The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Πλιάτσικο" του Γκεοργκι Γκροζντεβ

21 Οκτώβριος 2015 / 10:10:29  GRReporter
49452 αναγνώσεις

     Ο Κέμπο ξαφνιάζεται. Ριγεί απ’ τη χαρά του. Με αυτοπεποίθηση σημαδεύει στο μέτωπο. Η πιο δύσκολη βολή. Το κεφάλι κάθε στιγμή μπορεί να κουνηθεί.

     Το Ελάφι δεν το βάζει στα πόδια. Κοιτάζει ατάραχο με φλεγόμενα μάτια. Είναι πιστό μέχρι θανάτου στη δική του ελαφίνα. Επιτέλους μπροστά στην κάνη του κάποιος που να μην  βιάζεται να το σκάσει.

     Τι θέλει; Αυτή να σηκωθεί; Ή περιμένει το δολοφόνο της; Να ‘τος –εδώ είναι.

    Ο άνθρωπος κάπως μπερδεύεται. Για πρώτη φορά αρνείται να ρίξει, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί. Λυπάται την ελαφίνα; Όχι όμως και τους ανθρώπους στο τζιπ. Αν είχε πληγώσει ή σκοτώσει κάποιον; Δεν θα έκαναν καταγγελία.

     Στη στιγμή της αμφιβολίας το Ελάφι πετάγεται προς το φως. Ο Κέμπο πυροβολεί. Στον πανικό του ξεχνάει να σβήσει τον προβολέα που είναι κάτω απ’ την κάνη. Έτσι τα κέρατα του Ελαφιού βαράνε εκεί που πρέπει.

    Με ξεσκισμένα τα ρούχα και ποδοπατημένος κοιτάζει προς τον ουρανό.

     Δεν υπάρχει ομίχλη. Το σκοτάδι και τα’ άστρα χαμηλώνουν όλο και πιο κοντά.  Τη ψύχρα και τι ηρεμία! Είναι αλήθεια πως επιτέλους τις βρήκα – εκπλήσσεται ο ίδιος; Βρίσκει  τις ωραίες γυναίκες από τα παιδικά του χρόνια.

     Στην πραγματικότητα είναι νεράιδες. Ζούνε κάτω απ’ το τσαρδάκι βυθισμένο στα τρελαμένα χόρτα.

      Στην ταράτσα είναι η γυναίκα με τα φθαρμένα ρούχα. Πεταρίζει με τα βλέφαρα στον ήλιο. Περιβάλει τα πάντα με σιωπή. Τα πάντα τριγύρω της.  Ο σκοτεινός ίσκιος του συνοδού της εμφανίζεται πάνω στην κουρτίνα του  σπασμένου παραθύρου. Τεντώνει το οστεωμένο του χέρι. Το λαρύγγι του είναι αιχμηρό σαν τσακμακόπετρα. Ξεροκαταπίνει. Τραβάει την γυναίκα μέσα.

     Αυτό επαναλαμβάνεται κάθε μέρα από τότε που ήρθαν στο χωριό. Γνωρίστηκαν όταν κι οι δυο τους ήταν άστεγοι. Τις νύχτες βρίσκανε ζεστασιά πλάι στα λούκια. Ή σε ερημωμένες αποθήκες, σε γιαπιά, σε φορτηγά βαγόνια πάνω σε νεκρωμένες γραμμές… Ανάβανε φωτιά μέσα σε καλύβες από χαρτόκουτες.  Ζεσταίνανε ρακί. Ο Μομόγερος φλυαρούσε μέχρι το πρωί.

     Μία φορά ταρακουνήθηκε το βαγόνι. Ξύπνησαν δίπλα στο  φωτεινό σηματοδότη κάποιου σταθμού. Ήταν πριν φτάσουν στην γιατρό Λίνα. Είχαν το δικό τους σύνθημα και παρασύνθημα:

    - Κι εσύ είσαι απ’ τους ανθρώπους της γιατρού Λίνας;

     Τώρα ήξεραν Το χωριό ήταν δικό τους. Μαζί με τα σπίτια γεμάτα νοικοκυριό, με τα ρούχα στις κρεμάστρες, με τα δέντρα που ακόμη δίνανε καρπό.

     Διαλέξανε σπίτια. Η γιατρός Λίνα έμεινε στο σπίτι της μάνας της με τη Νία. Συχνά πηγαίνανε στο εκτροφείο θηραμάτων. Ο Μομόγερος και η Σιωπηλή εγκαταστάθηκαν σε άλλη οδό. Ο Στρατηγός - στο σανό. Από εκεί τους περιφρουρούσε. Για πολύ καιρό δεν είχαν επιλογές.

