Ο μάγειρας είχε αναπτύξει μια πολύ ιδιαίτερη ψυχολογική όσφρηση κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που είχε περάσει δίπλα στα τραπέζια των υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων. Μυρίστηκε αμέσως ότι το καινούργιο του αφεντικό ανήκε στη μεγάλη και πολυπλόκαμη οικογένεια των ηλίθιων της διοίκησης. Ωστόσο υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι πέρα από το γυάλινο και βλακώδες βλέμμα του, που τον έκανε απρόβλεπτο και επικίνδυνο. Ξαφνικά ο Κόστα συνειδητοποίησε ότι ο τύπος επρόκειτο να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Και όχι μόνο αυτό, μα τώρα πια το σπίτι ήταν δική του κατοικία κι εκείνος, ο Μπανιτσάροφ, έπρεπε να τον υπηρετεί. Αυτό του φάνηκε μεγάλη αδικία.
Ο μικρός γιος του Μπανιτσάροφ ανέβηκε μπουσουλώντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο, όπου έμενε η οικογένεια του μάγειρα. Το πιτσιρίκι είχε καταφέρει να ξεφύγει από την προσοχή της μητέρας του, γεγονός που το έκανε πολύ ευτυχισμένο. Το παιδί, μουρμουρίζοντας κάτι ακατανόητα δικά του, σηκώθηκε στα δυο του πόδια κι έτρεξε προς το τραπεζάκι που βρισκόταν κάτω από τον μεγάλο καθρέφτη. Πάνω του υπήρχε ένα πολύ εύθραυστο αντικείμενο, που εδώ και καιρό ενοχλούσε τα πρωτόγονα ένστικτά του. Ο Μπανιτσάροφ στα νιάτα του είχε ασχοληθεί με διάφορα αθλήματα, αλλά με τον καιρό είχε χάσει την παλιά του σβελτάδα. Ο μικρός πιάστηκε από την άκρη του τραπεζιού και το έγειρε απότομα. Το πορσελάνινο καλαθάκι που έφερε τον αριθμό 73 στον κατάλογο εξοπλισμού της πρεσβείας έγινε κομμάτια στο πάτωμα με έναν εκκωφαντικό ήχο.
«Τακ-τακ!» είπε χαρούμενος ο μικρός.
«Εσένα θα σου δείξω μετά τι θα πει “τακ-τακ”!» βρυχήθηκε ο Κόστα Μπανιτσάροφ καταφέρνοντας με μεγάλη δυσκολία να συγκρατηθεί και να μην το σφαλιαρίσει.
Ο πρέσβης τον κοίταζε μ’ ένα βλέμμα που έσταζε φαρμάκι.
«Παιδί είναι», είπε χωρίς ιδιαίτερη πειστικότητα ο μάγειρας. Πήρε το παιδί παραμάσχαλα κι έσκυψε πάνω από το κιγκλίδωμα της σκάλας που οδηγούσε στο υπόγειο.
«Νόρκα!» φώναξε.
Δεν πήρε απάντηση.
«Νόρκα!» επανέλαβε. «Έλα να πάρεις το παιδί!»
«Βάλ’ το στον κώλο σου!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή.
2.
O δήμαρχος της Προβάντια* άνοιξε ταυτόχρονα το ζεστό και το κρύο νερό, κι άφησε το ντους να τον μουσκέψει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Το νερό χτυπούσε το πλατύ τατάρικο πρόσωπό του, έδερνε το τεράστιο δασύτριχο στήθος του κι αναπηδούσε χαρούμενα στην τιτάνια κοιλιά του. Ο δήμαρχος της Προβάντια αισθανόταν υπέροχα, αν και η ζαλάδα από το μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς γυρόφερνε ακόμα το μυαλό του. Τον γέμιζε η επίγνωση ότι είχε εκτελέσει την αποστολή του. Είχε επισκεφθεί αυτό το μυστικοπαθές και μακρινό νησί, που κάποτε είχε υπό την κυριαρχία του τη μισή υδρόγειο. Είχε δει τα παλάτια και τα καταστήματα. Είχε βγάλει τα αντίστοιχα συμπεράσματα και μπορούσε να πει θαρρετά ότι είχε πλέον μια σφαιρική αντίληψη της οικονομικής κατάστασης αυτής της ανεπτυγμένης χώρας του Δυτικού κόσμου. Ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του που δεν τα είχε χάσει από τη λάμψη και την αυταρέσκεια της Όξφορντ στριτ. Ήταν όμως ακόμη πιο ικανοποιημένος από το γεγονός ότι σήμερα θα επέστρεφε στη γενέθλια Προβάντια – μια πόλη με ένδοξο παρελθόν και εύφορη γη.
