Έτσι, το νέο κυκλοφόρησε. Ο Τσάβο Τολομάνοφ δεν είχε τη θωράκιση των ανθρώπων της πρεσβείας. Έβγαλε αμέσως το κινητό του – ένα εργαλείο για το οποίο αισθανόταν πολύ περήφανος – και πήρε τον πρώτο αριθμό που είδε στην οθόνη. Από την άλλη άκρη της γραμμής απάντησε μια γυναίκα που άκουγε στο όνομα Νταφίνκα Ζαξ. Η Ζαξ ζούσε από τις προσόδους του μακαρίτη του συζύγου της και είχε φήμη εύθυμης χήρας. Ρούφηξε διψασμένα το φρέσκο κουτσομπολιό και απέφυγε ευγενικά να απαντήσει στην πρόταση του Τολομάνοφ να παραστήσει την υπερήλικη πάμπλουτη θεία, η οποία θα παραχωρούσε κάποιο χώρο για τις ερωτικές περιπέτειες του ανιψιού της. Η Νταφίνκα Ζαξ διέσπειρε την είδηση σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις και η φήμη κίνησε σαν πυρκαγιά προς την πρεσβεία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υποψιαζόταν τίποτα και κοίταζε να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα με τις υποχρεώσεις της.
Στις 16:30΄ το τηλέφωνο της ιδιαιτέρας κουδούνισε και μια γλοιώδης φωνή είπε:
«Μπορείτε, σας παρακαλώ, να με συνδέσετε με τον κύριο πρέσβη;»
Η ιδιαιτέρα, η Τάνια Βάντοβα, τινάχτηκε σαν να την είχαν ζεματίσει. Γνώριζε καλά αυτήν τη φωνούλα και δεν τη συμπαθούσε καθόλου.
«Ο νέος πρέσβης δεν έχει έρθει ακόμα», είπε ψυχρά.
«Μην τον κρύβετε! Μην τον κρύβετε!» είπε γλυκά η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ξέρω από πολύ έγκυρη πηγή ότι έφτασε σήμερα το μεσημέρι. Ήθελα μόνο να τον καλωσορίσω».
«Μάλλον δε σας πληροφόρησε σωστά η έγκυρη πηγή σας», απάντησε ατάραχη η γραμματέας. «Δεν υπάρχει κανένας πρέσβης εδώ. Αντίο σας».
Στην πραγματικότητα, η Τάνια Βάντοβα δεν ήταν και τόσο σίγουρη και αποφάσισε να αφεθεί στο ισχυρό ένστικτο της γραμματέως. Ακολούθησε σύντομη συζήτηση με την πρεσβευτική κατοικία και ο Μπανιτσάροφ υποχρεώθηκε να παραδεχτεί την αλήθεια. (Ακόμη ένα μεγάλο μείον για τον μάγειρα!) Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλα τα γραφεία. Η ώρα ήταν 17:30΄. Αμέσως μετά η πρεσβεία άδειασε σαν να είχε πέσει πανούκλα.