Περνάει και προσπερνάει. Μερικές πέφτουν δίπλα στη λουρίδα του νερού.
Οι ξένοι έχουν ακριβά όπλα. Ακούγεται κουδούνισμα. Επάνω το τηλέφωνο αρχίζει να λειτουργεί ανήσυχο και λαχανιασμένο. Μοναχικό πουλί έχει περάσει χαμηλά. Το αντιλαμβάνονται απ’ τον ήχο. Το σκοτάδι το καλύπτει. Οι νεοφερμένοι κοιτάνε σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Σαν κάτι να μπουσουλάει στις πλάτες τους. Βλέπουν τον τεντωμένο της λαιμό. Κάτι μακρινό κι ανεξήγητο συνεχίζει να την έλκει προς τον ορίζοντα. Η ίδια, βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη μιας βολής. Ο πιο ψηλός από τους ξένους έχει φυσίγγια με συγκεντροτήρα. Αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του.
Η χήνα ξεκαρφώνεται απ’ το έναστρο θόλο. Πέφτει στο μαύρο χωράφι. Την ημέρα η αδερφές της βόσκουν εδώ.
Έχει περάσει χιλιάδες χιλιόμετρα. Στο δρόμο της οι κυνηγητικές κάνες είναι μόνο ένας απ’ τους κινδύνους, ίσως όχι ο μεγαλύτερος. Τυχαία βολή την ρίχνει δίπλα σε μια Βαλκάνια λιμνούλα. Από ψηλά το νερό της μοιάζει με φτυσιά. Επιτέλους αγκαλιάζει τη γη. Δεν θα την βρούνε. Το φτερό της δεν θα διακοσμεί κανενός το καπέλο.
Την έχουν πυροβολήσει από πάθος, από συνήθεια. Παράλογο κι απρόσμενο τυχαίο γεγονός, που λέγεται ζωή. Το τυφλό σκάγι της μοίρας που την καταδιώκει απ’ τη γέννησή της.
Οι κυνηγοί νιώθουν αμήχανα. Τζάμπα έχουν κατεβάσει το πουλί απ’ τους αιώνιους αεροδιάδρομους. Τα τσακάλια και οι αλεπούδες ίσως το βρουν.
Οι κυνηγοί φεύγουν στενοχωρημένοι. Έχει σκοτεινιάσει εντελώς. Πιάνουν μακρινά συνθηματικά. Στο διπλανό φράγμα από ανία ρίχνουν στον ουρανό. Αισθάνονται καινούργιο φτερούγισμα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δεν αντέχουν και ρίχνουν ξανά.
Ο Χάντερ έχει αγκαλιάσει το όπλο του. Ο Φύλακας δεν τον βλέπει. Ο Ουρανός έχει σκοτεινιάσει Πέφτει πυκνό χιόνι. Ο Χάντερ έχει τυλιχτεί με άσπρο σεντόνι παραλλαγής.
«Ου ου, Χάντερ, εσύ είσαι, ρε; Από πού ξεφύτρωσες;»
«Από την γη! Α-πό- τη –γη! Χα, χα!»
«Σσσς!» ο φύλακας δείχνει το σμήνος στην κάθετη πτήση του. Πέφτει στο νερό.
Χωρίζουν με φιλικά χτυπήματα στον ώμο. Ο Χάντερ – από δω. Ο Φύλακας – από κει.
Κάθεται οκλαδόν στους θάμνους δίπλα στην ακτή. Μοιάζει με στοίβα χιονιού. Σταματάει να υπάρχει. Η πνοή του ξεπαγώνει τους χιονισμένους κρυστάλλους στα μουστάκια του.
Ακούει βουητό. Έρχεται από πίσω Διακρίνονται οι συνηθισμένες κραυγές των πουλιών απ’ το νερό προς το ουρανό και τούμπαλιν. Χαμηλώνουν μπροστά του.
Δυο βολές – δυο πάπιες. Οπλίζει ξανά κι αφουγκράζεται. Πάλι δυο βολές και πάλι επιτυχία. Σκοτεινιάζει και δεν θέλει να φύγει. Το χιόνι φεγγοβολάει. Αύριο θα φέρει εδώ τους ξένους.
