«Μετράω ως τα τρία! Εικοσιένα, είκοσι δύο, είκοσι τρία[2]! Να δω τον πρώτο με τα χέρια ψηλά!» η συμπαγή φωνή του αντηχεί.
Σιγά, σιγά βγαίνουν δύο σιλουέτες. Εμφανίζεται και τρίτη. Άραγε υπάρχουν κι άλλοι; Ο Στρατηγός είναι οπλισμένος με ξύλινο σπαθί. Ο κίνδυνος γι αυτόν είναι υπαρκτός. Δεν πρέπει να τον δουν από κοντά.
Συνεχίζει να διατάζει:
«Μην κατεβάζεις τα χέρια! Κάνε μεγάλα βήματα! Πιο γρήγορα!»
Στην κατακερματισμένη από τις φωνές ησυχία, ακούγονται κλαδιά που σπάνε. Προς την πτέρυγα των συλληφθέντων ορμάει κάτι οργισμένο.
«Διατάζω! Τους θέλω ζωντανούς! Όχι νεκρούς!»
Οι σιλουέτες μαζεύονται. Μόνο τώρα πετάνε τα όπλα. Για να ‘ναι σίγουρο πως δεν θα τους ξεκάνουν. Έχουν αφήσει τον προβολέα στο τζιπ. Από που να ξέρουν πως απ’ την ερημιά θα βγει αξιωματικός. Δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Στρατηγό.
Η στιγμή που τα όπλα πέφτουν στη γη είναι μοιραία. Ο Χάντερ έχει αμολήσει τον Γκορμπατσόβ. Ο λυκομάχος συναντάει ανθρώπους που μόνοι τους ψάχνουν τον μπελά τους.
Τα μουγκρητά του, τους παραλύουν. Σκάνε ραφές ρούχων, σπάνε οστά κάποιο λαρύγγι ρέγχει.
Πέφτουν ανάσκελα σαν τον Κέμπο. Αντικρίζουν τα άστρα. Καταφτάνουν η δροσιά και η ηρεμία. Τι ατελείωτος που είναι ο δρόμος!
Ο Χάντερ είναι μούσκεμα στον ίδρωτα. Ο Στρατηγός στέκει στα ψηλά σαν άγαλμα. Επιτηρεί την περιοχή.
Ο Χάντερ πηγαίνει στο σκύλο. Τον δένει στο δέντρο. Ο Στρατηγός ακολουθεί. Σε λίγο το βάζει στα πόδια.
«Αααααααα!» ουρλιάζει ο Στρατηγός. Οι μπούφοι φτερουγίζουν βουβά.
Από πού να ξέρει ο Κέμπο, πως τα πνεύματα από το παρελθόν θα ξυπνήσουν.
Νεράιδες με δηλητηριώδη βότανα βγαίνουν στο δρόμο του. Στην ιερή σπηλιά, σταματάει να σταγονίζει το νερό. Όταν ζητάει βοήθεια, εμφανίζεται φίδι. Κάποια αρκούδα, πώς να το χωνέψει ο νους, τον γκρεμίζει από το δέντρο.
Αντί να του έρθει φώτιση, διψάει. Φωνάζει για μια σταγόνα νερό. Αν στάξει από την πέτρα πάνω του, θα δροσιστεί. Αισθάνεται και βλέπει. Δεν μπορεί να κουνηθεί. Ένα βάρος πιέζει την καρδιά του. Μετά επεκτείνεται προς τα άκρα του.
Ανακαλύπτει, πως η σπηλιά έχει μια μυστηριώδης ομορφιά. Δεν είναι μόνος. Κάπου εκεί είναι κι ο Λευκός.
Ο γέρος πλησιάζει. Στην στροφή πέφτει πάνω του.
- Μακάρι να μην σε είχα συναντήσει ποτέ! λέει ο γέρος.
- Ήμουν υποχρεωμένος να σε ξεκάνω. Ανακάλυψες την κρυψώνα μου.
- Δεν θα σε πρόδινα. Φεύγεις και δεν ξανάρχεσαι.
- Θέλω να μείνω εδώ για πάντα. Είναι τόσο όμορφα.
- Η γη δεν σε θέλει.
- Ακριβώς γι αυτό. Κάπου αλλού ο τάφος μου θα είναι ξεχασμένος κι ανώνυμος. Ενώ εδώ… Εδώ και να πεθάνεις είναι ωραία. Εδώ θα με θυμούνται. Χα, χα!
- Αχ, ο Θεός να σε κρίνει.
- Κι εσύ τον βοήθησες τον επινοημένο σου θεό. Αμόλησες το φίδι.
- Από την πρώτη στιγμή το φίδι σε ακολουθεί. Κι η Αναστενάρισσα σε έψαχνε.
- Άρα υπάρχει κι Αναστενάρισσα. βογκάει ο Κέμπο, από το φίδι που γλιστράει στις φλέβες του. - Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
- Τα μάτια σου είναι γυάλινα.
- Είναι η επόμενη παγίδα.
- Εσύ είσαι η παγίδα.
- Έλα τώρα πες μου!
- Για να γλιτώσει το θύμα, δεν σκοτώνει το φίδι που τον έχει δαγκώσει. Έτσι ήταν από ανέκαθεν. Υπάρχει μια σιωπηλή γυναίκα. Αυτή υπνωτίζει το φίδι. Χωρίς να το αγγίξει.
- Πολύ εύκολο φαίνεται, για να βγει αληθινό
- Κάθε αλήθεια έχει το τίμημά της. Εμείς οι δύο το έχουμε πληρώσει.
- Δεν θα εξοργιστώ. Σφίγγει τα δόντια ο Κέμπο. Τρίζει ολόκληρος. Ραγίζει σαν γυαλί.
Ο Χάντερ με τον Λυκομάχο τους ανακαλύπτουν. Τον περιεργάζονται. Ο κυνηγός βρίσκει το τραύμα που είχε προκαλέσει ο ίδιος και το έργο του φιδιού. Τον κουβαλάει με τα χέρια. Γυρίζει ξανά για τον Μιχάλ τον Λευκό. Μετράει φωναχτά τους γάντζους. Το νερό αρχίζει ξανά να στάζει.
- Μακάρι ποτέ ξανά να μη πυροβολήσω σε άνθρωπο. προσεύχεται.
Από το ρεύμα τα κρεμασμένα κουφάρια κουνιούνται απαλά. Οι σβέρκοι τους στάζουν. Το αίμα είναι μαύρο, πηγμένο.
- Μπας και κάποιο απ’ αυτά ήταν το Ελάφι που έρχεται πάντα;
Διόπτρες μακράς εμβέλειας, καταδιώκουν τον Χάντερ. Ομοβροντία από τα ΜΜΕ. Παντού, σ’ όλη την χώρα. Ποιος όμως εντυπωσιάζεται; Απάθεια σαν ομίχλη. Ξεδιπλώνεται πυκνά. Η ελευθερία πεθαίνει. Όταν η κοινωνία διαλύεται, μόνο το άτομο μπορεί να επιβιώσει. Κάποιος τυχερός. Όλοι είναι καταδικασμένοι μα, μήπως το ξέρουν; Αυτός είναι ο τζόγος της ζωής μας σήμερα! σκέφτεται ο Χάντερ Ποιος θα γλιτώσει και όχι πως;
5.
Ο Χάντερ είχε τον πόνο του. Η Αναστενάρισσα τον είχε ανακαλύψει. Είχε φτάσει η ώρα της ειλικρίνειας.
- Δεν μπόρεσες να γλιτώσεις κανέναν! Δεν γλίτωσες ούτε ζαρκάδι.