ΕΝΑ ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΑΘΙΔΡΟ ΤΡEΝΟ μετέφερε αγκομαχώντας το Ρεπούμπλικο σε μια χώρα άγνωστη, ανάμεσα σε άγνωστα καπέλα, και η χλομή σερβική γη κρυφοκοίταζε από το παράθυρο, χωρίς να του δίνει καμία σημασία. Εδώ κι εκεί στους σταθμούς φόρτωναν ή ξεφόρτωναν άλογα και στρατιώτες για το μέτωπο. Στα φορτηγά βαγόνια στριμώχνονταν μέχρι πάνω μουσούδες αλόγων και κράνη. Το Ρεπούμπλικο τα κοίταζε με περιέργεια, γιατί δε φοβόταν καθόλου τον πόλεμο _ τα ρεπούμπλικα δεν πηγαίνουν στο μέτωπο, υπάρχουν κράνη, δίκοχα και πηλήκια γι’ αυτή τη δουλειά.
Οι εικόνες εναλλάσσονταν με περιστροφικές κινήσεις· οι κοντινότερες χάνονταν γρήγορα, οι πιο μακρινές πιο αργά, όλες τους όμως περνούσαν μπροστά από το Ρεπούμπλικο κάνοντας την επίδειξή τους με βήματα σε ρυθμό βαλς. Κάτι στρατιωτικά κράνη που φορούσαν διχτάκια χόρεψαν το βαλς τους για χατίρι του Ρεπούμπλικου σε ένα δρόμο όλο σκόνη. Τρία παιδιά είχαν σκαρφαλώσει στην κορυφή ενός λοφίσκου, για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα το τρένο που μετέφερε το Ρεπούμπλικο. Το βαλς τα στριφογύρισε και τα τράβηξε προς τα πίσω, για να φανεί πιο καθαρά μια ψηλή βουνοκορφή που φορούσε άσπρο σκουφί από χιόνι. Η κορυφή χόρευε το δικό της αργό και μεγαλοπρεπές βαλς. Έριξε μόνο μια ματιά στο Ρεπούμπλικο, αλλά κι αυτή ήταν αρκετή για να του μεταδώσει τα ψυχρά, εχθρικά της αισθήματα. Ύστερα εμφανίστηκαν και πάλι άσχημες κοιλάδες και πλαγιές, σκεπασμένες με μια βλάστηση στο χρώμα της σκουριάς.
Το τρένο κινούνταν με μεγάλη δυσκολία. Αίφνης στο παράθυρο εμφανίστηκε κάποιος άγνωστος _ τόσο απότομα που έκανε το Ρεπούμπλικο να τραβηχτεί προς τα πίσω, γιατί φοβήθηκε ότι εκείνος ο άγνωστος ήταν έτοιμος να σαλτάρει μέσα στο βαγόνι. Eκείνος δε σάλταρε, αλλά έκανε μια στροφή προς τα αριστερά κι έμεινε ακίνητος δίπλα στις ράγιες του τρένου. Το Ρεπούμπλικο κόλλησε στο τζάμι παρατηρώντας τον άγνωστο που όλο και μίκραινε, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως.
Ο άγνωστος ήταν κι αυτός ρεπούμπλικο. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ήταν κάποτε ρεπούμπλικο _ και πολύ πιθανόν να ήταν ένα πολύ κομψό και χαρίεν ρεπούμπλικο. Τώρα όμως στεκόταν στην κορυφή ενός παλουκιού κι από κάτω του ανέμιζαν κάτι κουρέλια. Αλλά και το ίδιο το ρεπούμπλικο έμοιαζε περισσότερο με ομοίωμα ρεπούμπλικου. Καθώς το Ρεπούμπλικο ήταν απασχολημένο με τον άγνωστο, είδε από το παράθυρο να έρχεται προς το μέρος του ένα άλλο καπέλο _ στεκόταν κι αυτό στην κορυφή ενός μπηγμένου παλουκιού στο χώμα κι από κάτω του ανέμιζαν κάτι ξεθωριασμένα κουρέλια. Αυτό το καπέλο ήταν ψάθινο, με σκισμένη περιφέρεια και γεμάτο τρύπες _ σίγουρα κάποιος ανάπηρος που στεκόταν θλιμμένος πάνω στο ξύλο, λες και στηριζόταν σε πατερίτσα. Ο ανάπηρος στριφογύρισε άγαρμπα πάνω στην πατερίτσα του κι απομακρύνθηκε, για να δώσει τη θέση του σε ένα κασκέτο χωρίς γείσο.
