Αυτοί της είχαν πει: «Και τι έγινε τόσο; Κι άλλη φορά το έχεις κάνει!» Ήταν χοντροί, άσχημοι άξεστοι. Ο φόβος είχε πάγωσε τη σκέψη της. Δεν τους άνοιξε συζήτηση. Δεν προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. Δεν τη γλίτωσε. Της κλέψανε και την τσάντα. Μετά βρήκε βαλίτσα.
Από πού ήξεραν πως ήταν γκόμενα του διευθυντή; Παρίστανε πως της αρέσει. Κάτι είχε στο νου. Η ψυχή της έτριζε από αμφιβολίες. Όπως το κρεβάτι στο οποίο ο διευθυντής την πήδαγε, ενθουσιασμένος και ξεμωραμένος.
Δεν είναι κομψό να είσαι θύμα και να εργάζεσαι σε εφημερίδα. Τώρα το κατανοούσε. Πόσες φορές είχε χαρεί στις ειδήσεις για φόνους. Γρήγορα έφτιαχνε το κείμενο. Τάχα δεν διαφήμιζε τον εγκληματία, μα δημοσίευε την φωτογραφία του και το βιογραφικό του. Τον περιέγραφε λεπτομερώς. Τα κείμενα πουλούσανε. Ο Διευθυντής φρόντιζε να υπάρχει ψωμί για όλους.
Το όνομά της επιβαλλότανε. Μετά το περιστατικό αυτός την σιχάθηκε. Μπορεί και να του έφερνε καμιά αρρώστια.
Δεν είχε ιδέα. Το αυξανόμενο πλήθος τη διάβαζε τρύζοντας τα δόντια. Οι αναγνώστες από μέρα σε μέρα γίνονταν όλο και πιο σκυθρωποί. Συνέβη περίεργο περιστατικό. Επισκέπτης με κουβά που κάτι μύριζε έψαξε τον διευθυντή. Ο θυρωρός υποπτεύτηκε την κατάσταση. Τον σταμάτησε. Ο άλλος τον έλουσε με τα σκατά.
Το αραιό περιεχόμενο έφτασε μέχρι και στην πόρτα της.
Γιατί οι συντάκτες παριστάνανε τους έκπληκτους; Σαν να μην γνώριζαν πως κάθε μέρα τους παρακολουθούσε το άγνωστο πλήθος, μέσα στο οποίο ωριμάζανε κι άλλες ατάκες. Τέτοιοι σαν κι αυτήν δεν αφήνανε τους άλλους να μιλήσουν. Κατείχαν όλο τον χώρο του κίτρινου ρεπορτάζ. Η προσβολή κι η εκδίκηση συσσωρεύονταν σταγόνα με τη σταγόνα. Ο πληθυσμός αγρίευε.
Ένα φίδι δάγκασε τον Κέμπο. Με δυσκολία έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι. Έριξε από κοντά. Θυμήθηκε την βολή στην ηλίθια ελαφίνα με την οποία άρχισαν όλα. Αυτή έφταιγε. Αυτή τον ξελόγιασε. Ο εξοστρακισμός παρά λίγο να τον χτυπούσε. Η σφαίρα βούιξε. Χτυπιόταν τρελά μέσα στους τοίχους της ιερής σπηλιάς. Το μολύβι έπεσε στα πόδια του σαν κουτσουλιά νυχτερίδας. Έκαιγε.
Είχε διαλύσει το φίδι. Η ουρά του περιέγραφε άσκοπους κύκλους. Το μαζεμένο δηλητήριο φούντωνε.
«Κοίτα τύχη!» στένάξε ο Κέμπο.
Πίσω απ’ τη στροφή του τούνελ ήταν ο Μιχάλ ο Λευκός. Εκεί ήταν και τα πτώματα κρεμασμένα σε γάντζους. Ρίγησε απ’ το δηλητήριο ή μήπως απ το κρύο. Στη σπηλιά σκοτείνιασε.
