Η Μαίρη ήταν πίσω απ’ την πλάτη του, απωθημένη απ’ την αρκούδα που είχαν ξαφνιάσει στη πυκνή βλάστηση. Κι όμως η γυναίκα άπλωνε το χέρι. Καμιά απ’ τις αρκούδες που είχε σκοτώσει μέχρι τότε η ίδια, δεν είχε δείξει τέτοιο θράσος. Περικυκλωμένες απ’ τα σκυλιά, οι αρκούδες σταματούσαν. Καθόντουσαν παραξενεμένες. Κουνούσαν τα μπροστινά τους άκρα. Κοίταγαν γύρω αβοήθητες. Τις περισσότερες τις είχαν τουφεκίσει σ’ αυτή την στάση. Η Μαίρη δεν ήξερε, πως τις είχαν εισάγει για εγκατάσταση. Αργότερα διαπιστώθηκε πως το πείραμα ήταν αποτυχημένο. Τα ζώα που μεγάλωναν στα κλουβιά, δύσκολα αποχωρίζονταν από τον άνθρωπο. Πάντα βρίσκανε αφορμή για να επιστρέψουν στις ταΐστρες. Κυκλοφορούσαν τριγύρω. Δεν φοβόντουσαν ανθρώπους και σκυλιά. Οι ξένοι δεν το γνωρίζανε. Τους έλκυε το πολύτιμο τρόπαιο. Φωτογραφία με αρκούδα. Ο Χάντερ κι οι άνθρωποί του, τους πηγαινοφέρνανε μέρα νύχτα, τάχα ψάχνοντας τα κρησφύγετα τους. Υπήρχαν κι άγριες αρκούδες. Ανεξάρτητες κι απρόβλεπτες. Μια τέτοια τώρα είχε ξαφνιάσει την Μαίρη. Ο Χάντερ δεν είχε καθόλου χρόνο.
- Γιατί όλα που αγγίζω γκρεμίζονται; Γιατί χάνω το κάθε τι που αγαπάω;
- Εσύ κανέναν δεν έχεις γλιτώσει. Δεν έχεις γλιτώσει ούτε ζαρκάδι!
Μετά το ερώτημα που τον καταδίωκε σαν κυνηγόσκυλο όλα αυτά τα χρόνια, ήρθε και η μομφή της Νίας. Γιατί του το είπε; Γιατί ήθελε να τον προκαλέσει;
Μέσα του οι σκέψεις περνούσαν, σαν φύσημα του αέρα, σαν σκιά πουλιού που βιάζεται να σωθεί, όταν το κυνηγάει γεράκι.
Πίσω απ’ τον Χάντερ ήταν όλη του η ζωή. Ξαφνικά αισθάνθηκε το βάρος των χρόνων. Μόλις στάθηκε ανάμεσα στη Μαίρη και την αρκούδα συνειδητοποίησε. Αυτή η ζωή δεν ήταν δικαιολογία για τον επόμενο φόνο αρκούδας, αν και πιο επικίνδυνη απ’ τις προηγούμενες. Μπορούσε στη στιγμή να το κάνει με μαεστρία. Συνειδητά άφησε να του διαφύγει το κατάλληλο δευτερόλεπτο. Παγιδεύτηκε μόνος του. Η αρκούδα δεν είχε που να υποχωρήσει. Θέλει δεν θέλει, έπρεπε να περάσει από πάνω του. Ο Χάντερ νόμιζε πως ήταν κυνηγός άλλης ανώτερης κλάσης. Θα καταβρόχθιζε η αρκούδα την κακιά μας μητριά, την μοίρα; Ήταν η ώρα να το διαπιστώσει. Ήταν ευάλωτος στον ίδιο του τον φόβο; Θα του το έδείχνε η αρκούδα. Αυτή οσφραίνεται τον φόβο. Και τότε επιτίθεται λυσσαλέα. Αν είσαι ήρεμος, υπάρχει ελπίδα. Αυτή η αρκούδα ήταν απρόβλεπτη κι έξυπνη. Σαν να είχε περιμένει χρόνια για να εκδικηθεί για τις άλλες, τις εύκολες. Για τις ακριβοπουλημένες ζωές τους. Μάντευε την τιμωρία. Δεν το έβαζε στα πόδια. Ήθελε επιτέλους να λογαριαστούν.
Ο Χάντερ δεν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του.. Απλώς στάθηκε μπροστά στη Μαίρη και έψαξε τα μάτια της «Φου» Ήταν εξαγριωμένα. Παρ’ όλα αυτά η αρκούδα θα υποχωρούσε, αν είχε που να πάει.
