Ας ξεφύγουμε λίγο, για να δούμε τη μεγάλη επιμέλεια με την οποία είχαν προετοιμαστεί, παραταχτεί και εισέλθει στο σιδηροδρομικό σταθμό τα πηλήκια της αστυνομίας προκειμένου να υποδεχτούν το Ρεπούμπλικο. Οι αστυνόμοι σηκώθηκαν χαράματα και γυάλισαν τα γείσα τους με σπόρια μουχρίτσας και τα μεταλλικά μέρη των καπέλων τους με ψιλή άμμο. Ύστερα έπιασαν να τεντώνουν τα εσωτερικά τους ελατήρια, έτσι που το κάθε πηλήκιο να αποκτήσει εντυπωσιακό σχήμα και χάρη. Ο αξιωματικός έκανε επιθεώρηση της ετοιμότητάς τους, ρίχνοντας το κουτάκι με τα σπίρτα του σε κάθε πηλήκιο και περιμένοντας να αναπηδήσει το καθένα τουλάχιστον μια σπιθαμή. Το κουτί με τα σπίρτα χτυπούσε στον «ουρανό» του πηληκίου κι αναπηδούσε τουλάχιστον μια σπιθαμή. Κι όχι μόνο αυτό. Τα λαμπρά πηλήκια υποχρέωναν και τους συνοδούς τους να λάμπουν. Ο αξιωματικός διέταξε τα άτομα που συνόδευαν τα πηλήκια να γυαλίσουν τόσο καλά τις μπότες τους, ώστε ακόμα και οι μύγες να γλιστράνε πάνω τους. Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά, όμως στον περίβολο του αστυνομικού τμήματος έτριζαν ακόμα βούρτσες και παντού τριγύρω μύριζε βερνίκι. Όταν του ανέφεραν ότι οι διαταγές του εξετελέσθησαν, ο αξιωματικός έκανε έλεγχο να διαπιστώσει εάν οι διαταγές του εξετελέσθησαν σωστά και, για μεγαλύτερη σιγουριά, έριχνε κι από μια μύγα σε κάθε δεύτερη μπότα. Η μύγα, πέφτοντας πάνω στην μπότα, γλιστρούσε αμέσως εξαιτίας της κουταμάρας και της ευπιστίας της _ δεν υποψιαζόταν ότι υπάρχουν μπότες πολύ γλιστερές. Όταν γλίστρησε και η τελευταία μύγα, οι αστυνομικοί πήγαν στους στάβλους να περιποιηθούν τα άλογά τους. Οι τρίχα τους έπρεπε να αποκτήσει τη λάμψη του μεταξιού, χωρίς ούτε έναν κόκκο σκόνης πάνω της. Όταν ανέφεραν στον αξιωματικό ότι τα άλογα είναι έτοιμα, τα καπούλια τους είναι έτσι κουρεμένα που να σχηματίζουν κάτι σαν σκακιέρα και οι ουρές τους κοντοκομμένες και δεμένες φιόγκο, ώστε να μην μπορούν τα άλογα να τις κουνούν και να χαλούν τις σκακιέρες, εκείνος έφτασε στους στάβλους και ανακοίνωσε ότι οι χαίτες των αλόγων πρέπει να είναι τόσο καλοχτενισμένες, ώστε αν τις έγλειφε κάποιος, να μην του έμενε ούτε ένα σκουπιδάκι στη γλώσσα. Δεν έκανε όμως έλεγχο με τη γλώσσα του για να διαπιστώσει κατά πόσο οι εντολές του εξετελέσθησαν σωστά· έδωσε διαταγή «Eπί των ίππων». Κάθε αστυνομικός φόρεσε το πηλήκιό του με τέτοιο τρόπο, ώστε το μέσο του γείσου του να βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη μύτη, γιατί τα αστυνομικά πηλήκια δεν μπορούν να ιππεύουν ένα αστυνομικό κεφάλι ούτε γερμένα δεξιά ούτε γερμένα αριστερά ούτε προς τα πίσω, αλλά πάντα προς τα εμπρός, τεντώνοντας με υπερηφάνεια τα υφασμάτινα στήθη τους. Καθ’ οδόν προς το σταθμό τα αστυνομικά πηλήκια σταματούσαν λεωφορεία και τραμ, τα καπέλα των πολιτών υποχωρούσαν και εκεί που τα άλογα περνούσαν με ελαφρύ καλπασμό, τα καπέλα των πολιτών σκορπίζονταν ταχύτατα προς όλες τις κατευθύνσεις και οι πόρτες των σπιτιών κλειδαμπαρώνονταν. Με τον ίδιο ελαφρύ καλπασμό τα αστυνομικά πηλήκια καθάρισαν από κάθε ύποπτο καπέλο την περιοχή κοντά στο σταθμό, ώστε να εξασφαλιστεί μια μεγαλοπρεπής υποδοχή για το Ρεπούμπλικο. Είναι γνωστό ότι γύρω από τους σταθμούς των τρένων περιφέρονται διάφοροι μυστήριοι τύποι και ότι το παραμικρό επεισόδιο θα μπορούσε να αμαυρώσει την υποδοχή.
