The Best of GRReporter
flag_bg flag_gr flag_gb

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Πλιάτσικο" του Γκεοργκι Γκροζντεβ

21 Οκτώβριος 2015 / 10:10:29  GRReporter
36343 αναγνώσεις

 

    Κυνηγημένοι απ’ την πείνα οι λύκοι σκοτώνανε παντού. Ντόπιοι, όπως και άλλοι που ήρθαν απ’ έξω. Αυτόν το χειμώνα ήταν ανελέητοι. Μπαίνανε σε μάντρες και αυλές. Ξεσκίζανε σκυλιά και προβατίνες. Οι σκιές τους ανεμίζανε πάνω στο παγωμένο χιόνι.

     Το ουρλιαχτό ξύπναγε το χωριουδάκι μέσα στο βουνίσιο πέρασμα. Τάραζε τον ύπνο. Λαλίστατα σκυλιά κρέμονταν στις αλυσίδες τους με μια σκέψη. Μήπως και σπάσει η αλυσίδα. Μήπως και πράγματι χρειαστεί να γίνουν διώκτες;

     Οι άνθρωποι ήταν όλοι γέροι κι άρρωστοι. Εγκαταλειμμένοι ή απλώς ξεχασμένοι. Ζούσαν από χρόνια χωρίς την ελπίδα για βοήθεια. Τηλέφωνο ή γιατρός δεν πατούσαν εδώ.

     Στην δικιά τους την ανθεκτικότητα ήταν η ελπίδα τους. Γερά αμπαρωμένοι, οπλισμένοι με πασσάλους, μαχαίρια, τσεκούρια – ανά δυο (αν ζούσαν κι οι δύο), ή μόνοι, φοβισμένοι, με τα δόντια τους να τρέμουν.

     Το βαθύ χιόνι για άλλη μια φορά τους απομόνωνε από τον κόσμο. Κάπου εκεί, τα παιδιά τους είχαν μεταμορφωθεί σε άνθρωποι των πολυκατοικιών. Κάπου εκεί, που κανένας, κανέναν δεν βοηθάει. Το καλοκαίρι τύχαινε να έρθουν κάποιου τα εγγόνια. Για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, να μαζέψουν μυρωδικά βότανα, να βάλουν στο καλάθι βατόμουρα, μανιτάρια.

     Το μέρος ήταν όμορφο, μα ανήλεο. Οι κάτοικοί του, μένανε γαντζωμένοι στα πρωτόγονα  τους σπίτια. Μόνο κάποιος κυνηγός που είχε χαθεί ή που ήταν κουρασμένος θα μπορούσε να περάσει. Να τριγυρνάει για μια γουλιά νερό. Το νερό στην περιοχή ήταν δυσεύρετο.

    Υπήρχε πηγάδι. Δεν πάγωνε ολόκληρο τον χειμώνα. Τρεμόπαιζε καθαρό το καλοκαίρι παρά τα βατράχια που χοροπηδούσαν δίπλα.

    Εδώ ερχότανε για να ξεδιψάσουν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Η πηγή είχε μαζέψει κάποτε και τους ανθρώπους. Οι ελαφίνες όλο και πιο συχνά μαζευόντουσαν τριγύρω. Σαν να παρακαλούσαν για προστασία. Διαισθάνονταν, πως οι ευκαιρίες τους για ζωή λιγοστεύουν.

     Η πείνα ήταν βιβλική. Οι γέροι κι άλλες φορές       βλέπανε τις ελαφίνες και πότε, πότε τις ρίχνανε καμιά κόρα  ψωμιού ή κάτι άλλο από  το φτωχικό τους δείπνο.

     Οι άνθρωποι  ήταν ανήσυχοι και για τον εαυτό τους. Οι καρδιές τους ραγίζανε. Λόγω της ελπίδας τους, οι ελαφίνες θα πέθαιναν. Πάντα εμφανίζονταν μια, μια, μα ποτέ τόσες όσο τώρα. Ήταν κοπάδι. Δεν άργησε η νύχτα – κουρασμένη κι εξαγριωμένη. Τα μάτια των λύκων καίγανε. Το κοπάδι συγκεντρώθηκε και πάγωσε. Ήταν η μια κοντά στην άλλη, η μία κοντά στην άλλη. Τα σώματα τους περιπλέκονταν – ο λαιμός της κάθε μιας, πάνω στην πλάτη της μπροστινής. Στη μέση – τα μικρά. Στην άκρη οι γερασμένες κι οι άρρωστες. Προσκολλούσαν με τις στερνές τους δυνάμεις πάνω στις υπόλοιπες. Ελάφια με αιχμηρά κέρατα στέκονταν στην πρώτη γραμμή, βυθισμένα  μέχρι τα γόνατα στο χιόνι.