Το κασκέτο είχε καβαλικέψει ένα ξεδοντιασμένο κρανίο αλόγου και κάλπαζε μαζί με την αλογοκεφαλή δίπλα στο τρένο, ενώ ένα ξηλωμένο κομμάτι του ανέμιζε από τη μεγάλη ταχύτητα. Ύστερα μέσα στους αμπελώνες εμφανίστηκε μια μεγάλη παρέα από καπέλα που είχαν σκαρφαλώσει στις κορυφές κάτι ψηλών πασσάλων. Οι πάσσαλοι φορούσαν μακριές πουκαμίσες και τα καπέλα είχαν σκύψει το ένα προς το μέρος του άλλου _ ίσως να συζητούσαν κάτι συναμεταξύ τους, ίσως πάλι και να διαλογίζονταν ομαδικά. Μια σκούφια βοσκού πέρασε δίπλα από το παράθυρο, ενώ το παλούκι που καβαλίκευε στεκόταν με τα χέρια ανοιχτά, φορώντας ένα κοντογούνι ρόδινου χρώματος. Πιθανόν η σκούφια του βοσκού να πήγαινε να συναντήσει τα άλλα καπέλα, που κάθονταν στωικά πάνω στις μακριές πουκαμίσες και διακρίνονταν καθαρά μέσα στη σκουριά της βλάστησης που σκέπαζε τις πλαγιές.
Πιο πέρα ένα καπέλο καθόταν κορδωμένο πάνω σ’ ένα τσουβάλι γεμάτο σανό. Ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί το είδος του, γιατί δεν ήταν ακριβώς καπέλο αλλά μονάχα μια κουρελιασμένη φόδρα. Η φόδρα χαμογέλασε με νόημα στο Ρεπούμπλικο και συνέχισε τη δουλειά της πάνω στο τσουβάλι. Κάποιο άλλο καπέλο είχε ιππεύσει ένα γυμνό καλάμι, ένα συνηθισμένο καλάμι, και κάλπαζε μαζί του δίπλα στο τρένο.
Γιατί άραγε όλα τούτα τα καπέλα να βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ, πάνω στη θλιβερή σκουριά των πλαγιών; Κι εκείνο εκεί, στην κορυφή του κλαδεμένου δέντρου, τόσο ψηλά που μπορεί να πάθει ίλιγγο, τι στην ευχή γυρεύει κι έχει σκαρφαλώσει εκεί; Mήπως είναι αστρολόγος; Κι αυτό εδώ, ακριβώς κάτω από το παράθυρο, τι απαίσια ξασπρισμένο σαγόνι πεθαμένου ζώου έχει καβαλικέψει; Αχ, ναι! Είναι σαγόνι ψόφιου σκύλου! Βαλς πάνω σ’ ένα σκυλοσάγονο και σε μια γυναικεία φούστα!
Μια μυρουδιά σκυλιού και γυναικείας φούστας πλημμύρισε τον αέρα.
Τα καπέλα συνέχισαν να τρέχουν δίπλα στο τρένο· έσκυβαν και κρυφοκοιτούσαν από το παράθυρο, έκαναν μια στροφή γύρω από τον εαυτό τους κι έμεναν ακίνητα και σκεφτικά πάνω στα κουρέλια τους ή πάνω από την περιστροφική κίνηση της γης.
Η σκουριά άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται πάνω στις πλαγιές και να ξεθωριάζει.
Ήταν αμπελώνες. Το Ρεπούμπλικο για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε αμπέλια. Για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε και σκιάχτρα. Αν είναι ποτέ δυνατόν να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σ’ αυτό τον αγριότοπο, σ’ αυτή την άγνωστη χώρα, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα στη Ρώμη, να κάνει περιπάτους στους δρόμους της σφυρίζοντας και να ψιθυρίζει στα κορίτσια: «Μαρτσέλα, άντε να κάνουμε λιγάκι έρωτα, κορίτσι μου!» Στη Ρώμη οι Μαρτσέλες ήταν περισσότερες από τα ρεπούμπλικα.