ συμβόλισε την φιλία μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ελλάδας με τον τρόπο με τον οποίο την βλέπει ο Γιάννης.
- Οι δύο λαοί μας δεν γνωρίζονται στ’ αλήθεια. Ναι, οι Βούλγαροι πάνε για διακοπές στην Ελλάδα, και οι Έλληνες έρχονται στη Βουλγαρία, όμως αυτή δεν είναι πραγματική γνωριμία. – ξεκινάει ο Γιάννης. – Ο Στέφαν Γκέτσεφ έλεγε πως τα πράγματα που μας ενώνουν είναι περισσότερα από τα πράγματα που μας χωρίζουν. Σε αυτή τη βάση πρέπει να χτίζουμε τις σχέσεις μας. Διάφοροι είναι οι λόγοι που βάζουν εμπόδια ανάμεσά μας, το πρόβλημα είναι πως δεν καταβάλλουμε αρκετές προσπάθειες ώστε να ξεπερνάμε τα εμπόδια αυττά. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα...
Ο Γιάννης μου κάνει δώρο τέσσερα αντίτυπα του βιβλίου "Αίμος. Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης". Παίρνω στα χέρια μου ένα από τα βιβλία και το κοιτάζω με ενδιαφέρον – βαρύ, πολυτελές και... άγνωστο.
- Κάνε δώρο και στους συναδέλφους σου. – προσθέτει ο Γιάννης με ειλικρίνεια και συνεχίζει: - Όταν διαβάσει κανείς την Ανθολογία, μπορεί να αισθανθεί την αύρα των Βαλκανίων. Στις σκανδιναβικές χώρες για παράδειγμα, έχουν βρει τον κώδικα επικοινωνίας τους. Είναι συγκρατημένοι, αλλά ο κώδικας αυτός τούς κάνει. Εμείς, Ιβάν, δεν έχουμε ακόμη βρει τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας, εκείνον που θα μας βοηθήσει να επικοινωνούμε. Μοιάζουμε πολύ όλοι εμείς στα Βαλκάνια. Όταν διαβάσεις τα ποιήματα, θα καταλάβεις τι εννοώ. Περνάει σαν ένα κύμα μέσα από την ποίηση. Οι ποιητές έχουν τις αισθήσεις γι’ αυτό, έχουν ανακαλύψει την κοινή μας αύρα, αυτό που μας ενώνει. Οι απλοί άνθρωποι επίσης μπορούν να το νιώσουν, αν επικοινωνούν χωρίς προκαταλήψεις. Προς το παρόν όμως δεν τον έχουμε διευκρινίσει ξεκάθαρα. Ίσως είναι η εγκαρδιότητα και η ζεστασιά μας, χαρακτηριστική για όλους τους βαλκανικούς λαούς.