Το Ρεπούμπλικο εξετίμησε δεόντως τις προσπάθειες των αστυνομικών πηληκίων και πήγαινε να επιβιβαστεί σε κάποια λιμουζίνα, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα. Στράφηκε προς το μέρος απ’ όπου ακούστηκε το σφύριγμα και είδε στην ταράτσα κάποιου σπιτιού ένα καπέλο φτιαγμένο από εφημερίδα. Κάποιο παιδί είχε ανεβεί στην ταράτσα για να δείξει το χάρτινο καπελάκι του στο Ρεπούμπλικο και, για να δημιουργήσει μεγαλύτερη εντύπωση, συνόδευε το καπέλο και με ένα γατί. Το ζώο, έτσι όπως το κρατούσε από την ουρά, νιαούριζε σπαρακτικά και το παιδί σφύριζε. Του Ρεπούμπλικου του άρεσε πολύ αυτή η σκηνή· δεν τη θεώρησε καν επεισόδιο αλλά ένα πολύ χαριτωμένο συμβάν, όμως ο άνθρωπος από κάτω του φάνηκε να θυμώνει· κάτι είπε στη μύτη του, η μύτη του του απάντησε με τον ίδιο τρόπο και τα αστυνομικά πηλήκια όρμησαν με τα άλογά τους προς το μέρος του σπιτιού. Το καπέλο από εφημερίδα χώθηκε σε μια κρυψώνα, ενώ το υστερικό γατί γαντζώθηκε στο λούκι για τα απόνερα και κατέβηκε σαν σαΐτα, γεμίζοντας τον περιβάλλοντα χώρο με ανατριχιαστικούς ήχους νυχιών πάνω σε λαμαρίνα. Αυτό ήταν όλο· κι όπως διαπιστώνετε κι από μόνοι σας, δεν επρόκειτο για κανένα επεισόδιο, όμως τα αστυνομικά πηλήκια έβαλαν τα δυνατά τους να μετατρέψουν το όλο γεγονός σε επεισόδιο.
Το κουρασμένο τρένο, που είχε αγκομαχήσει και ιδρώσει για να μεταφέρει το Ρεπούμπλικο, αποχώρησε πατώντας στα νύχια των τροχών του πάνω στις ράγιες.
Το Ρεπούμπλικο είδε και μια σημαία, πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένο ένα λιοντάρι με χρυσό καπέλο. Σκέφτηκε πως αν σ’ αυτή τη χώρα ακόμα και τα λιοντάρια φορούν καπέλο, πιθανόν αυτή η χώρα να είναι η χώρα των καπέλων. (Θα ήθελα εδώ να εξηγήσω ότι εκείνο τον καιρό ήμασταν ακόμα βασίλειο και το λιοντάρι-έμβλημα της σημαίας μας φορούσε βασιλική κορόνα. Τώρα πια δεν είμαστε βασίλειο και το λιοντάρι μας είναι ξεσκούφωτο.)
Το Ρεπούμπλικο ταρακουνήθηκε μέσα στη λιμουζίνα, είδε τα τραμ να σταματούν και να του ανοίγουν δρόμο, τα αυτοκίνητα να κορνάρουν και να το περιμένουν να περάσει κι όλα τα καπέλα να παραμερίζουν, όπως έκαναν και προηγουμένως με τα αστυνομικά πηλήκια. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ακούστηκε μια φοβερή σειρήνα και ένα κόκκινο πυροσβεστικό όχημα μπήκε μπροστά τους. Είχε τέτοια ταχύτητα που έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να παρασύρει τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά του· μόλις όμως είδε το Ρεπούμπλικο, κοκάλωσε στη θέση του τρέμοντας από έκπληξη. Τα πυροσβεστικά κράνη χτύπησαν ηχηρά πάνω στην υδροφόρα, ζητώντας με αυτό τον τρόπο συγχώρεση. Το Ρεπούμπλικο εξετίμησε δεόντως αυτή τη χειρονομία των πυροσβεστικών περικεφαλαιών και τους έγνεψε ελαφρά από τη λιμουζίνα.