Με την βαρύτητα να τον έχει αγκαλιάσει, ο αετός πέφτει σαν πέτρα. Τότε ο Χάντερ βλέπει το λαγό. Τα αυτιά είναι του κολλημένα στο σβέρκο. Στην πλάτη του, τα νύχια του άρπαγα γλιστράνε. Έκρηξη από τρίχωμα και αίμα. Απελπισμένος πως δεν θα μπορέσει να ξεφύγει ο λαγός πέφτει ανάσκελα. Χιμάει με τα νύχια, δείχνει τα δόντια.
Ο αετός ξαφνιάζεται αν και σίγουρος για την υπεροχή του. Χτυπάει με τα φτερά. Ανυψώνεται κομψά κι ελαφριά. Ο λαγός στέκει στα πόδια του ζαλισμένος. Κουνάει το κεφάλι. Μετά τρέχει προς το μέλλον του.
Ο αετός ορμάει ξανά. Αυτή την φορά τα νύχια του καρφώνονται στην πλάτη. Δεν μπορούν όμως, να γαντζωθούν. Ο λαγός παίρνει ξανά την απελπισμένη του στάση. Το πουλί ψάχνει για μια οριστική λύση. Τσακίζει το μπροστινό πόδι του λαγού. Ξεπετιούνται πούπουλα.
Ακούγεται πυροβολισμός. Ο Χάντερ προνοητικά έχει διατάξει την Μπέρτα να ξαπλώσει. Κι εκείνη ξαφνιάζεται απ’ την βολή. Ανασηκώνεται, μα δεν τολμάει να σταθεί όρθια. Όταν διαλύεται ο καπνός ο κυνηγός κοιτάζει προς το μέρος.
Ο αετός έχει μείνει με ανοιχτά τα φτερά. Σαν να θέλει να αγκαλιάσει κάποιον. Το κεφάλι του γερμένο. Το μάτι του γουρλωμένο. Σταγόνες της βροχής εξοστρακίζονται πάνω του.
Ο Χάντερ βογκάει. Δεν ήθελε να σκοτώσει, μόνο να φοβίσει. Δεν συμβαίνει συχνά, ούτε είναι εύκολο να πάρεις θέση υπέρ του αδύναμου.
Η Μπέρτα πηδάει απ’ την χαρά της. Χώνεται κάτω απ’ τα φτερά του αετού. Ξεπροβάλει με το λαγό στο στόμα.
Ο Χάντερ σκύβει. Μέχρι που γονατίζει. Παρά τη θέλησή του τα σκάγια αποτελειώνουν την μονομαχία, με την δική τους λογική.
Ξαφνιάζεται από τον εαυτό του. Ήταν κουρασμένος και νευρικός. Συναισθηματικός – άρα ευάλωτος. Κάτι άγνωστο γι αυτόν την ώρα της σκοποβολής. Αν χάσεις την ψυχραιμία σου - θα χάσεις και τον στόχο. Θυμάται την ξεχασμένη φράση - ευαίσθητος σαν βολή.
Ξαφνικά τους καταπλακώνει η ομίχλη. Πέφτει χαμηλά. Ο δρόμος και το δάσος σωπαίνουν εντελώς. Βήχας, ή σπασμένο κλαρί ακούγονται από μακριά. Με τέτοιο καιρό όλοι βιάζονται να μαζευτούν στα σπίτια τους. Αν κάπου ταξιδεύεις, νιώθεις εγκαταλειμμένος και μοναχικός. Αν τύχει να μείνεις από λάστιχο – μην περιμένεις βοήθεια. Κανείς δεν θα περάσει μέχρι να έρθει το μουτρωμένο πρωινό.
Πρώτο σ’ αυτά τα έρημα μέρη περνάει το γαλατάδικο. Γυρνάει απ’ τα χωριά. Τις αργίες κανένα «τραμπάντ»[1] ψάχνει χαμένο θησαυρό των προγόνων ή κάνει βόλτες για να ξεσκάσει ο οδηγός.
