Περισσότερο απ’ όλους δυσκολεύονταν οι γυναίκες. Ο αέρας σήκωνε τα φουστάνια τους τόσο ψηλά, που κάποιες φορές δεν ήξεραν αν έπρεπε να συνεχίσουν να κυνηγούν τα καπελίνα τους ή να σταθούν ακίνητες με τα πόδια τους κλειστά. Σε μια από τις αλέες μάλιστα οι άντρες είχαν αφήσει τις γυναίκες να περάσουν μπροστά, επιβεβαιώνοντας έτσι τις υποψίες μου ότι περισσότερο διασκέδαζαν με τις γυναίκες παρά κυνηγούσαν τα καπέλα τους. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν και τίποτα κουτσομπόληδες, γιατί κανείς δεν ξέρει τι ψέματα θα διέδιδαν. Μπορεί να υπήρχαν βέβαια και τέτοιοι, αλλά είχαν παρασυρθεί κι αυτοί απ’ το κυνηγητό των καπέλων και προέτρεπαν τις γυναίκες να περάσουν μπροστά, καθώς οι καλοί τρόποι επιβάλλουν να προηγούνται οι κυρίες... Αλλά ας μη σταματήσουμε εδώ κι ας ξαναστραφούμε στα καπέλα, να δούμε πώς χοροπηδούσαν στον αέρα, πώς έτρεχαν πέρα δώθε σαν πραγματικοί κλόουν _ κάποιο έκανε επίδειξη πώς μπορεί να κατεβεί γρήγορα ένα δέντρο, κάποιο άλλο έδειχνε τι θα πει αναρρίχηση σε λείο κορμό, αν και τα περισσότερα πηδούσαν και στριφογύριζαν για δική τους ικανοποίηση και μόνο, χωρίς να δίνουν καθόλου σημασία στο τι συνέβαινε στο δημοτικό πάρκο.
Ένα καπέλο είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί που άρχισε να γράφει ασυνάρτητους κύκλους, αναπαριστώντας την Ιστορία όλων των κοινωνιών, μέχρι που στο τέλος πήδησε κι αυτό στη λίμνη. Αμέσως ακολούθησαν το παράδειγμά του και κάμποσα άλλα. Ένα μάλιστα, προτού κάνει κι αυτό το μακροβούτι του, έδωσε ένα μάθημα περιστροφικού πιλοταρίσματος, μια που η περιφέρειά του ήταν κατάλληλη για πιλοτάρισμα. Ένα άλλο είχε πάρει τόση φόρα, που πέρασε πάνω από τη λίμνη και προσγειώθηκε στην αντίπερα όχθη, αλλά γρήγορα διόρθωσε το σφάλμα του κι έπεσε μέσα. Κι ένας πράσινος κυνηγετικός πίλος, υποβοηθούμενος από το φτερό καρακάξας που είχε καρφιτσώσει στο πλάι του, πήδησε πάνω σε ένα από τα μπρούντζινα βατράχια. Το βατράχι δεν έδειξε να ανησυχεί καθόλου και συνέχισε να φτύνει νερό στη λίμνη.
Tο Ρεπούμπλικο πέρασε πάνω από τη λίμνη λέγοντας από μέσα του ότι δεν είναι καιρός για μπάνια. Ίσως, πάλι, να βουτούσε κι αυτό στη λίμνη, αν ήξερε ότι ανάμεσα στο πλήθος των λουομένων κάποιο άγνωστο καπέλο είχε αρχίσει να βουλιάζει κι έκανε απελπισμένες προσπάθειες να κρατηθεί στην επιφάνεια βγάζοντας συνεχώς μπουρμπουλήθρες, ενώ τριγύρω του τα άλλα κολυμπούσαν χαρούμενα, χωρίς να του δίνουν σημασία.
Στο τέλος πνίγηκε.
Το Ρεπούμπλικο πήρε μια στροφή, αγγίζοντας ελάχιστα τη γη με την περιφέρειά του, και είδε ότι και άλλα καπέλα είχαν αρχίσει να βουλιάζουν. Ο κυνηγετικός πίλος πήδησε από το κεφάλι του βατράχου και πήρε στο κυνήγι ένα χρυσόψαρο, που έκανε το λάθος να βγάλει την ουρά του έξω από το νερό. Το ψάρι κατευθύνθηκε προς το βυθό, αλλά ο κυνηγετικός πίλος το ακολούθησε και το Ρεπούμπλικο σκέφτηκε ότι το ψάρι αποκλείεται να γλιτώσει. Δεν ξαναείδε ούτε το ψάρι ούτε το καπέλο.
Εν τω μεταξύ όλο αυτό αυτό το διάστημα ακουγόταν το ποδοβολητό των ανθρώπων που κυνηγούσαν τα καπέλα τους. «Αν είναι ποτέ δυνατόν!», «Να πάρει ο διάολος!» _ τέτοια φώναζαν οι άνθρωποι. Το Ρεπούμπλικο πήρε μια κλειστή στροφή και προσπάθησε να περάσει ανάμεσα από κάποια πόδια. Πέρασε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να διαπιστώσει το φύλο τους· τα επόμενα πόδια όμως το άρπαξαν ανάμεσα στα γόνατά τους και χρειάστηκε να κάνει άλμα γάτας για να ξεφύγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ικανοποιημένο που γλίτωσε από τους ανθρώπους, αλλά εκείνη τη στιγμή ένα γνωστό χέρι το έπιασε και το σήκωσε από το χώμα.
Ήταν ο άνθρωπος.
Το Ρεπούμπλικο υποτάχτηκε στη μοίρα του κι έμεινε ακίνητο, να δει τι θα επακολουθήσει. Κάποιος έλεγε ότι τούτα τα βρομοκαπέλα περιμένουν να φυσήξει λιγάκι ο αέρας για να την κοπανήσουν κι ότι το δικό του έπεσε μέσα σε μια λούμπα. Η λούμπα βρισκόταν ένα μέτρο μπροστά από τα πόδια του και το καπέλο βρήκε να πέσει ακριβώς εκεί. Βέβαια δεν είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων που θολώνουν και δεν ξέρουν τι κάνουν, είναι και τα μυαλά των καπέλων. Κάποιος άλλος έλεγε ότι είδε παιδικά καροτσάκια να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση κι ότι το καπέλο του πήδησε μέσα σε ένα παιδικό καροτσάκι. Κάποιος τρίτος προσπαθούσε βιαστικά να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Αυτός ο τελευταίος φορούσε το δικό του καπέλο.
Ο άνθρωπος αυτός σταμάτησε στην όχθη της λίμνης όπου πνίγονταν τα άλλα καπέλα κι έβγαλε από το κεφάλι του δικό του καπέλο. Ήταν ένα καπέλο πολυφορεμένο, γέρικο, γεμάτο λίγδες κι αλάτια. Ο άνθρωπος είπε ότι όταν τα άλλα καπέλα έκαναν τρέλες στο πάρκο, το δικό του ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του. Το γείσο του μόνο τρεμούλιασε λιγάκι κι αυτό ήταν όλο. Έβγαλε το καπέλο του και το πέταξε στη λίμνη. Εκείνο, αν και βαρύ από την πολλή χρήση και τα χρόνια, δε βούλιαξε. Αντίθετα αναπήδησε και προσγειώθηκε και πάλι στο κεφάλι του κατόχου του.