«Ο-λα-λα!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Λα-λα-λαααα!»
Το νερό τον σκέπαζε σαν καταρράκτης και δημιουργούσε στον δήμαρχο μια αίσθηση έλλειψης βαρύτητας και ψυχικής πληρότητας. Υποχωρούσε σταδιακά και η θολούρα του μυαλού του, και η σκέψη του ξαναγινόταν καθαρή σαν κρύσταλλο.
«Λα-λαα-λα-λα-λα-λα-λα-λαα!» συνέχισε να τραγουδά σαπουνίζοντας ενεργητικά το κοντοκουρεμένο κεφάλι του.
Δεν είχε αντιληφθεί (και να ήθελε, δεν μπορούσε) τη λεπτή υγρή γλώσσα που γλίστρησε κάτω από την πόρτα του μπάνιου και άρχισε να απλώνεται αργά στη μοκέτα.
Ο πρέσβης πήρε τη βαλίτσα του και κατευθύνθηκε προς τον δεύτερο όροφο χωρίς να πει κουβέντα. Ο Κόστα Μπανιτσάροφ, κρίνοντας από το γεγονός ότι το πρόσωπό του είχε αποκτήσει μια πρασινωπή απόχρωση, συμπέρανε ότι ανάμεσά τους δεν είχε υπάρξει εκείνη η μαγεία που ονομάζεται «αγάπη με την πρώτη ματιά». Και τα χειρότερα έπονταν.
Είχε φτάσει στη μέση της σκάλας, όταν σταμάτησε κι έστησε αυτί.
«Κάποιος είναι εκεί», είπε ο πρέσβης δείχνοντας με το δάχτυλο προς τα πάνω.
«Α, ο κύριος δήμαρχος...» είπε ο μάγειρας. Από τον τόνο της φωνής του μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι γινόταν λόγος για κάποιον φίλο της πρεσβείας, που είχε εγκατασταθεί εκεί από καιρούς παλιούς και ξεχασμένους.
Το πιτσιρίκι στριφογύριζε στα χέρια του με απίστευτο πείσμα, έγδερνε και δάγκωνε. Εκείνος το έσφιξε ακόμη πιο δυνατά και είπε ψιθυριστά:
«Άχρηστο πλάσμα, ανεπρόκοπο, φτυστό η μάνα του βγήκε!»
«Δήμαρχος;» είπε ανήσυχα ο πρέσβης.
«Ο δήμαρχος της Προβάντια», διευκρίνισε ο μάγειρας με μια χροιά συμπόνιας στη φωνή του.
«Και πώς βρέθηκε εδώ... αυτός ο άνθρωπος από την Προβάντια;» ζήτησε να ενημερωθεί ο πρέσβης με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του.
«Εγώ τον έφερα», είπε ο Μπανιτσάροφ. «Δεν κατάφερε να βρει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Φεύγει σήμερα».
Ο πρέσβης δεν είπε τίποτα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο υγρό μονοπάτι που απλωνόταν στη μοκέτα λες και βρίσκονταν στο κατάστρωμα του Τιτανικού. Από τον πάνω όροφο ακούστηκαν ήχοι από σαγιονάρες και βλαστήμιες. Ο δήμαρχος της Προβάντια εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας τυλιγμένος με μια λεπτή πετσετούλα, κάτω από την οποία κρέμονταν τα ηράκλεια ανδρικά εξαρτήματά του.
«Κοίτα τι ηλίθιοι που είναι αυτοί οι Εγγλέζοι!» φώναξε. «Ούτε μια τρύπα στο μπάνιο δε σκέφτηκαν να ανοίξουν! Μια απλή τρυπούλα. Σιγά το πράγμα! Τρύπα! Αποχέτευση!»
Έσμιξε τα δάχτυλά του φτιάχνοντας έναν κύκλο και μετά κοίταξε μέσα από το άνοιγμα, για να καταδείξει το αυτονόητο αυτής της απίθανης παράλειψης. Ξαφνικά το βλέμμα του εντόπισε τον συννεφιασμένο κύριο που με πονεμένη έκφραση παρατηρούσε το υγρό μονοπάτι.
«Καλημέρα», είπε ο δήμαρχος και κοίταξε τον Μπανιτσάροφ. «Καινούργιος μουσαφίρης, ε;»
«Είναι ο νέος πρέσβης», είπε ο μάγειρας χωρίς περιττούς ενθουσιασμούς.