Το χαμόγελο από κολοκυθόσπορο είναι σκυθρωπό. Τα καΐκια του Μομόγερου βουλιάζουν. Ο Στρατηγός βαδίζει ρωμαλέα. Ο Μομόγερος στην προηγούμενη ζωή του ήταν διευθυντής. Είχε κάποτε τέτοιο επάγγελμα – προϊστάμενος. Μέσα στο εργοστάσιο δημιουργήθηκε ο καινούργιος άνθρωπος. Οι περισσότεροι εργάτες είναι φυλακισμένοι. Για να βγει πιο φτηνά. Ξεχωριστά οι ποινικοί, από τους πολιτικούς. Επίσημα τέτοια πράγματα δεν λέγονται. Έζησε χρόνια ανάμεσα σε επικίνδυνους ανθρώπους. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των ανωτέρων του. Διοικούσε απλά: «Όποιος δεν υπακούει, δεν θα τρώει!»
Άνοιξε η άβυσσος. Αναποδογύρισε ο κόσμος. Έτρέχε προς τον γκρεμό. Πληγώθηκε το αίσθημα για αιωνιότητα. Τα μεγάλα αφεντικά υπόσχονταν ατέλειωτη ευτυχία για πάντα. Τους πίστευε. Πάντα ήταν σωστός και νομιμόφρον. Βέβαιος γι αυτούς, δεν είχε βάλει δραχμή στην άκρη.
Τώρα ο Μομόγερος θέλει να σμικρυνθεί. Το παρελθόν του σαν καμπούρα προεξέχει. Η χώρα, ακριβώς όπως πριν από σαράντα πέντε χρόνια διαιρείται στα δύο. Σε ανθρώπους με παρελθόν και ανθρώπους με μέλλον. Πολλοί από τους υφισταμένους του, ειδικά από τους ποινικούς αρχίσανε μπίζνες. Ένας δύο τον λυπήθηκαν. Ήταν σκληρός μαζί τους, μα δεν τους ταπείνωνε. Του προτείνανε δουλειά. Τον γνώριζαν. Δεν θα έκλεβε, δεν θα έλεγε ψέματα. Τίμιος μέχρι ηλιθιότητα. Στη νέα εποχή αυτά τα προσόντα ήταν δυσεύρετα. Του λέγανε: «Κατάλαβες, εμείς κι όχι αυτοί σου λέγαμε τότε την αλήθεια. Αυτοί ασύστολα μας λέγανε ψέματα και τώρα πάλι θέλουν να μας βάλουν στον τορβά. Πάλι θα γίνουν αφεντικά!» Δεν είχε τι να τους αντιμιλήσει. Η περηφάνιά του τον εμπόδιζε να προσαρμοστεί. Σαν να ήταν καταδικασμένος για τις αμαρτίες του.
Έφαγε τα λίγα που είχε στην άκρη. Κάποιο πρωί μετά από τύψεις κι αμφιβολίες έγινε οδηγός ταξί. Μετά καλλιεργούσε ντομάτες. Πούλαγε βραστό καλαμπόκι. Δούλευε σε πάγκο στο παζάρι. Όλα με όσα καταπιάστηκε ήταν αποτυχία. Τον κυνηγούσε ο φόβος. Ήταν καταδικασμένος. Τον καταδίωκαν. Ο κόσμος γκρεμιζότανε στην άβυσσο. Ο δικός του κόσμος. Τον καταπλάκωνε. Κι αυτός ήταν εκεί, από την κάτω πλευρά, στο σκοτάδι. Σπουργίτι στο βάθος μιας κούφιας, τσιμεντένιας κολώνας. Άραγε τον ακούνε οι άλλοι; Προσεύχεται για ουρανό. Ποιος θα τον σώσει;
Με το βάρος του το παρελθόν τον διαλύει. Δεν αναπνέει. Δεν έχει δυνάμεις να φωνάξει. Πέφτει. Τελευταίοι σπασμοί. Κάποιος τον κλοτσάει από πίσω. Χαμόγελο από κολοκυθόσπορο καλύπτει τη δυστυχία. Κι όλα πάλι απ’ την αρχή.
- Εμείς θα σώσουμε τον κόσμο! απαγγείλει ο Στρατηγός.