Ο δρόμος της περνούσε από πάνω του. Ήταν έτοιμος. Η Μαίρη έφυγε σιγά, σιγά. Ο Ντάντσο κι ο Αχμέτ την τράβηξαν έξω. Αισθανότανε τα βλέμματά τους στην πλάτη του.
Η αρκούδα στάθηκε όρθια και ούρλιαξε. Κι αυτός ούρλιαξε. Το ουρλιαχτό ερχότανε απ’ το βάθος της γης. Αυτή τον αγκάλιασε. Και αυτός το ίδιο. Άρχισαν να κατρακυλάνε στην κατηφόρα. Δεν είχε υποπτευτεί μέσα του τέτοια πρωτόγονη δύναμη.
Δεν ζύγιζε την τύχη του με τη ζυγαριά. Πολλές φορές φανταζότανε να πεθάνει παλεύοντας με αγρίμι. Την ώρα του κυνηγιού κι όχι από γεράματα και στεναχώριες για τη βρομοζωή του – που θα ζήσει, τι θα φάει.
Θρυμματίζονταν κορμοί. Κατρακύλαγαν πέτρες. Ο Αχμέτ δεν έπαιρνε το μάτι του απ’ την δίοπτρα. Μπορούσε να σκοτώσει την «Φου» και να σώσει τον Χάντερ. Φοβότανε όμως, μήπως η σφαίρα αποδειχτεί κοινή, και για τους δυο τους.
Αυτή ήθελε απλώς να περάσει. Αν περνούσε διαμέσων της Μαίρης – τέρμα η Μαίρη. Αν περνούσε διαμέσων του Χάντερ, όλο και υπήρχε κάποια ελπίδα. Θα πουν σκοτώθηκε στο κυνήγι, για να σώσει την ξένη επισκέπτρια.
Η Μαίρη βιάστηκε. Ξεγελάστηκε από την τυποποιημένη συμπεριφορά των προηγούμενων αρκούδων. Γιατί ο Χάντερ δεν της αποκάλυψε το μυστικό; Γιατί της έλεγε πως την αγαπάει; Ήταν ειλικρινής;
Τους σταμάτησε ο κορμός αιωνόβιου δρυ. Ο δρυς έμεινε ατάραχος. Ζαλισμένη η αρκούδα απώθησε τον άνθρωπο από πάνω της. Κρύφτηκε, με κάποιες κακώσεις και εκδορές. Ο Χάντερ δεν την είδε καθόλου. Αισθάνθηκε το έδαφος με τους αγκώνες. Τα πόδια του είχαν μουδιάσει. Με δυσκολία γύρισε ανάσκελα. Είδε τον στρόγγυλο πισινό της να κρύβεται ανάμεσα στα φύλα. Τον πονούσανε όλα τα οστά ταυτόχρονα. Ανέπνεε με δυσκολία. Έτρεχε αίμα στο μάγουλό του δίπλα στο αυτί. Η αρκούδα τον είχε σημαδέψει με τα νύχια της για να θυμάται την σημερινή μέρα.
Έβγαλε το μαχαίρι του κι έκοψε τα κουμπιά απ’ το γιλέκο κι απ’ το πουκάμισό του. Σαν να ξεκοίλιαζε τον εαυτό του. Οι άλλοι τρέξανε παραξενεμένοι απ’ αυτή του την ενέργεια. Πάλι ξάπλωσε ανάσκελα. Ήθελε να αναπνεύσει βαθιά. Δεν του έφτανε ο αέρας. Προσπάθησε , άνοιξε το στόμα. Λιποθύμησε.
Αισθανότανε πόνο και βάρος. Δεν υπήρχε πανικός. Δεν υπήρχε φόβος. Κάποιος βράχος τον είχε πλακώσει. Ήξερε πως θα αντέξει και το κακό δεν θα συμβεί. Αρκεί να αποτίναζε τον βράχο. Αυτό ήταν «φεαρ πλέϊ’, αυτό ήταν «τίμιο παιχνίδι».
Μερικοί επιβιώνουν μετά από μονομαχία με αρκούδα, πεθαίνουν όμως μετά. Στεγνώνουν, λιώνουν. Ο εσωτερικός τους φόβους τους ροκανίζει.
- Η αρκούδα τον λυπήθηκε ή μήπως αυτός την νίκησε; λέει φωναχτά ο Αχμέτ.
Δεν τον ακούει κανείς. Τριγύρναγε πλάι στο αιωνόβιο δρυ κι έψαχνε την μπότα του Χάντερ. «Ο Αλλάχ παρέλειψε να του μετρήσει άλλη μια μέρα. Δεν την πρόσθεσε στο λογαριασμό του.»