Μόνο η Σιωπηλή ξέρει πότε έρχεται η ώρα του φιδιού. Το έχουν στη μοίρα τους. Κι οι δύο τους. Ο θάνατος είναι η τελική καταδίκη για τον αμαρτωλό σκέφτεται η Σιωπηλή. Είναι αδύναμη να σταματήσει το αδυσώπητο.
Μέχρι πότε θα περιπλανιέται με το Μομόγερο; Μέχρι πότε θα ακούει πως τρίζουν τα λέπια. Μέχρι πότε θα ψάχνει ξυπόλυτη το φιδίσιο ρούχο. Έχασε τον εαυτό της, μα απέκτησε απρόσμενη μυστηριώδης δύναμη. Και τι βάσανο…
Ο Μομόγερος ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Σιωπηλή να κλαίει. Κάτι αλλάζει μέσα της. Πια δεν είναι αδιάφορη. Ξύπναγε από τον λήθαργο;
Ο Μομόγερος αποφάσισε έξυπνα:
«Έκλαιγε για μένα!»
«Εδώ είμαι καλή μου.» της λέει από την πόρτα «Σου φέρνω μάλιστα και τον Στρατηγό.»
Ο Στρατηγός με τη σειρά του φωνάζει:
«Που είναι η Νία; Γιατί μας εγκατέλειψε; Που είναι η γιατρός Λίνα; Τι πράγματα είναι αυτά. Όλο στον κυνηγό πηγαίνουν, όλο σε ‘κείνον τον κυνηγό….»
«Εσύ μην ανακατεύεσαι!» του λέει ο Μομόγερος.
«Κανέναν συμβιβασμό!» απαγγείλει ο Στρατηγός.
«Η Σιωπηλή περιμένει να την σώσουμε.» λέει σκεφτικά ο Μομόγερος.
«Μαζέψτε καυσόξυλα για τον χειμώνα! Στα καυσόξυλα είναι η σωτηρία μας!» διατάζει ο Στρατηγός.
Ο στόχος τους πια είναι πιο σαφής, σε σύγκριση με τότε που είχαν έρθει.
Ο Χάντερ είναι άπιαστος στο βουνό. Χωρίς διεύθυνση και ταυτότητα. Μήπως ήταν αυτό που έλκυε και τον Κέμπο; Ο άγριος άνθρωπος είναι ο ελεύθερος, όχι ο εξημερωμένος. Όλοι είμαστε αιχμάλωτοι. Μέσα σε λαβύρινθους. Ο αιώνιος μοναχικός κυνηγός – ο Θάνατος καλπάζει πίσω απ’ τα χνάρια μας. Στο τέλος πάντα τα καταφέρνει.
Ο Χάντερ το έχει ξεκαθαρίσει. Πετάει το κέλυφος του. Και βέβαια υπάρχει πεπρωμένο. Μήπως επιλέγει κανείς τους γονείς του; Ή την ώρα και τον τόπο της γέννησής του; Τώρα είσαι ζωντανός κι άγριος. Πίστευε στον εαυτό σου. Να είσαι πραγματικός κι όχι να υποκρίνεσαι.
Έρχονται διαφορετικοί επισκέπτες από την χώρα και το εξωτερικό. Όλοι με κάτι μοιάζουν με τον οικοδεσπότη τους. Δεν αγαπάνε την συμβατικότητα μέσα στην οποία ζούνε. Συνήθειες που σαν κρεατοελιές έχουν φυτρώσει πάνω τους. Εδώ πετάνε αυτό το δέρμα τους.
Μερικοί κλαίνε για το παρελθόν τους. Άλλοι μοιρολογούν το μέλλων. Κι ανάμεσα στους μεν κι ανάμεσα στους άλλους υπάρχουν γενναίοι και δειλοί άντρες. Και μια γυναίκα – η Μαίρη.
Γιατί οι άνθρωποι είναι σημαδεμένοι; Θα γκρεμιστεί μήπως ο κόσμος αν εξαλειφθούν η βία κι ο εξαναγκασμός; Θα σταματήσει να γυρνάει η γη;