     Τα αγρίμια, γρήγορα κλείσανε τον κλοιό. Ακουγότανε θόρυβος από σκισμένα δέρματα, από σπασμένους σπονδύλους. Τα πνιγμένα ελάφια ήταν περισσότερα απ’ όσο ήταν δυνατόν να φαγωθούν. Το αίμα των αρπαχτικών κόχλαζε. Πια δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Τα θύματα τους προκαλούσαν με τον άγριο πανικό τους και το μίσος. Τα ελάφια ξεκοιλιάσανε δυο νεαρούς λύκους.

     Η αγέλη επιτέλους διέλυσε το κοπάδι. Τα ζώα μεμονωμένα προσπαθούσαν να σωθούν όπως μπορούσαν. Το βαθύ χιόνι με την κρούστα στην επιφάνεια καθήλωνε τα θύματα. Βυθιζότανε ενώ  οι σκιές ορμούσαν καταπάνω τους. Οι τελευταίοι τους ρόγχοι κι ανάσες αντηχούσαν στα κρύα δωμάτια.

     Αναπάντεχα  για τους λύκους έτρυξε μια πόρτα. Μετά δεύτερη, τρίτη. Σκόρπιες ελαφίνες, που είχαν ξεφύγει γλιστρούσαν στις αυλές. Από ένα σπίτι χωρίς μάντρα ξεπρόβαλε γερόντισσα. Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε πλάι. Μέσα όρμησε νεαρή ελαφίνα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν καμπάνα. Η γερόντισσα την άκουσε, όταν αυτή κόλλησε πάνω της.

     Αμπαρώθηκαν γερά. Στήριξαν την πόρτα με το σεντούκι στο οποίο κάποτε η γυναικούλα μάζευε το προικιό  της.

     Όλο και κάποτε θα ξημέρωνε.

        Έτσι η μάνα της γιατρίνας Λίνα Μπίζεβα γλίτωσε μια ελαφίνα. Ενώ ένα σκυλί έσπασε την αλυσίδα του. Το ‘σκασε με τους λύκους. Θα γύρναγε πίσω άραγε;  Ο Χάντερ δεν είχε συναντήσει παρόμοιο ζώο. Σκότωνε μεθοδικά.  Έφτασε στο σημείο να αμφιβάλει για τους δυο του θηροφύλακες -  τον Αχμέτ και τον Ντάντσο… Μήπως ήταν κάποιος απ’ αυτούς. Ο Αχμέτ έμεινε με τον τυφλό του πατέρα στο γειτονικό χωριό. Καθότανε στο βουνό για χάρη του. Ο Ντάντσο έχει  άρρωστα πνευμόνια. Ο αέρας εδώ είναι θεραπευτικός. Μια φορά το καλοκαίρι τον επισκέπτεται η αδερφή του.  Άλλους συγγενείς δεν έχει. Για να προλάβει εγκαίρως, συνέχεια τρέχει. Νοικιάζει στο σπίτι του Αχμέτ. Ταξιδεύουν με το σαραβαλιασμένο από τους κακοτράχαλους δρόμους «Μοσκβίτς» Για ένα μήνα τους κλείδωσε τα ντουφέκια. Τους άφησε  να εποπτεύουν τις περιοχές τους χωρίς όπλα. Κι όμως δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Οι επιδρομές συνεχιζόντουσαν.

     Η γιατρός Λίνα έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια. Ήθελε πολύ να βοηθήσει. Η αδυναμία της σαν γιατρός την εξόργιζε. Δεν ήταν σίγουρη πως είχε κάνει τα πάντα; Πόνταρε την καριέρα της, το όνομά της. Για πολλούς οι ασθένειες είναι κάτι που σε στιγματίζει και οι δυστυχίες  - κάτι  που σε ντροπιάζει. Οι συνάδελφοι της χωρίζανε τους δυστυχισμένους  σε περιστατικά με αίσια έκβαση και μη. Δεν μπορούσε να κατανοήσει μια τέτοια τάξη.

     Πίστευε πως η μάνα της ζει. Έπρεπε μόνο να φτάσει στο χωριό. Τότε θα το διαισθανότανε.

     «Σίγουρα είμαι εντελώς εξωπραγματική,  αφού αρνούμαι να αποδεχτώ πως μετά τον θάνατό τους οι άνθρωποι εξαφανίζονται για πάντα.»

Tags: Κλινική στον τρίτο όροφο σειρά μικρή οθόνη
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ!
Το περιεχόμενο του GRReporter φτάνει σε σας δωρεάν 7 ημέρες την εβδομάδα. Δημιουργείται από μια ομάδα επαγγελματιών δημοσιογράφων, μεταφραστών, φωτογράφων, εικονοληπτών, ειδικών λογισμικού, γραφικών σχεδιαστών. Αν σας αρέσει η δουλειά μας και την παρακολουθείτε, σκεφτείτε μήπως θα θέλατε να μας υποστηρίξετε οικονομικά με ποσό που επιθυμείτε.
Subscription
Μπορείτε να μας βοηθήσετε και με εφάπαξ αποστολή οποιουδήποτε ποσού:
blog comments powered by Disqus