Μετά την ομίχλη η νύχτα καταφτάνει γρήγορα. Η ζωή σταματάει. Έρχεται η ώρα του Κέμπο. Κοιτάζει προς το δάσος με το ειδικό του όπλο. Κοντό, λύνεται εύκολα, με δίοπτρα και δυνατό προβολέα προσαρμοσμένο στην κάνη. Η ακτίνα του μαρκάρει με το σήμα της ζαρκάδια, ελάφια, ελαφίνες… Ακούγεται ελαφρύς κρότος. Μια γλωσσίτσα γλείφει γρήγορα την ομίχλη και χάνεται. Προς τα έξω ξεφεύγει συννεφάκι καπνού. Αν δεν μύριζε μπαρούτι ή δεν ρέγχει το λαβωμένο ζώο, είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Ο Κέμπο αφουγκράζεται. Η ομίχλη, όσο κι εξυπηρετική να είναι, δεν φέρνει ήχους. Τότε πια βγάζει τσουβάλι από καραβόπανο και τσεκούρι – ξυράφι.
Έτσι ο Κέμπο περνάει όλη τη νύχτα. Σαν τα ζώα που εξοντώνει δεν έχει από πριν την ετοιμότητα να χαλαρώσει ή να παραδοθεί.
Τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Ποτέ. Κι αυτή τη νύχτα βηματίζει προσεκτικά δίπλα στο ξέφωτο. Εκεί βγαίνουν οι ελαφίνες. Ίσως να φανεί επιτέλους και το Ελάφι που έρχεται πάντα.
Από την πρώτη στιγμή θα τα εντοπίσει. Μέχρι να καταλάβουν θα βρει τον στόχο, θα σκοπεύσει και θα ρίξει.
Παίρνει βαθιά αναπνοή. Η δέσμη του προβολέα τρυπώνει τη νύχτα. Άλλη μια ελαφίνα. Ροχαλίζει και δεν βιάζεται να πεθάνει. Την βοηθάει με το μαχαίρι. Ρίγος ανακούφισης συγκλονίζει το ζεστό κορμί.
Τότε ακούγεται ο δρόμος. Ο ήχος ανηφορίζει αργά. Ανάμεσα στα δέντρα φέγγουν φώτα αυτοκινήτου. Παραβιάζουν την περιοχή του.
Στα γρήγορα σκεπάζει το πτώμα με κλωνάρια. Πάντα σταματάει με τη μούρη προς τα κάτω. Απομακρύνεται χωρίς να βάλει μπρος τη μηχανή. Κινείται μόνο στην άσφαλτο. Δεν αφήνει ίχνη στους χωματόδρομους.
Πιο κάτω σέρνεται ένας τέτοιος δρόμος. Στρίβει αμέσως. Το σκοτάδι τον καταπίνει. Παίρνει το γυλιό, το τσεκούρι και κάθε τι που θα τον πρόδιδε. Τρέχει προς την στροφή απ’ την οποία είχε πυροβολήσει. Βρίσκεται πια στα ψηλά. Οι άλλοι δεν υποπτεύονται τίποτα. Μιλάνε φωναχτά. Φέγγουν δεξιά, αριστερά. Μιλάνε δυνατά. Ακούγονται από μακριά. Ο ένας βγαίνει να ανακουφιστεί. Τον πιάνει λόξυγκας από τα ποτά ή από τους χαλασμένους μεζέδες. Είναι μόλις μερικά βήματα από την ελαφίνα.
Το πίσω μέρος του τζιπ περνάει δίπλα στον Κέμπο. Ρίχνει χωρίς να ανάψει τον προβολέα. Ακούγονται ουρλιαχτά. Τα λάστιχα σφυρίζουν. Πατάνε τέρμα τα γκάζια. Πριν από καιρό, η Ελαφίνα είχε πέσει στην δική τους παγίδα.
Ο Κέμπο γυρίζει ατάραχος. Απόψε τα τσακάλια γλεντάνε για λογαριασμό του. Δεν πρόλαβε να μεταφέρει το κρέας.
Ο Κέμπο έχει ασύρματο με τη συχνότητα της αστυνομίας. Τον προφυλάγει απ’ τις παγίδες.
Την επόμενη νύχτα ξαναγυρίζει εκεί. Στο δρόμο λάμπουν μια χούφτα σπασμένα γυαλιά. Προσεκτικά τα μαζεύει με το γάντι. Το φωτισμένο στα γρήγορα ξέφωτο φαίνεται έρημο, μα το εξασκημένο του μάτι πιάνει μια ανταύγεια να φωσφορίζει. Δίπλα στο πτώμα της ελαφίνας υπάρχει ελάφι.