Βγάζει την ξύλινη σφυρίχτρα δόλωμα. «Πα! Πα – πα – πα!» Έχει κοκαλιάσει απ’ το κρύο. Τα αριστερό του πόδι έχει μουδιάσει. «Πα πα!»
Βλέπει τη σιλουέτα του φύλακα δίπλα στην όχθη. Θα μαζευτεί στα ζεστά. Τον βασανίζουν ρευματισμοί.
«Πα – πα!»
Αντί τον ουρανό αισθάνεται κίνηση στη γη. Η σφυρίχτρα του τραβάει κάτι σ’ αυτόν. Όπως είναι με μουδιασμένο πόδι και το όπλο στραμμένο στη φυλλωσιά, ρίχνει χωρίς να σηκωθεί.
Ξεμουδιάζει. Τρέμει απ’ το κρύο. Τα θηράματα βαραίνουν. Αύριο θα ψάξει στους θάμνους.
Την άλλη μέρα βρίσκει παγωμένη αλεπού.
Ο φύλακας του ζητάει δανεική την παραλλαγή. Του δωρίζει το σεντόνι. Η νύχτα φωτίζει το χιόνι.
Το φράγμα είναι μάτι που δακρύζει. Τα πουλιά κολυμπάνε μέσα του. Οι κυνηγοί κοιτάζουν. Μόνοι τους καμαρώνουν. Πυροβολούν και τα σκάγια σαν να είναι σκόνη στο μάτι. Η πάπιες συχνά τους ξεφεύγουν.
Ξυρίζει ο παγωμένος αέρας. Πάνω σε έναν θάμνο έχουν ξαποστάσει μικρά φτερωτά πλάσματα. Πεινασμένα σπουργίτια. Ο άνεμος τα θερίζει. Έχουν σμικρυνθεί σαν κέρματα. Πέρα, μακριά το δειλινό φαίνεται κόκκινο και ζεστό. Όλα τα υπόλοιπα είναι γκρίζο μπλε.
Τα κέρματα δεν σαλεύουν. Ο Χάντερ άμα θέλει μπορεί να γεμίσει την τσέπη του μ’ αυτά. Κι αυτά άραγε παρακολουθούν αδιάφορα, πως ο θάνατος καταδιώκει τη ζωή;
Δεν είναι ήρωες από βοντεβίλ. Πάπιες που τσιρίζουν και συνέχεια ξεφεύγουν. Κυνηγοί που αποτυχαίνουν και συνέχεια καυχούνται.
Σγουρά κυματάκια κυνηγάνε στο μάτι τις τελευταίες ακτίνες. Είναι έτοιμο σε λίγο να παγώσει τον ήλιο μέσα του.
Ένας λαγός κοιτάζει από ψηλά τον μάταιο δρόμο προς την πόλη, τις καμινάδες του εγκαταλειμμένου τεράστιου εργοστάσιου. Έχει χωθεί μέσα σε αιχμηρά μαύρα αγκάθια. Κρυμμένος στην απανεμιά των χόρτων. Ζεσταίνεται και παρακολουθεί. Κανείς δεν έχει ιδέα, πως ο Λαγός είναι εκεί.
Όταν οι άνθρωποι ξέρουν πως παρακολουθούνται θέλουν να φαίνονται καλοί. Για να παρουσιάσουν μια καλή εικόνα, όλο και κάτι θα κρύψουν από τους άλλους, μα, ακόμη κι από τον εαυτό τους.
Η νύχτα βοηθάει το ανθρώπινο γένος να μείνει απαρατήρητο. Να χαθεί μέσα στο λαβύρινθο των δικών του μυστικών. Την φύση την κυριεύει ελπίδα και πανικός. Μετά από αυτή τη νύχτα ακολουθούν κι άλλες νύχτες. Έρχεται κάτι ωραίο και καλό.
Από πού θα κατέβει; Τι χνάρια θα αφήσει πάνω στο χιόνι;
Ο λαγός τρίβει τα μουστάκια του. Τα μάτια του δακρύζουν απ τον απέναντι αέρα. Για πρώτη φορά από τότε που κατοίκησε αυτό τον λόφο αισθάνεται τόσο μοναχικός.