Η Νία ξέρει. Ο Χάντερ είναι πολύ προικισμένος γι αυτό έχει χρέος για όλα που έχει λάβει. Κι η Μαίρη το έχει αντιληφτεί. Κάθε φορά καταφτάνει απ’ την δικιά της τη μεγαλούπολη ηλεκτρισμένη, φορτωμένη με ελπίδες. Θέλει την δύναμή του μόνο για τον εαυτό της. Η γιατρός Λίνα τον δέχεται άνευ όρων. Ξεπεσμένος άντρας ή ήρωας, είναι απλώς άνθρωπος. Για εκείνη όλοι οι υγιείς είναι ίδιοι. Οι ασθενείς διαφέρουν. Μέσα στην αρρώστιά του κι ο κυνηγός είναι διαφορετικός. Τώρα κι η Αρχυρό θα τον είχε λυπηθεί. Ο Χάντερ ποτέ δεν ήταν απ’ τους άντρες που τους λυπούνται.
Απώθησαν ο ένας τον άλλον. Αυτή του γύρισε την πλάτη. Είπε μέσα της:
«Εσύ πάλι από πού ξεφύτρωσες;» με την έννοια: «Τι σχέση έχω εγώ μαζί σου;» Ενώ κυλιόντουσαν αισθανότανε πως χτυπάει η καρδιά της. Κι αυτή άκουγε τη δικιά του. Η αρκούδα τον θεώρησε σαν φορτίο που πρέπει να αποβάλει.
Τον έσπρωξε για να περάσει. Αυτός την αγκάλιασε. Αυτό πράγματι την τρόμαξε. Μόλις την αγκάλιασε, ο άνθρωπος έγειρε. Πέτρες και χώμα κάτω απ’ τα πόδια τους γκρεμίστηκαν. Κύλησαν σαν ένα κουβάρι – άνθρωπος κι αρκούδα. Το βάρος τους, τους πέταξε κάτω στα χαμηλά.
Εκεί η «Φου» πήδηξε ξαφνιασμένη. Βιάστηκε να απομακρυνθεί απ’ τον κυνηγό.
- Μην αγγίζεις το όπλο, Μαίρη! Μην αγγίζεις το όπλο!
- Δεν μπόρεσες να γλιτώσεις κανέναν! Δεν έχεις γλιτώσει ούτε ζαρκάδι!
Τον έχουν τυλίξει σε δέρματα που έγδαρε ο Αχμέτ. Ο Χάντερ κοιμάται μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, μια βδομάδα πια. Η καρδιά του χτυπάει. Τα γένια του μεγαλώνουν. Δεν τρώει τίποτα. Δεν έχει αισθήσεις. Ιδρώνει.
Η Μαίρη κλαίει δίπλα του. Ο άνθρωπος χρειάζεται ακτίνες. Μπορεί να έχει εσωτερική αιμορραγία. Είναι όλο κακώσεις κι εκδορές. Η Μαίρη επιμένει για εξετάσεις. Αυτός αρνείται κάθε ιατρική περίθαλψη. Ας μείνει εδώ, κάτω απ’ τον ουρανό. Εδώ, μόλις γεννηθεί το έντελβαϊς, ακουμπάει το μέτωπό του στα σύννεφα. Το σκουλήκι κι εκατό χρόνια να σέρνεται, πάλι δεν θα περάσει το δρόμο ως την κορυφή. Τα πράσινα, γατίσια μάτια της Μαίρης τον καταπίνουν. Άνθρωπος της τιμής! Πώς να της πει την αλήθεια για τις αρκούδες; Θα έπρεπε;
Ο Χάντερ θαυμάζει την τελειότητα της φύσης. Το έχει μελετήσει το θέμα – δεν μπορεί να της μοιάσει. Είναι ατάραχη. Αυστηρή. Στον καθέναν πρόθημα επιρρίπτει τις ευθύνες του. Δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία. Δεν υπάρχει έλεος.
Ο άνθρωπος έχει την τάση να συγχωρεί. Στον μικρό του κόσμο, υπάρχει θέση και για κάποιες δικαιολογίες. Για υποσημειώσεις κάτω απ’ την γραμμή. Του ανθρώπου όλο δεν του φτάνει ο χρόνος να εξηγηθεί.