     Το δειλινό περνάει μέσα απ’ το τσαρδάκι. Κι ο Μομόγερος τρυπώνει από κει.

     Αυτή είχε δικό της σκυλί. Με σπασμένο το πίσω πόδι, με πληγές και ουλές. Τα πλευρά του αιχμηρά σαν πιρούνια. Στο βλέμμα – ο τρόμος της επιβίωσης. Σκοτώσανε το σκυλί της. Ο Μομόγερος το αντικατέστησε. Δεν γαβγίζει δεν κλαψουρίζει, μα μιλάει. Η Σιωπηλή δεν ξέρει ποιο είναι πιο άσχημο. Πέρα απ’ αυτά ο Μομόγερος της ρίχνεται.

     Κάποιο βράδυ είχε δραπετεύσει από το νοσοκομείο. Τα κατάφερε με την εμπιστοσύνη των φρουρών. Τον αφήσανε να πάει για τσιγάρα. Περπάταγε ξυπόλυτος και χωρίς κατεύθυνση. Το πρωί τον πήρε κάποιο κάρο. Μετά και  πάλι μόνος. Συνάντησε καλούς ανθρώπους. Τον τάισαν. Του δώσανε παλιά ρούχα. Του φαινότανε του ανθρώπου πως δεν ήταν με τα καλά του.

     Δεν ήθελε να ζήσει χωρίς την Σιωπηλή. Την έβρισκε χαριτωμένη. Το κορμί της σφιχτό. Απ την στιγμή που βρεθήκανε, της έκανε έρωτα κάθε μέρα. Ο τρελός του ενθουσιασμός δεν τον εγκατέλειπε. Αυτή είχε σαλτάρει μετά από βιασμό. Δεν του έφερνε αντίσταση. Συνέχεια σώπαινε.

     Έτσι πηγαίνανε τα πράγματα στο περίεργο χωριό, όπου τους είχε φέρει η μοίρα. Την έγδυνε και της μίλαγε. Αυτή σώπαινε μυστηριωδώς. Ήταν βρόμικη, μα αυτός την φίλαγε, την φίλαγε.

     Επιτέλους έχουν ηρεμήσει. Έχουν δικό τους σπίτι. Αυτός την ικετεύει.

     Ο Μομόγερος την ικετεύει να μιλήσει. Θέλει ν’ ακούσει τη φωνή της. Ξαναμμένος και γυμνός, σιγά, σιγά αναλαμβάνει. Η σιωπή της τον εκνευρίζει,  πάντα τον εκνευρίζει. Κι αυτή είναι γυμνή.  Στους μηρούς της λερωμένους απ’ το υγρό του, κάθονται μύγες.

    Η σιωπή είναι διφορούμενη. Δεν θέλει να του πει πως είναι γελοίος, χαμένο κορμί, χάλια εραστής. Μήπως γι αυτό σωπαίνει; Την στήνει  δίπλα στον τοίχο. Συνεχίζει να της κάνει έρωτα. Μιλάει, μιλάει, εκείνη σωπαίνει, σωπαίνει.

   Η Σιωπηλή πάλι έχει ξαπλώσει. Αυτός γυρνάει στο δωμάτιο. Ξαφνικά αρχίζει να ανοίγει τα συρτάρια της ντουλάπας με χρώμα κυδωνιού. Το ένα μετά το άλλο. Συρτάρια της ταχτοποιημένης του ζωής. Σε ένα βρίσκει σουγιαδάκι. Δοκιμάζει τη λάμα του. Ξύνει κάτι από το μπροστινό του δόντι. Σκύβει πάνω της και την απειλεί. Μετά  χάνει την ισορροπία  του και πέφτει πάνω στο σπασμένο παράθυρο. Κόβεται. Το αίμα του βάφει το πάτωμα. Τον κυριεύει πανικός.

    - Εσύ φταις!

     Καρφώνει τη λάμα κάπου στο κορμί της.  Αυτή δεν βγάζει μιλιά.

     Τον πιάνουν τα κλάματα. Τρέχει γυμνός ανάμεσα στα ζιζάνια. Πραγματικός Μομόγερος, χωρίς δέρματα. Τα δόντια του από κολοκυθόσπορο γυαλίζουν σαν να γελάει.

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus