Τα σκυλιά παρεξηγημένα τον κοιτάζουν από πάνω ως κάτω.
- Γιατί τρέχαμε; Γιατί χωθήκαμε κάτω απ’ τα δόντια του κάπρου; Εμένα τα έντερά μου σέρνονται κι αυτός χαιρετάει. - σαν να τσίριξε το χτυπημένο σκυλί.
Ο Βίλχελμ τρίβει τα μάτια. Έτσι ήταν. Σέρνονταν.
6.
Ένας πελαργός καταδιώκει τον Χάντερ ακόμη απ’ τα παιδικά του χρόνια. Είναι με δεμένο το φτερό. Το ράμφος του προβάλει απ’ το περβάζι του παραθύρου. Το άλλο φτερό είναι άγαρμπα απλωμένο πάνω στο τραπέζι. Εκεί έχει ακουμπήσει και άντρας με τα γυαλιά. Γράφει. Παίρνει δουλειά για το σπίτι. Συμπληρώνει χαρτιά. Είναι υπάλληλος. Η γυναίκα του πρόσφατα πέθανε από καρκίνο. Δυο μοναχικοί άνθρωποι σε άδειο σπίτι.
Ο θείος επιτρέπει στα πιτσιρίκια να αγγίξουν τον πελαργό. Είναι ευτυχισμένα. Με τσιμπημένα από το κρύο τα μάγουλα πέφτουν στο χιόνι σαν πυροβολημένα. Ο πελαργός τα κοιτάζει μυστηριωδώς. Ο θείος ακούραστος συμπληρώνει τα τεφτέρια γερμένος πάνω στο τραπέζι. Με τον ίδιο τρόπο τρώει. Μαζεύει τα ψίχουλα στη χούφτα. Τα καταπίνει με το κεφάλι προς τα πίσω.
Την άνοιξη ο πελαργός του γείτονα ψόφησε. Τον πέταξε στους κάδους σκουπιδιών. Ο Χάντερ θυμάται τα υψωμένα προς τον ουρανό πόδια του. Η εμφάνιση πελαργών τον θλίβει. Κάτι ωραίο έχει έρθει. Όπως ήρθε, έτσι χωρίς να το καταλάβουν θα φύγει.
Οι πελαργοί πάντοτε φεύγουν.
Ο Χάντερ οδηγεί προς την θάλασσα. Άραγε θα συναντήσει το κορίτσι με το καπέλο; Υπάρχει τέτοιο κορίτσι; Όταν πνίγεσαι πιάνεσαι και για το άχυρο.
Καίνε τις καλαμιές. Οι πελαργοί με τη σειρά ακολουθούν κατά πόδα την φωτιά. Ράμφη λαβίδες ξετρυπώνουν ζωντανά πλάσματα. Απροετοίμαστα και πανικόβλητα σκουλήκια, ποντίκια, ακρίδες… Τα πουλιά μοιάζουν με πυροσβέστες με ασπρόμαυρες στολές.
Άλλη φορά τα βλέπει έτοιμα για το ταξίδι. Είναι αφηρημένος. Χαζεύει γύρω. Ο μπροστινός τροχός του πέφτει σε λακκούβα. Γρήγορα προσγειώνεται. Δεν έχει καιρό να αντιδράσει. Τυφλίτης έχει διασχίσει την άσφαλτο. Τον βλέπει στο καθρέφτη. Το σώμα του ακόμη συσπάται.
Οι πελαργοί τον κάνανε αφηρημένο. Για πρώτη φορά τους βλέπει έτσι. Του φάνηκαν σαν απ’ το υπερπέραν. Εκατοντάδες βυθισμένοι στα ψηλά και αποξηραμένα χόρτα. Φαίνονται μόνο λαιμοί και ράμφη. Μια απίστευτη φάλαγγα. Συγκεντρωμένοι και σιωπηλοί. Ένας πλάι στον άλλον, ένας πλάι στον άλλον. Τίποτα δεν τους κάνει να διστάζουν. Τίποτα δεν θα τους σταματήσει.
Ξαποσταίνουν λιγάκι πριν το ταξίδι. Ο Χάντερ δεν βιάζεται να απομακρυνθεί. Τόσο σοβαρά πουλιά δεν έχει συναντήσει.
Σε άλλους καιρούς στις ίδιες κυνηγητικές πεδιάδες, πάλι το φθινόπωρο αντίκρισε δεκάδες λαγούς. Κάποια πανήγυρη των λαγών. Αυτοί πάλι τι μελετάνε. Ζωντανή σφαίρα στο χωράφι.
Ξέφυγε για να μην τους ενοχλεί.
Περπατάει κάτω απ’ τον αγωγό ηλεκτρικού ρεύματος. Τα καλώδια ζουζουνίζουν σαν μελίσσι. Δίπλα σε μια κολόνα βρίσκει δύο νεκρούς πελαργούς. Ήταν πριν από καιρό.
Έχουν θερίσει το σιτάρι απ’ το χωράφι. Τα άχυρα τα έχουν αφήσει στις βροχές. Συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Τώρα είναι υγρά. Με το που σηκώνεται ο ήλιος, στεγνώνουν ηχηρά. Σαν κάποιος να τα πατάει. Οι νεκροί πελαργοί του δημιουργούν μυστηριώδης διάθεση. Κοιτάζει γύρω του. Είναι μόνος. Και δεν είναι.
Στην άκρη του δάσους βόσκει νεαρή ελαφίνα. Έχει μείνει χωρίς την μητέρα της. Είναι άπειρη κι απρόσεκτη. Βρίσκεται στην εμβέλεια του όπλου. Βόσκει ακίνητη και δεν κοιτάζει γύρω της. Απ’ όλα φαίνεται πως δεν έχουν πυροβολήσει εναντίον της μέχρι τώρα.
Ο αέρας ζεσταίνεται ακόμη. Κάποιος βηματίζει πίσω απ’ την πλάτη του Χάντερ. Περπατάει δίπλα του. Σαν να πατάνε οι πελαργοί με τα λεπτά τους πόδια. Χώνουν τα ράμφη τους. Κάνουν αναλύσεις πραγμάτων που οι άνθρωποι αψηφούν.
Ο Χάντερ πιστεύει πως δεν είναι μόνος. Κάποιος συνέχεια τον παρακολουθεί. Αυτό τον εκνευρίζει. Βλέπει τεντωμένους λαιμούς μέσα στα κίτρινα χορτάρια. Ακόμη τους υποπτεύεται. Εκείνον περιμένανε. Εκείνον παρακολουθούσαν με την άκρη των ματιών τους. Τάχα μεταξύ των άλλων, συγκρατημένα και απρόσιτα.
Είναι χλομό το πρωινό πάνω από τις καλαμιές. Τα σύννεφα είναι ξεπλυμένα. Ο ήλιος μόλις ροδίζει. Ο Χάντερ υποδέχεται το ξημέρωμα με τα πόδια παγωμένα μέσα στις μπότες. Βγαίνει ένα ποντίκι. Πλησιάζει το παπούτσι του. Το μελετάει. Αυτό τον κάνει αφηρημένο. Πέρα από τις καλαμιές η λίμνη βράζει. Πρώτα ξεφεύγουν μαύρα σμήνη κάργες.
Σηκώνονται κορμοράνοι. Εδώ και μερικές μέρες ο καιρός είναι ζεστός και καθαρός. Ασυνήθιστο για κυνηγητική περίοδος. Χήνες πετάνε σαν αεροπλάνα. Δεν τις φτάνουνε τα σκάγια.
Ο κυνηγός παρακολουθεί τον ουρανό. Το ποντικάκι ροκανίζει κάτι δίπλα στα πόδια του. Που και που του ρίχνει μια ματιά. Γιατί είναι τόσο απρόσεκτο. Πιο πέρα είναι κι άλλοι κυνηγοί. Ένας απ’ αυτούς με σφυρίχτρα. Μιμείται φωνές από πάπιες και χήνες.
Κάμποσοι ιπτάμενοι συνδυασμοί ξεφεύγουν. Κάποιος ανυπόμονος αδειάζει το αυτόματο όπλο του χωρίς λόγο. Τα πουλιά ξαφνιάζονται. Δεν αλλάζουν πορεία. Το πρωινό φωτίζει ακόμη περισσότερο. Ο ουρανός τρυφερά βάφεται γαλάζιος. Ο άντρας κοιτάζει γύρω του σαν αρπακτικό πουλί. Το ποντικάκι έχει χαθεί στη γη.