Φαίνεται πως δεν είμαστε παιδιά της φύσης. Έχουμε μέσα μας κάτι περισσότερο ή κάτι το διαφορετικό. Θυμάται τον Βίλχελμ. Τον βασάνιζαν τύψεις όταν είχε πυροβολήσει τη Γρήγορη κι όμορφη Ελαφίνα. Διηγιόταν στον Χάντερ παλαιό, γερμανικό θρύλο για ένα ελάφι που το καταδίωκαν πολύ καιρό. Προσπαθώντας να σωθεί, το ελάφι είχε σκαρφαλώσει σε ψηλό βράχο. Ο Κυνηγός του ήταν έμπειρος κι ανελέητος. Ήταν αδύνατον να του ξεφύγει το ζώο. Ο θύτης και το θύμα είχαν σταθεί ο ένας, απέναντι στον άλλον. Τότε, ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού, άρχισε να λάμπει σταυρός. Και στο σταυρό – ομοίωμα του εσταυρωμένου για τους ανθρώπους Χριστού. Έκθαμβος ο κυνηγός είχε πετάξει το όπλο του. Ποτέ του πια δεν επρόκειτο να το αγγίξει. «Κι εμείς έχουμε παρόμοιο θρύλο.» θυμήθηκε ο Χάντερ. Τα χέρια του Βίλχελμ έτρεμαν. «Αν συναντήσω το Ελάφι που έρχεται πάντα, τι θα του εξηγήσω; Γιατί το έκανα;»
Ο Χάντερ ονειρεύεται να παρουσιαστεί στον Θεό, μαζί με την κόρη του, κρατώντας την απ’ το χέρι. Δεν θα την άφηνε, ότι κι αν θα του στοίχιζε. Γιατί στράβωσαν τα πράγματα μαζί της; Γιατί κάθε τι που αγαπάει διαλυότανε σε σκόνη; Γιατί; Ήθελε την Αναστασία κοντά του κι όχι μακριά απ’ την καρδιά του, απ το σπίτι του, απ’ τον κόσμο των ζωντανών…
Είναι ασταθής ο κόσμος των ζωντανών Φυσάει ξαφνικός αέρας και πετάς προς την ανυπαρξία σαν χνουδάτος σπόρος. Ούτε η θέση σου δεν σε θυμάται. Υπήρχες, ή όχι; Και για πιο λόγο υπήρχες. Ολόκληρο το Σύμπαν χωράει πίσω απ’ το μέτωπό μας. Για τα μυστικά της Οικουμένης, το κλειδί είναι μέσα μας. Θα γνωρίσουμε άραγε τον εαυτό μας; Θα ανακαλύψουμε κάποτε τα όρια της ψυχής μας. Θα βρούμε τα μονοπάτια που οδηγούνε προς τα εκεί;
Γιατί με την Αρχυρό ακολουθούσανε διαφορετικές κατευθύνσεις; Αυτή δεν καταλάβαινε αυτό που πήγαζε από μέσα του. Που τον έκανε χαρούμενο και με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Μπροστά στα μάτια του ξεπρόβαλε η Νάσα κλαμένη. Κι αυτή δεν ήθελε να χαθούν εκείνα τα άγρια περιστέρια. Ήταν γρήγορα και επιφυλακτικά. Στην στιγμή πέφτανε κατακόρυφα. Ήταν σπάνια μαεστρία να κλέψεις αυτό το στιγμιότυπο. Για το παιδί λόγω κάποιας κακιάς μαγεία, τα πουλιά πέφτανε αιμόφυρτα από τον ουρανό. Εξ αιτίας του μπαμπά του.
Τα μάτια της είναι τρομαγμένα. Συνειδητοποιούσε το ανεπανόρθωτο.
- Έλα, χάιδεψε τα! της έδινε το ακόμα ζεστό περιστέρι.
- Τα θέλω ζωντανά! Γιατί τα στέρησες τον ουρανό;»
Στο κυνήγι είχε περάσει μέσα από διαφορετικούς περιόδους. Αυτήν την θυμόταν ακόμη.