Ο άνθρωπος που βρισκόταν κάτω από το Ρεπούμπλικό μας λαγοκοιμόταν ή ρωτούσε κάτι τη μύτη του. Η μύτη, αφού πρώτα σκεφτόταν την ερώτηση, του απαντούσε αόριστα: «Χμ, χμ!» Όμως το Ρεπούμπλικο δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την κουβεντούλα του ανθρώπου με τη μύτη του, ούτε για τις σκέψεις που του περνούσαν από το μυαλό, σαν τον ιππέα που δε νοιάζεται καθόλου για τις σκέψεις του αλόγου που ιππεύει. Μ’ αυτό τον τρόπο ίππευε και το συγκεκριμένο κεφάλι το Ρεπούμπλικό μας κι αισθανόταν υπέροχα που τούτο το κεφάλι ήταν στα μέτρα του _ δεν το στένευε πουθενά ούτε του έπεφτε μεγάλο. Ήταν ευχαριστημένο από την επιλογή που είχε κάνει και συμπεριφερόταν με μεγάλη συγκατάβαση στον ελαφρόμυαλο άνθρωπο, που νομίζε ότι εκείνος ήταν που επέλεξε το καπέλο κι ούτε του περνούσε από το μυαλό ότι το καπέλο διαλέγει τον άνθρωπο. Το Ρεπούμπλικο είχε δοκιμάσει δεκάδες κεφάλια χωρίς βιασύνη και νευρικότητα, γιατί γνώριζε ότι το κεφάλι δε διαλέγεται εύκολα... Ένα καθυστερημένο καπέλο προσπάθησε να προλάβει το τρένο, αλλά δεν τα κατάφερε κι έτσι έμεινε στην άκρη του αμπελιού, κοιτάζοντας με θλίψη την ατμομηχανή που απομακρυνόταν. Ίσως και να μην ήταν θλιμμένο, ίσως κάτι να σκεφτόταν. Ήταν πηλήκιο σιδηροδρομικού υπαλλήλου. Συνέχισε το δρόμο του δίπλα στις ράγιες, κουρνιασμένο πάνω στο κεφάλι ενός κουρασμένου επιστάτη σιδηροδρομικών γραμμών.
Τα καπέλα των αμπελώνων δε στεναχωριόνταν καθόλου· απλώς ζούσαν τη ζωή τους. Όταν ήταν καινούργια, και τα πουκάμισά τους ήταν καινούργια. Τώρα τα πουκάμισα είχαν γίνει κουρέλια, αλλά και τι μ’ αυτό! Τα καπέλα τα είχαν συνηθίσει, όπως εμείς συνηθίζουμε τα παλιά μας παπούτσια ή τις παλιές μας ιδέες. Εκτός αυτού τους έδεναν και τόσες κοινές αναμνήσεις! Καλές ή κακές, δεν έχει καμία σημασία. Δύο φορές την ημέρα ένα τρένο διέσχιζε τους αμπελώνες και τα γέμιζε καπνιές, κι αυτό ήταν υπεραρκετό για να τους φτιάξει τη διάθεση. Ήταν σαν να ταξίδευαν τα ίδια, αφού, σε τελική ανάλυση, τι άλλο είναι το ταξίδι αν όχι λίγη καπνιά στην αναχώρηση κι άλλη τόση στην επιστροφή; «Εμείς τώρα γεράσαμε», σκέφτονταν τα καπέλα, «ας ταξιδέψουν τα νέα καπέλα _ τόπο στους νέους!» Είδαν το Ρεπούμπλικο, του συστήθηκαν κι ύστερα το αποχαιρέτησαν από τις πλαγιές τους, γνέφοντάς του ώρα πολλή _ ή, όπως εκφράζονται οι μορφωμένοι, γνέφοντάς του μέχρι που το τρένο χάθηκε στα βάθη του ορίζοντα.
Στην πραγματικότητα το τρένο δε χάθηκε στα βάθη του ορίζοντα, αλλά με ζόρι μεγάλο και μ’ ένα λαχάνιασμα που λίγο ακόμα και θα έκανε τα πνευμόνια του να σκάσουν, μπήκε στο σταθμό. Το Ρεπούμπλικο και ο άνθρωπος πέρασαν το διάδρομο, στάθηκαν για λίγο στα σκαλάκια του βαγονιού κι ύστερα πάτησαν τη βουλγαρική γη. Τα καπέλα των αμπελώνων χάθηκαν κάπου πίσω μακριά, διαλύθηκαν σαν καπνός ατμομηχανής, και το τοπίο έλαμψε από την άψογη παράταξη των μπερέδων της φρουράς.
Οι μπερέδες της φρουράς στέκονταν παραταγμένοι στο κρηπίδωμα του σιδηροδρομικού σταθμού. Η πορφυρή τους τσόχα έριχνε κόκκινες ανταύγειες παντού τριγύρω. Ο άνθρωπος τους παρουσίασε το Ρεπούμπλικο αγγίζοντάς το με δυο του δάχτυλα και οι μπερέδες φώναξαν δυνατά: «Ζήτω!» Τα φτερά από ουρές παγονιών τρεμόπαιξαν έτσι όπως υποκλίθηκαν στο Ρεπούμπλικο και μια ορχήστρα πνευστών, που είχε πάρει θέση στο χώρο ανάμεσα στην αίθουσα αναμονής και την υδραντλία του σταθμού, άρχισε να παίζει εμβατήρια. Το Ρεπούμπλικο ανασηκώθηκε ελάχιστα πάνω στους αναβολείς του και χαιρέτησε ευγενικά. Οι μπερέδες της φρουράς τού ανταπάντησαν με ένα καινούργιο εκκωφαντικό «Ζήτω!». «Εδώ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά από τους σκουριασμένους λόφους», είπε από μέσα του το Ρεπούμπλικο. Οι μπερέδες δε βρίσκονταν πάνω σε πασσάλους. Καβαλίκευαν νεαρά αγόρια, εικοσάχρονα, τα οποία τους είχαν περιφέρει με τον κοφτό τους βηματισμό σ’ ολόκληρη την πόλη, για να τους επιδείξουν στα περίεργα μάτια των κατοίκων. Τα αγόρια ήταν ψηλά ένα κι εξήντα πέντε εκατοστά. Όχι, τίποτα δε θύμιζε τους σκουριασμένους λόφους!
Ύστερα από τους μπερέδες της φρουράς, μεγάλη εντύπωση του έκαναν τα πηλήκια της αστυνομίας. Το ύφασμά τους ήταν τόσο τέλεια τσιτωμένο με εσωτερικά ελατήρια, που έλεγες ότι λιγάκι ακόμα και θα τινάσσονταν με ορμή προς πάσα κατεύθυνση. Τα γείσα τους ήταν γυαλισμένα με μεγάλη φροντίδα. Κι όχι μόνο τα γείσα· κάθε κουμπάκι και κάθε νήμα τους άστραφτε απέναντι από το Ρεπούμπλικο. Για μεγαλύτερη επισημότητα κάθε αστυνομικό πηλήκιο συνοδευόταν από ένα άλογο, έναν αστυνομικό, ένα ρεβόλβερ κι ένα ξίφος. Γινόταν αμέσως φανερό ποια πράγματα έχαιραν μεγάλης εκτίμησης σ’ αυτή τη χώρα.