- Δεν γίνεται αλλιώς. τονίζει ο Μομόγερος.
- Κράτα το μυστικό! ψιθυρίζει ο Στρατηγός.
- Μα αφού δεν έχουμε μυστικά από την γιατρό Λίνα. θυμάται ο Μομόγερος.
- Έχω ιδιαίτερη γνώμη. γενικεύει ο Στρατηγός την ώρα που φυσάει τη μύτη του. Συμπληρώνει: Ο διοικητής δεν σχολιάζει την συμπεριφορά του μπροστά στους κατωτέρους.
- Έχουν καταληστέψει το εργοστάσιό μου Και γιατί – δεν ξέρω! Δεν ξέρω! εξομολογείται ο Μομόγερος.
- Για τα εμπορικά μυστικά! υποβάλλει ο Στρατηγός.
- Οι κρατούμενοι φτιάχνανε απαίσια έπιπλα.
- Υπήρχε ισότητα και ψωμί για όλους; αναρωτιέται ο Στρατηγός.
- Και πως! αναφωνεί ο Μομόγερος. Γιατί όμως καταστρέψαμε τους ικανούς;
- Για να μην υπάρχουν στρατηλάτες! Εμπρός! Επίθεση! Ο Στρατηγός είναι ασυγκράτητος.
- Να μην σταματάνε οι ξυλοκόποι! Τα καράβια για τα έπιπλά μου έχουν φτάσει κι εγώ ακόμη δεν έχω κόψει το δάσος. Πότε θα τα καταφέρω;
Ο Μομόγερος κραδαίνει μη τροχισμένο τσεκούρι. Βαράει τα δέντρα. Οι δυο τους σωπαίνουν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Κάποια σκιά διασχίζει το δρόμο τους δίπλα στο σχολείο.
- Αυτό δεν ήταν αρκούδα; ξαφνιάζεται ο Μομόγερος.
- Δεν φοβάμαι τις αρκούδες! ουρλιάζει ο Στρατηγός κι άοπλος ρίχνεται μπροστά.
Ο Στρατηγός υψώνει το ανάστημά του ανάμεσα στις φλόγες. Διοικεί με θάρρος. Τα προστάγματα αντηχούν. Δεν αφήνει ήσυχες τις δυο πτέρυγες. Παίρνει από κάποιο σκιάχτρο πηλήκιο με σπασμένο γείσο κι αμπέχονο με γαλόνια.
Καίγεται το μοναδικό κατοικήσιμο σπίτι στο χωριό. Απ’ το σκοτάδι πυροβολούν με κυνηγητικά όπλα. Οι σκοπευτές διακρίνουν ανάμεσα στις φλόγες μια σιλουέτα. Ακούνε προστάγματα. Ξαφνιάζονται.
Οι σκοπευτές αφουγκράζονται. Πριν καιρό κάποιος είχε πυροβολήσει το τζιπ τους. Τώρα αυτοί πυροβολούν. Στο σπίτι βρίσκονται ο Μομόγερος και η Σιωπηλή. Φοβισμένοι, αναποδογυρίζουν μια γκαζόλαμπα. Κάποτε το ηλεκτρικό είχε φτάσει πρώτα στην πρωτεύουσα του νομού. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τριάντα χρόνια για να φτάσει στα απόμακρα χωριά. Το χωριό του Μιχάλ του Λευκού είναι το τελευταίο στον κατάλογο. Λίγο ακόμη πρέπει να περιμένει. Παίρνουν φωτιά.
Ο Στρατηγός προνοητικά πετάγεται έξω. Η Αναστενάρισσα με την Λίνα έχουν επισκεφτεί τον Χάντερ. Τα κλωνάρια τρύζουν. Κάνουν τις φλόγες ψηλές.
Ο Στρατηγός είναι στη θέση του. Δεν το έχει σκάσει. Απ’ την κραυγή του παγώνει το αίμα των συμμοριτών.
«Παραδοθείτε! Είστε περικυκλωμένοι! Πετάξτε τα όπλα!»
Έχει δημιουργήσει την απαραίτητη εντύπωση. Θα τολμούσαν να σκοτώνανε ένστολο; Τους υπερέχει. Δεν τους φοβάται.